Ο Sergio Yahni, συνεργάτης του Εναλλακτικού Κέντρου Ενημέρωσης του Ισραήλ, παρουσιάζει το τωρινό πολιτικό σκηνικό στο Ισραήλ, εξηγεί τους λόγους της τελευταίας ισραηλινής επιθετικότητας, τις προοπτικές εξέλιξης της κατάστασης και τα καθήκοντα που προκύπτουν για την ισραηλινή και την παγκόσμια αριστερά.
του Sergio Yahni
H κυβέρνηση του Αριέλ Σαρόν εκμεταλλεύθηκε τη δολοφονία του υπουργού Τουρισμού Ρεχαβάμ µεεβί (άκρα δεξιά) για να εξαπολύσει τη μεγαλύτερη στρατιωτική επιχείρηση εναντίον της Παλαιστινιακής Αρχής (Π.Α.) από το ξεκίνημα της τωρινής παλαιστινιακής εξέγερσης. Η επίθεση είχε σαν στόχο την “αποκάλυψη της υποστήριξης της Π.Α. στις τρομοκρατικές οργανώσεις” και την πίεση στην Παλαιστινιακή Αρχή για να συλλάβει και να παραδώσει στις ισραηλινές αρχές “τους υπεύθυνους των δολοφονιών”.
Στις 17 Οκτώβρη, ο ισραηλινός στρατός κατέλαβε έξη σημαντικές πόλεις της Υπεριορδανίας. Βομβάρδισε κατοικίες, σχολεία και νοσοκομεία, σκότωσε δεκάδες Παλαιστινίων και τραυμάτισε εκατοντάδες, κυρίως άμαχους πολίτες. Ηταν μιά ολοκληρωτική αποτυχία : για τρεις εβδομάδες οι Παλαιστίνιοι σκοτώνονταν, τραυματίζονταν, απαγάγονταν και δολοφονιόταν, τα υπάρχοντα τους και οι σοδειές τους καταστρέφονταν, αλλά δεν προέκυψε ορατό πολιτικό ή στραατιωτικό όφελος για το Ισραήλ. Οι υπεύθυνοι της δολοφονίας του Ρεχαβάμ µεεβί δεν βρέθηκαν και ο Γιασέρ Αραφάτ παραμένει ένα αξιοσέβαστο μέλος της κοινωνίας των εθνών.
Μιά σύγκρουση χωρίς τέλος
Τον Οκτώβρη 2000 το σύνολο των Παλαιστινίων, ακόμη και εκείνοι που είχαν την ισραηλινή υπηκοότητα, χαρακτηρίστηκαν εχθροί. Η διπλή εξέγερση, εκείνη των παλαιστινίων με ισραηλινή υπηκοότητα και εκείνη στα Κατεχόμενα Εδάφη, ενίσχυσε την άποψη της ολοκληρωτικής σύγκρουσης μέσα στην πολιτική κοινότητα και τα Μ.Μ.Ε. του Ισραήλ. Πάνω στην άποψη αυτή ξαναοικοδομήθηκε μιά, παλιά και νέα ταυτόχρονα, εθνική ενότητα. Εάν η σύγκρουση είναι ολοκληρωτική και για την επιβίωση, τότε ξεπερνάει τις εσωτερικές πολιτικές διαμάχες των χρόνων που ακολούθησαν τις συμφωνίες του Οσλο.
Στην αρχή της Ιντιφάντα, η ισραηλινή αστυνομία σκότωσε 13 παλαιστίνιους, όλους ισραηλινούς υπηκόους που διαμαρτύρονταν για 52 χρόνια περιθωριοποίησης, κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων στο Ισραήλ. Τα ισραηλινά ΜΜΕ είπαν ότι οι συγκρούσεις αυτές ξαναθύμιζαν τις ημέρες του 1948, του έτους που είναι χαραγμένο στη συνείδηση των ισραηλινών σαν έτος αγώνα του Κράτους για την ίδια του την ύπαρξη. Το Νοέμβρη 2001 υπογραμμίστηκε από το Κοινοβούλιο το καθεστώς εχθρού (που έτσι πρέπει να αντιμετωπίζονται) για τους παλαιστίνιους πολίτες του Ισραήλ και τους εκλεγμένους εκπροσώπους τους. Στις 7 Νοέμβρη, σε μια ψηφοφορία χωρίς προηγούμενο, η Κνεσσέτ ακύρωσε την κοινοβουλευτική ασυλία του βουλευτή Αζμί Μπισάρα (παλαιστίνιου με ισραηλινή υπηκοότητα ηγέτη της Εθνικής Δημοκρατικής Ενωσης Μπαλάντ), έτσι αυτός αντιμετωπίζει μιά δίκη με την κατηγορία υποστήριξης τρομοκρατικών οργανώσεων.
