Η ανάγκη για τους επαναστάτες να οικοδομήσουν μια πλατιά εναλλακτική προοπτική στον σοσιαλ-φιλελευθερισμό
του Χρίστου ΙΩΝΑ
Εν όψει σημαντικών εκλογικών σταθμών που βρίσκονται μπροστά μας, αφού την Άνοιξη του 2002 θα γίνουν τόσο οι Προεδρικές όσο και οι βουλευτικές εκλογές, είναι σαφές για κάθε σοβαρό παρατηρητή ότι η γαλλική κοινωνική κατάσταση εγγράφεται στην περίοδο που άνοιξαν οι μεγάλες κινητοποιήσεις του Δεκέμβρη του 1995. Ένα από τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά είναι η τάση αυτή, η σχεδόν «φυσική», για το «Όλοι μαζί» στους αγώνες: το σύνθημα αυτό, που είχε αναταράξει τους συνδικαλιστικούς διχασμούς το 1995, ήταν κατά πολύ παρόν σε όλους τους αγώνες που διεξήχθησαν κατά το τελευταίο διάστημα, πράγμα που έχει θέσει σοβαρά προβλήματα στις συνδικαλιστικές ηγεσίες, που συνδέονται σε διάφορους βαθμούς με τα ρεφορμιστικά κόμματα της κυβερνητικής αριστεράς.
Όμως, πολλές δυσκολίες εμποδίζουν την ανάδυση του αναγκαίου συνολικού κινήματος που θα επέτρεπε να οδηγήσει σε ήττα την πολιτική που ακολουθεί σήμερα ο Ζοσπέν, αύριο ο ίδιος ίσως ή οι διάδοχοί του από τα κόμματα της δεξιάς. Η διπλή αυτή κατάσταση, από τη μια ελπίδες που θεμελιώνονται στη δυνατότητα προχωρήματος και από την άλλη μια αποθάρρυνση απέναντι στον οδοστρωτήρα του καταστροφικού φιλελευθερισμού, καθιστά επείγουσα μια φερέγγυα απάντηση από την πλευρά των επαναστατών. Φερέγγυα, σημαίνει στη Γαλλία του Σεπτέμβρη του 2001, όχι μόνο να αναπτύσσει προγραμματικές προτάσεις που να συνδέονται με την κατάσταση. Σημαίνει, και για τα μάτια των νέων και των εργαζομένων, την ικανότητα των επαναστατών να παρέμβουν σε όλα τα κοινωνικά κινήματα που ανθούν στη Γαλλία και να δράσουν μαζί σε πολιτικό επίπεδο, έτσι ώστε να μπορέσει να διατυπωθεί αποτελεσματικά η αναγκαία ρήξη με την καπιταλιστική λογική. Στη συγκεκριμενοποίηση της ικανότητας αυτής δουλεύει η LCR, γαλλικό τμήμα της 4ης Διεθνούς. Δύσκολο καθήκον, εξαιτίας του σεκταρισμού που χαρακτηρίζει άλλες επαναστατικές δυνάμεις, όπως η Lutte Ouvriere.
1. Οι επιπτώσεις του Δεκέμβρη 1995
Μεγάλες εργατικές κινητοποιήσεις
Δεν θα αναφέρουμε εδώ όλους τους αγώνες που διεξήχθησαν από το 1997, αλλά ας θυμίσουμε ότι ο Λιονέλ Ζοσπέν ανέλαβε πρωθυπουργός τη στιγμή που οι εργαζόμενοι στη Renault διεξήγαγαν έναν μεγάλο αγώνα υπεράσπισης της απασχόλησης σε ευρωπαϊκή κλίμακα. Το 2001, δύο σειρές κινητοποιήσεων των εργαζομένων είναι αξιοσημείωτες.
