του Νίκου Μενεγάκη
Κάθε διάσπαση μιας οργάνωσης της επαναστατικής αριστεράς αντιπροσωπεύει αντικειμενικά και τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα μια υποχώρηση και ένα αδυνάτισμα του κινήματος, ταυτόχρονα όμως αποτελεί πάντοτε και την ελπίδα για ένα ξεκίνημα από μια ανώτερη ποιοτικά βάση καθώς γεννιέται μια νέα οργάνωση με τα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και με την υπόσχεση ότι θα πραγματοποιήσει το αναγκαίο άλμα για να ξεπεραστούν οι αδυναμίες και οι όποιες αγκυλώσεις της μητρικής οργάνωσης.
Μετά από την κατάρρευση του «υπαρκτού» 89-91 και για μια σχεδόν δεκαετία, ο πεσημισμός κυριάρχησε στις πολιτικές αναλύσεις και στις εκτιμήσεις του μεγαλύτερου τμήματος της ευρωπαϊκής άκρας αριστεράς. Μπορούμε να πούμε ότι η απαισιόδοξη διάθεση έγινε περισσότερο έκδηλη και επηρέασε έντονα όλες τις σταλινογενείς οργανώσεις (χωρίς να αφήσει ανεπηρέαστα και τα επαναστατικά μαρξιστικά ρεύματα). Εμφανίστηκαν και εξακολουθούν να προβάλλονται και από τις ελληνικές οργανώσεις, πολιτικές εκτιμήσεις και θεωρητικές γενικεύσεις εξαιρετικά απαισιόδοξες όπως π.χ. η παραδοχή για μια πλήρη επικράτηση ενός «ολοκληρωτικού» καπιταλισμού (ΝΑΡ) ή περιγραφή της σημερινής κοινωνικής κατάστασης σαν τον πλήρη εκφυλισμό των κοινωνικών στρωμάτων σε μια Οργουελικού τύπου κοινωνίας, απόλυτα ελεγχόμενη από την άρχουσα τάξη με τις τεχνολογίες της πληροφορικής (διάφοροι πρώην Μαοϊκοί και ευρωκομουνιστές) κλπ.. Ο ρόλος των εργατικών κομμάτων και των ηγεσιών τους στην διαμόρφωση της ιστορίας και της πολιτικής συνείδησης των μαζών συνήθως απουσιάζουν εντελώς και η εργατική τάξη παρουσιάζεται περίπου σαν μια άβουλη μάζα στις διαθέσεις των κυρίαρχων οικονομικών τάσεων.
Οι πεσιμιστικές αυτές διαθέσεις μπορούμε να πούμε ότι γίνονται τόσο πιο πολύ έντονες και οι εκτιμήσεις τόσο απόλυτα καταστροφικές, όσο οι οργανώσεις και οι αγωνιστές αυτοί, ατένιζαν στο παρελθόν με βεβαιότητα προς τις χώρες του πρώην «υπαρκτού σοσιαλισμού» και επικέντρωναν την προσοχή τους και τις προσδοκίες τους κυρίως στο αντιιμπεριαλιστικό μέτωπο των λαών ενώ υποβάθμιζαν ηθελημένα ή αθέλητα τη σημασία της ταξικής πάλης και των εργατικών αγώνων μέσα στις ίδιες τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Οι καταθλιπτικές, μακροσκελείς αναλύσεις γίνονται ακόμη πιο αδιάφορες αφού τις περισσότερες φορές αυτές δεν συνοδεύονται δυστυχώς από μια κριτική (και γιατί όχι μια γενναία αυτοκριτική) επανεξέταση ολόκληρης της περιόδου της σταλινικής κυριαρχίας.
