Βασικοί άξονες για τις θέσεις μας για την εκπαίδευση
Του Κώστα Α. Βήτα
Παρουσιάζεται αρκετές φορές ένα πρόβλημα κατανόησης, όταν προσπαθούμε να εκτιμήσουμε τις κινητοποιήσεις που αναπτύσσονται κατά τα τελευταία χρόνια στην εκπαίδευση, καθώς δεν λείπουν οι περιπτώσεις, όπου λαθεμένα ερμηνεύονται ως αγώνες ενάντια στη λεγόμενη «ειδίκευση». Στην πραγματικότητα διεξάγονται ενάντια στην καθόλου λεγόμενη και πραγματικά επιχειρούμενη επιβολή ενός καθεστώτος υπερειδίκευσης, με βάση τα σημερινά δεδομένα. Τι σημαίνει όμως αυτό πραγματικά;
Και πως συνδέεται με τα επαγγελματικά δικαιώματα και την αξιολόγηση στην οποία υποβάλει τους πάντες το εκπαιδευτικό σύστημα; Σήμερα, που σε μια σειρά ευρωπαϊκές χώρες κινήματα φοιτητικά και μαθητικά βρίσκονται και πάλι σε αναβρασμό, είναι σημαντικό να αναζητήσουμε το νήμα, που συνδέει σε διεθνές επίπεδο τόσο τις επιδιώξεις του κεφαλαίου όσο και τις νεολαιίστικες αντιστάσεις αναφορικά με τους εκπαιδευτικούς θεσμούς. Το νήμα αυτό θα πρέπει να το αναζητήσουμε και να το αναδείξουμε και στην ελληνική πραγματικότητα.
Η εκπαίδευση στο φόντο των κοινωνικών εξελίξεων
Η υπερειδίκευση αντανακλά τις απαιτήσεις της αστικής τάξης αναφορικά με το βαθμό επαγγελματικής εκπαίδευσης, που πρέπει να παρέχει σήμερα το εκπαιδευτικό σύστημα στο εκκολαπτόμενο προς εκμετάλλευση ή ήδη εκμεταλλευόμενο εργατικό δυναμικό.
Όσο οι ανάγκες και οι στόχοι των αστικών τάξεων και κρατών εκφράζονταν μέσα από την κεϋνσιανή ρήση για πλήρη απασχόληση και δραστικό περιορισμό της ανεργίας, τόσο οι ανώτεροι και ανώτατοι τίτλοι σπουδών εξασφάλιζαν στους κατόχους τους ένα σχετικά βέβαιο επαγγελματικό μέλλον. Αυτό βεβαίως έχει την αιτιολόγησή του. Η κυριαρχία του τεϋλοριστικού φορντιστικού (1) συστήματος οργάνωσης της παραγωγικής διαδικασίας μετά το Β’ παγκόσμιο πόλεμο, επέβαλε ένα συγκεκριμένο επίπεδο ειδίκευσης της εργασίας, που ήταν σε θέση να παράσχει, σε ορισμένο βαθμό, το εκπαιδευτικό σύστημα. Οι εργαζόμενοι απολάμβαναν μια σχετική μονιμότητα και σταθερότητα της απασχόλησης. Και παρά το γεγονός ότι δεν κατάφερναν πάντα να πετύχουν το σύνολο των εργασιακών δικαιωμάτων που προβλέπονταν, υπήρχε ωστόσο ένα μίνιμουμ κεκτημένων του συνδικαλιστικού κινήματος για την υλοποίηση των οποίων πίεζαν: οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας.
Ο λόγος; Αφενός μεν η αυτοπεποίθηση που του έδινε η χαμηλή ανεργία, αφετέρου ο φόβος που προκαλούσε στο κεφάλαιο η διαίρεση του κόσμου, μετά την επιβολή των γραφειοκρατικά παραμορφωμένων εργατικών καθεστώτων στην ανατολική Ευρώπη, την Ασία, την Κούβα και αλλού.
Η έξοδος από το μεταπολεμικό μακρόχρονο κύμα ανάπτυξης του καπιταλισμού, κατά τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’70, είχε ως αποτέλεσμα να μεταβληθεί σε μεγάλο βαθμό η κατάσταση. Σταδιακά, άρχισε ο νεοφιλελευθερισμός να κυριαρχεί.
Η επίτευξη της πλήρους απασχόλησης έπαψε να αποτελεί στόχο. Αντίθετα προβλήθηκε η ανάγκη μείωσης του πληθωρισμού και συγκράτησής του σε χαμηλά επίπεδα, παράλληλα με τον περιορισμό των δημοσίων ελλειμμάτων, επιλογές αποδεδειγμένα ανεργιογόνες. Ο νέος Μολόχ, στον οποίο θα έπρεπε να θυσιαστούν οι εργαζόμενοι, ήταν η παραγωγικότητα. Μια ολομέτωπη επίθεση του κεφαλαίου ξεκίνησε για την ανατροπή των εργατικών κεκτημένων. Η επίθεση περιέλαβε, από τότε και μέχρι σήμερα, την απόσπαση, μεταξύ άλλων, των δικαιωμάτων που σχετίζονταν με το χρόνο εργασίας, τις υπερωρίες, τα ασφαλιστικά δικαιώματα, κ.α.
Ενάντια στις γενικές συμβάσεις εργασίας προωθήθηκαν τοπικά σύμφωνα απασχόλησης και κυρίως ατομικές συμβάσεις. Παράλληλα, η νέα τεχνολογική επανάσταση (ανάπτυξη της ρομποτικής, του διαδικτύου κτλ) επέβαλλε και την αναδιάρθρωση της εργασιακής διαδικασίας(2), τουλάχιστον στις περισσότερο ισχυρές οικονομικά εταιρείες και στις επιχειρήσεις που σχετίζονται με τους τομείς της νέας οικονομίας. Νέα επαγγέλματα δημιουργήθηκαν, ενώ άλλα που προϋπήρχαν είτε διασπάστηκαν σε περισσότερες ειδικότητες με μεγαλύτερη εξειδίκευση, είτε έπαψαν να υπάρχουν. Σε πολιτικό επίπεδο, το αδιέξοδο της σοσιαλδημοκρατίας στην προσπάθειά της να οικοδομήσει το σοσιαλισμό με μεταρρυθμίσεις του καπιταλιστικού συστήματος, και την κατάρρευση των σταλινικών καθεστώτων της ανατολικής Ευρώπης, συμπλήρωσε η ανυπαρξία ενός ριζωμένου κοινωνικά, αξιόπιστου εναλλακτικού επαναστατικού πόλου. Εν κατακλείδι, ο ταξικός συσχετισμός άλλαξε σε βάρος της εργατικής τάξης και των κοινωνικών κινημάτων.
