Ο «Χώρος», η Φύση και τα Όρια του Διαλόγου

Σπάρτακος 60, Ιούλης 2001


του Νίκου Ταμβάκη

Χάρις στην μακρόχρονη ιδεολογική επικράτηση του σταλινισμού μέσα στο ελληνικό εργατικό κίνημα αλλά και στην γενικότερη ιδεολογική κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού που ακολούθησε την πτώση των σταλινικών καθεστώτων, το σχήμα της Αριστεράς έχει αποτυπωθεί στη συνείδηση των ελληνικών λαϊκών στρωμάτων περισσότερο σαν ένα γενικόλογο και ακαθόριστο σύστημα ηθικών αξιών και λιγότερο σαν την πολιτική έκφραση των ταξικών συμφερόντων των εργαζομένων και των καταπιεζομένων. Αποτελεί καθήκον για τους επαναστάτες μαρξιστές να αγωνίζονται και να παρεμβαίνουν διαρκώς για να ανατρέψουν αυτή την πλατειά εδραιωμένη ολέθρια αντίληψη και να αναδεικνύουν επίμονα τους λόγους που καθιστούν απόλυτα αναγκαία την αναγέννηση μιας ταξικά ανεξάρτητης και μαχητικής Αριστεράς.

Την προηγούμενη δεκαετία η ελληνική κοινωνία γνώρισε μια σειρά από ανακατατάξεις με βαθιές και καθοριστικές συνέπειες στις κοινωνικές συμπεριφορές και στις ταξικές συνειδήσεις. Η ξενοφοβία και ο ρατσισμός αναπτύχθηκαν σταθερά, σαν αυτόματα ανακλαστικά απέναντι στο μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα. Ο εθνικισμός και η επιστροφή στις «ελληνοχριστιανικές παραδόσεις», μετά από τη μεγάλη έξαρση που γνώρισαν στην περίοδο του «αγώνα» για τη διάσωση του «ονόματος της Μακεδονίας μας» αλλά και μετά από τα μεγάλα «συλλαλητήρια» του Χριστόδουλου για τη «διάσωση» της εκκλησίας, παραμονεύουν στο σκοτάδι για να σηκώσουν σε πρώτη ευκαιρία ξανά το δηλητηριασμένο κεφάλι τους.
Από την άλλη μεριά η αδυναμία των κομμάτων της «επίσημης» Αριστεράς να αρθρώσουν μια συνολική αξιόπιστη απάντηση και να δημιουργήσουν ένα ταξικό και μαζικό κίνημα αντίστασης, επιβεβαιώνεται συνεχώς και όχι μόνο στις εκλογικές αναμετρήσεις.

Είναι λοιπόν φυσικό, μια ανοιχτή στο μέγιστο δυνατό βαθμό ενωτική πρόταση, χωρίς προαπαιτούμενα αλλά και χωρίς «περιοριστικές» στοχοθετήσεις, όπως αυτή που διατυπώθηκε για την ίδρυση του «Χώρου διαλόγου και κοινής δράσης της Αριστεράς» να αγγίζει κάποιες από τις βαθύτερες συναισθηματικές χορδές, τις καλοπροαίρετες επιθυμίες των καταταλαιπωρημένων και πολλαπλά απογοητευμένων αγωνιστών που αντέχουν ακόμη να παραμένουν στη «βάση» των οργανώσεων ή ακόμη πιο δύσκολα να αντιστέκονται πεισματικά από μόνοι τους μέσα στη διαρκή, διαβρωτική, πολυμέτωπη, κοινωνική πίεση και ιδεολογική επίθεση της νεοφιλελεύθερης αντίδρασης.