Μια διαφορετική εκτίμηση της περιόδου
Η ΟΣΕ (μετέπειτα ΣΕΚ) και το διεθνές ρεύμα στο οποίο αναφέρεται , μπορούμε να πούμε ότι βρίσκονταν ακριβώς στον αντίποδα αυτής της λογικής. Το διεθνές ρεύμα οικοδόμησε συστηματικά και επίμονα όλη τη σταλινική περίοδο από τη δεκαετία του 1950, πάνω στην γνωστή αντίληψη του ιδρυτή και αδιαμφισβήτητου ηγέτη του ρεύματος Τόνυ Κλιφ, για την «κρατική-καπιταλιστική» φύση των εργατικών (γραφειοκρατικά εκφυλισμένων ή παραμορφωμένων κατά τη δική μας άποψη) κρατών. Οι οργανώσεις του που προσανατολίζονταν κατά κύριο λόγο στην εργατική βάση του συνδικαλιστικού κινήματος των αναπτυγμένων χωρών, θεώρησαν την κατάρρευση (των κατά τους ίδιους «κρατικό-καπιταλιστικών» κρατών) σαν μια αποφασιστικής σημασίας νίκη του εργατικού κινήματος στις χώρες αυτές που άνοιγε μια «νέα περίοδο πολέμων και επαναστάσεων». Πολύ περισσότερο η κατάρρευση αυτή κατά την εκτίμηση του ίδιου του Τόνυ Κλιφ έβαζε ένα τέρμα σε μια μακρά περίοδο «κάμψης της μαχητικότητας της εργατικής τάξης» που είχε αρχίσει σύμφωνα με τον ίδιο από το 1975 και περιγράφει αναλυτικά στο καθοριστικό για τη πορεία του ρεύματος βιβλίο του: «A World to Win».
Η έντονη αισιοδοξία και η προσμονή των άμεσων κοινωνικών και πολιτικών ανατροπών χαρακτήρισαν έτσι και εμφύσησαν τη διάθεση και έδωσαν το προσανατολισμό των οργανώσεων του ρεύματος, στη δεκαετία που πέρασε. Η διάθεση αυτή δεν έμεινε χωρίς αποτέλεσμα αφού κατόρθωσαν αντίθετα με την τυπική πορεία των άλλων ρευμάτων και οργανώσεων, να σημειώσουν αρκετές οργανωτικές επιτυχίες κυρίως στο χώρο της φοιτητικής και μαθητικής νεολαίας που όπως είναι φυσικό αναζητά πάντοτε μια αισιόδοξη και μαχητική διάθεση και όχι μια συνεχή βουβή κλάψα και αυτομαστίγωμα για τις ήττες και τις συντριβές των σταλινικών γραφειοκρατιών για τις οποίες άλλωστε καμιά συνυπευθυνότητα ή ενοχή δεν οφείλει να αισθάνεται. Οι σημερινοί νέοι άλλωστε, επειδή όπως είναι φυσικό δεν έχουν την εμπειρία της προηγούμενης περιόδου (ή των περιόδων) ανόδου του εργατικού και του επαναστατικού κινήματος, δεν διαθέτουν και το αντίστοιχο μέτρο σύγκρισης ώστε να αξιολογήσουν τις εκτιμήσεις και τις θεωρητικές γενικεύσεις μιας υπεραισιόδοξης άποψης για τη πραγματικότητα που βιώνουν.
Στον συνδικαλιστικό χώρο τα πράγματα αποδείχθηκαν πολύ δυσκολότερα και οι επιτυχίες παρ’ όλες τις επίμονες προσπάθειες μπορούν να χαρακτηρισθούν μάλλον περιορισμένες και εντοπισμένες κυρίως στους τομείς των υπηρεσιών.