Ο Εχουντ Μπάρακ, πρωθυπουργός κατά την έναρξη της Ιντιφάντα, και ο Σλόμο Μπεν Αμί, υπουργός Εξωτερικών, δικαιολόγησαν την αποτυχία των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων στο όνομα της επιβίωσης του έθνους. Ισχυρίστηκαν ότι η ισραηλινή διαπραγματευτική ομάδα έκανε ό,τι μπορούσε για την ειρήνη και πρότεινε ορισμένες εδαφικές παραχωρήσεις, αλλά οι παλαιστίνιοι διαπραγματευτές ζήτησαν το τέλος του κράτους του Ισραήλ σαν εβραικό κράτος διεκδικώντας το δικαίωμα επιστροφής των παλαιστινίων προσφύγων του 1948. Ενα χρόνο αργότερα, η άποψη της ολοκληρωτικής σύγκρουσης βοηθάει στην αντιμετώπιση της οικονομικής, στρατιωτικής και πολιτικής κρίσης χωρίς να προτείνει μιά λύση για τη σύγκρουση. Διέξοδος σημαίνει, στο πολιτικό τουλάχιστον πεδίο, η πρόταση μιάς πραγματικής ημερήσιας διάταξης που θα δυναμίτιζε την εθνική ενότητα ανοίγοντας το θέμα των εποίκων στα κατεχόμενα από το 1967 εδάφη και των πολιτικών δικαιωμάτων των παλαιστινίων με ισραηλινή υπηκοότητα. Και ακριβώς αυτό το θέμα των εποίκων, και όχι εκείνο του δικαιώματος επιστροφής, είναι που βρίσκεται στο επίκεντρο της ανικανότητας του Ισραήλ να υλοποιήσει τη διαδικασία του Οσλο.
Η κυβέρνηση είναι χωρισμένη ανάμεσα σε μιά δεξιά πτέρυγα που αντιτίθεται διαρκώς από το 1993 στις συμφωνίες του Οσλο και σε μιά πτέρυγα όπου ηγείται ο Σιμόν Πέρες, αρχιτέκτονας των συμφωνιών αυτών. Ενώ η δεξιά πτέρυγα βλέπει τη μη προώθηση τους και την έκρηξη της Ιντιφάντα σαν μιά ααναμενόμενη και μάλιστα επιθυμητή κατάληξη, η φράξια Πέρες στην κυβέρνηση βλέπει την Ιντιφάντα απλά σαν ένα εμπόδιο στις διαπραγματεύσεις και θεωρεί ότι τελικά δεν υπάρ-χει άλλη λύση για το Ισραήλ από τη διαπραγμάτευση μιάς πολιτικής συμφωνίας με τους Παλαιστίνιους.
Δεν πρόκειται εδώ απλά για την επιβίωση της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας αλλά για ένα βαθύ σχίσμα μέσα στην ισραηλινή κοινωνία. Κατά τα 34 χρόνια εποικισμού των κατεχομένων εδαφών, οι εποικισμοί απέκτησαν μιά νομιμότητα μέσα στην ισραηλινή κοινωνία, δεν τις βλέπουν πιά σαν περιστασιακές. Η διαφωνία με τη διαδικασία του Οσλο εκφράζει μιά κοινωνική διαίρεση της ισραηλινής κοινωνίας.
Ενώ οι μεσαίες και ανώτερες τάξεις στα αστικά κέντρα υποστήριξαν τη διαδικασία του Οσλο και ψήφισαν τους Εργατικούς, τα κατώτερα στρώματα των ισραηλινών μεσαίων τάξεων και η εργατική τάξη χρειάζονται τους εποικισμούς σαν πολιτικό πλαίσιο για την κοινωνική κινητικότητα.
Οι εποικισμοί είναι από πολύ καιρό στο επίκεντρο της κρατικής πολιτικής για την επίλυση του προβλήματος της στέγασης των κατωτέρων στρωμάτων της μεσαίας τάξης. Καμία κυβέρνηση δεν αμφισβήτησε σοβαρά την πολιτική του εποικισμού, αλλά κατά την πρόσφατη περίοδο των κυβερνήσεων Ράμπιν, Πέρες και Μπάρακ οι εποικισμοί γνώρισαν μιά μεγαλύτερη εξάπλωση. Στο πολιτικό πεδίο, από την άποψη των λαικών εβραικών στρωμάτων, το άνοιγμα του ζητήματος των εποικισμών βάζει σε κίνδυνο όλα αυτά τα εύθραυστα επιτεύγματα. Οι κοινωνιολογικές μελέτες άλλωστε αποδεικνύουν ότι εξαιτίας του τμήματος του ισραηλινού οικογενειακού προυπολογισμού γιά στέγαση, η απόκτηση ιδιοκτησίας είναι βασική για την κοινωνική άνοδο. Μιά μεταβολή των πολιτικών χρηματοδότησης του πληθυσμού θα έβαζε τέλος στο όνειρο κοινωνικής ανέλιξης των εβραικών λαικών στρωμάτων.
