ΗΠΑ: Το εργατικό κίνημα μετά την 11η του Σεπτέμβρη

Σπάρτακος 62, Νοέμβρης 2001

Του Βαγγέλη Ιτέση

«WE ARE STANDING BEHIND OUR PRESIDENT»?

Μια μέρα ακριβώς μετά την σφαγή της 11ης του Σεπτέμβρη ο πρόεδρος της AFL-CIO John Sweeney εξέφραζε την άνευ όρων συμπαράσταση του οργανωμένου εργατικού κινήματος των Η.Π.Α. στον Βush και το ετοιμοπόλεμο επιτελείο του. Οι εκκλήσεις για στήριξη των οικογενειών των θυμάτων (που ήταν στη συντριπτική τους πλειοψηφία εργαζόμενοι) αλλά και για αποτροπή των αντιαραβικών ρατσιστικών συμπεριφορών συνοδεύονταν από τη δέσμευση στις οικουμενικές αξίες που ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός υπερασπίζεται, από την Κολομβία – θα μπορούσε κανείς να προσθέσει – ως την Παλαιστίνη: «Καμιά θυσία δεν είναι μεγάλη για τους Αμερικάνους προκειμένου να υπερασπίσουν αυτές τις αξίες. Οι Αμερικάνοι εργάτες και πολίτες είναι ενωμένοι στη βάση της διαρκούς υπεράσπισης της Αμερικάνικης δημοκρατίας». Λίγες μέρες μετά, στις 19 του Σεπτέμβρη στο Detroit, γύρω στους 20 ηγέτες συνδικάτων, ανάμεσά τους ο πρόεδρος της UAW (εργάτες στην αυτοκινητοβιομηχανία) Stephen Yokich όπως και ο πρόεδρος των εργατών στη χαλυβουργία Leo Gerard, σε μια συνάντηση με κυβερνητικούς αξιωματούχους και εκπροσώπους της εργοδοσίας διακήρυτταν την διαθεσιμότητά τους να συμβάλουν στην αναζωογόνηση της οικονομίας των Η.Π.Α.: «Αυτό το μεγάλο έθνος οικοδομήθηκε απ’ τους εργάτες». Μια σωστή ίσως διαπίστωση που αντί να είναι επιχείρημα κατά της εκμετάλλευσης τους προλεταριάτου χρησιμοποιήθηκε ως επιχείρημα υπέρ της διαιώνισής της, στα πλαίσια μιας ταξικής συνεργασίας η οποία, ούτε λίγο ούτε πολύ, τίθεται ως κάτι το αυτονόητο με δεδομένη την «εθνική κρίση».
Η απόκριση της ηγεσίας της AFL-CIO στην έναρξη των βομβαρδισμών στο Αφγανιστάν ήταν εξίσου απογοητευτική. Στις 9 Οκτώβρη όποιος ξεφύλλιζε τους New York Times ή την Washington Post θα είχε την ευκαιρία να πέσει πάνω σε ολοσέλιδες καταχωρήσεις της μεγαλύτερης στον κόσμο εργατικής συνομοσπονδίας που χαιρέτιζαν την σύνεση και την αποφασιστικότητα του Bush. Παράλληλα οι Γερουσιαστές και οι Αντιπρόσωποι καλούνταν να προωθήσουν δραστικά μέτρα οικονομικής υποστήριξης για τις εκατοντάδες χιλιάδες των ανέργων καθώς και τις οικογένειες των θυμάτων. Την προηγούμενη μέρα ο ίδιος ο Sweeney είχε, χωρίς καμιά αμφιταλάντευση, χαιρετίσει την ιμπεριαλιστική επίθεση: «ο Πρόεδρος Bush έχει επιδείξει μια εξαιρετικά μεγάλη υπομονή στην οικοδόμηση μιας παγκόσμιας συμμαχίας ενάντια στην τρομοκρατία και του είμαστε ευγνώμονες για την προσοχή που τώρα δείχνει με την επίθεση στρατιωτικών μόνο στόχων στο Αφγανιστάν». Είτε αφελής είτε απλώς πειθήνια, η ευθυγράμμιση του Sweeney θυμίζει το θλιβερό παρελθόν του αμερικάνικου συνδικαλιστικού κινήματος, τις εποχές δηλαδή που η AFL-CIO ταυτιζόταν με τα συμφέροντα των αμερικάνικων εταιρειών και των αμερικάνικων όπλων.