Οι ανατροπές οι οποίες σημειώθηκαν και εξακολουθούν να σημειώνονται, μετέβαλαν και μεταβάλουν ακόμα τα χαρακτηριστικά της εργασίας. Συχνά πια ο κοινωνικός πλούτος παράγεται από ανθρώπους που δουλεύουν ανασφάλιστοι, χωρίς συγκεκριμένο ωράριο και αποδυναμωμένοι μετά την απομάκρυνσή τους από τα συνδικάτα που συρρικνώθηκαν και τα εργατικά κόμματα που απομαζικοποιήθηκαν.
Ο εργαζόμενος παύει να προσδιορίζεται ως τέτοιος και αναφέρεται πια ως «απασχολήσιμος»: ένας εκμεταλλευόμενος ικανός προς εργασία αλλά όχι κατ’ ανάγκην εργαζόμενος, που επωμίζεται ο ίδιος την ευθύνη για την ανεργία του, την ειδίκευσή του, την ασφάλισή του, το επαγγελματικό του μέλλον. Και θα υποχρεούται, όπως λένε οι επίσημες εκτιμήσεις κυβερνήσεων και διεθνών οργανισμών, να αλλάζει δουλειά τακτικά (αλλαγή εργασίας από 5 έως και 7 φορές).
Οι αλλαγές που προαναφέρθηκαν αναμορφώνουν αναπόφευκτα και τη λειτουργία της παιδείας. Το κοινωνικό κράτος αποδομείται, οι δαπάνες του προϋπολογισμού για την εκπαίδευση δεν επαρκούν και η ποιότητα της υλικοτεχνικής υποδομής των δημοσίων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων μονίμως υπολείπεται των πραγματικών αναγκών. Η γνώση παύει να θεωρείται κοινωνικό αγαθό και μεταβάλλεται βαθμιαία σε εμπόρευμα. Οι στόχοι είναι σαφείς. Πρώτον, η μετακύλιση του κόστους επαγγελματικής κατάρτισης, από τις εταιρείες και τα κρατικά εκπαιδευτικά ιδρύματα, απευθείας στις πλάτες των εργαζομένων και της νεολαίας. Και δεύτερον, η μετατροπή της διδασκαλίας και της επιστημονικής έρευνας σε προϊόντα τα οποία πουλιούνται και αγοράζονται, ενισχύοντας έτσι τον τομέα της ιδιωτικής εκπαίδευσης, καθώς και την εξάρτηση της ερευνητικής εργασίας των πανεπιστημίων από τη χρηματοδότηση των εταιρειών που καθορίζουν τελικά και το αντικείμενό της. Το γνωστικό αντικείμενο, αντικατοπτρίζοντας τις εξελίξεις που συντελούνται όχι μόνο στην παραγωγική διαδικασία αλλά και στο επίπεδο των ταξικών συσχετισμών δυνάμεων, υφίσταται έναν ακραίο κατακερματισμό. Τείνει έτσι να προσαρμοστεί στην απαίτηση της αστικής τάξης για παραγωγή φτηνής εργατικής δύναμης, και ειδικά σε ό,τι αφορά τις επιχειρήσεις εντάσεως κεφαλαίου, για κατάρτιση πάνω στη χρήση της νέας τεχνολογίας. Στη μείωση του κόστους επαγγελματικής εκπαίδευσης συμβάλει με τη σειρά της και η αποσύνδεση της επαγγελματικής κατάρτισης από την παροχή γενικής μόρφωσης, με τον εξοβελισμό της τελευταίας. Οι ταξικοί φραγμοί στην παιδεία αυξάνονται, τα ποσοστά όσων ολοκληρώνουν τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση μειώνονται και όσοι τελικά τελειώνουν το λύκειο καταλήγουν συνήθως σε σχολές που παράγουν υπερειδικευμένους αμόρφωτους.
Στο επίπεδο της διδασκόμενης γνώσης τα πραγματικά προβλήματα παραμένουν: η μελέτη δηλαδή μεθοδολογικών ζητημάτων για την επεξεργασία, κατανόηση και κατά το δυνατόν σωστή διαχείριση του πληροφοριακού υλικού, και η απόσπαση τελικά της επιστήμης και της εκπαίδευσης από τον έλεγχο της κυρίαρχης τάξης. Η πληθώρα παρεχόμενης αποσπασματικής πληροφόρησης, από κοινού με τους εκπαιδευτικούς μηχανισμούς πειθάρχησης και αξιολόγησης, όλο και περισσότερο οδηγεί στη διάπλαση από τον κάθε διδασκόμενο μιας χαρακτηροδομής που να αφομοιώνει άκριτα, σχεδόν αντανακλαστικά, τα κοινωνικώς αποδεκτά. Δεν χρειάζεται μεγάλη φαντασία για να καταλάβει κανείς ότι κατά κανόνα, μονάχα όσοι προέρχονται από την αστική τάξη τυγχάνουν μιας άλλης ποιοτικά παιδείας. Η δική τους μόρφωση πρέπει να αντιστοιχεί στις ανάγκες που γεννά η ιδιοποίηση του κοινωνικού πλούτου και στα καθήκοντα των υψηλόβαθμων στελεχών των επιχειρήσεων και των κρατικών μηχανισμών. Δικαιολογώντας και αναπαράγοντας τα κοινωνικά και τα προσωπικά αδιέξοδα που βιώνει ο αλλοτριωμένος σύγχρονος άνθρωπος, το εκπαιδευτικό σύστημα αποτελεί έναν από τους βασικότερους θεσμούς κατανομής κοινωνικών ρόλων. Εξ’ ου και η σημασία των εκπαιδευτικών δομών στα πλαίσια της διευρυνόμενης αναπαραγωγής της καπιταλιστικής εμπορευματικής παραγωγής.
Ανεργία και εκπαίδευση
Από όσα προαναφέρονται προκύπτει άλλη μια αρνητική παράμετρος, που αφορά την δυνατότητα επαγγελματικής κινητικότητας, μέσα στα πλαίσια μιας αγοράς της οποίας οι απαιτήσεις μεταβάλλονται συνεχώς. Έτσι, την ίδια στιγμή που ήμαστε υποχρεωμένοι να καταδείξουμε το αδιέξοδο της διεκδίκησης της πλήρους απασχόλησης μέσα σε συνθήκες καπιταλιστικής οικονομίας, ήμαστε ταυτόχρονα υποχρεωμένοι να υποδείξουμε τον κίνδυνο το εκπαιδευτικό σύστημα όχι μόνο να μην συμβάλει στην καταπολέμηση της ανεργίας αλλά και να συμβάλει στη μεγέθυνσή της.
