Γένοβα: η νέα ριζοσπαστικοποίηση και η αριστερά

Σπάρτακος 61, Οκτώβρης 2001


του Γιάννη Φελέκη

Η Γένοβα, η νέα ριζοσπαστικοποίηση και η αριστερά

Έλαβαν όλοι το μήνυμα. Οι διεθνείς διαδηλώσεις στη Γένοβα, 19-21 Ιούλη 2001, σηματοδοτούν: Το μέγεθος και τους ρυθμούς του νέου κύματος ριζοσπαστικοποίησης του εργατικού κινήματος και της νεολαίας. Το βαθμό χρεοκοπίας και απομονομιμοποίησης των νεοφιλελεύθερων ιδεολογημάτων. Τη συνειδητοποίηση ότι η αντίσταση στον παγκοσμιοποιημένο νεοφιλελευθερισμό απαιτεί διεθνική δράση και διεθνή συντονισμό.

Στο χώρο της ελληνικής αριστεράς, ακόμα και εκείνοι που μας λοιδορούσαν για τη συμβολή και συμμετοχή μας στη δημιουργία και ανάπτυξη αυτού του κινήματος απ’ το 96-97, και μας κατήγγελλαν για «επαναστατικό τουρισμό», στην καλύτερη περίπτωση και για «εξωραϊσμό» του καπιταλισμού και της Ευρωπαϊκής Ενωσης στη χειρότερη, σήμερα, σπεύδουν να το οικειοποιηθούν και να του δώσουν τη «σωστή αντικαπιταλιστική γραμμή» και να το απαλλάξουν απ’ την «άκαπνη» ηγεσία του.

Βέβαια, οι «καπνισμένοι ηγέτες» θα παίξουν αρνητικό ρόλο στη δημιουργία οποιουδήποτε κινήματος και στο μέλλον όπως και τώρα, αφού αναμένουν όπως οι χιλιαστές ένα καθαρό επαναστατικό κίνημα σαφώς διακριτό από αυτό της Γένοβας, που όμως δεν υπήρξε ποτέ στην ιστορία του εργατικού κινήματος. Ας αφήσουμε λοιπόν τους αυτοανακηρυχθέντες «ηγέτες» να διδάσκουν κολύμπι στην άκρη του ποταμού αντί να κολυμπούν ενάντια στο ρεύμα.

Δεν ξέρω τι εννοούν οι σύντροφοι με το «άκαπνη» και πού αυτοί καπνίστηκαν, αλλά ο γράφων καπνίζει τουλάχιστον τρία πακέτα την ημέρα.

Οι ιθύνοντες του συστήματος έχουν αντιληφθεί τον τεράστιο κίνδυνο που σημαίνει η ανάπτυξη αυτού του κινήματος για τα σχέδιά τους, ιδιαίτερα στο φόντο μιας νέας παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης και της ανάγκης τους για ακόμα αγριότερο νεοφιλελευθερισμό. Γι’ αυτό, ειδικότερα μετά το Γκότεμπουργκ μπήκε στην ημερήσια διάταξη το θέμα της καταστολής και του τσακίσματός του. Όλοι οι μηχανισμοί κυριαρχίας σε εθνικό επίπεδο, οργανώνουν διάσκεψη επί διασκέψεων για την αντιμετώπισή του, μέσω του φακελώματος, της παρεμπόδισης μετακίνησης, της άμεσης και άγριας καταστολής στις ίδιες τις διαδηλώσεις.

Εννοείται, στη νέα κατάσταση μετά τις τρομοκρατικές ενέργειες στη Νέα Υόρκη και το Πεντάγωνο θα εντάξουν και το κίνημά μας στην «αντιτρομοκρατική» τους εκστρατεία.

Στόχος των εξουσιών είναι, πριν ακόμα αυτό το νέο κίνημα αποκτήσει βαθιές ρίζες στην κοινωνία της κάθε χώρας και πριν ακόμα μαζικοποιηθεί και συγκροτηθεί σε βαθμό επικίνδυνο για το σύστημα, να το δυσφημίσουν στα μάτια των πλατιών κοινωνικών στρωμάτων, παρουσιάζοντάς το σαν ένα συρφετό περιφερόμενων καταστροφέων και παρασύροντάς το στο πεδίο της «στρατιωτικής» βίαιης αντιπαράθεσης, όπου η εξουσία έχει το μονοπώλιο, την αναγκαία οργάνωση και εξοπλισμό, για να το τσακίσει σε μια κατά μέτωπο αντιπαράθεση.