Σταυροδρόμι

Ευτυχώς, αυτή η στάση, που μοιάζει να εμφανίζει το εργατικό κίνημα στις Η.Π.Α. ως εγγυητή της εθνικής συνοχής που είναι τόσο απαραίτητη για την βιωσιμότητα ενός ιμπεριαλισμού με φιλοδοξίες παγκόσμιας ηγεμονίας, δεν συνιστά έναν κανόνα δίχως εξαιρέσεις. Αντίθετα, στον ίδιο βαθμό που απειλεί να αναστείλει την ταξική αντιπαράθεση, εντείνει μια διαμάχη προσανατολισμού στο εσωτερικό των συνδικάτων.

Το βορειοαμερικάνικο προλεταριάτο, τα τελευταία χρόνια, βρισκόταν στην πρώτη γραμμή των αντινεοφιλελεύθερων αγώνων (απεργίες στην UPS και στην General Motors), σε διεθνές επίπεδο, ενισχύοντας καθοριστικά την δυναμική των αντιστάσεων στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση. Η ανάδειξη το 1995 του Sweeney στην ηγεσία της AFL-CIO, όπως και του Ron Carey πιο πριν στην ηγεσία των Teamsters, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη αγωνιστικών δικτυώσεων βάσης (rank and file movement) και την μαζική ένταξη μεταναστών και γυναικών στα συνδικάτα, έμοιαζε να σηματοδοτεί το τέλος της χρόνιας κυβερνητικής εξάρτησης της AFL-CIO (καθώς και των σχέσεων των στελεχών της με το οργανωμένο έγκλημα) και μια αξιοσημείωτη μετατόπιση προς την ταξική μαχητικότητα. Ακόμα περισσότερο, η κινητοποίηση ενάντια στον Παγκόσμιο Οργανισμό εμπορίου στο Σιάτλ είχε ως αποτέλεσμα την συνάντηση του οργανωμένου εργατικού κινήματος με την ριζοσπαστική νεολαία και την πολυχρωμία των οικολογικών, αντιρατσιστικών και αντισεξιστικών συσπειρώσεων, μια συνάντηση που όπως αποδείχτηκε σε αρκετές περιπτώσεις κατόπιν, με τον συντονισμό του φοιτητικού κινήματος με τα συνδικάτα λ.χ., οδήγησε στη συγκρότηση σταθερών σχετικά δεσμών αλληλέγγύης. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι δύο μόλις βδομάδες πριν την 11η του Σεπτέμβρη η Εργατική Συνελεύση της Πολιτείας της Ουάσινγκτον, ακολουθώντας μια παρόμοια απόφαση της Εργατικής Συνέλευσης του South Bay (στην Καλιφόρνια), απαίτησε την ανοιχτή συζήτηση για το ψυχροπολεμικό παρελθόν της AFL-CIO, με την δημοσιοποίηση των αρχείων της, αλλά και την αποκήρυξη της τότε στάσης της σε σχέση με το εργατικό κίνημα άλλων χωρών ώστε να δρομολογηθεί μια πολιτική αυθεντικής διεθνούς εργατικής αλληλεγγύης. Η εμπλοκή των βορειοαμερικάνικων συνδικάτων στο κίνημα κατά της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης ήταν μέχρι τώρα κατά πολύ μεγαλύτερη από αυτήν των ευρωπαϊκών συνδικάτων, παρά τις τόσο διαφορετικές πολιτικές τους παραδόσεις. Για πρώτη φορά, επίσης, μετά από πολλές δεκαετίες άρχισε να τίθεται στην ημερήσια διάταξη η διασφάλιση της πολιτικής ανεξαρτησίας της εργατικής τάξης με την δημιουργία ενός Εργατικού Κόμματος, το οποίο, μολονότι ακόμα ανίσχυρο, έχει ήδη απομακρύνει αρκετούς οργανωμένους σε συνδικάτα εργάτες από την επιρροή των Δημοκρατικών.