Με ποιον, όμως, τρόπο συμβαίνει κάτι τέτοιο; Με την μεταφορά της ευθύνης για την παροχή επαγγελματικής κατάρτισης από τις επιχειρήσεις, όπου συντελείται συγκεκριμένα η διαδικασία της παραγωγής, στο εκπαιδευτικό σύστημα. Οι δομές τις εκπαίδευσης, όσο στενά κι αν παρακολουθούν τις εξελίξεις που συντελούνται στην αγορά, δεν είναι σε θέση να παρέχουν μια ολοκληρωμένη κατάρτιση πάνω σε όλες τις τεχνολογίες που χρησιμοποιούνται από τις εταιρείες. Κάθε εταιρεία, αναλόγως το αντικείμενό της, το μέγεθός της, την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου της(3), αλλά και τον προσανατολισμό της στην χρησιμοποίηση νέων τεχνολογικών συστημάτων και συστημάτων οργάνωσης και διοίκησης επιχειρήσεων, έχει διαφορετικές ανάγκες όσον αφορά το ειδικευμένο της εργατικό δυναμικό. Καθώς λοιπόν, στην πραγματικότητα, η εξειδίκευση συντελείται στο πλαίσιο της παραγωγικής διαδικασίας, το εκπαιδευτικό σύστημα δεν είναι σε θέση να μπορεί αυτόματα να ανανεώνει το αντικείμενο της παρεχόμενης κατάρτισης και να προσαρμόζει το χρόνο που απαιτείται προκειμένου η κατάρτιση να είναι ουσιαστική και όχι τυπική όπως είναι τώρα. Στην κατάσταση αυτή και με τον εξοστρακισμό της γενικής μόρφωσης εν εξελίξει, το εκπαιδευτικό σύστημα στερείται της δυνατότητας να προσφέρει το μόνο ουσιαστικό πράγμα που μπορεί υπό τις παρούσες συνθήκες. Μια πλατιά δηλαδή γνώση του κάθε επιστημονικού αντικειμένου, έστω και χωρίς τη μελέτη ζητημάτων μεθοδολογικού χαρακτήρα.
Είναι σημαντικό να κατανοούμε αυτό το λεπτό σημείο: η υπερειδίκευση δεν παρακολουθεί τις μορφωτικές ανάγκες που προκύπτουν για τον κάθε εργαζόμενο με βάση το επάγγελμά του. Αντίθετα εστιάζει στην εξειδίκευσή του σε επιμέρους εργασίες του ίδιου του τομέα εργασίας του. Αλλά, το κάθε χορηγούμενο πτυχίο ή τίτλος σπουδών συνδέει το δικαίωμα άσκησης επαγγέλματος με το αντικείμενο διδασκαλίας ή κατάρτισης. Στο βαθμό, λοιπόν, που συρρικνώνεται το γνωστικό αντικείμενο λόγω του κατακερματισμού του, συρρικνώνεται παράλληλα και το εύρος των εργασιών για τις οποίες το πτυχίο και ο κάθε τίτλος σπουδών χορηγεί δικαιώματα άσκησης επαγγέλματος.
Ενδεικτικό παράδειγμα αυτού του φαινομένου στην ελληνική εκπαίδευση, είναι ο υφιστάμενος στα Ι.Ε.Κ. κατακερματισμός επιστημονικών κλάδων που διδάσκονται στα τριτοβάθμια εκπαιδευτικά ιδρύματα. Λόγου χάριν, ο τομέας επικοινωνίας και μέσων μαζικής ενημέρωσης, ο οποίος στο Πάντειο Πανεπιστήμιο αποτελεί ενιαίο τμήμα, στα Ι.Ε.Κ. έχει διασπαστεί σε καμιά δεκαριά τμήματα ειδικότητες. Ανάλογη εικόνα πολυδιάσπασης παρουσιάζει και η νοσηλευτική, η οποία στα Τ.Ε.Ι. αποτελεί ενιαία ειδικότητα. Και πάει λέγοντας. (Παρεμπιπτόντως, είναι περιττό να ασχοληθεί κανείς σοβαρά με τη βιωσιμότητα ειδικοτήτων όπως ναυαγοσώστες ή υπεύθυνοι κατασκηνώσεων που υπάρχουν στα Ι.Ε.Κ. ή πολύ περισσότερο να αναζητήσει κανείς να δει πιο θα είναι το επαγγελματικό μέλλον όσων έχουν λάβει μια τέτοιου είδους ειδίκευση.) Αυτή η πραγματικότητα επιχειρείται να επεκταθεί τώρα στα Τ.Ε.Ι. και στα πανεπιστήμια. Η κατάσταση διαφοροποιείται μόνο όταν πρόκειται για ειδικότητες που αφορούν ανώτερα και κυρίως ανώτατα διοικητικά στελέχη. Στον αντίποδα, εκείνες που αφορούν το χαμηλόβαθμο στελεχιακό δυναμικό, ακολουθούν κανονικά τον κανόνα όπως όλες όσες περιλαμβάνονται στην παραγωγή εξαρτημένης εργασίας.
Η ανεργία στον καπιταλισμό
Θα πρέπει να αναφέρουμε έστω και επιγραμματικά, ότι ούτως ή άλλως στο πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς η πλήρης εξάλειψη της ανεργίας είναι αδύνατη. Η τάση του καπιταλιστικού συστήματος προς την απεριόριστη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων αντιφάσκει πάντα με τα στενά όρια στα οποία πρέπει να παραμένει η καταναλωτική δυνατότητα της μάζας των εργαζομένων. Και αυτό γιατί στόχος της παραγωγής είναι η συσσώρευση της μέγιστης δυνατής υπεραξίας(4), που αναγκαστικά συνεπάγεται μείωση των μισθών. Αυτή η αντίφαση οδηγεί στην εκδήλωση του φαινομένου της πτωτικής τάσης του μέσου ποσοστού του κέρδους, καθώς και εκείνου των κυκλικών κρίσεων.
Πώς εκδηλώνεται η πτωτική τάση του ποσοστού του κέρδους; Η αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι «μια αυξανόμενη μάζα πρώτων υλών και ένας αυξανόμενος αριθμός μηχανών (ολοένα και πιο πολύπλοκων) μπαίνουν σε κίνηση από ένα εργάτη. Στην ίδια μάζα μισθών θ’ αντιστοιχεί μια αξία που θα τείνει να μεγαλώνει ολοένα η οποία ξοδεύεται για την αγορά πρώτων υλών, μηχανών, ενέργειας και κτιρίων.»(5) Αντίστροφα, ο αριθμός των εργαζομένων που είναι αναγκαίος για την παραγωγή μιας δοσμένης ποσότητας προϊόντων και υπηρεσιών μειώνεται. Καθώς το ποσοστό του κέρδους είναι η σχέση υπεραξίας προς το συνολικό κεφάλαιο, το ποσοστό αυτό θα μειώνεται όσο το συνολικό κεφάλαιο αυξάνεται και η υπεραξία παραμένει σταθερή. Το ποσοστό κέρδους μπορεί να πέφτει ακόμα κι αν η μάζα της υπεραξίας αυξάνεται, αλλά με ρυθμούς που δεν επαρκούν για να εξισορροπήσουν την αύξηση του συνολικού κεφαλαίου(6).