Στη Βρετανία το SWP (παλιότερα IS) η οργάνωση-πρότυπο του ρεύματος, τη περίοδο αυτή αναδείχθηκε στη σημαντικότερη οργάνωση αριστερότερα του Εργατικού Κόμματος χωρίς ωστόσο να μπορέσει να αποτελέσει μέχρι σήμερα από μόνο του, ένα μαζικό κόμμα με κύρος και πανεθνική απήχηση στην εργατική τάξη όπως στόχευε πάντοτε η ηγεσία. Το γεγονός αυτό (της σχετικής επιτυχίας του SWP) οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις εθνικές ιδιομορφίες της χώρας αυτής και του εργατικού της κινήματος (π.χ. παραδοσιακά διαμορφωμένη ταξική συνείδηση στην εργατική τάξη με ταυτόχρονη ανυπαρξία ενός μαζικού σταλινικού κόμματος, πρώιμη εφαρμογή του νεοφιλελευθερισμού από τη Θάτσερ και πρώιμες ήττες του συνδικαλιστικού κινήματος στα μέσα της δεκαετίας του 80 κλπ.) που είναι δύσκολο να αναπτύξουμε στα πλαίσια του άρθρου. Ωστόσο η μεταφορά απλώς των εμπειριών από την βρετανική οργάνωση στις αδελφές οργανώσεις των άλλων χωρών δεν είναι δυνατόν να γίνεται χωρίς επεξεργασία και λεπτομερή ανάλυση της κατάστασης που επικρατεί σε κάθε χώρα χωριστά. Από τη ΔΕΑ λοιπόν περιμένουμε εκτός από τις εκτιμήσεις της διεθνούς κατάστασης, μια πρώτη προσπάθεια προς στη κατεύθυνση μιας λεπτομερέστερης ανάλυσης της σημερινής ελληνικής κοινωνικής και πολιτικής συγκυρίας.
Το αναπόφευκτο αδιέξοδο
Η σταθερή επαναστατική αισιοδοξία (πολιτικός οπτιμισμός) χαρακτήρισε όλους τους μεγάλους επαναστάτες και τους βοήθησε στην ανίχνευση των κοινωνικών τάσεων που διαμορφώνονταν σε κάθε περίοδο και στη χάραξη μιας πολιτικής που θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί το maximum των πραγματικών δυνατοτήτων που διαφαίνονταν.
Μέσα στις μαύρες περιόδους όπου σημειώνονταν οι πιο μεγάλες υποχωρήσεις του εργατικού κινήματος και της κοινωνικής συνείδησης, αυτοί αναζητούσαν επίμονα τα ελάχιστα εκείνα ίχνη των κοινωνικών αντιδράσεων που θα μπορούσαν προβαλλόμενα στο μέλλον να αποτελέσουν τα στηρίγματα της επόμενης ανόδου. Κορυφαίο χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Διεθνής συνάντηση του Τσίμερβαλντ που μέσα στο ζοφερό και σαρωτικό εθνικιστικό κλίμα του σφαγείου του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, συσπείρωσε τους ελάχιστους διεθνιστές επαναστάτες για να χαράξει μια πολιτική που πήρε τις γνωστές εκρηκτικές διαστάσεις με τη λήξη του πολέμου και την ορμητική είσοδο των εργατικών μαζών στο πολιτικό προσκήνιο.
Όμως ο σταθερός πολιτικός οπτιμισμός, τουλάχιστον για τους μεγάλους επαναστάτες, δεν αποτέλεσε ένα εμπόδιο ώστε να μη μπορούν να αναλύουν και να ανιχνεύουν τα πραγματικά δεδομένα της πολιτικής κατάστασης ακόμα και μέσα από τις ελάχιστες γραμμές της διαστρεβλωτικής πληροφόρησης του αστικού τύπου της εποχής τους, όπως περιγράφει χαρακτηριστικά ο Τρότσκυ στην Ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης. Αντίθετα προσπαθούσαν πάντοτε να εκτιμήσουν και να προβλέψουν έγκαιρα τις πιθανότητες υποχώρησης ή τις μακροχρόνιες συνέπειες μιας πιθανής ήττας του εργατικού κινήματος. Η σωστή και ψύχραιμη εκτίμηση της κατάστασης είναι αυτή που θα βοηθήσει με τη σειρά της τους αγωνιστές και τις οργανώσεις να προετοιμαστούν, να επιβιώσουν και να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται.