Η αναγέννηση του συνδικαλισμού, η εξάπλωση των εργατικών αγώνων, η ολοένα μεγαλύτερη έκθεση στον καθαρό αέρα της παγκόσμιας αντίστασης και της διεθνούς αλληλεγγύης, η προσπάθεια για μια αξιόπιστη και ανεξάρτητη εργατική πολιτική, όλα αυτά δεν μπορούν πια να παραμεριστούν έτσι απλά με την ευθυγράμμιση του Sweeney. Αντίθετα, τα πρόσφατα γεγονότα τοποθετούν το εργατικό κίνημα των Η.Π.Α σε ένα σταυροδρόμι, όπου οι αντιτιθέμενες επιλογές έχουν ίσως ιστορική πια σημασία.

Τα ερωτήματα

Ήδη στον εργατικό τύπο στις Η.Π.Α. αρχίζει να εμφανίζεται μια πραγματικά ριζοσπαστική επιχειρηματολογία, που αντί να κατατείνει στην υποστήριξη της «αντιτρομοκρατικής» ιμπεριαλιστικής εκστρατείας αντιτάσσει τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, τόσο στις Η.Π.Α. όσο και σε ολόκληρο τον κόσμο, σε αυτά των κυρίαχων τάξεων και του πολιτικού ή στρατιωτικού προσωπικού τους. Πρόκειται βέβαια, προς το παρόν, για περιπτώσεις που σχετίζονται άμεσα με τον συνδικαλιστικό ακτιβισμό βάσης: το έντυπο Labor Notes (www.labornotes.org), τις ιστοσελίδες διαλόγου και ενημέρωσης Labor Standard (www.igc.org/laborstandard), Kansas City Labor (www.kclabor.org), LaborΝet USA (www.labornet.org), καθώς και τον τύπο του Εργατικού Κόμματος (www.igc.apc.org/ipa). Εδώ, η καταδίκη της σφαγής στο παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου και στο Πεντάγωνο, οι εκκλήσεις για υλική υποστήριξη των οικογενειών των θυμάτων και των ανέργων, καθώς και οι επισημάνσεις για την ανάγκη μέτρων ασφάλειας για τους εργαζόμενους στα ταχυδρομεία, μετά τις πρόσφατες επιθέσεις με τον βάκιλο του άνθρακα, συνδυάζονται με την επαγρύπνιση όσον αφορά τα κρούσματα ρατσισμού, τον περιορισμό των πολιτικών ελευθεριών, στο όνομα της «αντιτρομοκρατικής» θωράκισης, τη διάθεση των αφεντικών να επωφεληθούν πιέζοντας για περιστολή δικαιωμάτων και, τέλος, τον ίδιο τον πόλεμο.

Σε ένα άρθρο του, με τίτλο «Ο Πόλεμος Είναι µήτημα της Εργατικής Τάξης», ο Bill Onasch, από τους υπευθύνους της ιστοσελίδας Kansas City Labor, τονίζει ότι η τραγωδία της 11ης του Σεπτέμβρη δίνει την ευκαιρία στην πολιτική και στρατιωτική ηγεσία των Η.Π.Α. να ενεργοποιήσει μια εξαιρετικά σοβαρή, παράπλευρη ατζέντα που περιλαμβάνει: «την προώθηση και διασφάλιση των παγκόσμιων συμφερόντων των αμερικάνικων επιχειρήσεων · την δικαιολόγηση όχι μόνο της διατήρησης αλλά και της επέκτασης της πολεμικής βιομηχανίας η οποία απειλήθηκε με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου · τον πειθαναγκασμό ή και εκφοβισμό των συνδικάτων ώστε να επιδειχθεί αυτοσυγκράτηση, ακόμα και να αμφισβητηθούν κεκτημένα δικαιώματα, εφόσον η Αμερική βρίσκεται σε πόλεμο · την αξιοποίηση των απαιτήσεων του πολέμου για την δικαιολόγηση ακόμα μεγαλύτερων περιβαλλοντικών θυσιών στις πετρελαϊκές, μεταλλευτικές και υλοτομικές εταιρείες · νέες χαλιναγωγήσεις στις πολιτικές ελευθερίες ώστε να φιμωθεί η όποια διαφωνία · την εκτροπή του προϋπολογισμού από τις κοινωνικές δαπάνες σε ποικιλόμορφες επιδοτήσεις στις επιχειρήσεις».