Πρώτον, είναι αυτές που έγιναν για την υποστήριξη των συντάξεων του δημόσιου τομέα. Πράγματι, ενώ ο χρόνος συνεισφοράς στα ταμεία σύνταξης του ιδιωτικού τομέα επεκτάθηκαν από τον Ρεϋμόν Μπαρ το 1993 σε 40 έτη, ο αντίστοιχος του δημόσιου τομέα παρέμεινε αμετάβλητος στα 37,5 έτη. Ήταν, άλλωστε, η προσπάθεια της δεξιάς να ευθυγραμμίσει το δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα που είχε αποτελέσει έναν από τους λόγους της κινητοποίησης του 1995. Εγγραφόμενη στην λογική του κεφαλαίου και των απαιτήσεών του, η κυβέρνηση Ζοσπέν θέλησε να περάσει το μέτρο αυτό, στηριζόμενη σε εκθέσεις «ειδικών» και υπολογίζοντας στη συνδικαλιστική διάσπαση. Πράγματι, η ηγεσία της CFDT, δεύτερης σε ισχύ συνομοσπονδίας, συμμερίζεται εδώ και πολύ καιρό το «ρεαλισμό» των εργοδοτών στο χώρο αυτόν! Αλλά μόλις έγινε γνωστή η απειλή, δημιουργήθηκε ένα τεράστιο κίνημα, με εθνικές διαδηλώσεις εκατοντάδων χιλιάδων εργαζομένων, στις οποίες η CFDT… συμμετείχε πλατιά, καθώς και από εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα να απαιτούν, μαζί με τους συντρόφους τους του δημοσίου, την επιστροφή στα 37,5 έτη. Θλιβερό κλίμα για την εργοδοσία, της οποίας η αγωνιστική ηγεσία (ο υπ’αριθμόν 2 είναι ένας τέως μαοϊκός…) είχε πλήρως υποτιμήσει την αγωνιστικότητα των εργαζομένων. Και αυτό συνοδεύτηκε και από μια σημαντική δουλειά αντι-προτάσεων, που έδειχναν τους κινδύνους των συντάξεων με κεφαλαιοποίηση, τις οποίες εξυμνεί η εργοδοσία και ένα τμήμα της ρεφορμιστικής αριστεράς…
Δεύτερον, πριν ακόμα μπει το καλοκαίρι, ήταν η εθνική διαδήλωση της 9 Ιουνίου: εάν ο αριθμός των διαδηλωτών, μεταξύ 30 και 40.000, παραμένει σχετικά μικρός για εθνική διαδήλωση, η πρωτοβουλία γνώρισε εντυπωσιακή επιτυχία. Για δύο λόγους: τη στιγμή που αναγγέλλονταν χιλιάδες απολύσεις από εταιρείες, όπως οι Lu Danone, Marks and Spencer, Air Liberte και άλλες, ήταν αναγκαίο οι συνδικαλιστικές συνομοσπονδίες να οργανώσουν εθνικά την αντίδραση. Όμως καμία δεν θέλησε να οργανώσει τέτοιο κίνημα, εκτός από τις εθνικές ομοσπονδίες FSU και SUD. Είναι οι μισθωτοί των ίδιων των αγωνιζόμενων εργοστασίων που, γύρω από τα δικά τους συνδικαλιστικά τμήματα, από κοινού και ενωτικά, ετοίμασαν την πρωτοβουλία αυτή. Το δεύτερο στοιχείο βρίσκεται στην τεράστια απήχηση που είχε η πρωτοβουλία: μπορούμε να πούμε ότι όλοι οι εργαζόμενοι της χώρας πληροφορήθηκαν για την οργάνωση της πρωτοβουλίας και, εάν η ακινησία των εθνικών ηγεσιών των συνδικάτων εμπόδισε μια πλατιά διαδήλωση, η κινητοποίηση άγγιξε στην πράξη, και σε διάφορους βαθμούς, εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους. Ο τύπος, εξάλλου, το κατάλαβε αυτό και παρακολούθησε από κοντά τόσο τη διαδήλωση όσο και τα διάφορα στάδια της κινητοποίησης. Η ίδια η διαδήλωση, από την πλευρά της, επέτρεψε να ειδωθεί το ποιές είναι σήμερα οι ενεργές δυνάμεις στο γαλλικό κοινωνικό χώρο: από την πλευρά των αγωνιζόμενων εργοστασίων και των συνδικαλιστικών μπλοκ (μερικά περιφερειακά κέντρα της CGT καλούσαν στη διαδήλωση), ήταν παρούσες και πολυπληθείς, ανάμεσα σε άλλους αγωνιστικούς συνδέσμους, η AC (Agir contre le Chomage) και η ATTAC. Η LCR και η LO είχαν μεγάλη, και περίπου ίση, συμμετοχή σε αριθμό. Πολλοί επίσης από το γαλλικό ΚΚ (PCF), το οποίο είναι στριμωγμένο στις αντιφάσεις του, αφού εξηγούσε τη συμμετοχή του σαν μη αντιφατική με την παρουσία του στην κυβέρνηση, η οποία αρνιέται τον οποιονδήποτε κοινωνικό εξαναγκασμό προς τους εργοδότες. Όμως, ένα από τα πιο διμοφιλή συνθήματα της 9ης Ιουνίου ήταν ακριβώς για μια κυβερνητική απόφαση να απαγορευτούν οι απολύσεις!
Ενάντια στην αστική λογική
Η τομή με τις αρχές του 1995 είναι διάφανη. Η εξέλιξη είναι σαφής. Εάν δέκα χρόνια προηγουμένως, οι διεκδικήσεις ενάντια στην ανεργία έθεταν de facto σε αμφισβήτηση τον καπιταλισμό, σήμερα αυτή η αμφισβήτηση έχει αποσαφηνιστεί: οι διεκδικήσεις δεν είναι μόνο ενάντια στην ανεργία, αλλά και ενάντια στα χρηματιστηριακά κέρδη, στη νομιμότητα της απόλυσης. Και σε πολιτικό επίπεδο, ο ηγέτης της δεξιάς και πρόεδρος της Δημοκρατίας, Ζακ Σιράκ, θα έχει προφανώς μεγάλη δυσκολία να ξανακάνει την καμπάνια του του 1995, όταν ένα τμήμα των λαϊκών στρωμάτων τον είχε ψηφίσει, καθώς είχε καταφέρει να οικοδομήσει μια εικόνα ανθρώπου που αρνείται το «κοινωνικό ρήγμα» και που είναι ευαίσθητος στην αυξανόμενη εξαθλίωση. Σήμερα, μια τέτοια δημαγωγία δεν περνάει πλέον και ο Σιράκ, εάν κερδίσει στις εκλογές του 2002, θα το οφείλει περισσότερο στο Ζοσπέν παρά στον εαυτό του. Στο ενδιάμεσο προσπαθεί, μαζί με το γραφείο επικοινωνιών του να οικοδομήσει μια νέα εικόνα, την εικόνα πεισμένου οικολόγου!