Μπροστά στην έλλειψη μιας διεθνιστικής προοδευτικής εναλλακτικής λύσης απέναντι στην εθνική υπεράσπιση των κοινωνικών συμφερόντων μέσα στο σιωνιστικό πλαίσιο, η ολοκληρωτική σύγκρουση εμφανίζεται σαν μιά λύση για τη σωτηρία της συνοχής του Κράτους στο όνομα της εθνικής ενότητας. Οι παλαιστίνιοι πολίτες του Ισραήλ έγιναν τα θύματα αυτής της κοινωνικής ανάγκης αναπαραγωγής μιας ολοκληρωτικής και χωρίς τέλος σύγκρουσης. Έτσι, ο συνασπισμός του Σαρόν δεν μπορεί να αναπτύξει ένα πρόγραμμα για να βάλει τέλος στον πόλεμο. Η αναγγελία ενός τέτοιου προγράμματος θα οδηγούσε σε μιά κρίση μέσα στην κυβέρνηση ή σε μιά κρίση στις σχέσεις της με τις ΗΠΑ και την Ευρωπαική Ενωση.
Η σύγκρουση και τα τοπικά συμφέροντα των ΗΠΑ
Το Ισραήλ δεν είναι η μόνη τοπική δύναμη που χρησιμοποίησε την κήρυξη πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία για να λύσει τα εθνικά και κοινωνικά του προβλήματα με στρατιωτικά μέσα. Στις 11 Οκτώβρη, η κυβέρνηση της Κίνας ζήτησε τη διεθνή υποστήριξη για την καταστολή της εσωτερικής “τρομοκρατίας” στην αυτόνομη περιοχή του Ξινγιάνγκ Ουιγκούρε. Στην πράξη η κινέζικη κυβέρνηση κατέφυγε στη φόρμουλα του “πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία” για να καταστείλει τις μουσουλμανικές εθνότητες στην περιοχή αυτή. Υπάρχει, επίσης, φόβος ότι και η Ρωσία και η Γεωργία θα εκμεταλλευθούν το διεθνές κλίμα για να προσπαθήσουν να επιβάλουν μιά στρατιωτική λύση στην Τσετσενία και στην Ινγκουσία. Ακόμη και οι Νοτιοαμερικάνικες κυβερνήσεις εκμεταλλεύονται τον Μπεν Λάντεν σαν πρόσχημα για να ρυθμίσουν τα εσωτερικά τους προβλήματα.
Η ασαφής έννοια της “τρομοκρατίας” επιτρέπει να την επικαλούνται ενάντια σε αυτονομιστικές οργανώσεις, εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα και ενάντια σε κάθε μορφή διαφωνίας. Όλα πρακτικά τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα κατέφυγαν σε βίαιες πρακτικές που θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν σαν “τρομοκρατικές”. Ετσι, η καταστολή των εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων μπορεί να οριστεί σαν τμήμα του αντιτρομοκρατικού αγώνα. Αυτή είναι η λογική των κυβερνήσεων του Ισραήλ, της Κίνας, της Ρωσίας, της Γεωργίας και άλλων που προσπαθούν να εκμεταλλευθούν τον πόλεμο στο Αφγανιστάν. Αλλά αντίθετα με τους πολέμους στην Τσετσενία, στην Ινγκουσία και στην αυτόνομη περιοχή του Ξινγιάνγκ Ουιγκούρε, οι στρατιωτικές επιχειρήσεις στα κατεχόμενα εδάφη παίζουν ρόλο στην οικοδόμηση μιάς φιλοαμερικανικής συμμαχίας εναντίον του Αφγανιστάν.