«Σαν αποτέλεσμα της πτώσης του ποσοστού του κέρδους, ένα αυξανόμενο μέρος των κεφαλαίων δεν μπορεί πια ν’ αποκτήσει αρκετό κέρδος. Οι επενδύσεις μειώνονται. Η ανεργία εξαπλώνεται. Η πώληση με ζημία ενός αυξανόμενου αριθμού εμπορευμάτων συνδυάζεται με αυτόν τον παράγοντα για να επιταχύνει μια γενική πτώση της απασχόλησης, των εισοδημάτων, της αγοραστικής δύναμης και της οικονομικής δραστηριότητας στο σύνολό της.
Η κρίση υπερπαραγωγής(7) είναι ταυτόχρονα το προϊόν αυτών των παραγόντων και το μέσο που διαθέτει το καπιταλιστικό σύστημα για να εξουδετερώνει μερικά το αποτέλεσμά της. Η κρίση προκαλεί την πτώση της αξίας των αγαθών και τη χρεοκοπία πολλών επιχειρήσεων. Το συνολικό κεφάλαιο επομένως μειώνεται σε αξία. Αυτό επιτρέπει μια νέα άνοδο του ποσοστού του κέρδους και της δραστηριότητας συσσώρευσης. Η μαζική ανεργία επιτρέπει την αύξηση του ποσοστού εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης, πράγμα που οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα».(8)
«Οι κανονικά επανερχόμενες υφέσεις αποδείχνουν ακριβώς πως ο καπιταλισμός δεν είναι ικανός για μια συνεχή αρμονική ανάπτυξη και δεν μπορεί να εμποδίσει ανεργία και εισοδηματική αυξομείωση. Όλα τούτα για τον απλό λόγο που η γενική εμπορευματική παραγωγή κάτω από τις συνθήκες ιδιοκτησίας (των «πολλών κεφαλαίων») έχει αναπότρεπτα σαν επακόλουθο τα άτακτα ανεβοκατεβάσματα των επενδύσεων. Ακόμα και μια ελαφριά ύφεση είναι μια υποχώρηση, δηλαδή μια κρίση που μπορεί να δημιουργήσει στο πέρασμά της υποαπασχόληση και εκατομμύρια ανέργους.»(9)
Η αξιολόγηση στην εκπαίδευση
Το περιεχόμενο μιας εκπαίδευσης που υπάρχει και λειτουργεί σύμφωνα με τις ανάγκες της καπιταλιστικής αγοράς, καθορίζει και την ουσία της αξιολόγησης των πάντων: μαθητών, σπουδαστών, φοιτητών, δασκάλων, καθηγητών, σχολών, Τ.Ε.Ι., Α.Ε.Ι.… Η αξιολόγηση παίζει το δικό της ρόλο στο βαθμό εντατικοποίησης των ταξικών φραγμών στη μόρφωση και την επιστημονική ειδίκευση, στην αναπαραγωγή του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας, της ταξικής διαστρωμάτωσης και κατ’ επέκταση στην ευρύτερη αναπαραγωγή του καπιταλιστικού συστήματος. Καθώς το σύστημα αδυνατεί να απορροφήσει το σύνολο του ειδικευμένου και ανειδίκευτου εργατικού δυναμικού, η αξιολόγηση, με τον τρόπο που γίνεται, παρέχει το αναγκαίο άλλοθι για την αδυναμία αυτή, με τη μεταφορά της ευθύνης στις πλάτες της νεολαίας και των εργαζομένων. Παράλληλα, αυξάνει τον έλεγχο πάνω στους δασκάλους, τους καθηγητές και τους πανεπιστημιακούς.
Η κατάργηση της επετηρίδας των εκπαιδευτικών εντάσσεται σε αυτό το πλαίσιο. Αν μη τι άλλο, τίποτα δεν εγγυάται ότι η αξιολόγηση μέσω του ΑΣΕΠ αλλά και των επιθεωρητών θα είναι αξιοκρατική. Κάθε άλλο. Τη μία και μοναδική λίστα της επετηρίδας την αντικαθιστούν σήμερα πέντε λίστες. Χωρίς να δίνει λύση στο πρόβλημα της ανεργίας των δασκάλων και των καθηγητών, εντείνει τον ανταγωνισμό, την καχυποψία και τα καρφώματα αναμεταξύ τους, λειτουργώντας διαλυτικά απέναντι σε κάθε τάση συλλογικότητας. Έτσι, με πρόφαση την επιλογή των πιο ικανών για να διδάξουν, μεταθέτουν στις πλάτες των εκπαιδευτικών το πρόβλημα της ανυπαρξίας ικανοποιητικής και για όλους μόρφωσης και επιμόρφωσης, που είναι ευθύνη του κράτους. Δεν μπορούμε να μη δούμε το προφανές: το χτύπημα του συνδικαλισμού των εκπαιδευτικών και η ενοχοποίησή τους για την αδυναμίας τους να παράγουν έργο, αποτελούν τη λυδία λίθο για την κάμψη των αντιστάσεων των εργαζομένων απέναντι στην ολοκληρωτική ιδιωτικοποίηση της παιδείας. Αυτό δεν σημαίνει ότι αλληθωρίζουμε όταν πρόκειται να θίξουμε την ύπαρξη του καθηγητικού κατεστημένου στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Το εντελώς καινούργιο, για την ελληνική πραγματικότητα τουλάχιστον, είναι ότι τα ίδια τα πανεπιστήμια και οι σχολές τους βρίσκονται πια ενώπιον της αξιολόγησης. Η λογική της στηρίζεται στην άποψη πως η χρηματοδότησή τους πρέπει να γίνεται με βάση την οικονομική τους χρησιμότητα, δηλαδή με βάση τις ανάγκες που έχει κάθε φορά το κεφάλαιο. Έτσι τα κονδύλια του κράτους και φυσικά οι πόροι των επιχειρήσεων που θα διατίθενται για πανεπιστημιακές έρευνες υποτάσσονται πλήρως στην απαίτηση για αύξηση της παραγωγικότητας, αδιαφορώντας για τυχών άλλες κοινωνικές ανάγκες που ξεφεύγουν από αυτό το πλαίσιο. Είπαμε: για την αστική τάξη και τους πάσης φύσεως υπαλλήλους της το κράτος πρόνοιας είναι πια μια έννοια ξεπερασμένη.
