Πόσο «πρόβλημα» θέτουν οι συντάξεις;

Σπάρτακος 59, Μάης 2001


του Τάσου Αναστασιάδη

Για το ασφαλιστικό

Κανένα «πρόβλημα» με τις συντάξεις δεν υπάρχει, υποστηρίζει ο συγγραφέας εδώ. Απλώς πρόκειται για μια ταξική πολιτική. Το ασφαλιστικό νομοσχέδιο φιλοδοξεί να μεταφέρει ένα τμήμα του εργατικού μισθού, από την εργατική τάξη, εργαζόμενη και συνταξιοδοτημένη, προς την αστική τάξη.


Υπάρχει άραγε ένα «πρόβλημα» με τις συντάξεις; Από μια άποψη, ναι: υποκειμενικά το ξέρουν οι συνταξιούχοι, ότι δηλαδή το εισόδημά τους, ήδη άθλιο, έχει την τάση τα τελευταία χρόνια να συρρικνώνεται ακόμα περισσότερο. Το ξέρουν και οι εργαζόμενοι, που βλέπουν τα τελευταία χρόνια, μέσω της διάλυσης των εργασιακών ρυθμίσεων, να απομακρύνεται η ελπίδα να ξεφύγουν κάποτε, σαν «απόμαχοι της εργασίας», από το καζάνι της καπιταλιστικής δουλείας. Είτε γιατί θα έχουν ήδη φθαρεί φυσικά, είτε γιατί αναγκάζονται να δουλεύουν ανασφάλιστοι, είτε γιατί η υποσχόμενη σύνταξη που θα πάρουν δεν είναι δυνατόν να τους επιτρέψει την επιβίωση. Αυτό το πρόβλημα το ξέρουν ακόμα και οι «ειδικοί», έως και οι κατ’επάγγελμα αντεργατικοί, γιατί τα στοιχεία τους δεν μπορούν να μην το καταγράψουν. Έτσι, για παράδειγμα, η τελευταία έκθεση του ΟΟΣΑ για το ασφαλιστικό στην Ελλάδα (δημοσιεύτηκε το 1997) διαπιστώνει ότι «οι βασικές συντάξεις αντιπροσωπεύουν λιγότερο από το ήμισυ του μέσου μισθού». «Το ποσοστό αυτών που παίρνουν την ελάχιστη σύνταξη αυξήθηκε από το 14% του συνόλου το 1974 σε σχεδόν 60% το 1985 και 70% σήμερα». Υπάρχει «μείωση σε πραγματικούς όρους της ελάχιστης σύνταξης από το 1990 και μετά», αλλά και των «μέσων βασικών συντάξεων», οι οποίες «μειώθηκαν στο σύνολό τους κατά 20% σε πραγματικούς όρους».

Αυτή η εξαθλίωση των συνταξιούχων, δηλαδή η συρρίκνωση ενός τμήματος του εργατικού μισθού, ασφαλώς αποτελεί πρόβλημα, με την κυριολεξία της λέξης. Αυτό το πρόβλημα θα μπορούσε και θα έπρεπε να συζητηθεί. Πώς να αποκατασταθεί το πραγματικό εισόδημα των συνταξιούχων, ιδιαίτερα των χαμηλότερων, από τις απώλειες των τελευταίων χρόνων; Πώς να βελτιωθεί το όλο σύστημα, έτσι ώστε να εξασφαλίζει ασφαλιστικά τους εργαζόμενους από την ελαστικοποίηση που έχει επέλθει με ό,τι επιπτώσεις έχει, ως απειλή, στο συνταξιοδοτικό τους μέλλον;

Ωστόσο, οι κυβερνώντες, με την ταμπέλα του «σοσιαλιστή», αυτά δεν τα θεωρούν καθόλου πρόβλημα. Όλη τους το ιδεολογικό μένος στρέφεται προς κάτι άλλο: ότι δήθεν υπάρχει «πρόβλημα» με τα ταμεία, ότι υπάρχουν «ελλείμματα», ότι η «βιωσιμότητα» του συστήματος κινδυνεύει. Το πολιτικό συμπέρασμα είναι απλό: να συρρικνωθούν και άλλο οι συντάξεις, να δυσκολέψουν περαιτέρω οι προϋποθέσεις συνταξιοδότησης, για να «εξοικονομηθούν» πόροι για τα ταμεία. Παρ’ό,τι γελοία, τα επιχειρήματα της ιδεολογικής επίθεσης έχουν μια εμβέλεια και για αυτό πρέπει να απαντηθούν. Ας τα δούμε.