Κατά την επίθεση κατά του Αφγανιστάν, μιάς μουσουλμανικής χώρας, οι ΗΠΑ θα πρέπει να προσέξουν πολύ για να μην φέρουν ολόκληρο το μουσουλμανικό κόσμο εναντίον τους. Το Ισραήλ είναι το τελευταίο αποικιακό προπύργιο μέσα στον αραβικό και μουσουλμανικό κόσμο. Αυτή η πραγματικότητα κάνει την παλαιστινιακή υπόθεση ένα βασικό στοιχείο του αντιπολιτευτικού λόγου στις αραβικές και μουσουλμανικές χώρες σαν μέσον κριτικής των φιλοιμπεριαλιστικών πολιτικών των δικών τους κυβερνήσεων. Ετσι οι ΗΠΑ έχουν κάθε συμφέρον να εκτονώσουν τη σύγκρουση στην περιοχή, για να μειωθεί η κεντρικότητα της ισραελο-παλαιστινιακής αντίθεσης στις αραβικές και μουσουλμανικές χώρες, για να “αποπαλαιστινιοποιηθεί” ο κυρίαρχος λόγος στις χώρες αυτές και για να αφαιρεθεί κάθε σχέση ανάμεσα στις παλαιστινιακές ενέργειες εναντίον του Ισραήλ και τις ενέργειες της 11 Σεπτέμβρη ενάντια στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου και στο Πεντάγωνο. Το συμφέρον αυτό περιορίζει την ανάγκη επέμβασης στην περιοχή και κάθε στρατιωτικής επιχείρησης με στόχο την καταστροφή της Παλαιστινιακής Αρχής. Το συμφέρον των ΗΠΑ είναι η πίεση της Παλαιστινιακής Αρχής να δεχθεί την πρόταση Μπάρακ Κλίντον, που απέρριψε ο Αραφάτ στο Καμπ Ντέιβιντ. Αλλά σήμερα σήμερα η πλειοψηφία της ισραηλινής κυβέρνησης απορρίπτει τη θέση αυτή.
Το πολιτικό αδιέξοδο της ισραηλινής δεξιάς
Το πολιτικό σχέδιο της ισραηλινής δεξιάς για το μέλλον των κατεχομένων εδαφών αναπτύχθηκε από τον Αριέλ Σαρόν κατά τη δεκαετία του 1980 σαν κάλυμα για την εισβολή στο Λίβανο το 1982. Σύμφωνα με το σχέδιο αυτό οι Παλαιστίνιοι θα πρέπει να αποκτήσουν αυτονομία σε μη συνδεόμενες εδαφικά περιοχές της Υπεριορδανίας και της Λωρίδας της Γάζας και το Ισραήλ θα αναλάμβανε την προώθηση μιάς “φιλικής” πολιτικής ηγεσίας στις περιοχές αυτές. Η πραγματοποίηση του σχεδίου αυτού συνεπάγεται την καταστροφή της Ο.Α.Π. με στρατιωτικά και πολιτικά μέσα (όπως αποπειράθηκε ο Σαρόν κατά την εισβολή στο Λίβανο το 1982, ιδιαίτερα με τις σφαγές στη Σάμπρα και τη Σατίλα).
Η εφαρμογή των συμφωνιών του Οσλο προκάλεσε την προσωρινή εγκατάλειψη του πολιτικού αυτού σχεδίου. Η Ιντιφάντα Αλ Ακσά το ξανάφερε στην επικαιρότητα, γιατί έφερε στην επιφάνεια ακόμη πιό ακραία σχέδια, που όλοι θεωρούσαν πεθαμένα, την εθνοκάθαρση των κατεχομένων εδαφών με την υποχρεωτική μετανάστευση του παλαιστινιακού πληθυσμού. Ο Ρεχαβάμ µεεβί, ο πρώην υπουργός Τουρισμού, ήταν ο κυριότερος οπαδός της στρατηγικής αυτής. Η δολοφονία του άνοιξε ένα πεδίο για το πολιτικό σχέδιο της δεξιάς, σε μιά περιορισμένη προθεσμία, μέσα στα πλαίσια εκείνων που οι ΗΠΑ θεωρούν νόμιμα αντίποινα ενάντια σε ένα μεγάλο πολιτικό έγκλημα. Ο Σαρόν φλέρταρε με το σχέδιο αυτό κατά την εισβολή στις πόλεις υπό παλαιστινιακό έλεγχο. Η απόπειρα εκμετάλλευσης της δολοφονίας του µεεβί για την εξαπόλυση μιάς στρατιωτικής επέμβασης που θα προκαλούσε την κατάρρευση της Παλαιστινιακής Αρχής κατέληξε σε πλήρη αποτυχία. Η υποστήριξη των Παλαιστινίων στην εξέγερση και οι χρονικοί περιορισμοί της επιχείρησης ήταν τα κρίσιμα στοιχεία: ο παλαιστινιακός λαός υπομένει τις ελλείψεις και υποστηρίζει την ηγεσία του Αραφάτ όσο αυτή αγωνίζεται ενάντια στην κατοχή και τα συμφέροντα των ΗΠΑ στην περιοχή αποτελούν μιά πίεση στις ισραηλινές δυνάμεις εάν η Παλαιστινιακή Αρχή δεν καταρρεύσει επιτόπου.