Και τώρα;
Στο δια ταύτα, με βάση τα όσα αναφέρονται παραπάνω, θα πρέπει να εντοπίσουμε τους βασικούς άξονες στους οποίους είναι ανάγκη να θεμελιώσουμε ένα πρόγραμμα για την εκπαίδευση. Τα σημεία που ακολουθούν είναι προφανές ότι μπορούν να εμπλουτιστούν και να εξειδικευτούν ακόμα περισσότερο.
Καμιά προσπάθεια για την αναβάθμιση της εκπαίδευσης δεν μπορεί να υλοποιηθεί αν δεν γίνει πραγματικότητα η αύξηση των δημοσίων δαπανών για την παιδεία. Επιβάλλεται η αναβάθμιση της υλικοτεχνικής υποδομής: κτήρια, βιβλιοθήκες, εργαστήρια, πρόσβαση στο διαδύκτιο, είναι ορισμένα μόνο κραυγαλέα αιτήματα που πρέπει άμεσα να ικανοποιηθούν.
Επίσης πρέπει να διασφαλιστεί ο δημόσιος χαρακτήρας της εκπαίδευσης και να γίνει επιτέλους πραγματικότητα η δωρεάν παιδεία. Να καταργηθούν τα δίδακτρα, τα βιβλία και οι φωτοτυπίες να διανέμονται χωρίς οικονομική επιβάρυνση σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, να γενικευτεί η χρήση πάσο που επιτρέπει σε φοιτητές και σπουδαστές την αγορά με έκπτωση μιας σειράς υπηρεσιών και άλλων αγαθών.
Να αυξηθεί η δυναμικότητα και η ποιότητα των φοιτητικών εστιών, ώστε να ανταποκριθούν στις πραγματικές ανάγκες.
Αναβάθμιση συνολικά της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, στην κατεύθυνση της δημιουργίας υψηλού επιπέδου ισότιμων πανεπιστημιακών ιδρυμάτων που θα χορηγούν ενιαίο τίτλο σπουδών ανά γνωστικό αντικείμενο. Όχι αλά Τ.Ε.Ι. αναβαθμίσεις «μαϊμού». Να καταργηθούν οι μεταδευτεροβάθμιες σχολές (Ι.Ε.Κ., Κ.Ε.Κ., κ.α.), που είναι οι κατεξοχήν θεσμοί προώθησης της υπερειδίκευσης και της ιδιωτικοποίησης της παιδείας μετά το λύκειο.
Το περιεχόμενο της διδακτέας ύλης θα πρέπει να αναμορφωθεί. Να ανανεωθούν τα εκπαιδευτικά προγράμματα προκειμένου να ανταποκριθούν στις πραγματικές ανάγκες που υπάρχουν σήμερα. Είναι, για παράδειγμα, αδιανόητο στις μέρες μας η διδασκαλία ξένων γλωσσών να είναι επί της ουσίας περιθωριακή μέσα στο σχολείο.
Τα μεθοδολογικά προβλήματα τα οποία αντιμετωπίζει κάθε επιστημονικός τομέας πρέπει να ενταχθούν μέσα στα εκπαιδευτικά προγράμματα και να γίνουν αντικείμενο μελέτης. Παράλληλα πρέπει να γίνει ουσιαστική η χρήση ποικίλης βιβλιογραφίας και άλλων πηγών, ώστε να είναι δυνατή η προσέγγιση διαφόρων εκτιμήσεων επί των επιστημονικών ζητημάτων που παραμένουν ανοιχτά προς επιστημονική διερεύνηση.
Ο θεσμός του πολλαπλού βιβλίου δεν επιφέρει καμιά ουσιαστική βελτίωση αν πρόκειται να αναπτυχθεί η ίδια πάντα άποψη δοσμένη με διαφορετικούς τρόπους.
Δεν είναι λόγου χάρη δυνατόν τα ιστορικά μαθήματα να αναλώνονται σε μια στείρα εθνική προπαγάνδα, ή να αποσιωπάται η εξέλιξη των εργατικών και κοινωνικών κινημάτων σε εθνικό και σε διεθνές επίπεδο. Δεν υπάρχει καμιά δικαιολογία για τον αποκλεισμό της μαρξιστικής θεωρίας από την Πολιτική Οικονομία που διδάσκεται στο Λύκειο και την ανάλογη κατάσταση που επικρατεί στις οικονομικές σχολές της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Ούτε μπορούμε να αποδεχτούνε τη λειτουργία του σχολείου ως ένα εκσυγχρονισμένο κατηχητικό: η ελευθερία των θρησκευτικών πεποιθήσεων δεν κατοχυρώνεται με το θεσμοθετημένο προσηλυτισμό της Εκκλησίας μέσω του εκπαιδευτικού συστήματος. Πόσο μάλλον όταν σήμερα στα ελληνικά σχολεία φοιτούν και παιδεία μεταναστών πολλά εκ των οποίων είναι φορείς αντιλήψεων άλλων θρησκευτικών δογμάτων. Τα μαθήματα θρησκευτικών θα πρέπει να καταργηθούν. Χρειάζεται αντίθετα η μελέτη της ιστορίας και των δογμάτων των θρησκειών με αντικειμενικότητα και με τη δυνατότητα να μελετηθούν και οι υλιστικές αθεϊστικές απόψεις.
Η μαθησιακή διαδικασία και ο έλεγχος των μαθητών, σπουδαστών και φοιτητών, χρειάζονται δραστικές αλλαγές. Θα πρέπει να πάψει ο δάσκαλος και ο καθηγητής να αποτελούν την αδιαμφισβήτητη εξουσία της τάξης. Η γνώση δεν καταχτιέται με την αποστήθιση αλλά με τη σπουδή του εκάστοτε γνωστικού αντικειμένου. Ο ρόλος του δασκάλου / καθηγητή θα πρέπει λοιπόν να περιορίζεται στο να συνεπικουρεί τους μαθητές, σπουδαστές ή φοιτητές του στη μελέτη τους. Οι εξεταστικοί μαραθώνιοι θα πρέπει να καταργηθούν. Είναι απαραίτητο να εφαρμοστεί μια άλλη μέθοδος προσέγγισης και κατάκτησης της γνώσης: μέσα από ομαδικές εργασίες, η αξιολόγηση των οποίων θα γίνεται από τους διδασκόμενους και τους διδάσκοντες από κοινού. Στα πλαίσια μια τέτοιας διαδικασίας, δεν εκτιμάται μονάχα η μαθησιακή ικανότητα του μαθητευόμενου αλλά και το πνεύμα συνεργασίας που επιδεικνύει.
