του Α.Γ.
Ο χώρος των πανεπιστημίων αποτελούσε ανέκαθεν έναν από τους σημαντικότερους χώρους παρέμβασης της Ριζοσπαστικής Αριστεράς (Ρ.Α.). Τα σημαντικά θέματα που η ίδια η συγκυρία ανέδειξε, τόσο στο ευρύτερο κοινωνικό πεδίο (ασφαλιστικό, τρομονόμος, Ολυμπιάδα, πόλεμος κλπ) όσο και στο χώρο της εκπαίδευσης (“ανωτατοποίηση” των ΤΕΙ, αξιολόγηση,γ ενικότερη απαξίωση των πτυχίων), καθώς και οι εξελίξεις στο χώρο της ίδιας της Ρ.Α., επιβάλλουν την έναρξη ενός διαλόγου σχετικά με το ποια είναι εκείνη η τακτική που θα μας επιτρέψει να επεξεργαστούμε μια μαζική πολιτική γραμμή, σε μια ριζοσπαστική πάντα κατεύθυνση. Ο σκοπός αυτού του άρθρου είναι να συμβάλλει σε αυτόν ακριβώς το διάλογο, θέτοντας ορισμένες προβληματικές και απαντώντας ταυτόχρονα σε ορισμένες απόψεις και τακτικές που έχουν υιοθετηθεί κατά καιρούς από τμήματα της Ρ.Α.
Οι δυνάμεις της Ριζοσπαστικής Αριστεράς
Αρχικά λοιπόν, ας εξετάσουμε τη διάρθρωση των δυνάμεων της Ρ.Α. μέσα στο χώρο των Πανεπιστημίων. Ο μαζικότερος χώρος αυτή τη στιγμή είναι αναμφίβολα τα ΕΑΑΚ. Δίπλα σε αυτά, σε αρκετές σχολές εμφανίζονται σχήματα “τύπου” ΕΑΑΚ, τα οποία κατά καιρούς έχουν συμπλεύσει με τα ΕΑΑΚ και τα οποία σε πολλές περιπτώσεις παρουσιάζουν αξιόλογη σύγκλιση σε επίπεδο θέσεων και κινηματικών πρακτικών. Τέλος, υπάρχουν διάφορες μικρότερες πολιτικές ομάδες (ΔΕΑ-ΣΣΕΦ, ΣΕΚ-ΕΣΟΦ, Αγωνιστικές Κινήσεις κλπ.) οι οποίες έχουν συνεργαστεί κατά καιρούς με τις υπόλοιπες δυνάμεις, διατηρώντας όμως την πλήρη οργανωτική τους ανεξαρτησία.
Εξετάζοντας την κατάσταση που επικρατεί μέσα στα ΕΑΑΚ, θα μπορούσαμε να πούμε ότι τον τελευταίο καιρό διανύσανε μια περίοδο στασιμότητας από άποψη μαζικότητας. Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθούν να είναι η βασική κινηματική δύναμη στον πανεπιστημιακό χώρο, αφού πρωτοστάτησαν σε όλες τις αγωνιστικές κινητοποιήσεις του περασμένου διαστήματος. Μάλιστα, δέχτηκαν και κριτική, σε ορισμένες περιπτώσεις και από την ίδια την Πανσπουδαστική (ΚΚΕ), σχετικά με την επιμονή τους για την προώθηση μακρών καταλήψεων σε αρκετές σχολές, κριτική που εντάσσεται στη γενικότερη επιφυλακτικότητα της ΠΚΣ και την εχθρικότητα των άλλων παρατάξεων απέναντι στις αγωνιστικές κινητοποιήσεις. Ένα σημαντικό στοιχείο που πρέπει να έχουμε υπ’ όψιν είναι και η μερική αναδιάταξη του συσχετισμού δυνάμεων στο εσωτερικό των ΕΑΑΚ που συντελείται το τελευταίο διάστημα. Έτσι, αντιλήψεις που είχαν πρυτανεύσει στην προηγούμενη περίοδο και που