Ετσι οι πολιτικές της δεξιάς βρίσκονται σε αδιέξοδο ανάμεσα στα παγκόσμια συμφέροντα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού που δεν της αφήνουν περιθώρια για να βάλει σε εφαρμογή το πρόγραμμα της και στην υποστήριξη των Παλαιστινίων στην ηγεσία τους όσο αυτή συνεχίζει τον αγώνα για την απελευθέρωση τους. Κατά την εισβολή στις παλαιστινιακές πόλεις, μόνο η αντοχή και η αντίσταση εμπόδισαν την παλαιστινιακή πολιτική κατάρρευση λόγω της ισραηλινής στρατιωτικής υπεροπλίας.
Το τέλος της εναλλακτικής λύσης των Εργατικών
Η συμμετοχή περίπου 80.000 ατόμων στο μνημόσυνο των 6 χρόνων από τη δολοφονία του Γιτζάκ Ράμπιν, αποτελεί πριν απ’ όλα μιά έκφραση της πλήρους αποτυχίας του Εργατικού Κόμματος και του συμμάχου του Μερέτζ σαν εναλλακτική λύση στην τωρινή στρατιωτική, πολιτική και οικονομική κρίση. Οι οργανωτές του μνημοσύνου προσπάθησαν να του προσδώσουν μιά εικόνα συναινετικού και μετριοπαθούς. Στους σχετικούς λόγους “η κληρονομιά του Ράμπιν” θα έπρεπε να αποτελεί το συνδετικό στοιχείο του έθνους, πέρα από τις διαφορές για την Ιντιφάντα.
Αλλά η απόπειρα απέτυχε με τη μαζική παρουσία οργανώσεων υπέρ της ειρήνης που κρατούσαν πλακάτ με συνθήματα που απαιτούσαν “Το τέλος της κατοχής” και τη διαίρεση της Ιερουσαλήμ. Η οργάνωση “Ειρήνη Τώρα” έβγαλε την παραμονή του μνημοσύνου μιά διακήρυξη : “Ο Σαρόν δεν θα είναι εκεί, εμείς θα είμαστε”. Οι οργανωτές δήλωσαν ότι η διακήρυξη του “Ειρήνη Τώρα” έσπαγε την εθνικοενωτική φύση του μνημοσύνου.
Η μαζική συμμετοχή στο μνημόσυνο, που ταυτιζόταν καθαρά με το Εργατικό Κόμμα και τη σιωνιστική αριστερά, δε θα βοηθήσει το κόμμα του Γιτζάκ Ράμπιν, που μετέχει στον κυβερνητικό σχηματισμό του Σαρόν, να αμβλύνει την κρίση του.
Σύμφωνα με το δημοσιογράφο της Ιερουσαλήμ Χαίμ Μπεράν: “Αυτή η παράταξη, εκείνη του Ράμπιν με την ευρεία έννοια, δεν έχει μήνυμα, διακήρυξη, πολιτική, ηθική. Η πλειοψηφία των φίλων του ράμπιν συμμετέχουν στην εθνικιστική συμμαχία, καταστρέφουν τον παλαιστινιακό λαό, σαμποτάρουν κάθε ελπίδα ειρήνης και καταστρέφουν την εικόνα του Ισραήλ στον κόσμο” (Κόλ Χαίρ της 2/11/2001). Ο Χαίμ Μπαράν πιστεύει ότι πρόκειται για μιά δομική ήττα εκείνων που ακολουθούν το όραμα και την κληρονομιά του Ράμπιν : “Οι οπαδοί του μάταια πίστευαν ότι θα μπορούσαν να έχουν μιά πραγματική ειρήνη με φτηνό τίμημα”.
Ο Γιτζάκ Ράμπιν δολοφονήθηκε από έναν ισραηλινό ακροδεξιό φοιτητή, τον Υγκάλ Αμίρ, στις 4 Νοέμβρη 1996, στο τέλος μιάς εκδήλωσης υποστήριξης της πολιτικής του. Δύο στοιχεία κίνησαν το δολοφόνο: η διαδικασία του Οσλο και η υποστήριξη των αραβικών κομμάτων στο κόμμα του Ράμπιν που δημιούργησαν μιά ζώνη ασφαλείας. Αυτή τη φορά δεν κάλεσαν εκπροσώπους της παλαιστινιακής μειονότητας του Ισραήλ στο μνημόσυνο.