Αναπτύσσεται η συλλογική υπευθυνότητα όχι κατά τα πρότυπα της στρατιωτικής πειθαρχίας στους ανωτέρους αλλά απέναντι στην υπόλοιπη ομάδα. Η λογική οργάνωσης αυτών των ομάδων έγκειται στην καλλιέργεια της ανάπτυξης πρωτοβουλιών, της δημοκρατικής λειτουργίας στο εσωτερικό της ομάδας και της συντονισμένης δραστηριοποίησής της.
Η αξιολόγηση των δασκάλων και των καθηγητών για να είναι επωφελής για τις ανάγκες της νεολαίας, των εκπαιδευτικών και των εργαζομένων γενικότερα, θα πρέπει να γίνεται από τους άμεσα ενδιαφερόμενους (μαθητικές κοινότητες, συλλόγους σπουδαστών και φοιτητών, συλλόγους γονέων και κηδεμόνων, συνδικαλιστικά όργανα των εκπαιδευτικών, κ.τ.λ.) καθώς και φορείς ευρύτερων εργατικών συλλογικοτήτων (συνδικαλιστικό κίνημα, κοινωνικά κινήματα κ.τ.λ.). Ειδάλλως, η αξιολόγηση θα λειτουργεί ως μέσο τρομοκράτησης, διάλυσης του συνδικαλιστικού κινήματος των εκπαιδευτικών και επιβολής των σκοπών της αστικής τάξης.
Στην ίδια βάση θα πρέπει να δούμε γενικότερα τη διαχείριση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Είναι απαραίτητο να αμφισβητήσουμε ανοιχτά τα μοντέλα που για τους δικούς τους σκοπούς έχουν εφαρμόσει το αστικό κράτος και το κεφάλαιο. Από την δική μας πλευρά θα πρέπει να προβάλουμε την ανάγκη του κοινωνικού ελέγχου επί της δημόσιας εκπαίδευσης, από τους διδάσκοντες, τους διδασκόμενους και το οργανωμένο εργατικό κίνημα.
Ο ρόλος του σχολείου ως μηχανισμού κατανομής κοινωνικών ρόλων στα πλαίσια της διευρυνόμενης αναπαραγωγής της καπιταλιστικής εμπορευματικής παραγωγής και ειδικότερα του καπιταλιστικού καταμερισμού της εργασίας πρέπει να επαναπροσδιοριστεί σύμφωνα με τις ανάγκες των εργαζομένων. Πρέπει να ληφθούν υπόψη τα δικαιώματα των φυλών και των φύλων, για να μην αναπαράγονται εθνικές και θρησκευτικές μισαλλοδοξίες, πρότυπα φαλλοκρατικής συμπεριφοράς, κ.α. Και πριν απ’ όλα πρέπει να διεκδικήσουμε την υλοποίηση της πλήρους απασχόλησης, κάτι που μας βάζει μπροστά στην ανάγκη να συνδέσουμε τα εκπαιδευτικά αιτήματα με την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, τη σχεδιοποίηση της οικονομίας και τον εργατικό έλεγχο με αντιγραφειοκρατικές δομές. Η υλοποίηση της εξαφάνισης του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας, της εξαφάνισης της διάκρισης μεταξύ χειρωνακτικής και διανοητικής εργασίας, είναι ο απώτερος στόχος μας. Κάτι τέτοιο, φυσικά δεν μπορεί παρά να συμβεί σε ένα μεταγενέστερο στάδιο της κοινωνικής εξέλιξης: εκείνο του κομμουνισμού. Μπορούμε ωστόσο να παλέψουμε ήδη από τώρα, ώστε η ειδίκευση στην παραγωγή και στην εκπαίδευση να μην αντιστρατεύεται τις ανάγκες που θέτει μπροστά μας η διεκδικούμενη επιβολή του κοινωνικού ελέγχου. Αυτός είναι λοιπόν ο ένας από τους λόγους για τους οποίους υποστηρίζουμε την αναγκαιότητα της γενικής μόρφωσης και της κατανόησης της μεθοδολογίας της γνώσης. Ο άλλος λόγος αποσκοπεί στην μεγαλύτερη ευελιξία των εργαζομένων στην αγορά εργασίας, χωρίς να έχουμε καμιά αυταπάτη για μια υποτιθέμενη δυνατότητα του καπιταλιστικού συστήματος να εξαλείψει ποτέ οριστικά την ανεργία.
Κώστας Α. Βήτα
Σημειώσεις
(1) «Γύρω στα 1895 ο Τέυλορ δημιουργεί τη θεωρία του για την «επιστημονική οργάνωση» της εργασίας και την εργασία με μισθό σύμφωνα με το καθήκον. Εισάγει τα χρονόμετρα και το χρονομέτρημα των κινήσεων για να επιτευχθεί ένα συγκεκριμένο έργο, αλλά το κυριότερο είναι ότι εισάγει τα γραφεία μελετών, δηλαδή αντί όλοι οι εργάτες να ασχολούνται με όλες τις εργασίες και το σχεδιασμό τους, το γραφείο μελετών συνίσταται στο ότι όλες οι διανοητικές εργασίες θα εκτελούνται από τους ειδικούς, οι οποίοι και αυτοί λειτουργούν με μια ιεραρχία και ασχολούνται μόνο με μερικές εργασίες. Όλες οι εργασίες εκτέλεσης γίνονται πλέον μόνο από τους χειρώνακτες και μην έχοντας με τι άλλο να ασχοληθούν θα μπορέσουν κάλλιστα να αυξήσουν την παραγωγικότητά τους ακόμα και 100 ή και 200%. Για να επιτευχθεί αυτό προτείνει αυξήσεις 15, 20 μέχρι 35% στους μισθούς των εργατών.
Παρά την αντίσταση των εργατών αρχίζει και γενικεύεται αυτό σύστημα ορθολογικοποίησης της εργασίας για «το γενικό καλό».
Όπως υπάρχει σήμερα η εργασία με τις αλυσίδες είναι η εφαρμογή του τεϋλορισμού στα εργοστάσια του Φορντ, ταυτόχρονα με το γενικευμένο χρονομέτρημα. Άρχισε να επικρατεί στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα και με την εφαρμογή του κεϋνσιανισμού σε μακροοικονομικό επίπεδο μετά το κραχ του 1929-30…
Με την εφαρμογή του τεϋλορισμού φορντισμού η κοινωνική διαίρεση της εργασίας έγινε θεσμός καθώς και η ιεραρχία με την αντίστοιχη διαστρωμάτωση, η δε εργατική τάξη χωρίστηκε σε δύο τμήματα, τους ειδικευμένους και τους ανειδίκευτους…», Βασίλης Θωμαΐδης, Μαρξιστικό Δελτίο Νο 23 (Ιούλης Σεπτέμβρης 1984) σελ 35.