Δυστυχώς, απ’ αυτή την άποψη εκτός απ’ τους εντεταλμένους των μηχανισμών καταστολής που φροντίζουν να διαμορφώσουν τα προσχήματα για την επίθεση, υπάρχουν και πάρα πολλοί, κυρίως νέοι αγωνιστές, που το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να εκδηλώσουν το μίσος τους απέναντι στο σύστημα. Ετσι, οι αδικαιολόγητες καταστροφές όχι μόνο δεν ενισχύουν το κίνημα, αλλά αντίθετα το δυσφημούν στα μάτια των λαϊκών μαζών, «νομιμοποιούν» στα μάτια τους την καταστολή, συμβάλλουν στην απομόνωση και αντί να «τρομοκρατήσουν τους μπάτσους», όπως νομίζουν πολλοί, τρομοκρατούν τους ανθρώπους του μόχθου, δίνοντας ταυτόχρονα στους μπάτσους τη «δικαιολογία» για οποιαδήποτε βαρβαρότητα. Είναι σαφές για μας, ότι στην παραπέρα προσπάθειά του για ρίζωμα και πολιτική και οργανωτική του συγκρότηση, θα πρέπει κάθετα και διακριτά να διαχωριστεί από τέτοιου είδους μηδενιστικές αντιλήψεις και ισοπεδωτικές συμπεριφορές.

Σίγουρα δε θέλουμε, και ούτε έχουμε το δικαίωμα, να αστυνομεύσουμε κανέναν, έχουμε όμως το δικαίωμα και είναι χρέος μας, να περιφρουρήσουμε τις εκδηλώσεις και τις κινητοποιήσεις μας. Από εκεί και πέρα, ο καθένας, άσχετα αν εμείς συμφωνούμε με τις μεθόδους του, μπορεί να οργανώνει τις δικές του διαδηλώσεις και να τις διεξάγει με βάση τα δικά του πρότυπα.

Οι εργαζόμενοι και η νεολαία μαζί μας

Στη Νίκαια, το Δεκέμβρη του 2000, και στη Γένοβα τον Ιούλη του 2001, οι εργαζόμενοι και η νεολαία έδωσαν μαζικά και μαχητικά το παρόν τους. Οι 120 χιλιάδες της Νίκαιας έγιναν 300 χιλιάδες στη Γένοβα. Αυτό αναγκάζει, τόσο τον Περισσό όσο και τους G8 ή τους 15, και ακόμα τις διάφορες σέχτες της αριστεράς, να πάψουν να αντιμετωπίζουν το κίνημα ενάντια στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση σαν «περιφερόμενο θίασο γραφικών» και να ασχοληθούν σοβαρά μαζί του. Αλλος για να το καπελώσει και να το εντάξει στα κοινοβουλευτικά του σχέδια και τα παζάρια του με το σύστημα. Άλλος για να οργανώσει την καταστολή του. Και ο σεχταριστής για να μας πει ότι αυτός πάντα το έλεγε και τώρα με τη δική του συμμετοχή θα αποκτήσουμε και «αντικαπιταλιστικό χαρακτήρα» και «καπνισμένη ηγεσία».

Η μαζικοποίηση του κινήματος οφείλεται, απ’ τη μια στο ότι με τη σοβαρότητά του και το δημοκρατικό και αντισεχταριστικό του χαρακτήρα κέρδισε την εμπιστοσύνη πλατιών κοινωνικών στρωμάτων, και απ’ την άλλη στην ανάπτυξη μαζικών κινητοποιήσεων των εργαζομένων στις διάφορες χώρες, γύρω από θέματα που εύκολα συνειδητοποιούν ότι εντάσσονται στη γενικότερη επίθεση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.

Είναι ώρα να περιοριστούμε στη χώρα μας

Αρκετοί σύντροφοι, και στην Ελλάδα και αλλού, λένε ότι δεν είναι δυνατόν να συνεχίσουμε να κυνηγάμε από πίσω τους διάφορους υπερεθνικούς φορείς εξουσίας. Κατά τη γνώμη μας, είμαστε ακόμα στην αρχή, θα χρειαστούμε ακόμα πολύ χρόνο και πολλές κοινές διεθνικές καμπάνιες, μέχρι να εδραιωθεί ένα διεθνιστικό παγκόσμιο δίκτυο κινημάτων ριζωμένων στις κοινωνίες τους. Για να συζητηθούν και να αποσαφηνιστούν οι πολιτικοί μας στόχοι και να αρθρωθεί με μαζικούς όρους η εναλλακτική μας πρόταση απέναντι στην καπιταλιστική βαρβαρότητα.

Παράλληλα με το «κυνήγι των υπερεθνικών φορέων εξουσίας», πρέπει σταθερά να συνεχίζουμε τις δικές μας διεθνείς συναντήσεις, τύπου Πόρτο Αλέγκρε, σε ηπειρωτικό και παγκόσμιο επίπεδο, γιατί αυτές βοηθούν πολύ περισσότερο από μια κοινή διαδήλωση στη συνεννόηση και το πολιτικό ξεκαθάρισμα, όπως επίσης και στη διαμόρφωση διασυνδέσεων, δικτύωσης και διεθνικών οργανωτικών δομών.