Ωστόσο το γεγονός παραμένει: από το 1997, η γαλλική δεξιά, μετά την έκπληξη της ήττας της στις βουλευτικές εκλογές, βρίσκεται σε βαθιά κρίση και αυτό είναι το αποτέλεσμα του κοινωνικού κινήματος του Δεκέμβρη του 1995: η δεξιά φαίνεται μαζικά για αυτό που είναι, δηλαδή η άμεση έκφραση της αστικής τάξης. Στις συνθήκες αυτές, ο στόχος του Λε Πεν είναι, άλλωστε, να καταφέρει να κάνει ένα καλό σκορ στις προεδρικές, να ηττηθεί ο Σιράκ στο δεύτερο γύρο και να στηρίξει την ανάπτυξη μια σκληρής δεξιάς πάνω στα ερείπια της «κλασικής» δεξιάς.
2. Όρια στην ανάπτυξη του κοινωνικού κινήματος
Μπορούμε να διακρίνουμε δύο αναστολές στην ανάπτυξη του κοινωνικού κινήματος: πρώτον, την ύπαρξη μιας γερής πολιτικής αποθάρρυνσης απέναντι στην πολιτική του Ζοσπέν. Όταν η αριστερά κέρδισε το 1997, το κύριο ήταν να εκδιωχτεί η δεξιά του Σιράκ και του Ζυπέ, που ήθελαν να πλήξουν όλα τα κοινωνικά κεκτημένα. Αλλά αυτά που ανέπτυσσε ο Ζοσπέν, αν δεν ήταν τελείως πειστικά, έκαναν ωστόσο πολλούς εκλογείς της αριστεράς να ελπίσουν πως η πολιτική της θα ήταν κάπως διαφορετική από την πολιτική των σοσιαλιστών υπουργών του Μιτεράν: ο ίδιος ο Ζοσπέν φαινόταν σκληρός απέναντι στα χρόνια του Μιτεράν, ανέπτυσσε έναν κοινωνικό λόγο που είχε κάποια αυστηρότητα (ο Ζοσπέν τότε δήλωνε οπαδός του φόρου Τόμπιν!) και φαινομενικά ερχόταν σε ρήξη με αυτό που είχε ονομαστεί «χαβιάρικη αριστερά» του Μιτεράν…
Στην πράξη, όμως, μόλις ανέλαβε, ο Ζοσπέν εξήγησε πως δεν μπορούσε να γίνει τίποτα με τις απολύσεις στη Renault και τέσσερα χρόνια αργότερα οι επιπτώσεις της κοινωνικο-φιλελεύθερης πολιτικής του έχουν οδηγήσει σε μια αποθάρρυνση των μαζών, πράγμα που επιβεβαιώνεται και σε πολιτικό επίπεδο με την τεράστια αποχή στις τελευταίες δημοτικές εκλογές (ακόμα και εκεί όπου συμμετείχε και η επαναστατική άκρα αριστερά…), αλλά και σε κοινωνικό επίπεδο, όπου τα σχεδόν είκοσι χρόνια αριστερής κυβέρνησης, μεταξύ των οποίων και η σημερινή, που παρουσιάζονταν σαν να ήθελαν να κάνουν μια πολιτική κοινωνικής δικαιοσήνης, απέστρεψαν πολλούς εργαζόμενους από την ιδέα ότι θα μπορούσε να έρθει σε ρήξη κανείς με την καπιταλιστική λογική.
Ας προσθέσουμε ότι σημαντικό στοιχείο σε αυτή την αντίληψη είναι αναγκαστικά, όπως το μαρτυρούν και τα σχέδια κλεισίματος εργοστασίων, η νέα άνοδος της ανεργίας. Σήμερα, είναι η διοίκηση της Moulinex που καταθέτει το κλείσιμό της, καθώς οι μέτοχοι προτιμούν να αναπτύξουν τις ίδιες δραστηριότητες αλλού με λιγότερο κόστος και, πάντως, αμέσως μετά την αναγγελία, οι μισθωτοί της Moulinex, που είχαν καταλάβει τα εργοστάσια, έχουν περισσότερο αντιδράσεις θλίψης και αποθάρρυνσης παρά κινητοποιήσιμου θυμού.
Επιπλέον, εάν για τέσσερα χρόνια μπόρεσε η ανεργία να μειωθεί, αυτό δεν έγινε μέσα από τη δημιουργία θέσεων εργασίας αόριστου χρόνου, αλλά κυρίως με την ανάπτυξη πρόσκαιρων θέσεων, οι οποίες καθιστούν ευάλωττους όλους τους μισθωτούς τόσο για τη θέση τους όσο και για το μισθό τους: ακόμα και αν είδαμε μερικούς αποφασισμένους αγώνες σε χώρους εργασίας με ελάχιστο σεβασμό της εργατικής νομοθεσίας, όπως στα MacDonalds και στην Eurodysney, η ανάπτυξη των προσωρινών θέσεων εργασίας δυσκολεύει την ανάπτυξη συντονισμένων και συγκεντροποιημένων αγώνων.