(2) «Ένα πρώτο ζήτημα αφορά την ενσωμάτωση στο σύγχρονο μηχανολογικό εξοπλισμό όχι μόνο χειρωνακτικών αλλά και πνευματικών ικανοτήτων του εργαζόμενου ανθρώπου. Έτσι, εκτός από τη σωματική, αντικειμενοποιείται, γίνεται «νεκρή», «εργαλειοποιείται» με επιταχυνόμενους ρυθμούς και η διανοητική εργασία.
Η εξέλιξη αυτή έχει πολλαπλές επιδράσεις. Οδηγεί στη σφαίρα της αποξενωμένης και ταιηλορικής εργασίας μια σειρά νέα επαγγέλματα (π.χ. υπάλληλοι γραφείων). Εξαφανίζει τις θέσεις πνευματικής εργασίας οι οποίες αντιστοιχούν στις δραστηριότητες που ενσωματώθηκαν στον εξοπλισμό ή έγιναν περιττές στη νέα οργανωτική δομή (π.χ. ενδιάμεσα στελέχη). Κάνει ακόμα πιο αποτελεσματικό τον έλεγχο της ταιηλορικής εργασίας, εντείνοντας την εργοδοτική πειθάρχηση, αυξάνοντας τις νόρμες παραγωγής, πολλαπλασιάζοντας την εκμετάλλευση των εργαζομένων. Διευρύνει το διαχωρισμό χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας, αφού, παρά την αναβάθμιση των διανοητικών στοιχείων της ανθρώπινης εργασίας, αυξάνει η απόσταση της πλειοψηφίας των εργαζομένων από τις σύγχρονες επιστημονικές δυνατότητες. Βαθαίνει τέλος την αλληλεπίδραση ανθρώπου μηχανής και την υποταγή της ζωντανής εργασίας στη νεκρή (και διαμέσου αυτής στον εργοδότη, ο οποίος καθορίζει τα χαρακτηριστικά και τον τρόπο λειτουργίας της μηχανής).» Βασίλης Μηνακάκης, Λευκή Βίβλος της ΕΟΚ, Ο μεσαίωνας του 2000, σελ 68 (Εκδόσεις Στάχυ)
«Όλες οι τάσεις… αναφέρονται σε οργανισμούς υψηλού αυτοματισμού, λιγότερου προσωπικού, με περισσότερους μορφωμένους υπαλλήλους, ενώ ένα μεγάλο μέρος των δραστηριοτήτων ανατίθεται σε εξωτερικούς υπεργολάβους. Οι οργανισμοί αυτοί δεν χρειάζεται να προσλαμβάνουν άτομα, των οποίων η φυσική παρουσία σε κάποια συγκεκριμένη τοποθεσία ή συγκεκριμένο γραφείο δεν είναι απαραίτητη…
Εάν η κατασκευή και εξυπηρέτηση, η συναρμολόγηση παραγωγής και αυτή ακόμη η Έρευνα και Ανάπτυξη μπορούν να εκτελούνται με χαμηλότερο κόστος και τουλάχιστον εξίσου καλά από εξωτερικούς υπεργολάβους και αν η πώληση γίνεται κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, από αντιπροσώπους και πωλητές ή ειδικά καταστήματα και αν αυτοί που εργάζονται σε εταιρίες δεν χρειάζεται να είναι φυσικά παρόντες, τότε το ενδεχόμενο ενός ουσιαστικά διαφορετικού είδους οργάνωσης, από το παραδοσιακό ιεραρχικό σύστημα που επικρατεί σήμερα, θα γίνει αναγκαιότητα…
…οι έμπειροι εργαζόμενοι θα χρειαστεί να προσαρμοστούν με τις νέες εξελίξεις, ξαναπηγαίνοντας κατά διαστήματα σε σχολές για επανεκπαίδευση και βελτίωση των γνώσεών τους…
Έχοντας φτάσει το 1960 και στις αρχές του 1970 στο ύψος των 24 ιεραρχικών στρωμάτων, ο αριθμός αυτός έχει τώρα μειωθεί σημαντικά στις περισσότερες εταιρείες σε μονοψήφιους αριθμούς. Η τάση αυτή θα συνεχιστεί…» Από άρθρο του Σπύρου Μακριδάκη Καθηγητή Έρευνας του INSEAD δημοσιευμένο στο περιοδικό ΜΑΝΑΤµΕΡ της ΕΕΔΕ τον Ιούνιο του 1991. Περιλαμβάνεται επίσης στο βιβλίο «Εισαγωγή στην οργάνωση και διοίκηση επιχειρήσεων» του Χαράλαμπου Κ. Κανελλόπουλου, Καθηγητή του Πανεπιστημίου Πειραιώς, το οποίο και διδάσκεται στο Τ.Ε.Ι. Αθηνών.
(3) «Το κεφάλαιο κάθε καπιταλιστή, και επομένως το κεφάλαιο όλων των καπιταλιστών, μπορεί να διαιρεθεί σε δύο μέρη. Το πρώτο χρησιμεύει στην αγορά μηχανών, κτιρίων και πρώτων υλών. Η αξία του παραμένει σταθερή στη διάρκεια της παραγωγής: διατηρείται απλά από την εργατική δύναμη, που μεταβιβάζει ένα μέρος από αυτή την αξία στην αξία των προϊόντων που κατασκευάζονται. Ο Μαρξ το ονομάζει σταθερό κεφάλαιο. Το δεύτερο χρησιμεύει στην αγορά της εργατικής δύναμης, για την πληρωμή των μισθών. Ο Μαρξ το ονομάζει μεταβλητό κεφάλαιο. Είναι αυτό το μέρος που παράγει μόνο του την υπεραξία.