Ένας άλλος ακτιβιστής του εργατικού κινήματος, και μέλος του Εργατικού Κόμματος στη Νέα Υόρκη, ο Andy Pollack, εντοπίζει με ακόμα μεγαλύτερη οξυδέρκεια το έδαφος της «αντιτρομοκρατικής» εκστρατείας των Η.Π.Α. και της καπιταλιστικής Ευρώπης. Παραπέμποντας στην αρθρογραφία του ίδιου του αστικού τύπου στις Η.Π.Α. διαπιστώνει ότι αυτό που τίθεται στην ημερήσια διάταξη της διεθνούς πολιτικής δεν είναι άλλο από την διασφάλιση των αναδιαρθρώσεων της παγκόσμιας αγοράς, με τη βοήθεια μιας τεράστιας στρατιωτικής κινητοποίησης που φέρνει κοντά τις χώρες-εκπροσώπους της καπιταλιστικής «νεωτερικότητας» με τις ηγετικές ελίτ των «καθυστερημένων» οικονομικά περιοχών του πλανήτη. Τα όπλα γίνονται ξανά το εχέγγυο της εμπορευματικής κυκλοφορίας σε ένα ιεραρχικά δομημένο σύνολο από θεσμούς που οργανώνουν συστηματικά την καταπίεση και την ανισότητα. Σε μια τέτοια προοπτική, ο ρόλος του κινήματος ενάντια στην νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση γίνεται θεμελιώδης: «ένα ισχυρό κίνημα για την ειρήνη μπορεί να αναπτυχθεί μόνο αν το κίνημα ενάντια στο παγκόσμιο κεφάλαιο βρίσκεται στον πυρήνα του και εμφανίζεται ανοιχτά ως μια εναλλακτική λύση τόσο στους πολεμοκάπηλους της Ουάσινγκτον όσο και στους αντιδραστικούς φονταμενταλιστές (κάθε θρησκείας) που θηρεύουν παρασιτικά στην απόγνωση των εκμεταλλευόμενων του κόσμου». Το προλεταριάτο των Η.Π.Α. δεν πρέπει να εγκαταλείψει το στοίχημα μιας τέτοιας προοπτικής. Αντίθετα, «οι μόνες δυνάμεις που δείχνουν μια προοδευτική διέξοδο, οι μόνες δυνάμεις που στην πραγματικότητα μπορούν να οικοδομήσουν έναν λογικό κόσμο είναι εκείνες που κινητοποιήθηκαν κατά εκατομμύρια ενάντια στο παγκόσμιο κεφάλαιο στο Σιάτλ, στο Νταβός, στο Κεμπέκ, στην Γένοβα, στο Πόρτο Αλέγκρε και αλλού. Ακόμα περισσότερο, μονάχα εμείς μπορούμε να προτείνουμε μια ορθολογική εναλλακτική λύση σε εκείνους που μισούν τον πόλεμο αλλά δεν βλέπουν άλλον τρόπο για να σταματήσει η τρομοκρατία».

Το editorial των Labor Notes του Οκτωβρίου, γραμμένο από τον T. Reyes θέτει επίσης με σαφήνεια τα ερωτήματα που το βορειοαμερικάνικο εργατικό κίνημα ήδη έχει αρχίσει να αντιμετωπίζει: «Θα συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε ενάντια στην παγκοσμιοποίηση των επιχειρήσεων και να εντείνουμε τους δεσμούς μας με εργάτες σε άλλες χώρες ή θα συναινέσουμε σε μια συμπεριφορά «πρώτα η Αμερική»; Θα συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε για τα δικαιώματα των μεταναστών ή θα καταφύγουμε στις λογικές της εθνικής συλλογικής ευθύνης; Θα συνεχίσουμε να αναζητούμε νέες στρατηγικές συνδικαλιστικής οργάνωσης αν οι καμπάνιες των συνδικάτων σε συγκεκριμένες βιομηχανίες χαρακτηριστούν διχαστικές ή «αντιαμερικάνικες»; Θα αγωνιστούμε για κοινωνικά δικαιώματα όταν οι εταιρίες εξαγγέλουν απολύσεις;» Η μέχρι τώρα στάση του συνδικαλιστικού κινήματος προσφέρει και τα δύο ενδεχόμενα αυτής της διάζευξης. Πέρα από την ευθυγράμμιση γενικά της συνδικαλιστικής ηγεσίας, είναι πολλά τα συνδικάτα που διατηρούν ακόμα την μαχητικότητά τους (λ.χ. το SEIU, το μεγαλύτερο αυτή τη στιγμή συνδικάτο της AFL-CIO, που καλύπτει εργαζόμενους στον τομέα των υπηρεσιών και περιλαμβάνει έναν μεγάλο αριθμό μεταναστών και γυναικών ή το UFW των εργατών γης) και θέτουν, διστακτικά έστω, το ζήτημα της εξάλειψης των κοινωνικών ανισοτήτων και της φτώχειας. Αυτή η κατεύθυνση είναι που πρέπει να ενισχυθεί αποφασιστικά: το να αποτραπεί η εργατική εναντίωση σημαίνει εγκατάλειψη της ελπίδας που αναδύθηκε από τους αγώνες των τελευταίων χρόνων · το να αποσιωπηθεί ο ρόλος του αμερικάνικου κεφαλαίου στην παγκόσμια κατανομή της εκμετάλλευσης σημαίνει υπονόμευση της διεθνούς αλληλεγγύης και του συντονισμού των αντιστάσεων.