Αυτό μας επιτρέπει να κάνουμε τη σύνδεση με το δεύτερο σημερινό όριο: την καλλιεργούμενη αντίθεση ανάμεσα στο δημόσιο τομέα, που παρουσιάζεται σαν προστατευμένος, και τον ιδιωτικό τομέα, όπου οι μισθωτοί βρίσκονται στο έλαιος των εργαδοτών. Η επομονή σε αυτή την αντίθεση, για να εμποδιστεί η σύζευξη και η ανάπτυξη ενός γενικού κινήματος, αποτελεί βέβαια ένα από τα κύρια καθήκοντα όλων των ιδεολόγων στην υπηρεσία της αστικής τάξης και, μάλιστα, ορισμένες φορές η κατάσταση τοιυς ξεφεύγει τελείως από τα χέρια, όπως το Δεκέμβριο του 1995, όπου οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα είχαν υποστηρίξει τους εργαζομένους του δημοσίου, που, ταυτόχρονα με την υποστήριξη των δικών τους συμφερόντων, έκαναν ένα είδος απεργίας με εξουσιοδότηση και στον ιδιωτικό τομέα. Το ίδιο και σήμερα, οι απεργίες των εκπαιδευτικών είναι πολύ συχνά δημοφιλείς, γιατί έχουν σα στόχο να υπερασπιστούν τη δημόσια υπηρεσία της εκπαίδευσης. Ωστόσο, παραμένει πως η τομή υπάρχει, ακόμα περισσότερο που αν καλιεργείται ιδεολογικά είναι επειδή ο στόχος της αστικής τάξης είναι σήμερα να διαλύσει τις δημόσιες υπηρεσίες για να τις μετατρέψει σε αντικείμενα ανταγωνισμού –το βλέπουμε σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Και στην πράξη διαπιστώνουμε πως η κατάτμηση μιας δημόσιας υπηρεσίας όπως τα PTT (που είναι ταχυδρομεία και τηλεπικοινωνίες) σε δύο μεγάλους κλάδους που με τη σειρά τους χωρίζονται σε υποτμήματα που εν μέρει είναι ανοιχτά στον ιδιωτικό ανταγωνισμό (κινητή τηλεφωνία, γρήγορα courriers), βαραίνει ενάντια στη μαζική κινητοποίηση των εργαζομένων του τομέα, ο οποίος ήταν ιδιαίτερα αγωνιστικός κατά τη δεκαετία του ’70.
3. Ετοιμάζεται μια εναλλακτική πολιτική;
Τα όρια αυτά είναι αληθινά, αλλά επίσης μπορούν να διαπιστωθούν και ορισμένες ενθαρρυντικές εξελίξεις, που εν μέρει βρίσκουν μια αντιστοίχηση και σε πολιτικό επίπεδο, όπου αναμφισβήτητα η επιρροή των επαναστατών ενισχύθηκε τα τελευταία χρόνια, έστω και πολύ αργά σε σχέση με τις επιθυμίες μας!
Προχωρήματα στις κάλπες και στους χώρους
Το πιο γνωστό, και ίσως το πιο εντυπωσιακό, αλλά όχι αναγκαστικά ο καλύτερος αντικατοπτρισμός της καθημερινής ζωής, είναι τα εκλογικά αποτελέσματα από το 1995, όπου διαπιστώνουμε μια ενίσχυση και μια σταθεροποίηση της επαναστατικής (κυρίως LCR, Lutte Ouvriere) και της ριζοσπαστικής (διάφορες τοπικής κλίμακας συσπειρώσεις) αριστεράς. Στις προεδρικές εκλογές του 1995, η Αρλέτ Λαγκιγιέ, εκπρόσωπος της LO, έπαιρνε 5,3% (1,6 εκατομμύρια ψήφους) -η LCR δεν είχε κατέβει. Το σκορ αυτό, ήδη πριν από την κοινωνική έκρηξη του τέλους του 1995, μετέφραζε την αυξανόμενη θέληση για ρήξη με την καπιταλιστική λογική.
Κατόπιν, τα εκλογικά σκορ των επαναστατών διατηρήθηκαν και αυξήθηκαν. Έτσι, στις ευρωπαϊκές εκλογές, ο συνδυασμός που κατέβηκε από κοινού από τις LCR και LO ξεπέρασε το 5% και επέτρεψε να εκλεγούν 5 ευρωβουλευτές. Στις δημοτικές εκλογές της Άνοιξης, τα αποτελέσματα των υποψήφιων συνδυασμών της LCR και της LO σε πολλές μεγάλες πόλεις αποτέλεσαν μια από τις πιο σχολιασμένες εκπλήξεις: πολύ συχνά οι συνδυασμοί κυμάνθηκαν ή ξεπέρασαν το 8% φτάνοντας ώς το 18% για την LO και το 20% για την LCR σε εργατικές πόλεις. Έτσι, ενώ ταυτόχρονα παρατηρούμε την κατάρρευση του Κομμουνιστικού Κόμματος, που έχασε πολλές δημαρχίες από τις παραδοσιακές εργατικές συνοικίες, η επαναστατική ψήφος αναπτύχθηκε. Τόσο για την LO, και ακριβέστερα για την οργάνωση που εκπροσωπεί την Αλρέτ Λαγκιγιέ, την τόσο δημοφιλή αγωνίστρια που επέτρεψε σε αυτή την οργάνωση να οικοδομήσει μια πλατιά εκλογική απήχηση. Όσο και για την LCR, της οποίας τα αποτελέσματα στις δημοτικές εκλογές είναι της ίδιας τάξης με την LO: εδώ υπάρχει μια σημαντική εξέλιξη, αφού, αντίθετα από την «μηντιατική» απήχηση της Αρλέτ Λαγκιγιέ (ενδεικτική λεπτομέρεια: οι συνδυασμοί της LO «υποστηρίζονταν» από την Αρλέτ Λαγκιγιέ!), η επιτυχία των συνδυασμών της LCR εξηγείται κυρίως από το τοπικό ρίζωμα και από τη φερεγγυότητα της αγωνιστικής δουλειάς της LCR .