Η σχέση ανάμεσα στο σταθερό και μεταβλητό κεφάλαιο είναι τόσο μια τεχνική σχέση για να χρησιμοποιηθεί αποδοτικά ένα σύνολο μηχανών, πρέπει να τις τροφοδοτήσουν με ένα δοσμένο ποσό πρώτων υλών, και πρέπει να τις δουλέψει ένας δοσμένος αριθμός εργατών όσο και μια αξιακή σχέσης: ένα ορισμένο ποσό που ξοδεύτηκε για μισθούς για να αγοραστεί η εργατική δύναμη Φ εργατών, προκειμένου να βάλουν σε λειτουργία Χ μηχανές που κοστίζουν Ψ δρχ. και που μετασχηματίζουν αξία Ω δρχ, πρώτων υλών. Ο Μαρξ συνοψίζει αυτή τη διπλή σχέση του σταθερού και του μεταβλητού κεφαλαίου με τη διατύπωση: οργανική σύνθεση του κεφαλαίου.» Ερνέστ Μαντέλ, Εισαγωγή στο Μαρξισμό, σελ 54 (Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη)
(4) Στο «Λεξικό της Σύγχρονης Οικονομίας Θεωρητικής & Εφαρμοσμένης (Εκδόσεις Σταφυλίδη) το λήμμα «υπεραξία» ορίζεται ως εξής: «Μαρξιστική έννοια που αφορά τη συνολική αξία που παράγει η ανθρώπινη εργασία, δηλαδή η εργατική δύναμη σε συνδυασμό με τα μέσα παραγωγής, μείον τη συνολική αξία της εργατικής δύναμης, δηλαδή τους μισθούς, και μείον την αξία της νεκρής εργασίας που καταναλώθηκε, δηλαδή των υλικών παραγωγής και της απαξίωσης του παγίου κεφαλαίου. Αφού η συνολική αξία ενός προϊόντος ισούται με τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας για την αναπαραγωγή του η αξία πλέον της αξίας της εργατικής δύναμης και των υλικών παραγωγής που καταναλώθηκαν για την παραγωγή του προϊόντος είναι απλήρωτη εργασία (υπεραξία) που οικειοποιείται ο καπιταλιστής επειδή είναι ιδιοκτήτης των μέσων παραγωγής. Σε χρηματική μορφή η υπεραξία είναι το κέρδος του καπιταλιστή μείον τις μεταβιβάσεις αξίας προς τους μη παραγωγικούς κλάδους της (εμπόρους, τραπεζίτες κλπ.). Κατά τον Μαρξ λοιπόν, ο εργάτης κατά τη διάρκεια της εργάσιμης ημέρας εργάζεται κατά ένα τμήμα για τον εαυτό του, όσο χρειάζεται για να παράγει αξία ίση με την αξία της εργατικής του δύναμης, και ένα επιπλέον τμήμα για τον καπιταλιστή για την παραγωγή της υπεραξίας. Όσο λιγότερο εργάζεται για τον εαυτό του τόσο μεγαλύτερα τα κέρδη του καπιταλιστή. Έτσι οι καπιταλιστές προσπαθούν να αυξήσουν την υπεραξία με την παράταση της εργάσιμης ημέρας (απόλυτη υπεραξία) ή με την αύξηση της σχετικής υπεραξίας που συνίσταται στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, τη μείωση δηλαδή της υπεραξίας ανά μονάδα προϊόντος, αλλά παράλληλα την αύξηση του συνολικού χρόνου που ο εργάτης δουλεύει για τον καπιταλιστή με σταθερή διάρκεια της εργάσιμης μέρας.»
(5) Ερνέστ Μαντέλ, Εισαγωγή στο Μαρξισμό, σελ 54 (Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη)
(6) «Θα παρατηρήσει κανείς πως το ποσοστό κέρδους μπορεί να πέφτει ακόμα κι αν η μάζα της υπεραξίας αυξάνεται. Για παράδειγμα, σε μια δοσμένη στιγμή το κοινωνικό κεφάλαιο αναλύεται έτσι: συνολικό κεφάλαιο 100, όπου 60 σταθερό κεφάλαιο και 40 μεταβλητό κεφάλαιο + 40 υπεραξία άρα ποσοστό κέρδους 40%.
…Αργότερα το κοινωνικό κεφάλαιο παρουσιάζεται έτσι: συνολικό κεφάλαιο 200, όπου 150 σταθερό κεφαλαίο και 50 μεταβλητό κεφαλαίο + 50 υπεραξία, αρά ποσοστό κέρδους 25%. Το ποσοστό κέρδους έπεσε αν και η μάζα της υπεραξίας είναι 50 αντί για 40.» µαν Μπαμπύ, Οι θεμελιώσεις νόμοι της καπιταλιστικής οικονομίας, σελ 40 τόμος Β’ (Στοχαστής)
«… μιλάμε για ένα νόμο που εκφράζει μια τάση και όχι για ένα νόμο που επιβάλλεται με ένα τόσο «ευθύγραμμο» τρόπο όπως η συγκέντρωση του κεφαλαίου ή η προλεταριοποίηση του ενεργού πληθυσμού. Πράγματι υπάρχουν διάφοροι παράγοντες που δρουν αντίθετα σ’ αυτή την τάση μεταξύ των οποίων ο σπουδαιότερος είναι η αύξηση του ποσοστού εκμετάλλευσης των μισθωτών, η αύξηση του ποσοστού της υπεραξίας (η σχέση μεταξύ της συνολικής μάζας της υπεραξίας και της συνολικής μάζας των μισθών). Πρέπει ωστόσο να σημειώσουμε ότι η πτωτική τάση του μέσου ποσοστού του κέρδους δεν μπορεί να εξουδετερωθεί για πάντα από την αύξηση του ποσοστού της υπεραξίας. Υπάρχει πράγματι ένα όριο κάτω από το οποίο δεν μπορούν να πέσουν ούτε ο πραγματικός ούτε ο σχετικός μισθός δίχως να βάλουν σε αμφισβήτηση την πιθανότητα ή τη θέληση της εργατικής τάξης να παράγει, ενώ δεν υπάρχει όριο στην αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου.» Ερνέστ Μαντέλ, Εισαγωγή στο Μαρξισμό, σελ. 55 (Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη)
(7) «Αυτό που χαρακτηρίζει την καπιταλιστική κρίση υπερπαραγωγής, είναι η πτώση του εισοδήματος, η εξάπλωση της ανεργίας, η εμφάνιση απελπιστικής φτώχιας (και συχνά πείνας) που παρουσιάζονται όχι γιατί η φυσική παραγωγή έπεσε, αλλά, αντίθετα, επειδή αυξήθηκε σε σχέση με τη διαθέσιμη αγοραστική δύναμη. Η οικονομική δραστηριότητα πέφτει επειδή τα προϊόντα μένουν απούλητα, και όχι γιατί έχουν εκλείψει φυσικά.» Ερνέστ Μαντέλ, Εισαγωγή στο Μαρξισμό, σελ. 57 (Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη)
(8) Ερνέστ Μαντέλ, Εισαγωγή στο Μαρξισμό, σελ. 57 (Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη)
(9) Ερνέστ Μαντέλ, Οι αντιφάσεις της θεωρίας του κρατικού καπιταλισμού, σελ. 26 (Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη)
[…] Βασικοί άξονες για τις θέσεις μας στην εκπαίδευση […]