προέρχονταν από την πλευρά του ΝΑΡ, έχουν αρχίσει, σε μια σειρά σχολών, να χάνουν έδαφος έναντι άλλων, που στηρίζονται από άλλες πολιτικές δυνάμεις που μετέχουν στα ΕΑΑΚ. Η κατάσταση αυτή έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση και την ανάδειξη μιας πολιτικής κατεύθυνσης που τείνει να απαξιώσει πλήρως το αστικό πανεπιστήμιο και τη γνώση που αυτό παρέχει, θεωρώντας το πρωταρχικά ως μέσο διάδοσης της κυρίαρχης ιδεολογίας και αναπαραγωγής του ήδη υπάρχοντος καταμερισμού εργασίας μέσα στην κοινωνία. Συνεπώς δεν έχει νόημα, σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, να εστιάζουμε τις διεκδικήσεις μας σε θέματα που αφορούν στο επίπεδο σπουδών ή σε παρεμφερή θέματα, παρά μόνο στο τι επαγγελματικά δικαιώματα παρέχει το κάθε πτυχίο. Η ίδια τάση, θέτει σαν πρωταρχική υποχρέωση των σχημάτων την παραγωγή μιας μαζικής πολιτικής γραμμής (σε μια ριζοσπαστική πάντα κατεύθυνση) και την απεύθυνση σε όσο το δυνατόν ευρύτερα φοιτητικά στρώματα και υποστηρίζει ότι η εμπειρία έδειξε ότι μόνο απτά υλικά ζητήματα μπορούν να οδηγήσουν στη συγκρότηση μαζικού φοιτητικού κινήματος, σε αυτή τη φάση τουλάχιστον.
Η κριτική που ασκείται στα ΕΑΑΚ
Τα ΕΑΑΚ, παρά το γεγονός ότι έχουν προβάλει και γενικότερα κοινωνικά θέματα (π.χ. ασφαλιστικό, πόλεμος κλπ) παραμένουν μια κίνηση πρωταρχικά φοιτητική που θέτει ως βασικό στόχο την προβολή και διεκδίκηση των αιτημάτων των φοιτητών.
Παράλληλα, οι συνθήκες συγκρότησής τους καθώς και η μέχρι σήμερα διαμόρφωση του συσχετισμού δυνάμεων στο εσωτερικό τους, οδήγησε στην υιοθέτηση ορισμένων σεχταριστκών αντιλήψεων και πρακτικών. Τα δύο αυτά στοιχεία, έχουν οδηγήσει οργανώσεις (κυρίως του ευρύτερου Τροτσκιστικού χώρου) στο να επιδοθούν σε μια οξεία κριτική προς τα ΕΑΑΚ, η οποία εστιάζεται σε ορισμένα πολύ βασικά σημεία:
-
Τα ΕΑΑΚ είναι φοιτητοκεντρικά και υπάρχει ανάγκη για συγκρότηση ενός χώρου με γενικότερη δράση
-
Η αντιπαράθεση ΕΑΑΚ- Πανσπουδαστικής ξεφεύγει απ’ το πολιτικό επίπεδο και καταλήγει σε μια στείρα πολεμική αποκλείοντας κάθε πιθανότητα συγκρότησης εννιαιομετωπικών κινήσεων σε θέματα που αυτό θα ήταν εφικτό (π.χ. πόλεμος), κατάσταση την οποία ευνοεί και η γενικότερη στάση των ΕΑΑΚ
-
Τα ΕΑΑΚ συσπειρώνουν κόσμο με χαμηλό επίπεδο πολιτικής συγκρότησης, αρθρώνοντας έτσι μια απολίτικη φωνή με συχνά αδικαιολόγητα βίαιες εξάρσεις.
Υπήρξαν ακόμα και ακραίες απόψεις που προμήνυαν μια επικείμενη διάλυση των ΕΑΑΚ, κάτι που φυσικά δεν επαληθεύτηκε.