Τα αποτελέσματα αντικατοπτρίζουν, πάντως, με άμεσο ή έμμεσο τρόπο την αυξανόμενη αναγνώριση του ότι οι επαναστάτες συμβάλλουν σήμερα στην ανάπτυξη των κύριων αγώνων στη χώρα. Είναι η περίπτωση των αγώνων ενάντια στην ανεργία και η ανάπτυξη των επιτροπών όπως η Δράση ενάντια στην Ανεργία (AC!), όπου συμμετέχει η επαναστατική αριστερά. Το ίδιο συμβαίνει και με την πάλη ενάντια στις απολύσεις: στις 9 Ιούνη, πολλές χιλιάδες ατόμων συμμετείχαν στα μπλοκ της LCR και της LO. Στην ανάπτυξη των κινητοποιήσεων ενάντια στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση, ο ρόλος της LCR είναι πολύ σημαντικός, όπως μπόρεσαν να το διαπιστώσουν και οι έλληνες διαδηλωτές στην Γένοβα!
Η συμμετοχή αυτή στους πιο κρίσιμους αγώνες της σημερινής περιόδου, ακόμα και αν δεν πρέπει να υπερτιμήσει κανείς τις δυνάμεις των επαναστατών, έχει πάρει μια διάσταση τακτική που, σε συνδυασμό με τις επιπτώσεις του Δεκέμβρη του 1995, η απαίτηση για ενιαία δράση των εργαζομένων επέτρεψε να αυξηθεί η απήχηση των εξηγήσεων και των προτάσεών μας, ιδιαίτερα προς τη φορά της απαραίτητης συγκεντροποίησης των αγώνων και της αντικαπιταλιστικής τους δυναμικής.
4. Θέση και σχέδιο της LCR
Αυτό που, στα μάτια των εργαζομένων, ξεχωρίζει την LCR από την LO δεν είναι οι κοινωνικές προτάσεις, που γενικά δεν δικαιολογούν ξεχωριστή εμφάνιση, ούτε ο δυναμισμός μέσα στις διαδηλώσεις, καθώς η LOσυμμετέχει πιο αραιά αλλά και συχνά με μεγαλύτερα μπλοκ από την LCR, η οποία συμμετέχει σε πάρα πολλούς αγωνιζόμενους τομείς. Όχι, αυτό που διαφοροποιεί στα μάτια πολλών αγωνιστών τις δύο οργανώσεις είναι η σημασία που αποδίδει η LCR όχι μόνο στην εμφάνιση μέσα σε μια διαδήλωση, αλλά εξίσου και στην προετοιμασία των πρωτοβουλιών σε ενωτική βάση, για να αποτελέσουν επιτυχία για το σύνολο των διαδηλωτών, όποιος και να είναι ο βαθμός συμφωνίας τους με τους επαναστάτες.
Έτσι, στις 9 Ιουνίου, αν μπόρεσε να γίνει η μεγάλη επιτυχία για την οποία μιλήσαμε, αυτή ακολούθησε μια μεγάλη σειρά από προετοιμαστικές συναντήσεις, όπου οι αγωνιστές και οι συμπαθώντες της LCR στους αγωνιζόμενους κλάδους συνέβαλαν μαζί με άλλους στην άρση όλων των εμποδίων που θα μπορούσαν να εμποδίσουν την πραγματοποίηση της διαδήλωσης αυτής.
Σε έναν άλλο χώρο, στην αλληλεγγύη με τον παλαιστινιακό λαό, η συμμετοχή της LCR σε επιτροπές υποστήριξης που συνδέονται με μια αυτόνομη δραστηριότητα στον τομέα αυτόν (με μια συγκέντρωση στο Παρίσι της LCR) κατέληξε το Χειμώνα σε μια ενωτική διαδήλωση που έμοιαζε πολύ δύσκολο να πραγματοποιηθεί λίγες εβδομάδες προηγουμένως και που επέτρεψε να διατυπωθεί και πάλι η λαϊκή αλληλεγγύη στον αγώνα του παλαιστινιακού λαού, σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη στιγμή.
Και στις δύο περιπτώσεις, εάν η LO συμμετείχε στις διαδηλώσεις, δεν συνέβαλε καθόλου στην προώθηση και στην προετοιμασία της αντίστοιχης πρωτοβουλίας.