Οι πρώτες απαντήσεις

Εκτός όμως από τα επιχειρήματα υπάρχουν και συγκεκριμένες πράξεις οι οποίες πιστοποιούν ότι πράγματι μια διεθνιστική επιλογή δεν είναι απλά και μόνο μια υπόθεση εργασίας για το συνδικαλιστικό κίνημα. Έτσι, στις 21 του Σεπτέμβρη η πρόεδρος του συνδικάτου SEIU στη Νέα Υόρκη Dennis Rivera (Local 1199, 220.000 μέλη στην μητροπολιτική περιοχή της πόλης) δημοσιοποίησε την αντίθεση του συνδικάτου στην εξαπόλυση ενός πολέμου, παράλληλα με την απαίτηση να δικαστούν οι υπεύθυνοι των τρομοκρατικών ενεργειών. Στις 22 του Σεπτέμβρη, στο San Francisco, το τοπικό συνδικάτο των λιμενεργατών αποφάσισε να στείλει μια επιδοκιμαστική επιστολή στην Barbara Lee, το μόνο μέλος του Κονγκρέσσου που αντιτάχθηκε στους πολεμικούς σχεδιασμούς, ενώ στην συζήτηση που προηγήθηκε, για τον πόλεμο, ήταν κοινή η διαπίστωση ότι μια κόκκινη κλωστή συνδέει την «εθνική ασφάλεια», την εξωτερική πολιτική των επεμβάσεων για τις «αξίες της Αμερικής» και τις εργοδοτικές απόπειρες για μεγαλύτερη επιτήρηση και πειθάρχηση των εργατών. Το ίδιο περίπου χρονικό διάστημα, το σωματείο των εργαζόμενων στον τύπο CWA υπογράμμιζε τις συνέπειες της επιβολής ελέγχων στη ροή των πληροφοριών και αναγνώριζε ότι ο πατριωτισμός είναι ένα «δίκοπο μαχαίρι» που απειλεί σοβαρά την δημοκρατική ενημέρωση. Στις 24 του Σεπτέμβρη η Εργατική Συνέλευση του San Francisco κατέληξε σε μια απόφαση που καταδικάζει οποιαδήποτε στρατιωτική δράση με αφορμή την σφαγή στο Μανχάταν. «Απορρίπτουμε την άποψη ότι ολόκληρα έθνη θα έπρεπε να τιμωρηθούν για τις πράξεις ενός μικρού αριθμού ανθρώπων. Οι βομβαρδισμοί και τα στρατιωτικά χτυπήματα θα τροφοδοτήσουν μονάχα έναν ατέλειωτο κύκλο εκδίκησης που το μόνο που μπορεί να επιφέρει είναι τον θάνατο ακόμα περισσότερων αθώων πολιτών, τόσο εδώ όσο και στον υπόλοιπο κόσμο». Ταυτόχρονα, τονίζεται ότι η εργατική τάξη θα πρέπει να υπερασπίσει τα δικαιώματα των μεταναστών, να αντισταθεί σε κάθε περιστολή των πολιτικών ελευθεριών, για λόγους εθνικής ασφαλείας, και ιδίως σε κάθε προσπάθεια να αμφισβητηθεί η δυνατότητα των εργαζομένων να συνδικαλίζονται, να απεργούν και να περιφρουρούν τους αγώνες τους. Η συζήτηση για τις πραγματικές καταβολές της τρομοκρατικής αγριότητας της 11ης του Σεπτέμβρη οφείλει να ανοίξει, σε όλες της τις διαστάσεις, χωρίς να επισκιάζεται από τις σκοπιμότητες της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης. Και μια τέτοια συζήτηση υποβάλλει την προοπτική της οικονομικής και πολιτικής δικαιοσύνης: «Το μεγαλύτερο μνημείο μας για τους χαμένους αδελφούς και αδελφές μας θα είναι ένας κόσμος ειρήνης, δικαιοσύνης, ανεκτικότητας και κατανόησης, εμποτισμένος από την αλληλεγγύη των εργαζόμενων ανθρώπων».