Όμως εμείς πιστεύουμε ότι ένα ακόμη εγχείρημα που δεν είναι εφοδιασμένο με τον απαραίτητο σαφή ταξικό προσανατολισμό, ένας διάλογος που αποφεύγει στο όνομα της «πλατειάς» ενότητας να χτυπήσει τις ίδιες τις ρίζες της κακοδαιμονίας της ελληνικής Αριστεράς, μια δράση που στο όνομα της «απήχησης» μοιραία θα υποταχθεί στις βασικές επιλογές των ηγετικών γραφειοκρατικών κύκλων των «επίσημων» ρεφορμιστικών κομμάτων δεν μπορεί παρά να αποτελέσει μεσοπρόθεσμα μια ακόμη απογοήτευση για τους καλοπροαίρετους αγωνιστές της ριζοσπαστικής αριστεράς που θα συμμετέχουν σε αυτό επενδύοντας τις προσπάθειες και τις ελπίδες τους.

Το Ιστορικά Διαμορφωμένο Πλαίσιο του Διαλόγου

Η «κοινοβουλευτική» Αριστερά δείχνει και πάλι ανίκανη να αξιοποιήσει πολιτικά τις μεγάλες αυθόρμητες αντιστάσεις που αναπτύσσονται τελευταία απέναντι στις επιθέσεις που εξαπολύει ο νεοφιλελευθερισμός ενάντια στις θεμελιώδεις κοινωνικές και δημοκρατικές κατακτήσεις (ασφαλιστικό, νομοσχέδιο για την παιδεία, δημόσια υγεία, τρομονόμος). Ακόμη περισσότερο η «επίσημη» Αριστερά σε όλες τις εκδοχές της, αποδεικνύεται ιδεολογικά αφοπλισμένη και μονίμως απολογητική μπροστά στα εκσυγχρονιστικά επιχειρήματα για την «αποτελεσματικότητα» της ιδιωτικής οικονομίας, για την ιστορική αποτυχία του «κρατικού μοντέλου» διαχείρισης, αλλά και για τα εγκλήματα του σταλινισμού που οι νεοφιλελεύθεροι επικαλούνται και χρησιμοποιούν συστηματικά σε κάθε αντίστοιχη καταγγελία της Αριστεράς για τις σύγχρονες καπιταλιστικές βαρβαρότητες.

Το ΚΚΕ, οδηγημένο από την αγωνία επιβίωσης του γραφειοκρατικού μηχανισμού του, προβάλλει μια καρικατούρα του μαρξισμού της κλασσικής σταλινικής σχολής σε μια όλο και πιο άκαμπτη εκδοχή: α) εθνικοπατριωτική με την επικουρία πότε της «επικοινωνιακής» και λαλίστατης Κανέλη και πότε του ανεκδιήγητου νεορθόδοξου µουράρη, β) νοσταλγική των χαμένων σοσιαλιστικών παραδείσων που τροφοδοτείται από τη σημερινή άθλια κοινωνική τους κατάσταση, γ) «παραδοσιακά» αντιευρωπαϊκή και επιφυλακτική απέναντι στα κοινωνικά κινήματα, τις δημοκρατικές κατακτήσεις και τις συνδικαλιστικές οργανώσεις των ευρωπαίων εργαζομένων και έτσι εντελώς ανίκανη πλέον να ανταποκριθεί μακροπρόθεσμα στις σημερινές ανάγκες, στα ερωτήματα και στην αγωνία των εργαζομένων, των ανέργων, των μεταναστών και της νεολαίας. δ) βερμπαλιστικά επαναστατική, σεχταριστική και περιχαρακωμένη στο δικό της οργανωτικό σύμπαν προκειμένου να επιβιώσει η γραφειοκρατική ηγετική ομάδα.

Ωστόσο όπως έχουμε τονίσει επανειλημμένα το ΚΚΕ εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να αποτελεί σε πανεθνικό επίπεδο τον κυριότερο πόλο συσπείρωσης των πολιτικοποιημένων εργαζομένων που έχουν ένα αντικαπιταλιστικό όραμα ανατροπής ενώ ταυτόχρονα η ΚΝΕ εξακολουθεί να αποτελεί το βασικό χώρο μιας πρώτης υποδοχής της νεολαίας καθώς αυτή ριζοσπαστικοποιείται προς τα αριστερά.