Μπορούμε επομένως λογικά να υποθέσουμε ότι οι πρόσφατες εκλογικές επιτυχίες της LCR, λιγότερο συνηθισμένες για αυτήν τα τελευταία χρόνια απ’ό,τι για την οργάνωση της Αρλέτε Λαγκιγιέ, είναι το αποτέλεσμα μιας αυξανόμενης αντίληψης για τη χρησιμότητα της LCR στην επιτυχία των απαραίτητων κινητοποιήσεων και μάλιστα σε μια αντικαπιταλιστική και αντιιμπεριαλιστική προοπτική. Η σημασία της οικοδόμησης μιας χρήσιμης οργάνωσης για την ανάπτυξη πολλών αγώνων υπογραμμίζεται εδώ και πολύ καιρό στο σχέδιο οικοδόμησης της LCR, που αντιτίθεται σε μια οργάνωση αναδιπλωμένη στον εαυτό της. Με αυτόν ακριβώς τον τρόπο, η έννοια αυτή συνδέεται με μια αντίληψη που σήμερα αποτελεί ομοφωνία μέσα στην LCR: το επαναστατικό κόμμα δεν θα είναι και κυρίως δεν θα πρέπει να είναι μια απλή προέκταση της LCR. Συμμετέχοντας στην ενεργοποίηση των μαζών και σε δύσκολες αλλά και αποσαφηνιστικές μάχες για την ανάπτυξη μεγάλων κινητοποιήσεων, οι αγωνιστές της LCR συναντούν μέσα στους διάφορους τομείς παρέμβασής τους πολλούς άλλους αγωνιστές και ρεύματα με τους οποίους η κοινή και σήμερα ευκαιριακή δραστηριότητα θα μπορέσει αύριο να οδηγήσει σε μία διαρκή κοινή δραστηριότητα γύρω από ένα κοινό πρόγραμμα και μέσα σε μια κοινή οργάνωση. Αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο στην κατάσταση των μεγάλων ερωτημάτων που ταλανίζουν σήμερα εργαζόμενους που άλλοτε ήταν οπαδοί του Κομμουνιστικού ή του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Σε μια κατάσταση όπου αναπτύσσονται χώροι σκέψης, λέσχες όπου τίθενται ερωτήματα που δεν μπορεί παρά να προβληματίζουν όλους τους αριστερούς αγωνιστές, ανεξάρτητα από την τοποθέτησή τους. Ας αναφέρουμε απλώς τη δημιουργία του ιδρύματος Κοπέρνικος, του οποίου οι εργασίες επεξεργασίας για τα συστήματα ασφάλισης αποτέλεσαν καθοριστικό στοιχείο για τη συνείδηση στην πάλη ενάντια στις συντάξεις με κεφαλαιοποίηση, που ξανασέρβιραν οι θεωρητικοί του Ζοσπέν.
5. Lutte Ouvriere : Μια επαναστατική οργάνωση. Ναι μεν, αλλά…
Είναι σαφές: από το πρόγραμμά της, από την καταγγελία του ρεφορμισμού που κάνει, από την προπαγάνδα της για την κοινωνική επανάσταση, η LO είναι προφανώς μια επαναστατική οργάνωση! Ωστόσο, κατέχει μια πολύ ιδιαίτερη θέση στο ευρωπαϊκό τοπίο, τόσο από την ιστορία και τη λειτουργία της όσο, και κυρίως, επειδή δεν προσφέρει σε πολλούς εργαζόμενους, πέρα από τις σημερινές εκλογικές της επιτυχίες, την απόδειξη για τη χρησιμότητά της στην οικοδόμηση και στην επιτυχία των κινητοποιήσεων που αναπτύσσονται σήμερα σε ευρωπαϊκή και σε διεθνή κλίμακα.
LO: μια ορισμένη μέθοδος οικοδόμησης
Η αγωνιστική σοβαρότητα της LO είναι μνημειώδης μέσα στη γαλλική άκρα αριστερά: προερχόμενη από μια διαφωνία με τον Τρότσκυ πάνω στην οικοδόμηση της 4ης Διεθνούς, η ιδρυτική ομάδα της έστρεψε από την αρχή τη δραστηριότητά της προς τις επιχειρήσεις. Η LO επικεντρώνει τη δραστηριότητά της με αυτή τη συλλογιστική: ο κανόνας είναι μια τακτική εμφάνιση με μια προκήρυξη που παρουσιάζει την άποψη της Αρλέτ Λαγκιγιά και νέα από προβλήματα και αγώνες μέσα στα ενδιαφερόμενα εργοστάσια, που άλλωστε συχνά ξαναπιάνουν όσα λέγονται στις συνδικαλιστικές προκηρύξεις. Αυτά τα «εργοστασιακά φύλλα» της LO βρίσκονται στην καρδιά της επιχειρησιακής της δραστηριότητας, γενικώς γίνονται καλά αποδεκτά από τους εργαζόμενους και βοηθούν στο να δώσουν στην Αρλέτ Λαγκιγιέ τη δικαιολογημένη εικόνα μια εργάτριας αγωνίστριας που μιλάει για τα προβλήματα των εργαζομένων. Η LO μπόρεσε έτσι να οργανώσει ένα δίκτυο συμπαθούντων, που έχει μια ορισμένη απήχηση σε πολλές επιχειρήσεις.
Επίσης, η προτεραιότητα στη μόρφωση των αγωνιστών της αποτελεί τμήμα της τακτικής της δραστηριότητας και η συνέχεια αυτή έχει κάτι το αξιοθαύμαστο στη σημερινή περίοδο, όπου οι επαναστάτες, απορροφημένοι από ασταμάτητους αγώνες, συναντούν δυσκολίες στο να εντάξουν τη μόρφωση στις συνεχείς και τακτικές δραστηριότητες της οργάνωσης!