Στο πολιτικό πεδίο, το Εργατικό Κόμμα και το Μερέτζ δεν μπορούν να ελπίζουν σε εκλογική νίκη χωρίς την υποστήριξη της αραβικής παλαιστινιακής μειονότητας του Ισραήλ. Αλλά εάν δεχθούν αυτή την υποστήριξη θα εξαιρεθούν από την εθνική συμφωνία που πραγματοποιήθηκε μετά τη δολοφονία του Ράμπιν. Σύμφωνα με τη συμφωνία αυτή, μόνο η εβραική πλειοψηφία μπορεί να αποφασίσει την απόσυρση από τα κατεχόμενα εδάφη. Ο Εχούντ Μπάρακ δοκίμασε να το κάνει και απέτυχε. Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων στο Καμπ Ντέιβιντ ήξερε ότι δεν είχε μιά τέτοια πλειοψηφία και γιαυτό ναυάγησαν οι διαπραγματεύσεις.
Αλλά η μικροαστική βάση του Εργατικού Κόμματος και του Μερέτζ ζητάει μιά εναλλακτική λύση στη σημερινή κατάσταση. Οταν δεν τη βρίσκει, στρέφεται προς τα δεξιά ή τα αριστερά. Ενα μεγάλο κομμάτι των εργατικών υιοθέτησε μιά «λικουντίστικη» θέση που ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει εταίρος για την ειρήνη, άποψη που εκφράστηκε από τον υπουργό Αμυνας, τον εργατικό Βενιαμίν Μπεν Ελιέζερ.
Μιά μειοψηφία της σιωνιστικής αριστεράς αναζητά εναλλακτική λύση στο ριζοσπαστικό φιλειρηνικό στρατόπεδο. Στα χρόνια του 1980 και κατά τη διαδικασία του Οσλο τα συνθήματα «Κάτω η Κατοχή» και «Να διαιρεθεί η Ιερουσαλήμ» ακούγονταν μόνο από ριζοσπαστικά και περιθωριακά στοιχεία του φιλειρηνικού στρατοπέδου. Σήμερα οι αγωνιστές της βάσης του «Ειρήνη Τώρα» εκφράζουν τα συνθήματα αυτά, σε αντίθεση με τον προσανατολισμό της ιστορικής του ηγεσίας.
Το «Ειρήνη Τώρα», που ιστορικά ταυτίζεται με τους Εργατικούς και το Μερέτζ και είναι το μεγαλύτερο ισραηλινό κίνημα αμφισβήτησης, δεν μπορεί πιά να κινητοποιήσει παρά μόνο το ριζοσπαστικό τμήμα των φιλειρηνιστών. Οι μεγαλύτερες διαδηλώσεις κατά την τελευταία Ιντιφάντα οργανώθηκαν από την Ενωση των Γυναικών για μια δίκαιη ειρήνη και το Τααγιούς. Η Ενωση των Γυναικών συμπεριλαμβάνει εννέα οργανώσεις και ορισμένες τουλάχιστον από αυτές έχουν υιοθετήσει μιά φιλειρηνική ιδεολογία τελείως αντίθετη από εκείνη του «Ειρήνη Τώρα». Η Ενωση έχει μιά δυνατότητα κινητοποίησης 4000 περίπου γυναικών, εβραικής και αραβικής καταγωγής, στο Ισραήλ. Το Τααγιούς, μιά νέα εβραιο-αραβική οργάνωση που φτιάχτηκε από μέλη του Κ.Κ. και της ριζοσπαστικής αριστεράς προτείνει ένα νέο πρότυπο αγώνα και αλληλεγγύης. Με το σλόγκαν «Κάτω η Κατοχή» σαν μοναδικό σύνθημα, το Τααγιούς εφαρμόζει πρακτικά την αλληλεγγύη σαν σα μέσο διαμαρτυρίας ενάντια στις κυβερνητικές πολιτικές του κλεισίματος των συνόρων και της κατάστασης πολιορκίας. Η ομάδα οργανώνει την αποστολή καραβανιών με τρόφιμα στα κατεχόμενα και εργασίες ανοικοδόμησης παράνομων χωριών μέσα στο Ισραήλ. Το Τααγιούς μπορεί να κινητοποιήσει 1000 γυναίκες και άνδρες, εβραίους και άραβες, στο Ισραήλ. Το «Ειρήνη Τώρα» δεν μπορεί να κινητοποιήσει 1000 άτομα χωρίς την υποστήριξη των δύο παραπάνω κινημάτων.
Το κοινό σημείο της Ενωσης των Γυναικών και του Τααγιούς είναι η όχι αποκλειστικά εβραική θεώρηση, που αντικρούει τη συμφωνία που υπάρχει και την ιδεολογία των Εργατικών κααι του Μερέτζ. Μπροστά αστην αποτυχία της συμμαχίας του στην πράξη με τους παλαιστίνιους πολίτες του Ισραήλ και την απουσία υποστήριξης ενός μαζικού κινήματος αμφισβήτησης, όπως συνέβη με τον πόλεμο στο Λίβανο και την Ιντιφάντα το 1987, το Εργατικό Κόμμα μοιάζει όλο και περισσότερο με μιά παθητική επέκταση του Λικούντ.