Από το «ένα είναι το κόμμα» στο «μία είναι η επιτροπή»

H άποψη της ελληνικής αριστεράς, ρεφορμιστικής και μη, για την αυτονομία των κινημάτων, δυστυχώς δεν πάει πιο πέρα από το «αν το ελέγχουμε» και «αν υπηρετεί το κόμμα μας». Αντί το κόμμα ή η οργάνωση να υπηρετεί το κίνημα, το κίνημα πρέπει να υπηρετεί τον κομματικό φορέα-μηχανισμό. Αυτή η αντεστραμμένη και απαράδεκτη λογική είναι η βάση πάνω στην οποία, τόσο το ρεφορμιστικό ΚΚΕ όσο και οι αριστεριστές του ΝΑΡ, Σάββας κλπ., αλλά και το ΣΕΚ που θέλει να μας πείσει ότι «ένα είναι το κόμμα», επιμένουν ο καθένας στην ξεχωριστή δική του «πλατιά επιτροπή».

Εκτός όμως από την εσφαλμένη αντίληψη για την ενότητα γύρω από το κόμμα τους ή την επιτροπή τους είναι απούσα και η ενιαιομετωπική λογική του «χτυπάμε μαζί και βαδίζουμε χωριστά». Η κοινή δράση πρέπει να στηρίζεται στην ανάδειξη των αιτημάτων και διεκδικήσεων, δεν προϋποθέτει συμφωνία προγραμματική γιατί τότε θα μιλούσαμε για ενοποίηση οργανώσεων και όχι για κοινή δράση. Ακόμη και η συμφωνία σε ένα ευρύτερο πλαίσιων στόχων και συνθημάτων δεν πρέπει να τίθεται a priori αλλά να υπόκειται στην πορεία ανάπτυξης της ταξικής πάλης και της συνειδητοποίησης του εργατικού κινήματος.

Αυτό προϋποθέτει την ικανότητα μας να αφουγκραζόμαστε τις διαθέσεις των εργαζομένων και να αναθεωρούμε την υπάρχουσα συνείδησή του ως ένα αντικείμενο δεδομένων για εμάς. Αν προχωρήσουμε ακόμα πιο πέρα την προβληματική μας θα δούμε ότι η έλλειψη βαθιάς κατανόησης των όσο αναφέρουμε οδηγεί στο συμψηφισμό της προπαγάνδας μας, γεγονός που παροξύνει τους διαχωρισμούς και μας μετατρέπει σε μεταφυσικούς αφού θεωρούμε ότι η κοινή δράση προϋποθέτει και την κοινή προπαγάνδα. Αλλά κοινή προπαγάνδα χωρίς να προϋπάρχει πολιτική ενότητα σημαίνει ότι βάζουμε το κάρο μπροστά από το άλογο, σημαίνει ότι αδυνατούμε να κατανοήοσυμε την διαφορετικότητα μέσα στην ενότητα, σημαίνει την αδυναμία μας να καταφέρουμε να συνεργασθούμε με διαφορετικές οργανώσεις για ένα κοινό σκοπό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το Κοινωνικό Φόρουμ της Γένοβας που για μας, με τις απόψεις που κουβαλάμε, θα παραμείνει όνειρο μακρινό.

Ενα πολύ σοβαρό θέμα είναι επίσης η συγκρότηση μιας πιο μόνιμης επιτροπής. Δεν είναι δυνατόν κάθε τρίμηνο να ξεκινάμε απ’ την αρχή, για κάθε αντίστοιχη διεθνή διαδήλωση. Πολύ περισσότερο, ενόψει της Θεσσαλονίκης του 2003, που οφείλουμε να παλέψουμε για μια ενιαία και μόνιμη δομή, που χωρίς αποκλεισμούς και με δημοκρατικές διαδικασίες, θα προσπαθήσει να κάνει αυτή την υπόθεση πραγματικά υπόθεση του εργαζόμενου λαού και της νεολαίας.

Είναι ήδη αργά και πρέπει επειγόντως να ξεκινήσουμε την καμπάνια για τις Βρυξέλλες, όπου μετά τις πρόσφατες εξελίξεις, οφείλουμε να εντάξουμε την αντίστασή μας στη βαρβαρότητα της παγκοσμιοποιημένης ιμπεριαλιστικής τρομοκρατίας.

Γιάννης Φελέκης


Σπάρτακος 61, Οκτώβρης 2001

Αρχείο Σπάρτακου


https://tpt4.org/?p=2595

There is one comment

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s