Επιπλέον επειδή ο σημερινός συσχετισμός των δυνάμεων της ριζοσπαστικής Αριστεράς καθιστά πρακτικά αδύνατο τον οποιοδήποτε ισότιμο διάλογο με την γραφειοκρατία της κομματικής ηγεσίας (ο ουσιαστικός διάλογος με τη σταλινική γραφειοκρατία δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι δυνατός με οποιοδήποτε συσχετισμό και συνθήκες), οι πρωτοβουλίες, η πρακτική, και το πλαίσιο οποιουδήποτε διαλόγου και προπαντός η οποιαδήποτε συντονισμένη δράση της ριζοσπαστικής Αριστεράς οφείλουν να είναι μόνιμα ανοιχτές προς αυτή την κατεύθυνση και να συνυπολογίζουν πάντοτε το επίπεδο της πολιτικής συνείδησης της κομματικής βάσης του ΚΚΕ (χωρίς φυσικά και να υποτάσσονται σε αυτό).

Ο Συνασπισμός ακολουθώντας αργά, τη μακρόχρονη τροχιά της ρεφορμιστικής του κατρακύλας στέκεται πάντοτε δίβουλος ανάμεσα στις δύο πολιτικές του εκφράσεις:

  • α) Στην αριστερή φραστική καταγγελία του καπιταλιστικού συστήματος στην οποία ειδικεύεται και επιδίδεται συστηματικά η αριστερή συνιστώσα των επαγγελματιών γραφειοκρατών συνδικαλιστών (χωρίς όμως να διακινδυνεύουν ποτέ πρακτικές σύγκρουσης που θα χαλούσαν το «σοβαρό» τους προφίλ και τις χρήσιμες για τους ίδιους προσβάσεις τους στα κυβερνητικά κέντρα εξουσίας).

  • β) Στο μοναδικό ατού του «πραγματικού εκσυγχρονισμού» που φαίνεται ότι έχουν κρυμμένο στο μανίκι τους οι πολιτικοί ηγέτες του Συνασπισμού και που ανυπομονούν να το ρίξουν ξανά στο τραπέζι μιας κυβερνητικής εξουσίας, γιατί φαίνεται ότι δεν πρόλαβαν να μας το επιδείξουν αρκετά στην λαμπρή περίοδο της κυβέρνησης Τζανετάκη. Είναι γεγονός ότι η πιο ακραία εκδοχή των δουλικών θαυμαστών του νεοφιλελεύθερου οράματος ξέκοψαν τελικά μην αντέχοντας άλλο να παραμένουν και να περιμένουν μακριά από το τόσο ελκυστικό για αυτούς Σημιτικό εκσυγχρονιστικό «γίγνεσθαι».

Εμείς ωστόσο πιστεύουμε ότι ο διάλογος των μικρών ομάδων της ριζοσπαστικής Αριστεράς με την πολιτική ηγεσία του Συνασπισμού είναι πολύ πιο εύκολος (σε σχέση με το ΚΚΕ), όχι γιατί αυτή έχει ανεπτυγμένη κάποιου είδους πολιτική μεγαλοψυχία ή έστω κάποιο «ανοιχτό» δημοκρατικό πνεύμα (που έχει άλλωστε όπως γνωρίζουν οι παλαιότεροι πάντοτε διαψευστεί πανηγυρικά στην πράξη), αλλά πολύ απλά για τη σχετική οργανωτική και εκλογική της αδυναμία που την κάνει να μην περιφρονεί την παραμικρή δυνατότητα εκλογικής της ενίσχυσης. Η εκλογική παρουσία και η επιβίωση της στο Κοινοβούλιο και τους υπόλοιπους αστικούς θεσμούς (ας μην ξεχνάμε τις δημοτικές εκλογές που έρχονται) αποτελούν άλλωστε και το κυρίαρχο και μεγαλύτερο μέλημα στη λογική και τη δράση του κομματικού μηχανισμού του Συνασπισμού. Οι προηγούμενες βουλευτικές εκλογές και η σχετική εμπειρία από την εκλογική συνεργασία της ΑΚΟΑ και των Οικολόγων με το Συνασπισμό είναι άλλωστε πολύ πρόσφατες για να ξεχασθούν οι «ηγεμονικές» συμπεριφορές και τα «καπελώματα» (αν και στους ίδιους τους παθόντες φαίνεται ότι τα παθήματα δεν γίνονται ποτέ μαθήματα).