Ο στρατός σαν εναλλακτική πολιτική λύση
Η εθνική Συμφωνία που δημιουργήθηκε απ’ τη συνεργασία Λικούντ Εργατικών δημιούργησε ένα εθνικό στάτους κβό για τη μη πρόταση εναλλακτικής λύσης στην τωρινή κρίση. Πριν απόλα, αυτό το στάτους κβο είναι ικανοποιημένο για τη συναίνεση και το ξεπέρασμα των διαφορών που «διαίρεσαν το έθνος» κατά τα 7 χρόνια της διαδικασίας του Οσλο.
Το χαρακτηρίζει η αδυναμία να πάρει μιά απόφαση, ενώ οι αποφάσεις παίρνονται με διατάγματα από το συμβούλιο ασφαλείας της κυβέρνησης, που δημοσιεύονται από το γραφείο του Πρωθυπουργού. Μιά νέα πολιτική δύναμη έχει εμφανισθεί σε αυτό το πεδίο : η ανώτατη διοίκηση του στρατού που επιβάλλει τετελεσμένα γεγονότα.
Από τους 120 βουλευτές του Κοινοβουλίου οι 80 είναι μέλη της κυβέρνησης. Ετσι το Κοινοβούλιο φαίνεται να έχει απογυμνωθεί από την πραγματική πολιτική εξουσία και να επηρρεάζεται από τα κομματικά συμφέροντα σε αντίθεση με το εθνικό συμφέρον. Επιπλέον το Κοινοβούλιο φαίνεται σαν ένα πεδίο «αντεθνικών» δυνάμεων όπως τα υπερορθόδοξα κόμματα, που οι ψηφοφόροι τους δεν κάνουν στρατιωτική θητεία, και τα αραβικά κόμματα, που κατηγορούνται σαν πράκτορες του Αραφάτ. Αντίθετα ο στρατός και οι μηχανισμοί ασφαλείας εμφανίζονται σαν μιά εθνική και αξιόπιστη δύναμη αντίθετα από το Κοινοβούλιο.
Από τη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ ο στρατός είχε μιά διπλή σχέση με τους υπόλοιπους κρατικούς θεσμούς. Από τη μιά μόνο η κυβέρνηση διευθύνει τη στρατιωτική πολιτική του Ισραήλ και καθορίζει την έκταση των στρατιωτικών επιχειρήσεων, απΕοτην άλλη ο στρατός συνηθίζει να λειτουργεί σε μιά βάση ανεξαρτησίας από τις κυβερνητικές και τις δικαστικές αποφάσεις. Αυτό το ξέρει καλύτερα απ’ όλους ο Πρωθυπουργός Αριέλ Σαρόν. Σαν διοικητής της μονάδας 101, στα χρόνια του 1950, ο Σαρόν προχώρησε σε επιχειρήσεις πέρα από τα σύνορα του Ισραήλ που ποτέ δεν είχε αποφασίσει η κυβέρνηση αλλά είχαν την υποστήριξη του Πρωθυπουργού. Κατά τον πόλεμο του Οκτώβρη 1973, ο Σαρόν εισέβαλε στην Αίγυπτο πέρα απ’ το Σουέζ, παραβίασε την κατάπαυση του πυρός χωρίς την άδεια των ανωτέρων του και κατά τον πόλεμο του Λιβάνου, σαν υπουργός Αμυνας, απέκρυψε από την κυβέρνηση τους στόχους του πολέμου.
Ετσι, η συμπεριφορά του στρατηγού Σαούλ Μοφάζ, τωρινού αρχηγού του Επιτελείου, συνεχίζει αυτή την παράδοση αυτονομίας του στρατού. Ο στρατηγός Μοφάζ αρνήθηκε να εγκαταλείψει τη συνοικία Αμπού Σνέινα της Χεβρώνας όταν το αποφάσισε η κυβέρνηση. Διακήρυξε ότι οι συναντήσεις του Πέρες με τον Αραφάτ νομιμοποιούν τον πρόεδρο της Παλαιστινιακής Αρχής και επέβαλε μιά στρατιωτική ζώνη κλειστή στα όρια της κεντρικής Υπεριορδανίας. Με όλες αυτές τις ενέργειες και τις διακηρύξεις, προσφέρει μιά ανοικτή υποστήριξη στην πολιτική της δεξιάς πτέρυγας της κυβέρνησης.