Η πιο σημαντική, ωστόσο, διαφοροποίηση από το πολεμικό κλίμα και τον πατριωτικό πυρετό ήρθε από την ίδια την Νέα Υόρκη. Πρόκειται για ένα κείμενο υπογραφών με τίτλο «Εργάτες της Νέας Υόρκης Ενάντια στον Πόλεμο», με το οποίο οι 500 σχεδόν υπογράφοντες και υπογράφουσες, συνδικαλιστές/τριες (ανάμεσά τους 13 πρόεδροι τοπικών συνδικάτων), εναντιώνονται στις πολεμικές επιχειρήσεις της κυβέρνησης Bush, στο κλίμα ρατσισμού και ξενοφοβίας, στην συρρίκνωση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και σε κάθε υπονόμευση του επιπέδου διαβίωσης της εργατικής τάξης, αξιώνουν την δικαιοσύνη, μέσω ενός ανεξάρτητου, διεθνούς δικαστηρίου, για τους εμπνευστές της επίθεσης στο WTC και στο Πεντάγωνο και την άμεση βοήθεια στις οικογένειες των θυμάτων και τους απολυμένους εργάτες, ενώ επιμένουν ότι η ειρήνη απαιτεί παγκόσμια κοινωνική και οικονομική δικαιοσύνη.

Μια ιστορική επιλογή;

Η έκβαση της αντιπαράθεσης στο εσωτερικό των οργανώσεων του προλεταριάτου στις Η.Π.Α. δεν θα κριθεί προφανώς μόνο από τις πρωτοβουλίες και τα επιχείρηματα της μίας ή της άλλης πλευράς. Η ηγεσία της AFL-CIO βασίζεται σε ένα κλίμα πατριωτικής υστερίας που ωστόσο, με την παράταση των πολεμικών επιχειρήσεων και την αναπόφευκτη κατάδειξη – μεσοπρόθεσμα, όταν οι «παράπλευρες απώλειες», δηλαδή οι δολοφονίες αμάχων, θα πυκνώσουν – της υποκρισίας των εμπνευστών τους, θα αρχίσει να υποχωρεί αισθητά. Ήδη αυτό συμβαίνει στην Βρετανία, την χώρα της οποίας η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση με τόσο ενθουσιασμό έσπευσε να συνταχθεί με τους βορειοαμερικάνικους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς, και μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι δεν θα αργήσει να συμβεί και στις Η.Π.Α.. Με δεδομένο μάλιστα τον αριθμό των απολύσεων, η ηγεσία της AFL-CIO θα έχει να διαχειριστεί όλο και περισσότερο προβλήματα όπως αυτά της εργασιακής ανασφάλειας και ευρύτερα των κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων, αντί να ασχολείται με την αποκατάσταση των «αμερικάνικων αξιών» και την «απόδοση δικαιοσύνης» με τα όπλα του αμερικάνικου στρατού.