Το να παίρνει κανένας στα σοβαρά ένα διάλογο με τη γραφειοκρατική ηγεσία του Συνασπισμού της μιας ή της άλλης εκδοχής, για την όποια «συνολική» ανασύνθεση της Αριστεράς πέραν από τις εκλογικού τύπου συνεργασίες, νομίζουμε ότι αποτελεί μια ανεπίτρεπτη πολιτική αφέλεια.

Θα πρέπει εδώ για άλλη μια φορά να διευκρινίσουμε ότι αν εμείς θεωρούμε αδύνατο τον ουσιαστικό διάλογο με τους ρεφορμιστικούς γραφειοκρατικούς μηχανισμούς, είμαστε πάντοτε υπέρ της κοινής δράσης με τις μαζικές ρεφορμιστικές οργανώσεις για πολύ συγκεκριμένους στόχους, καμπάνιες (π.χ. Γένοβα, αντιρατσιστικό, αντιπολεμικό κλπ.), μαζικές πρωτοβουλίες για να αποκρουσθούν αντιδημοκρατικά και αντεργατικά κυβερνητικά μέτρα (π.χ. ασφαλιστικό, τρομονόμος κλπ.) Η κοινή δράση για τους συγκεκριμένους στόχους που όχι μόνο δεν επιβάλλουν την υποστολή των απόψεων μας και το κουκούλωμα των ιδεολογικών μας διαφορών, αλλά αντίθετα τις αναδεικνύουν μέσα στην καθημερινή πρακτική και δίνουν τη δυνατότητα της αντιπαράθεσης με χειροπιαστά παραδείγματα.

Η Φύση του Διαλόγου

Η παρατεινόμενη κατάσταση της έκδηλης πολιτικής αδυναμίας της «επίσημης» Αριστεράς, προκαλεί όλο και περισσότερο τη διάχυτη αλλά έντονη επιθυμία στις οργανώσεις, στους κύκλους και στους ανένταχτους αγωνιστές της ριζοσπαστικής Αριστεράς για μια ενιαία κοινωνική παρέμβαση και δράση. Ακόμη περισσότερο καθώς γίνονται ολοένα και πιο γνωστά, αντίστοιχα ενωτικά σχήματα με επιτυχημένη παρουσία και κοινωνική παρέμβαση στις ευρωπαϊκές χώρες. Μέχρι στιγμής όμως εδώ στην Ελλάδα, οι κάθε λογής ηγεσίες των οργανώσεων της ριζοσπαστικής Αριστεράς, ακολουθώντας τη λογική της δικιάς τους ιστορικής τροχιάς, προσπαθούν να ανταποκριθούν με ενωτικές διακηρύξεις, προτάσεις και πρωτοβουλίες ενταγμένες όμως πάντοτε στις δικές ιδιαίτερες αντιλήψεις για την οικοδόμηση του επαναστατικού κόμματος, ακόμη και στους δικούς τους ιδιαίτερους γλωσσικούς κώδικες και στα δικά τους στενά ιδεολογικά καλούπια.

Η πρόταση για το «Χώρο του Διαλόγου» σε μια πρώτη καλοπροαίρετη ανάγνωση μοιάζει να προσπαθεί να σπάσει αυτό το φαύλο κύκλο.