Ωστόσο, αυτή η αναμφισβήτητη αγωνιστική σοβαρότητα δεν μπορεί να διαχωριστεί από αντιλήψεις και από μία λειτουργία που, εάν μπορούν να φανούν δευτερεύουσες σε σχέση με άλλα προβλήματα, χαρακτηρίζουν ωστόσο τα σημερινά όρια της LO σαν επαναστατικής οργάνωσης στις αρχές της χιλιετίας, ακόμα περισσότερο που η αμφισβήτησή τους δεν βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη. Είναι, π.χ., ο λόγος της οργάνωσης που θέλει να την παρουσιάσει σαν μια οργάνωση εργατών, σε αντίθεση με την LCR που θα ήταν απλώς μια οργάνωση μικροαστών! Η εργατίστικη αυτή καρικατούρα πρέπει να μπει στη θέση της: έχοντας αναπτυχθεί όπως και η LCRκυρίως μετά το 1968, η LO αποτελείται, όπως και η LCR, από ένα μεγάλο πηρύνα εργαζομένων που έχει περάσει από πανεπιστήμια. Υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός καθηγητών στην LO: η διαφορά με την LCR είναι ότι οι αγωνιστές της τελευταίας προσδίδουν μεγάλη σημασία στη συνδικαλιστική δραστηριότητα στους καθηγητές, ακόμα περισσότερο που το συνδικάτο, FSU, είναι σημαντικό στοιχείο για τις ενωτικές κινητοποιήσεις των εργαζομένων και αποτελεί χώρο όπου συνυπάρχουν όλα τα ρεύματα του εργατικού κινήματος!
Άλλο πρόβλημα: η εσωτερική λειτουργία της LO, τελείως πυραμιδωτού τύπου. Εάν η LO κοροϊδεύει ηλιθίως την LCR, εξηγώντας, όπως την Άνοιξη, ότι δεν μπορούσε να υπάρξει δυνατή συζήτηση για εκλογική συμφωνία με την LCR, αφού υπήρχαν 5 LCR (αναφορά στις 5 τάσεις συζήτησης που υπήρχαν πριν από την εθνική συνδιάσκεψη της LCR τον Ιούνη), η LO ξεχνάει να αναφέρει το γεγονός ότι μια δημοκρατική συζήτηση είναι αδύνατη στο εσωτερικό της και ότι το αποτέλεσμα είναι πως οι αγωνιστές που βρίσκονται σε διαφωνία με την ηγεσία διαγράφονται -όπως έγινε με μια ομάδα 200 μελών, που κατόπιν εντάχθηκαν στην LCR! Το ίδιο συμβαίνει και τώρα, με μια άλλη ομάδα αγωνιστών, που διαφωνεί με τον προσανατολισμό της ηγεσίας, σχημάτισε μια φράξια και στην πράξη δεν δουλεύει πλέον μέσα στην LO! Απέναντι σε αυτό, είναι αναγκαίο να θυμίζει κανείς διαρκώς τη σημασία του δικαιώματος τάσεων…
Σοβαρές ελλείψεις
Πιο σοβαρές ακόμα είναι οι εξής δύο πλευρές: πρώτον, καρπός των απαρχών της LO και παρά τις περιόδους ανοίγματός της (η Αρλέτ Λαγκιγιέ είχε συνοδεύσει αγωνιστές της 4ης Διεθνούς στην επαναστατική Νικαράγουα), η LO είναι πλήρως τυφλωμένη απέναντι στη συγκεκριμένη διάσταση του διεθνισμού. Η άρνησή της και η ανικανότητά της να στρατευτεί στη διαδικασία οικοδόμησης μιας επαναστατικής διεθνούς την εμποδίζει να κατανοεί τη δυναμική των αγώνων σε διεθνή κλίμακα: εξάλλου, παρουσιάζοντας στην εφημερίδα της τους αγώνες των ελλήνων εργαζομένων για την υπεράσπιση των συντάξεων, η LO παρουσίαζε την κινητοποίηση αυτήν σαν μια διαδήλωση πολλών χιλιάδων εργαζομένων, ξεχνώντας ότι ήταν μια γενική απεργία και μια ενωτική κινητοποίηση που είχαν βγάλει στους δρόμους εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους. Δεν αρκεί απλώς να διαβάσει κανείς τα τηλεγραφήματα των πρακτορείων και να τα ξαναγράψει με «εργατική σάλτσα»: πρέπει να καταλαβαίνει και να πείθει τους αγωνιστές της οργάνωσής του ότι οι αγώνες αναπτύσσονται σήμερα σε κοινά θέματα και με κοντινές μορφές σε ευρωπαϊκή κλίμακα -εξού και μια διεθνής οργάνωση καθίσταται αναγκαία!