Για την κριτική που δέχονται τα ΕΑΑΚ
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν όλα τα παραπάνω, μπορούμε να αρχίσουμε να διατυπώνουμε ορισμένες σκέψεις σχετικά με την πολιτική και την τακτική της Ρ.Α. στο επόμενο διάστημα.
Τα ΕΑΑΚ αποτελούν αναμφίβολα το επιτυχέστερο ενωτικό εγχείρημα της Ρ.Α. για μια παρέμβαση σε κάποιο κοινωνικό χώρο, με μαζικούς όρους. Κατάφεραν να συσπειρώσουν ένα κόσμο και να του παρέξουν μια πρώτη επαφή με το χώρο της Ρ.Α. καθώς και να του καλλιεργήσουν ορισμένα αντανακλαστικά που χαρακτηρίζουν το χώρο αυτό. Κατόρθωσαν να αρθρώσουν έναν πολιτικό λόγο πάνω σε θέματα πρωταρχικά εκπαιδευτικά αλλά και γενικότερα πολιτικά. Ο όποιος φοιτητοκεντρισμός που τα διακρίνει (πράγμα που είναι ιδιαίτερα αμφισβητήσιμο) δικαιολογείται από το τι προσπαθούν να επιτύχουν στη συγκεκριμένη συγκυρία.
Προσπαθούν να έχουν μια όσο το δυνατόν μαζικότερη παρουσία και παρέμβαση στο χώρο του πανεπιστημίου, σε μια περίοδο που η ταξική συνείδηση στην ελληνική κοινωνία μόλις αρχίζει να ανακάμπτει, κάτι που έχει και συνέπειες στο φοιτητικό χώρο, καθώς η πολιτικοποίηση απέχει πάρα πολύ από αυτήν που υπήρχε σε παλαιότερες εποχές (π.χ. δεκαετίες `60-’70). Συνεπώς είναι προφανές ότι τα ΕΑΑΚ χρειάστηκε να “μπουν” μέσα στο φοιτητικό κόσμο (διαδικασία απαραίτητη για την οικοδόμηση μαζικού φοιτητικού κινήματος) και να εντοπίσουν τα θέματα που θα μπορούσαν να κινητοποιήσουν τους φοιτητές. Παράλληλα, όπου αυτό ήταν εφικτό, τα ΕΑΑΚ έθιξαν και γενικότερα πολιτικά θέματα, όπως το ασφαλιστικό ή ο τρομονόμος. Αυτό έγινε άλλοτε με μεγαλύτερη και άλλοτε με μικρότερη επιτυχία. Η κριτική πανω σε αυτό όμως, δεν έχει να κάνει με κανενός είδους “Φοιτητοκεντρισμό” των ΕΑΑΚ, αλλά είναι μια κριτική πάνω στην πολιτική ανάλυση του εκάστοτε θέματος καθώς και των τρόπων με τους οποίους αυτό προβλήθηκε. Θα ήταν άδικο αν δεν αναγνώριζε κανείς ότι τα σχήματα ασχολήθηκαν με ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, κάνοντάς τα προσιτα σε αρκετό κόσμο.
Είναι αλήθεια ότι σε πολλές περιπτώσεις έχουν επικρατήσει στα ΕΑΑΚ ιδιαίτερα σεχταριστικές αντιλήψεις, οι οποίες οδηγούσαν σε έναν απομονωτισμό από τις υπόλοιπες δυνάμεις της Αριστεράς (ριζοσπαστικής και μη). Επιπλέον, πρέπει να ανιχνεύσουμε ότι και ορισμένες πρακτικές των ΕΑΑΚ συχνά είναι κατακριτέες, αφού όντως έχουν έναν ακτιβίστικο ή αδικαιολόγητα βίαιο χαρακτήρα. Πρέπει όμως να διακρίνουμε και κάτι ακόμα. Τα ΕΑΑΚ έχουν μια ιδιαίτερα χαλαρή εσωτερική δομή. Αυτό ακριβώς το γεγονός καθιστά τα όποια αρνητικά χαρακτηριστικά διακρίνουν τα ΕΑΑΚ αναιρέσιμα, καθώς είναι ένας σχηματισμός εύπλαστος πολιτικά που δίνει την ευκαιρία στην ορθότερη πολιτική αντίληψη να αναδειχτεί.