Η ίδια όμως η ηγετική ομάδα του ΣΕΚ (και ίσως η ηγεσία του διεθνούς ρεύματος) , ενθουσιασμένη και εντυπωσιασμένη από τις σχετικές επιτυχίες της μέσα στο γενικότερο κλίμα της αποστράτευσης και της απογοήτευσης που επικράτησε στην αριστερά, έβαλε κάποιους εξαιρετικά υψηλούς στόχους για την ανάπτυξη της οργάνωσης χάνοντας την αίσθηση του μέτρου για τη προσέγγιση της πραγματικής κατάστασης. Η αίσθηση του μέτρου χάθηκε όταν πίστεψαν π.χ. ότι το ΣΕΚ θα μπορούσε στο άμεσο μέλλον να υποκαταστήσει τον ιστορικό ρόλο και το σημαντικό κύρος που εξακολουθεί να έχει το ΚΚΕ μέσα στα λαϊκά και τα εργατικά στρώματα και να το εκτοπίσει στον συνδικαλιστικό χώρο. Η αίσθηση του μέτρου χάθηκε συχνά με την αλαζονική συμπεριφορά προς τις υπόλοιπες οργανώσεις της επαναστατικής αριστεράς, με την περιφρόνηση και την απαξίωση προς τις προσπάθειες διαλόγου, τις προσπάθειες εκλογικών συνεργασιών ή ακόμη περισσότερο τις προσπάθειες μιας συνολικής ανασυγκρότησης. Το ΣΕΚ έχασε επίσης την αίσθηση του μέτρου όταν δημιουργούσε και δυστυχώς εξακολουθεί να δημιουργεί τις δικές του «πλατειές» επιτροπές και να οργανώνει τις δικές του γνήσιες «μετωπικές» καμπάνιες για τα επιμέρους θέματα (π.χ. μετανάστες, αντιρατσιστικό, αντιπολεμικό κλπ.) αντιμετωπίζοντας μάλλον περιφρονητικά τα συνοθυλεύματα των διαφόρων κεντριστών, δήθεν τροτσκιστών και κάθε άλλου είδους «σεχταριστών»(!) που προσπαθούσαν βασανιστικά να βρουν έναν τρόπο στοιχειώδους αγωνιστικής συνύπαρξης και συνεργασίας. Από την άλλη μεριά η ηγεσία αρέσκονταν με κάποια δόση μεγαλοϊδεατισμού να απευθύνεται προς τις ηγεσίες και τις προσωπικότητες των ρεφορμιστικών κομμάτων (π.χ. Συνασπισμού, ΔΗΚΚΙ) προκειμένου να καθορίσει τις συνεργασίες και τις τακτικές της.
Στο διεθνές επίπεδο και κυρίως στις χώρες του πρώην «υπαρκτού», όπως είναι γνωστό οι διαψεύσεις των προσδοκιών υπήρξαν πολλαπλές και οδυνηρές αφού η επίθεση του εργατικού κινήματος όχι μόνο δεν σάρωσε σε καμιά περίπτωση τις χώρες αυτές μετά από τη κατάρρευση, αλλά αντίθετα το εργατικό κίνημα παραμένει ακόμη και σήμερα σε κατάσταση οργανωτικής διάλυσης και πλήρους ιδεολογικής και πολιτικής σύγχυσης, ενώ τα λαϊκά στρώματα βυθίζονται στην οικονομική αθλιότητα, την απόγνωση και την εθνικιστική δημαγωγία.
Στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, τουλάχιστον από τα μέσα της δεκαετίας άρχισαν οι μεγάλης κλίμακας αμυντικοί εργατικοί αγώνες από τη Γαλλία και απλώθηκαν σε όλη σχεδόν την δυτική Ευρώπη που ανέτρεψαν μερικά τουλάχιστον το κλίμα της παραίτησης και της υποταγής στη «νέα τάξη». Ωστόσο οι ολοφάνερα αμυντικοί αυτοί αγώνες, σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν σαν το πρελούδιο των «επαναστάσεων και των πολέμων» που είχε διαγνώσει με απόλυτη βεβαιότητα ο ιδρυτής και αδιαμφισβήτητος ηγέτης της παγκόσμιας τάσης Τόνυ Κλιφ. Η διάψευση αυτή έγινε περισσότερο έντονη αφού η ίδια η Βρετανία, έδρα της ηγεσίας και της σημαντικότερης οργάνωσης του ρεύματος (SWP), επηρεάστηκε σε πολύ μικρότερο βαθμό από την άνοδο των αμυντικών εργατικών αγώνων ενάντια στα μέτρα της νεοφιλελεύθερης πολιτικής.