Μπακαλική

120 τρισεκατομμύρια δραχμές λέει -δηλαδή λέει η εισήγηση του υπουργείου εργασίας-, θα είναι το «έλλειμμα» του «ασφαλιστικού συστήματος» (εννοούν του συνταξιοδοτικού) σε 20-25 χρόνια. Ένα τέτοιο τρομερό «έλλειμμα» -τρεις φορές το ετήσιο ΑΕΠ- δεν μπορεί να αντέξει -υπονοείται. Θα «τινάξει στον αέρα τα ταμεία» και τη «βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος» -τόσον καιρό μας βομβαρδίζουν με αυτά τα ΜΜΕ. Η πρόταση, λοιπόν, μιας κυβέρνησης που θέλει να είναι «υπεύθυνη» δεν μπορούσε παρά να είναι εξίσου ριζική -όπως και είναι πράγματι.

Όμως, για να αρχίσουμε από το τέλος, η ίδια η κυβερνητική εκτίμηση για τη μεταρρύθμισή της, που θα «ενισχύσει τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος», στερείται σοβαρότητας, ακόμα και για μια πρώτη πρόχειρη ματιά. Πράγματι, αν εφαρμοστεί, τότε θα μπορέσει -λέει- να «εξοικονομήσει περίπου 21 τρισεκατομμύρια δραχμές». Όμως, δεν χρειάζεται να έχει εντρυφήσει κανείς σε ανώτερα μαθηματικά, για να καταλάβει ότι, αν πράγματι υπάρχει πρόβλημα, τότε η «εξοικονόμηση» αυτή καθόλου δεν αρκεί. Αριθμητικά είναι περιθωριακή (κάπου 17,5%): τί θα γίνει με το υπόλοιπο «έλλειμμα», των 100 τρισεκατομμυρίων δραχμών; Δεν ανησυχεί η κυβέρνηση και οι άλλοι «ειδικοί» με αυτό; Δεν μπορεί να μην το πήραν χαμπάρι -οι ίδιοι άλλωστε το μετέφρασαν και χρονικά: αφού το βάθος χρόνου της «βιωσιμότητας» που επιλέγουν να «ενισχύσουν» είναι 20 με 25 χρόνια «περίπου», δηλαδή πολύ μικρότερο και από μια «γενιά». Μήπως είναι μόνο μια αρχή και θα πρέπει να ακολουθήσουν άλλες (έξι περίπου) ανάλογες «ασφαλιστικές μεταρρυθμίσεις» (για να πιάσουμε το 100% και να λυθεί το «έλλειμμα»); Μήπως είναι απλώς μπαλώματα (όπως το θέλουν οι φιλελεύθεροι) και μάλιστα ανώφελα σκληρά -και άρα άχρηστα;

Ας αναρωτηθούμε, καταρχήν, για αυτά τα 120 τρις, δηλαδή το «300% του ΑΕΠ». Το ποσό αυτό, πάντως, αν συγκρίνουμε με τις εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ στην ειδική του έκδοση για το ασφαλιστικό στην Ελλάδα πρέπει να είναι κάτι που να αυξομειώνεται τρομερά εύκολα: ο ΟΟΣΑ τότε (το 1997) το εκτιμούσε σε 196%, ενώ διαβάζουμε στην Καθημερινή (22/4/2001) ότι άλλες χώρες μπορεί να έχουν ακόμα μεγαλύτερο (όπως οι Γερμανία 215 ή το Βέλγιο 205). Όμως, η αυξομείωση αυτή επίσης είναι πολύ εύκολη όχι μόνο χρονικά, αλλά και υπολογιστικά, γιατί εξαρτάται από τις παραμέτρους του υπολογισμού: ο ίδιος ο ΟΟΣΑ στην ίδια έκθεση έκοβε στη μέση το «έλλειμμα» αυτό (στο 110!), με την υπόθεση ότι ένα τμήμα της κρατικής επιδότησης ήταν εν είδη εργοδοτικής εισφοράς (αφού πράγματι οι δημόσιοι υπάλληλοι το κράτος έχουν εργοδότη!). Πέρα από την αριθμητική αυτή ελαστικότητα, το τελευταίο όμως δείχνει κάτι πιο ουσιαστικό: ότι «έλλειμμα» δεν είναι μια έννοια τόσο καθαρή ή τόσο προφανής όσο προσπαθεί να μας πείσει η άρχουσα ιδεολογία.