Κάτι τέτοιο δε συνέβαινε τόσο την περίοδο που το ΝΑΡ είχε τον απόλυτο έλεγχο, αλλά ειδικά τώρα που ο συσχετισμός δυνάμεων αλλάζει. Μια εύστοχη, καλοπροαίρετη και γειωμένη κριτική μπορεί να επηρεάσει τον τρόπο δράσης και την πολιτική κατεύθυνση των ΕΑΑΚ (κάτι που δεν μπορεί να γίνει π.χ. σε οργανώσεις όπως η ΠΚΣ που έχουν πολύ πιο στιβαρή εσωτερική δομή). Κρίνεται λοιπόν σκόπιμη η συμμετοχή του συνόλου της Ρ.Α. στα σχήματα που συγκροτούν τα ΕΑΑΚ, γεγονός που θα μπορούσε να αποτελέσει και την αφετηρία για ένα γενικότερο διάλογο μέσα σε αυτή. Άλλωστε, τα ΕΑΑΚ έχουν ήδη μια αξιόλογη μαζικότητα και μια σπάνια εμπειρία σε κινηματικές πρακτικές και συνεπώς αποτελούν ένα χώρο στα πλαίσια του οποίου υπάρχει περιθώριο για ανάπτυξη ακόμα αποτελεσματικότερης δράσης, αφού έχουν ξεπεράσει τη δύσκολη φάση της δικτύωσης (υπάρχουν σχήματα στις περισσότερες σχολές).
Για την τακτική των ΕΑΑΚ
Θα ήταν παράλειψη αν δεν κριτικάραμε και ορισμένες από τις πολιτικές πρακτικές που εκφράζονται από πολιτικές δυνάμεις που στηρίζουν ήδη τα ΕΑΑΚ.
Κατ’ αρχάς, υπάρχει το θέμα της σχέσης των πολιτικών αυτών δυνάμεων μεταξύ τους. Είναι σαφές ότι η όποια αντιπαράθεση πρέπει να γίνεται με αυστηρά πολιτικούς όρους. Προσωπικές επιθέσεις ή κατηγορίες σχετικά με την ακεραιότητα και την ποιότητα άλλων συντρόφων είναι καταδικαστέες και πρέπει να καταγγέλλονται και να απομονώνονται άμεσα. Ως φυσική συνέχεια, έρχεται το ερώτημα του πώς αντιμετωπίζουμε τέτοιου είδους επιθέσεις όταν, για διάφορους λόγους, εκδηλώνονται. Εκτίμησή μας είναι ότι η όποια απάντηση πρέπει να δίνεται με όρους διαλόγου, για τους λόγους που θα αναφερθούν παρακάτω. Κατά καιρούς έχουν υιοθετηθεί τακτικές που εμπλέκουν τη φυσική βία ως απάντηση, αφού δεν μπορεί να αποδείξει κανείς με όρους διαλόγου ότι “δεν είναι ελέφαντας”, όπως χαρακτηριστικά έχει λεχθεί. Τέτοιου είδους θέσεις χωλαίνουν σημαντικά και είναι επικίνδυνες για τα ίδια τα ΕΑΑΚ. Η αντίληψη «άντε να αποδείξεις ότι δεν είσαι ελέφαντας» δεν οδηγεί πουθενά, παρά μόνο σε μια συνεχώς επαναλαμβανόμενη διαδικασία κατηγοριών και περαιτέρω βιαιοτήτων μεταξύ των συντρόφων. Οδηγούν συνεπώς σε μια εντονότερη πόλωση της κατάστασης με πιθανές διαλυτικές συνέπειες. Παράλληλα, προκαλούν μια