Με αντίστοιχο τρόπο και στην Ελλάδα το δεύτερο μισό της δεκαετίας πέρασε με αμυντικούς, αποσπασματικούς αγώνες (αλλά και υποχωρήσεις) σε επιμέρους τομείς (π.χ. εκπαιδευτικοί, ναυτεργάτες, αγρότες, Ιονική κλπ.) που δεν μπορούν να θεωρηθούν με οποιαδήποτε δόση αισιοδοξίας (η ηγεσία του ΣΕΚ δεν παρέλειπε να τους βαφτίζει σαν μεγάλες νίκες προκειμένου να επιβεβαιώσει την γενικότερη εκτίμηση της) σαν μικρές ή μεγάλες νίκες των εργαζομένων.
Τέλος η εργατική βάση των ρεφορμιστικών κομμάτων δεν στράφηκε προς τα αριστερά αφού καμιά αξιόπιστη πολιτική προοπτική δεν εμφανίστηκε από την πλευρά αυτή (παρ’ όλες τις φιλότιμες προσπάθειες των αγωνιστών του ΣΕΚ). Αντίθετα η απογοήτευση από την νεοφιλελεύθερη πολιτική οδήγησε προς την παραίτηση και την ιδιώτευση ένα μεγάλο μέρος της πολιτικοποιημένης εργατικής βάσης των ρεφορμιστικών κομμάτων και δυστυχώς όχι προς την αριστερή ριζοσπαστικοποίηση ούτε πολύ περισσότερο στην μαζική ένταξη στις οργανώσεις και τα μέτωπα του ΣΕΚ, όσο και αν η ηγεσία φρόντιζε ακούραστα να παρουσιάζει τις μικρές οργανωτικές της επιτυχίες σαν προοίμιο μιας μεγάλης μεταστροφής.
Στους ώμους της ΔΕΑ πέφτει τώρα το καθήκον της αναγκαίας κριτικής επανεξέτασης της ιστορικής αυτής πορείας που θα ανοίξει αναπόφευκτα και πάλι τα μεγάλα θεωρητικά προβλήματα, όχι φυσικά προκειμένου να προσδιορίσει «το φύλλο των αγγέλων» όπως περιφρονητικά εκφράζονται αυτοί που ουδέποτε θέλησαν να πάρουν μια θαρραλέα θέση απέναντι στην ιστορία και στα μεγάλα διλήμματα, αλλά για να τα προσεγγίσει ξανά μέσα από τη σημερινή οπτική και να αντλήσει τα ιδεολογικά όπλα και τα επιχειρήματα για τις ανάγκες του σημερινού ταξικού αγώνα.
Μια προοπτική διεξόδου
Οι μαζικές κινητοποιήσεις ενάντια στη παγκοσμιοποίηση που εμφανίστηκαν ορμητικά τα δύο τελευταία χρόνια (Σηάτλ, Ουάσιγκτον, Μελβούρνη, Πράγα, Νίκαια κλπ.), έδωσαν την ευκαιρία στην ηγεσία της τάσης και κατ επέκταση του ΣΕΚ να αποφύγει την ομολογία του πολιτικού αδιεξόδου στο οποίο είχε οδηγηθεί.
Σημαντικά τμήματα της νεολαίας των αναπτυγμένων χωρών, άρχισαν να ριζοσπαστικοποιούνται, αντιδρώντας αυθόρμητα και ενστικτώδικα στις ολοφάνερες πια εφιαλτικές συνέπειες της παγκόσμιας επικράτησης της αγοράς (τεράστιες και μη αναστρέψιμες οικολογικές καταστροφές, εξαθλίωση του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού της γης). Παράλληλα η εμπορευματοποίηση κάθε είδους ανθρώπινης δραστηριότητας στερεί όλο και περισσότερο την αξιοπρέπεια, το δικαίωμα στην έκφραση και την πολιτισμική δημιουργία σε κάθε «μη προνομιούχο» ανθρώπινο ον, μετατρέποντας το όλο και περισσότερο σε έναν αλλοτριωμένο καταναλωτή. Η φωνή διαμαρτυρίας για την πολιτισμική ισοπέδωση, από κάθε είδους εθνικές και κοινωνικές μειονότητες, υψώνεται τώρα προσπαθώντας να σπάσει τα φράγματα σιωπής της κυρίαρχης νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας και της «επίσημης» πληροφόρησης.