Και, πράγματι, πώς μπορεί να είναι «ελλειμματικό» ένα συνταξιοδοτικό σύστημα, σε μια ολόκληρη χώρα; Ένα συγκεκριμένο ταμείο είναι σαφές πως μπορεί να είναι «ελλειμματικό», αφού τα έσοδά του μπορεί να είναι μικρότερα από τα έξοδά του. Αυτό, για παράδειγμα, συμβαίνει με ταμεία μικρού εύρους εργαζομένων, όταν για κάποιο λόγο αυτοί περιορίζονται (το ΝΑΤ, για παράδειγμα, γνώρισε αυτή την κατάσταση αφότου οι εφοπλιστές συρρίκνωσαν τους έλληνες ναυτικούς για να βάλουν Πακιστανούς, κλπ., ανασφάλιστους). Όμως, αυτό που είναι λογιστικό για ένα ταμείο δεν είναι λογιστικό στο σύνολό τους, ακόμα και αν προσθέταμε τα «ελλείμματα» όλα μαζί! Όχι γιατί -ενδεχομένως- μπορεί τα «ελλείμματα» του ενός ταμείου να αντισταθμίζονται από τα «πλεονάσματα» του άλλου, αλλά γιατί ακόμα και αν όλα μαζί άφηναν καθαρό «έλλειμμα», η «κάλυψη» του τελευταίου δεν είναι αναγκαστικά «ελλειμματική». Θα μπορούσε να είναι αν επιχειρείτο να κλείσει, π.χ., με τραπεζικό δανεισμό (γιατί θα πρόσθετε χρέη). Αλλά ο πιο προφανής τρόπος, που είναι η κρατική χρηματοδότηση, δεν είναι αυτομάτως «ελλειμματική»: στο κάτω-κάτω το κράτος επίσης χρηματοδοτεί πράγματα (π.χ. στρατό) από τα οποία κανένα έσοδο δεν έχει και κανείς δεν μετράει το «έλλειμμά» τους -συσσωρευμένο, κρυφό ή άλλο.

Αντίθετα, η κρατική χρηματοδότηση των συνταξιοδοτικών ταμείων, στο μέτρο τουλάχιστον που προέρχεται από αναλογική φορολόγηση, μπορεί να είναι ένα σημαντικό μέτρο αναδιανεμητικής πολιτικής (αντίθετα από τις εισφορές στην κοινωνική ασφάλιση, που είναι ανάλογες απλώς της εργασίας). Θεωρητικά, θα μπορούσε μάλιστα ολόκληρο το συνταξιοδοτικό σύστημα να «χρηματοδοτείται» μέσα από ένα τέτοιο κύκλωμα, δηλαδή μέσω φορολογίας: αυτό δεν θα το έκανε περισσότερο (ούτε λιγότερο!) «ελλειμματικό» (βλ. π.χ. Δανία). Η Ελλάδα, άλλωστε, όχι μόνο δεν φτάνει σε τέτοια, δανέζικα, πρότυπα, αλλά και βρίσκεται μάλλον στο άλλο άκρο: σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, το «ελληνικό κράτος δεν χρηματοδοτεί ουσιαστικά το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, αφού δίνει μόνο 2%», σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως π.χ. «Γερμανία με 24%, Αυστρία 18%, Δανία 100%, Φιλανδία 45%» (βλ. Γ.Ρωμανιάς, Εποχή, 22/4/2001).

Τέλος, ακόμα και με στενά ταμειακά κριτήρια να κρινόταν το ζήτημα, ο ίδιος ερευνητής του ΙΝΕ εκτιμάει ότι σήμερα «θα υπήρχε πλεόνασμα 33 τρις δραχμών για τα επόμενα 50 χρόνια και όχι αναλογιστικό έλλειμμα που υπάρχει σήμερα και φθάνει τα 50 τρις δραχμές», αν η συνολική κρατική πολιτική, από το 1953 δεν είχε «αποστερήσει τα αποθεματικά του συστήματος». Σε αυτό θα μπορούσε ασφαλώς κανείς να προσθέσει και την (κλασική) ανασφάλιστη εργασία (μαύρη, μεταναστών), καθώς και τις κάθε τόσο «αναπτυξιακές» πολιτικές με τις εξαιρέσεις εργοδοτών από την υποχρέωση καταβολής εισφορών, για να μην μιλήσουμε για την απλή και ευθεία εισφοροδιαφυγή (με πρωτάρχοντος του ίδιου του κράτους σαν εργοδότη!).

Το «έλλειμμα» επομένως που μας σερβίρεται, από κάθε άποψη είναι μια καθαρά ιδεολογική έννοια που, επειδή παραπέμπει στην ατομική και στην ταμειακή λογιστική, μετατίθεται σαν να μπορούσε να ισχύσει και στο επίπεδο της κοινωνίας -όπου δεν το μπορεί. Η ιδεολογική τρομοκράτηση για τα «ελλείμματα» δεν είναι άλλωστε παρά το πρώτο, απλοϊκό, «επιχείρημα». Επειδή δεν αντέχει στην πρώτη συζήτηση, για αυτό και η ιδεολογική επίθεση περνάει από το ανόητο επιφανειακό επίπεδο σε μια πιο μακρόχρονη, και υποτιθέμενα ουσιαστική, ανάγνωση: στην εξέλιξη των δημογραφικών τάσεων.