Κανένας δεν μπορεί να αμφιβάλλει ότι η ανάπτυξη του ειλικρινούς διαλόγου μεταξύ των οργανώσεων, των ρευμάτων και των ανένταχτων αγωνιστών αποτελεί τη σημαντικότερη ίσως προϋπόθεση για τη δημιουργία του απαραίτητου κλίματος αμοιβαίας εμπιστοσύνης, της στοιχειώδους αλληλοεκτίμησης και της αμοιβαίας ανοχής, των επί πολλές δεκαετίες αλληλοσπαρασσόμενων ιδεολογικών ρευμάτων της Αριστεράς που συγκρούσθηκαν μεταξύ τους με σκληρό τρόπο πολλές φορές και δυστυχώς όχι μόνο σε θεωρητικό ή λεκτικό επίπεδο. Η ανατροπή των βαθιά ριζωμένων προκαταλήψεων απαιτεί ένα διάλογο που θα διεξάγεται σε όλα τα επίπεδα των οργανώσεων (και όχι μόνο στην κορυφή τους) παράλληλα με την κοινή δράση και την ανάπτυξη διαδικασιών που θα φέρνουν σε φυσική επαφή τους αγωνιστές για να αναπτύσσεται το απαραίτητο κλίμα της αλληλεγγύης και του αλληλοσεβασμού. Ο «Χώρος του Διαλόγου» φαίνεται ότι βρήκε το μαγικό τρόπο για να υπερπηδήσει τα επίπονα και χρονοβόρα αυτά στάδια. Φτάνουν κάποιες γενικόλογες διακηρύξεις και press-conference των εκπροσώπων των οργανώσεων για να ξεπερασθούν όλες αυτές οι δυσκολίες. Το έργο όμως αυτό το έχουμε δει άπειρες φορές και τελειώνει συνήθως την επομένη των επόμενων εκλογών.

Ο διάλογος, για να είναι ειλικρινής και αποτελεσματικός δεν μπορεί να μετατραπεί από ένα βασικό μέσο σε ένα αντικείμενο και σκοπό της ενότητας, γιατί τότε αυτόματα θα αυτολογοκριθεί και θα υποταχθεί στις σκοπιμότητες αυτής της πολυπόθητης ενότητας. Ακόμη περισσότερο ο διάλογος δεν μπορεί να ενταχθεί αποκλειστικά μέσα στα οργανωτικά πλαίσια οποιουδήποτε «Χώρου» ή έστω να διεξάγεται κάτω από την εποπτεία μιας συντονιστικής επιτροπής γιατί θα δημιουργήσει και πάλι αυτόματα νέες περιχαρακώσεις, καχυποψίες και αποκλεισμούς. (Δυστυχώς τα πρώτα δείγματα από την εμφάνιση μιας τέτοιας νοοτροπίας τα γνωρίσαμε ήδη.)

Οι οργανώσεις που θέλουν να συμμετέχουν στο διάλογο οφείλουν πρωταρχικά να τον καταστήσουν ένα ουσιαστικό συστατικό στοιχείο της ίδιας της ζωής τους και να τον απευθύνουν χωρίς αποκλεισμούς στις δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς. Η λειτουργία του και η ειλικρίνεια του πρέπει να επιβεβαιώνεται διαρκώς μέσα από την καθημερινή τους δράση, τα έντυπα και τις κοινές πρωτοβουλίες στη βάση, μένοντας πάντοτε ανοιχτός και σεβόμενος όσο αυτό μπορεί να είναι πρακτικά εφικτό το δικαίωμα της έκφρασης και των ανένταχτων αγωνιστών.

Χωρίς να σημαίνει ότι οι οργανώσεις που μετέχουν στο «Χώρο Διαλόγου» δεν προσπαθούν στον ένα ή στον άλλο βαθμό να κάνουν πράξη έναν ουσιαστικό πολιτικό διάλογο, η οριοθέτηση του «Χώρου Διαλόγου» αφήνει ήδη απέξω τη συντριπτική πλειοψηφία από τα τμήματα και τα σχήματα της ριζοσπαστικής αριστεράς (ΣΕΚ, ΝΑΡ, Πρωτοβουλία, η πλειοψηφία του Δικτύου, Ξεκίνημα κλπ.) προς τα οποία ένας τέτοιος διάλογος οφείλει να προσανατολίζεται και να απευθύνεται σταθερά και επίμονα.