Οικοδομείται μιά νέα συμμαχία ανάμεσα στη δεξιά του «Κόμματος Εθνικής Ενότητας» και το στρατό, ενάντια στον Πέρες και τον Υπουργό Αμυνας Βενιαμίν Μπεν Ελιέζερ. Ο στόχος της συμμαχίας αυτής είναι η προώθηση της συνολικής στρατηγικής του Σαρόν που συνδέει τις πολιτικές διαπραγματεύσεις με τη στρατιωτική δράση για να αντιμετωπίσει τις διεθνείς πιέσεις και για να προκαλέσει την κατάρρευση της Παλαιστινιακής Αρχής. Ο στρατός και η δεξιά απαιτούν έναν ανοιχτό πόλεμο που θα υλοποιήσει το σχέδιο «Κέδροι του Λιβάνου» : να καταρρεύσει η ΟΑΠ και τα συστατικά της και να έρθει στη θέση της μιά συνεργάσιμη με το Ισραήλ παλαιστινιακή διοίκηση. Μιά παλαιστινιακή έκδοση του Στρατού του Νοτίου Λιβάνου του στρατηγού Λαχάντ.
Τα όρια της σύγκρουσης χωρίς τέλος
Στα μάτια της εβραϊκής ισραηλινής πολιτικής κοινωνίας η κλιμάκωση της σύγκρουσης εμφανίζεται σαν μιά εναλλακτική λύση απέναντι σε μιά κοινωνική λύση των δομικών συγκρούσεων που υπονομεύουν το συνεκτικό ιστό της κοινωνίας. Άμεσα, η σύγκρουση, που οδηγεί στη σύσφιξη των γραμμών γύρω από την εθνική ενότητα, φέρνει μιά κοινωνική σταθερότητα. Ταυτόχρονα η σύγκρουση υπονομεύει την ατομική ασφάλεια. Και αυτό ένα ένα τίμημα που οι Ισραηλινοί δεν είναι έτοιμοι να το πληρώσουν, Όπως δεν είναι έτοιμοι να πληρώσουν το τίμημα μιάς παρατεταμένης στρατιωτικής θητείας για τους έφεδρους, ούτε το τίμημα μιάς αυξανόμενης οικονομικής κρίσης.
Μπροστά σε αυτή την αντίφαση, μιά στρατιωτική λύση κερδίζει βραχυπρόθεσμα σε δημοτικότητα. Αλλά εάν παραταθεί η κρίση, μπροστά στη συνέχιση της παλαιστινιακής αντίστασης, θα δούμε να εμφανίζεται η απογοήτευση. Στην περίπτωση αυτή, η απουσία εναλλακτικών πολιτικών λύσεων και η κατάρρευση της πολιτικής δύναμης που οδήγησε στις συμφωνίες του Όσλο, μπορεί να προκαλέσει την εμφάνιση της εθνοκάθαρσης των Παλαιστινίων από τα κατεχόμενα σαν μια λύση οπότε η υπηκοότητα δεν θα είναι πια ένα καταφύγιο. Όπως το 1948, η στρατιωτική και πολιτική κατάρρευση της παλαιστινιακής αντίστασης θα οδηγήσει στην εθνοκάθαρση, στις ζώνες των κατεχόμενων, καθώς και στο εσωτερικό του Ισραήλ, αναγκάζοντας τους Παλαιστινίους να εγκαταλείψουν τη χώρα.
Αυτή η πραγματικότητα καθορίζει την πολιτική ημερήσια διάταξη του κινήματος αλληλεγγύης στο εσωτερικό του Ισραήλ και παντού στον κόσμο: βραχυπρόθεσμα, υποστήριξη της παλαιστινιακής αντίστασης, στα κατεχόμενα και στο εσωτερικό του Ισραήλ, γιατί είναι η μόνη δύναμη που μπορεί να εμποδίσει την εθνοκάθαρση. Όλα τα άμεσα καθήκοντα αλληλεγγύης πρέπει να προκύπτουν από αυτό.
Πιο μακροπρόθεσμα, μέσα από τον αγώνα αλληλεγγύης με την παλαιστινιακή αντίσταση, η ισραηλινή αριστερά πρέπει να επανοικοδομοιθεί σαν εβραιο-αραβική προοδευτική εναλλακτική λύση. Η εναλλακτική αυτή λύση πρέπει να παρουσιάσει ένα πρόγραμμα όχι μόνο πολιτικό αλλά και κοινωνικο-οικονομικό για να απαντήσει στη δομική προβληματική της ισραηλινής κοινωνίας. Όχι σαν πραγματιστική λύση για τις επόμενες εκλογές, αλλά σαν εναλλακτική λύση απέναντι στον ίδιο το σιωνισμό.
[…] Ισραήλ: Πολιτική χρεοκοπία της κυβέρνησης του Ισραήλ […]