Η υποστήριξη των κινημάτων, των μειονοτήτων, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων υπήρξε πάντοτε αυτονόητη για τις επαναστατικές οργανώσεις που προσπαθούσαν να κάνουν τα ζητήματα αυτά, υποθέσεις του ίδιου του εργατικού κινήματος. Χωρίς την υποστήριξη προς τα κινήματα και την ενσωμάτωση των αιτημάτων τους στον ταξικό της αγώνα, η εργατική τάξη δεν είναι δυνατόν να υψωθεί ποτέ πολιτικά στον ιστορικό της ρόλο.
Όμως η αναγόρευση του ποικιλόμορφου κινήματος διαμαρτυρίας σε «αντικαπιταλιστικό κίνημα» όπως έκανε βιαστικά το ΣΕΚ, σημαίνει ότι του αποδίδουμε κάποια χαρακτηριστικά πολιτικής συνείδησης και ταξικότητας που οπωσδήποτε από μόνο του δεν έχει και δεν είναι δυνατόν άλλωστε να έχει. Η γέννηση ενός κινήματος με τέτοια ταξικά χαρακτηριστικά μπορεί σύμφωνα με τη λογική της ηγεσίας, να επιβεβαιώσει και πάλι τις αλάθητες εκτιμήσεις και τις προαποφασισμένες στρατηγικές επιλογές. Ολες οι λοιπόν οργανώσεις χωρίς ταλαντεύσεις οφείλουν να προσανατολισθούν προς το κίνημα αυτό και μάλιστα ούτε λίγο ούτε πολύ να το «καθοδηγήσουν».
Φοβούμαστε ότι η απογοήτευση από τη διάψευση των προσδοκιών που μπορούν να γεννηθούν από μια τέτοια λαθεμένη εκτίμηση, θα είναι μελλοντικά η επίσης λαθεμένη ολοκληρωτική θεωρητική απόρριψη και η απαξίωση των κινημάτων αυτών από τους αγωνιστές του ρεύματος. Η ΔΕΑ οφείλει λοιπόν να προχωρήσει σε μια πιο ισορροπημένη και εκλεπτυσμένη επανεκτίμηση τους και να αποφύγει τις μανιχαϊστικούς (άσπρο-μαύρο, επαναστάτες-αχτιβιστές) χαρακτηρισμούς.
Εντύπωση όμως μας προκαλεί το γεγονός ότι η θεαματικότερη και ίσως η σημαντικότερη στρατηγική στροφή που πραγματοποίησε το SWP στην Βρετανία, δηλαδή η σχετικά πρόσφατη συμμετοχή του στις Σοσιαλιστικές Συμμαχίες που συγκροτήθηκαν από το σύνολο των επαναστατικών ρευμάτων για μια μόνιμη δραστηριότητα και παρέμβαση (και όχι απλώς και μόνο εκλογική συνεργασία), πέρασε εντελώς απαρατήρητη και ασχολίαστη από το συνέδριο της ΔΕΑ.
Η στροφή αυτή μετά από δεκαετίες αυστηρού απομονωτισμού του SWP μέσα στους ομόκεντρους κύκλους του, αλλάζει ριζικά το τοπίο της βρετανικής άκρας αριστεράς. Με τη προσχώρηση και αυτής της μεγαλύτερης οργάνωσης στις Σοσιαλιστικές Συμμαχίες, δημιουργήθηκε για πρώτη φορά μετά από το πόλεμο ένας αξιόπιστος πόλος στα αριστερά του Εργατικού κόμματος με μια πραγματικά υπαρκτή απήχηση στην εργατική του βάση. Ο πλούτος της δημοκρατικής συζήτησης που αναπτύσσεται στο εσωτερικό των Συμμαχιών και ο συντονισμός στις κοινωνικές παρεμβάσεις προκαλεί το ενδιαφέρον σε όλο και μεγαλύτερο ακροατήριο πολύ πέρα από την οργανωμένη βάση και το περίγυρο των μεμονωμένων οργανώσεων.