Επομένως πιστεύουμε ο «Χώρος για το διάλογο και τη κοινή δράση της Αριστεράς» δεν είναι δυστυχώς αυτό που δηλώνει ο τίτλος του και προσπαθεί να περιγράψει στην ιδρυτική του διακήρυξη, αλλά ακριβώς αυτό που ο ίδιος αρνείται ότι είναι: ένα υποκατάστατο πολιτικής οργάνωσης χωρίς όμως αρχές, χωρίς στόχους και χωρίς οργανωτικές δομές και διαδικασίες βάσης. Έτσι φαίνεται άλλωστε ότι τον θεωρεί και ο αρχηγός του Συνασπισμού στην τηλεοπτική συνέντευξη που έδωσε στο Mega στις 18 Ιουνίου. Με άλλα λόγια άλλη μια προσπάθεια να απευθυνθούν συλλογικά κάποιοι κομματικοί ή μικροκομματικοί μηχανισμοί και μικροπαράγοντες, (ο καθένας για τις δικές του βλέψεις) στη συναισθηματική τους ανάγκη για ενότητα (και με την ευκαιρία και στις ψήφους τους για τις επόμενες εκλογές) όλων των καλών και ταλαιπωρημένων ανθρώπων που θέλουν να ονομάζονται αριστεροί.

Τα Όρια του Διαλόγου και του Χώρου

Αν όμως ο ειλικρινής πολιτικός διάλογος ανάμεσα στις δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς δεν μπορεί από τη φύση του να εγκλωβιστεί μέσα σε έναν οποιοδήποτε «Χώρο» αυτό δε σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι δε θα πρέπει να οριοθετηθεί από τους συμμετέχοντες με τη μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια ως προς τους στόχους του.

Με τον τρόπο αυτό ο πολιτικός διάλογος μεταξύ των ριζοσπαστικών δυνάμεων της Αριστεράς δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να σταματήσει να είναι ταυτόχρονα και μια διαρκής και αδιάλλακτη πολεμική προς τις ρεφορμιστικές αυταπάτες που καλλιεργούν οι ηγεσίες των κοινοβουλευτικών κομμάτων της Αριστεράς.

Επομένως με τις ηγεσίες των ρεφορμιστικών κομμάτων ο ουσιαστικός διάλογος της ριζοσπαστικής αριστεράς όχι μόνο δεν είναι δυνατός όπως αναφέραμε πιο πάνω, αλλά πολύ περισσότερο δεν είναι δυνατή η «επίσημη» συνύπαρξη σε οποιοδήποτε πολιτικό Χώρο ή έστω ένα ασαφές υποκατάστατο πολιτικού χώρου. Αυτό όχι βέβαια γιατί αποδίδουμε στους ρεφορμιστές ηγέτες ότι έχουν «κακές» προσωπικές προθέσεις και «καταχθόνιες» βλέψεις αλλά γιατί οι κομματικοί μηχανισμοί στους οποίους είναι ενταγμένοι κινούνται πάντοτε με βάση τα δικά τους παγιωμένα συμφέροντα και αποτελούν όπως αποδείχθηκε άπειρες φορές στο παρελθόν και επιβεβαιώνεται διαρκώς ένα μόνιμο παράγοντα αποπροσανατολισμού του εργατικού κινήματος, πρόθυμο πάντοτε αφού πρώτα το καπηλευθεί, στη συνέχεια να το εγκαταλείψει ή και να το προδώσει στις κρίσιμες και αποφασιστικές στιγμές προκειμένου να υποταχθεί στις επιλογές των κυρίαρχων τάξεων.

Νίκος Ταμβάκης


Σπάρτακος 60, Ιούλης 2001

Σπάρτακος αρχείο


https://tpt4.org/?p=2515

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s