ιδιαίτερα άσχημη εντύπωση σε έναν κόσμο που κινείται γύρω από τα σχήματα και τα παρακολουθεί ή τα στηρίζει χωρίς να είναι ενταγμένος σε αυτά. Συνεπώς, η χρήση βίας μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων έχει αρνητικές συνέπειες σε κάθε περίπτωση. Πολύ ουσιαστικότερη είναι η ανάδειξη των λόγων που οδηγούν σε τέτοιου είδους κακοπροαίρετες κριτικές καθώς και η απόδειξη, όταν αυτό έχει κάποιο νόημα, του ότι η κριτική αυτή δεν ευσταθεί. Άλλωστε, μόνο μια τέτοια τακτική μπορεί να οικοδομήσει μια οργάνωση μακροπρόθεσμα πάνω σε μια στιβαρή πολιτική κατεύθυνση αλλά και μην αφήνει περιθώριο σε άλλες παρατάξεις να μας χαρακτηρίζουν “τραμπούκους” υποβιβάζοντας την πολιτική μας υπόσταση, κριτική που έχει προωθηθεί από τις καθεστωτικές δυνάμεις αλλά και από την Πανσπουδαστική. Γι’ αυτό, πρέπει να αποφεύγονται οι βιαιότητες μεταξύ των συντρόφων με κάθε τρόπο, προκειμένου να γίνει δυνατή μια όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερη σύνθεση με σκοπό την εξαγωγή μιας ορθής πολιτικής γραμμής.
Ένα ακόμα θέμα είναι το πώς αντιμετωπίζουμε τις άλλες παρατάξεις. Είναι σαφές ότι πρωταρχικός εχθρός μέσα στις Γενικές Συνελέυσεις (Γ.Σ.) είναι οι αντιλήψεις που συμπορεύονται με την αναδιαρθρωτική πολιτική της κυβέρνησης. Αυτές πρέπει να αντιστρατευθούμε με όλες μας τις δυνάμεις, αφού άλλωστε απέναντι σε αυτή την πολιτική θα κληθούμε να οργανώσουμε και τον αγώνα μας. Συνεπώς, πρέπει να ασκείται δριμύτατη κριτική και πολεμική σε αντιλήψεις όπως αυτές των ΔΑΠ και ΠΑΣΠ. Συγκεκριμένα, πρέπει να υπερασπιστούμε με όλα τα μέσα που διαθέτουμε (εδώ ίσως ακόμα και με τη βία, αλλά με ιδιαίτερη προσοχή) τις συλλογικές διαδικασίες της Γ.Σ. απέναντι στην προσπάθεια που κάνει, ιδιαίτερα η ΔΑΠ, να τις υπονομεύσει, μεταφέροντας αρμοδιότητες στα αντιπροσωπευτικά όργανα και θέτοντας στο περιθώριο τις αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες. Επιπλέον, πρέπει να χτυπηθεί και η αντίληψη που χαρακτηρίζει το νεοφιλελεύθερο μπλοκ και που προβάλλει ένα μοντέλο ατομικού πτυχίου, γεγονός που οδηγεί σε σπάσιμο κάθε έννοιας συλλογικότητας και υποβαθμίζει την ταξική συνείδηση των αποφοίτων. Στα ίδια πλαίσια εναντιωνόμαστε και στην αξιολόγηση των πτυχίων και των σχολών.