Το εγχείρημα αυτό αποτελεί μια εμπειρία με μοναδικό ενδιαφέρον για την ελληνική επαναστατική αριστερά (και ασφαλώς για ολόκληρη την ευρωπαϊκή) που βρίσκεται το τελευταίο διάστημα σε μια διαρκή κινητικότητα αναζητώντας σχήματα συνεργασίας που θα της επιτρέψουν να αναπτυχθεί και να απευθυνθεί στη κοινωνική βάση των ρεφορμιστικών κομμάτων αλλά και στις διάσπαρτες δυνάμεις που αποστρατεύτηκαν και ιδιωτεύουν απογοητευμένες. Επομένως πιστεύουμε ότι η ΔΕΑ θα έπρεπε να δώσει στην εμπειρία αυτή του SWP πολύ μεγαλύτερη προσοχή, να ενημερωθεί και να τη συζητήσει εξονυχιστικά, αφού αυτή κατά τη γνώμη μας αποτελεί το ζήτημα κλειδί για να βρεθεί λύση στο αδιέξοδο. Αντίθετα μια βεβιασμένη αρνητική στάση της ΔΕΑ απέναντι σε αυτή την σημαντική εμπειρία του SWP, θα επιδράσει αρνητικά και αποφασιστικά στη συνολική πορεία της ελληνικής επαναστατικής αριστεράς.
Ενάντια στο «διοικητισμό»
Ο διαρκής κύκλος των διασπάσεων και των ενοποιήσεων των οργανώσεων της επαναστατικής αριστεράς είναι μια διαδικασία σύμφυτη με την ύπαρξη τους και την βιώνουν διαρκώς σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας του εργατικού κινήματος. Η «μονολιθική» αντίληψη του σταλινισμού και ο μύθος του ενός και μοναδικού κόμματος της εργατικής τάξης που κατέχει την επίσης μοναδική ιερή σφραγίδα της κομμουνιστικής αλήθειας, κυριάρχησαν για αρκετές δεκαετίες μέσα στο εργατικό κίνημα. Η κυρίαρχη αυτή σταλινική αντίληψη απέκρυψε σχεδόν ολοκληρωτικά από τα μάτια της συντριπτικής πλειοψηφίας των αγωνιστών, τόσο την «φυσικότητα» αυτής της διεργασίας των διασπάσεων και ενοποιήσεων όσο και την ίδια την ιστορική πραγματικότητα και τα αληθινά χαρακτηριστικά του επαναστατικού κινήματος. Η διαδικασία όμως των διασπάσεων και των ενοποιήσεων δούλευε πάντοτε υπόγεια και ακατάπαυστα, κάτω από την επιφάνεια της «επίσημης» μοναδικής αλήθειας μέσα στα σπλάχνα του ίδιου του κυρίαρχου «μονολιθικού» σταλινικού ρεύματος.