Η στάση της ευθυγράμμισης βασίζεται όμως και στις συσσωρευμένες από δεκαετίες δυνάμεις αδράνειας μέσα στα συνδικάτα οι οποίες, παρά την πρόσφατη αγωνιστική επανάκαμψη, εξακολουθούν να κυριαρχούν ελλείψει μιας ουσιαστικής εργατικής δημοκρατίας που θα μπορούσε να αντισταθμίσει δραστικά την προδιάθεση της γραφειοκρατικής διοίκησης για ταξική συνεργασία και «εθνική υπευθυνότητα» . Μια επιστροφή στις «παλιές καλές μέρες» της ψυχροπολεμικής ομοψυχίας ανταποκρίνεται ακριβώς σε μια ιδεολογία αυτοσυντήρησης που δεν έχει να κάνει με την αφέλεια του τάδε ή του δείνα συνδικαλιστικού στελέχους αλλά με τα συμφέροντα ενός ολόκληρου κοινωνικού, παρασιτικού στρώμματος: της εργατικής γραφειοκρατίας. Η ηγεσία του Sweeney δεν κατάφερε ποτέ να εκφράσει μια αποτελεσματική στρατηγική που θα μετέφερε την δυνατότητα καθορισμού των πιο σημαντικών επιλογών από τα χέρια της εργατικής γραφειοκρατίας σε αυτά των αγωνιστικών δικτυώσεων βάσης. Αυτή η τελευταία παράμετρος είναι και η πλέον κρίσιμη. Με αυτήν την έννοια, η τύχη της διεθνιστικής επιλογής στο εργατικό κίνημα των Η.Π.Α. θα εξαρτηθεί από την ισχυροποίηση και ανάπτυξη των αγωνιστικών δικτυώσεων βάσης, στο έδαφος της κοινωνικής κρίσης και της πολιτικής αποσταθεροποίησης, αλλά και από την εμβέλεια της κοινής δράσης του προλεταριάτου με τα υπόλοιπα κοινωνικά κινήματα στα πλαίσια του διεθνούς αγώνα για την κοινωνική δικαιοσύνη.

Αν το πρωινό της 11ης του Σεπτέμβρη δεν επεφύλασσε μια τέτοια τραγωδία, οι δρόμοι της Ουάσινγκτον, στα τέλη του ίδιου μήνα, θα κατακλύζονταν από εργάτες και εργάτριες σε μια πλουραλιστική «Κινητοποίηση για την Παγκόσμια Δικαιοσύνη» (MGJ). Αν αυτή η κινητοποίηση αναβλήθηκε, υπό το βάρος των γεγονότων, και οι τοπικές καμπάνιες της AFL-CIO για την μαζική συμμετοχή στις προγραμματισμένες δράσεις μεταβλήθηκαν σε καμπάνιες αλληλοβοήθειας για τα θύματα του φονταμενταλιστικού κυνισμού, αυτό δεν συνεπαγεται μόνο μια επιστροφή στην «πατριωτική ευαισθησία» αλλά κυρίως μια στοιχειακή επανανακάλυψη της κοινωνικής αλληλεγγύης, ως ζήτημα πια ζωής και θανάτου, και του δημόσιου χώρου, ως ενός χώρου όπου οι άνθρωποι συμπάσχουν, αγωνιούν και βοηθούν ο ένας τον άλλον αντί απλώς να συναλλάσσονται. Η ριζοσπαστική νεολαία του διεθνούς κινήματος, που ήδη πρωταγωνιστεί στις αντιπολεμικές δραστηριότητες, μπορεί να επιδράσει παραδειγματικά ώστε αυτή η στοιχειακή αλληλεγγύη και συναίσθηση να τροφοδοτήσει την ανεξάρτητη μαζική δράση της εργατικής τάξης με μια αποφασιστικότητα εναντίωσης.

Η «αντιτρομοκρατική» εκστρατεία τοποθετεί τους οργανωμένους εργάτες των Η.Π.Α. σε ένα σταυροδρόμι όπου αυτό που διακυβεύεται είναι να εγκαταλείψουν τις ελπίδες τους ή να στοιχηματίσουν, με περισσότερες πιθανότητες, σε αυτές. Η δεύτερη επιλογή σημαίνει ότι τα αφεντικά και η συνδικαλιστική γραφειοκρατία πρέπει να βρουν έναν αντίπαλο στον πόλεμό τους που θα κατανοεί ότι δεν έχει να χάσει παρά μόνο τις αλυσίδες του, τη στιγμή που ήδη έχει χάσει κάποιες χιλιάδες από τους ταξικούς του αδελφούς και τις ταξικές του αδελφές, είτε στο Μανχάταν είτε στην Καμπούλ.

Βαγγέλης Ιτέσης


Σπάρτακος 62, Νοέμβρης 2001

Σπάρτακος αρχείο



https://tpt4.org/?p=2631

There is one comment

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s