Εντελώς διαφορετική είναι η περίπτωση της Πανσπουδαστικής. Σαφώς και υπάρχει το στοιχείο του ανταγωνισμού μεταξύ μας, αφού η προοπτική μας για το πανεπιστήμιο διαφοροποιείται. Είναι λοιπόν λογική η αντιπαράθεση μεταξύ ΕΑΑΚ και ΠΚΣ, μέσα σε κάποια πλαίσια όμως. Όταν η κριτική ξεπερνά κάποια όρια, τότε λειτουργεί διαλυτικά μέσα στις Γ.Σ. απομακρύνοντας αρκετό κόσμο και πετυχαίνοντας αυτό ακριβώς που επιδιώκει η ΔΑΠ, την υποβάθμισή τους. Είναι σημαντικό να αποβάλουμε και τη λογική του ότι δεν συνεργαζόμαστε με τις δυνάμεις της ρεφορμιστικής αριστεράς σε καμία περίπτωση. Υπάρχουν θέματα, όπως αυτό του πολέμου, στα οποία μια ενιαιομετωπική κίνηση με την ΠΚΣ (π.χ. μέσω μιας επιτροπής) θα μπορούσε να λειτουργήσει θετικά κα να συσπειρώσει και έναν ανεξάρτητο κόσμο σε μια κατεύθυνση δράσης. Η αντίληψη ότι μια τέτοια κίνηση δε θα είχε βαθύτερο πολιτικό περιεχόμενο παραβλέπει το γεγονός ότι το ενιαίο μέτωπο στήνεται στη βάση αξόνων και όχι συνολικότερου πολιτικού προγράμματος. Στην αντίθετη περίπτωση, ακόμα και ίδια η ύπαρξη των ΕΑΑΚ θα ήταν αμφίβολη. Παράλληλα, η αδυναμία των Γ.Σ. να πάρουν αποφάσεις ενάντια στον πόλεμο με πρακτικά αποτελέσματα σε κινηματικό επίπεδο θα έπρεπε να μας προβληματίσει σχετικά με την αναζήτηση εναλλακτικών τρόπων παρέμβασης στο συγκεκριμένο θέμα αλλά και σε άλλα. Είναι καλό να διαθέτουμε ευελιξία στον τρόπο δράσης μας. Πρέπει εδώ να γίνει σαφές, ότι οι ενιαιομετωπικές κινήσεις στήνονται με βάση επιμέρους θέματα και αποτελεί σε κάθε περίπτωση θέμα για συγκεκριμένη συζήτηση το κατά πόσο μπορούμε να συνεργαστούμε με κάποια άλλη πολιτική δύναμη. Γενικά, η άσκηση πολιτικής; κριτικής στην ΠΚΣ είναι κάτι το αυτονόητο, αλλά καλό είναι να υπάρχει και ένας δίαυλός επικοινωνίας ανάμεσά μας στις σχολές.
Κλείνοντας, πρέπει να υπογραμμίσουμε και πάλι την ανάγκη για την ανάδειξη των Γ.Σ. σε ανώτατο όργανο μέσα στις σχολές. Παράλληλα, στο εσωτερικό των σχημάτων πρέπει να διεξάγεται ελεύθερος διάλογος με σκοπό την εξαγωγή μίας πολιτικής γραμμής, αλλά και την προώθηση της λογικής που μας διέπει και στους νεότερους συντρόφους, ώστε να συγκροτήσουμε πολιτικά σχήματα που να αντεπεξέρχονται στις απαιτήσεις της εποχής, τόσο στις εξάρσεις, όσο και στις υφέσεις του κινήματος. Εξ’ ίσου σημαντική είναι και η διατήρηση της ενότητας των σχημάτων με κάθε τρόπο. Οι όποιες διαλυτικές κινήσεις μόνο αρνητικά μπορούν να λειτουργήσουν για το φοιτητικό κίνημα, αφού θέτουν σε κίνδυνο την αξιολογότερη κινηματική δύναμη στο χώρο του πανεπιστημίου. Πρέπει να κινηθούμε στην κατεύθυνση της διατήρησης και της διεύρυνσης των σχημάτων, και να απορρίπτουμε όποια κίνηση θέτει σε κίνδυνο την ενότητά τους.
[…] Ριζοσπαστικό κίνημα και πανεπιστήμια […]