Οι αλλεπάλληλες διασπάσεις και ο κατακερματισμός των επαναστατικών οργανώσεων, υπήρξαν πάντοτε τα συμπτώματα των περιόδων της υποχώρησης (αμπώτιδας) του εργατικού κινήματος, συνήθως όταν η απογοήτευση, η αγωνία και η κούραση των αγωνιστών από τις χωρίς χειροπιαστά αποτελέσματα προσπάθειες τους, βγαίνει στην επιφάνεια και αναζητά επιτακτικά τις αιτίες αυτής της κακοδαιμονίας. Η αντιπαράθεση που αναπτύσσεται μέσα στην οργάνωση κατά τη διάρκεια της κρίσης, ανάλογα με το πολιτικό επίπεδο των οργανωμένων αγωνιστών, περιστρέφεται στην καλύτερη περίπτωση στις αποτυχημένες μακροχρόνιες πολιτικές εκτιμήσεις και στρατηγικές επιλογές της οργάνωσης πράγμα που μπορεί να δημιουργήσει ένα γόνιμο και ελπιδοφόρο, για τις νέες καταστάσεις που θα προκύψουν από την διάσπαση, προσανατολισμό. Σε ένα πιο ενδιάμεσο επίπεδο επικεντρώνονται στην τακτική της περιόδου και στις λαθεμένες επιλογές της ηγεσίας για διάφορες επί μέρους παρεμβάσεις και εγχειρήματα που αν δεν οδηγήσουν στις απαραίτητες πολιτικές επεξεργασίες και γενικεύσεις πολύ λίγο θα συνεισφέρουν στη βελτίωση των θέσεων και στη ποιοτική διαφοροποίηση των νέων οργανώσεων. Στη χειρότερη περίπτωση (η πιο επώδυνη για τις οργανώσεις και τους αγωνιστές, αλλά ταυτόχρονα δυστυχώς και η πιο συνηθισμένη) οι αιτίες της «κακοδαιμονίας» αναζητούνται κυρίως στις «διοικητικές» μεθόδους που εφαρμόστηκαν και κατά προέκταση στις προσωπικές αδυναμίες και τις ανεπάρκειες των ίδιων των ηγετών (ανεξάρτητα εάν αυτές είναι ή δεν είναι υπαρκτές).
Το ρεύμα μας εδώ και δεκαετίες δίνει συνεχώς τη μάχη για να εφαρμόσει στη πράξη μια διαρκή εσωτερική δημοκρατία που να επιτρέπει τον χωρίς κανένα περιορισμό εσωτερικό πολιτικό διάλογο με την ελευθερία της συγκρότησης τάσεων σύμφωνα με τις παραδόσεις και τους κανόνες του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού (ασφαλώς όχι της διαστρεβλωμένης σταλινικής εκδοχής του). Το καθεστώς αυτό αποτρέπει σε μεγάλο βαθμό το ξέσπασμα κρίσεων και διασπάσεων γύρω από δευτερεύοντα ή προσωπικά θέματα, ενώ αποτελεί ταυτόχρονα ένα αναντικατάστατο σχολείο για τη διαμόρφωση των πολιτικών απόψεων και την γενικότερη διαπαιδαγώγηση των αγωνιστών. Το πιο σημαντικό όμως νομίζουμε είναι το γεγονός, ότι το δημοκρατικό εσωτερικό καθεστώς με την κατοχύρωση του δικαιώματος των τάσεων δεν επιτρέπει την παγίωση των «αυθεντιών» και την ανάπτυξη διοικητικών νοοτροπιών στην ηγεσία αφού η αντιπολίτευση γίνεται συγκροτημένη, εφ όλης της ύλης και μπορεί να αμφισβητεί διαρκώς το αλάθητο των ηγετών. Το εγχείρημα δεν είναι καθόλου απλό, φτάνει να αναλογισθεί κανένας τις αστικές επιρροές και τις μικροαστικές νοοτροπίες και συνήθειες (ανταγωνιστικό πνεύμα, ματαιοδοξία, επιθυμία κυριαρχίας πάνω στους άλλους) που όλοι μας λιγότερο ή περισσότερο κουβαλάμε, ωστόσο εμείς πιστεύουμε ότι (το εγχείρημα) αξίζει το κόπο.
Από τη ΔΕΑ λοιπόν εμείς περιμένουμε παράλληλα με την καταγγελία του διοικητισμού να προχωρήσει και στα απαραίτητα οργανωτικά μέτρα που θα διασφαλίζουν το δημοκρατικό διάλογο στο εσωτερικό της και θα αναβαθμίζουν συνολικά την πολιτική παράδοση και την κουλτούρα της ελληνικής επαναστατικής αριστεράς.
[…] Τί περιμένουμε από τη ΔΕΑ […]