Συμπυκνώνοντας καταχρηστικά: πέρα από τους τοίχους της γαλλικής επιχείρησης, όπου αγωνίζεται η LO, δεν υπάρχει σωτηρία! Και πράγματι είναι αυτή η αντίληψη που αναπτύσσει η LO σε σχέση με τους αγώνες ενάντια στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση: η LO όχι μόνο ήταν πλήρως απούσα από τη Γένοβα, αλλά επιπλέον τολμάει να γράφει πως πρόκειται για μικροαστική δράση, ενώ το σημαντικό είναι οι αγώνες μέσα στο εργοστάσιο! Πλήρης ακατανοησία της διαδικασίας που εκτιλύσσεται… Δεν χρειάζεται να μιλήσουμε εδώ για την περιφρόνηση με την οποία η LO αντιμετωπίζει το φεμινιστικό κίνημα, για να μην μιλήσουμε για το κίνημα για τα δικαιώματα των ομοφιλοφύλων…
Γενικά, η στάση της LO είναι μια στάση συνεχούς αναδίπλωσης. Το είδαμε πολύ καλά, μετά από την εκλογική επιτυχία του 1995: ενώ το σύνθημα ήταν στη λογική συνέχεια να οικοδομηθεί και να αναπτυχθεί η LO, η οργάνωση αυτή βρέθηκε στην πράξη τελείως ανίκανη να συγκεκριμενοποιήσει τη γραμμή αυτήν. Και αυτό, για έναν λόγο ακόμα πιο προφανή από το γεγονός ότι υπήρχαν δυνατότητες μαζικής στρατολογίας το 1995. Η LOδεν μπορεί και ασφαλώς δεν θέλει να θέσει σε αμφισβήτηση τη λειτουργία της, που στηρίζεται τελικά σε ένα σχέδιο γραμμικής ανάπτυξης της ίδιας σαν ΤΟ επαναστατικό κόμμα, επί των ερειπίων του Κομμουνιστικού Κόμματος!
Έτσι, η LO είναι μια οργάνωση χωρίς πολιτικό σχέδιο που να απαντάει συγκεκριμμένα στα καθήκοντα της στιγμής, ακόμα περισσότερο που είναι σίγουρο ότι μερικά προγραμματικά συνθήματα δεν αρκούν σήμερα για να πείσουν τους εργαζόμενους και τους νέους για τη χρησιμότητα μιας επαναστατικής οργάνωσης. Και το επιβεβαιώνουμε αυτό πολύ συγκεκριμένα σήμερα: ενώ για την LCR είναι προφανές πως μια κοινή καμπάνια των επαναστατών θα μπορούσε να επιτρέψει όχι μόνο ένα ίσως ιστορικό σκορ στις εκλογές (είναι πιθανόν ακόμα και να ξεπερνούσε το ΚΚ, πράγμα που θα επιτάχυνε ριζικά την κρίση του), η LO αδιαφορεί πλήρως για αυτή την προοπτική, και ας είναι θεμελιώδης για τους εργαζόμενους και τους νέους. Χρησιμοποιώντας επιχειρήματα που θυμίζουν καμιά φορά το σταλινικό στυλ, εργάζεται μεθοδικά στη γωνιά της για την παρουσίαση του δικού της λόγου.
Χωρίς να θέλουμε να συζητήσουμε εδώ για την πραγματική φύση της LO (σέκτα; σε πορεία σεκταρισμού; -βλ. και τις παρατηρήσεις του Άλεξ Καλίνικου, του αγγλικού SWP, στο Inprecor No 458, σελ.15), πρέπει να διαπιστώσουμε το εξής: όσο η Αρλέτ Λαγκιγιέ διαθέτει πραγματική απήχηση, που ξεπερνάει εξάλλου τα ταξικά όρια, αφού ακόμα και αντιπρόσωποι της αστικής τάξης μιλάνε για τη συμπάθεια που τρέφουν για αυτήν τη θαρραλέα γυναίκα, τόσο από την άλλη μεριά ένας μη αμελητέος αριθμός αγωνιστών της αριστεράς και της άκρας αριστεράς εξίσου απορρίπτει την LO, βλέποντάς την, στην καλύτερη περίπτωση, σαν μια οργάνωση που είναι αποκομμένη από κρίσιμους αγώνες του σημερινού εργατικού κινήματος.
Αντί συμπεράσματος
Η LCR αποφάσισε, στην εθνική της συνδιάσκεψη τον Ιούνη, να συνεχίσει να προτείνει, παρά την εχθρική στάση αναδίπλωσης της LO, μια υποψηφιότητα της Αρλέτ Λαγκιγιέ που να την υποστηρίζουν και οι δύο οργανώσεις. Ωστόσο, εάν η LO επιμείνει στην τύφλωσή της, θα είναι αναγκαίο να ακουστεί μια φωνή που να δίνει τον απόηχο των αγώνων των νέων και των εργαζομένων ενάντια στις απολύσεις, για εργατικές λύσεις στην κρίση, ενάντια στην καπιταλιστική λογική στη Γαλλία και στον κόσμο, για την ενότητα μέσα στους αγώνες. Η LCR επομένως πρότεινε την υποψηφιότητα του Ολιβιέ Μεζανσενό, νεαρού ταχυδρομικού, του οποίου η αγωνιστική διαπίστωση δίνεται με απλά λόγια. Στη Γένοβα, που ήταν κεντρικό ζήτημα, δεν υπήρχαν παρά δύο υποψήφιοι για τη γαλλική προεδρεία: ο Ζακ Σιράκ εντός του φρουρίου και ο ίδιος, ο Μπεζανσενό, αγωνιστής και υποψήφιος των αγώνων, από την άλλη μεριά, στους δρόμους. Προφανώς, είναι ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα!
Χρίστος Ιωνάς
10/9/2001
[…] […]