Καταστροφολογία

Αλλά και εδώ το πρώτο και εντυπωσιακό είναι πως η επίθεση ξεκινάει με μια ανατροπή του προφανούς: η βελτίωση των συνθηκών ζωής, περίθαλψης, υγείας, κλπ., βαπτίζεται ξαφνικά και κινδυνολογικά «γήρανση» του πληθυσμού. Στην πραγματικότητα, μπορεί ακριβώς το αντίθετο να συμβαίνει, γιατί η επέκταση του ορίου ζωής μπορεί, σε βελτιωμένες συνθήκες, να μεταφράζεται σε πιο ακμαία συγκρότηση του ανθρώπινου οργανισμού ακόμα και σε μεγαλύτερες ηλικίες (και μάλλον αυτό συμβαίνει!). Όμως, ας το αφήσουμε αυτό στην άκρη αποδεχόμενοι ότι υπάρχει «πρόβλημα», τουλάχιστον με την έννοια ότι με τη «γήρανση» του πληθυσμού περισσότεροι συνταξιούχοι θα πρέπει να τραφούν από αναλογικά μικρότερο ενεργό πληθυσμό. Ποιό είναι το μέγεθος και ποιά η επίπτωση από αυτή την εξέλιξη;

Κατά πρώτον, όλοι οι ιδεολόγοι της ασφαλιστικής καταστροφής, σε ευθύ πιθηκισμό της Παγκόσμιας Τράπεζας που έδωσε τη γραμμή το 1994, φροντίζουν να υπερβάλουν, να μεγαλοποιούν και να παραποιούν τα πράγματα. Έτσι, η «γήρανση του πληθυσμού» δεν είναι κάτι καινούργιο και, όμως, δεν σήμανε την ανάγκη διάλυσης των συντάξεων ή των ταμείων τους! Ακόμα και σε ό,τι σημαίνουν οικονομικά: για παράδειγμα, ο «λόγος εξάρτησης των ηλικιωμένων» (δηλαδή αριθμός των άνω των 65 ετών σε ποσοστό του πληθυσμού ενεργής ηλικίας), που είναι ένας δείκτης του «βάρους» που αποτελούν οι ηλικιωμένοι, αναμένεται να «επιδεινωθεί» κατά τα επόμενα 30 χρόνια με ακριβώς τον ίδιο τρόπο που «επιδεινώθηκε» και στα τελευταία 40 χρόνια. Ήταν 12,3 το 1960, υπερδιπλασιάστηκε ώς το 2000, όταν έγινε 25,5, ενώ θα απέχει πολύ από το να διπλασιαστεί κατά τα επόμενα 30 χρόνια, αφού δεν αναμένεται να ανέβει παρά στο 40,9 το 2030 (αν τουλάχιστον πιστέψουμε τις αναλύσεις του ΟΟΣΑ, βλ. Ageing in OECD countries, A Critical Policy Challenge).

Επιπλέον, συγκρίνοντας απλώς συνταξιούχους και εργαζόμενους, καμώνονται ότι ξεχνούν πως μια κοινωνία έχει να φροντίσει και άλλα στρώματα, π.χ. άρρωστους, παιδιά, κλπ.! Η παράλειψη αυτή δεν γίνεται τυχαία: απλώς φουσκώνει και δραματοποιεί την πραγματικότητα, εκμεταλλευόμενη το ότι τα παιδιά του baby boom (όσοι γεννήθηκαν στις δεκαετίες του ’50 και ’60) είναι σήμερα στην ενεργή τους ηλικία. Όμως, για να μετρηθούν τα «βάρη» του ενεργού πληθυσμού πρέπει να παρθούν υπόψη όλοι όσοι χρειάζονται φροντίδα, χωρίς οι ίδιοι να δουλεύουν! Αν πάρουμε λοιπόν το «συνολικό λόγο εξάρτησης» (όπου συμπεριλαμβάνονται ηλικιωμένοι και παιδιά), τότε μπορούμε να παρατηρήσουμε δύο πράγματα: πρώτον, η «επιδείνωση» των «βαρών» του ενεργού πληθυσμού δεν αναμένεται να είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή (αφού από το 49 θα φτάσει στο 66 σε 30 χρόνια, πράγμα που άλλωστε δεν απέχει και πολύ από το 52 του 1960). Επιπλέον, όμως, ο ίδιος αυτός «λόγος» (το 66) δεν σημαίνει τίποτα το καταστροφικό: στα ίδια αυτά επίπεδα, ή και σε ανώτερα, όχι μόνο θα βρίσκονται μια σειρά από χώρες τότε, αλλά και είναι επίπεδα στα οποία επίσης βρίσκονταν ήδη στη δεκαετία του 1960 χώρες που καθόλου δεν είδαν -εξαιτίας αυτού- να «τινάσσονται τα ταμεία τους στον αέρα». Είναι η περίπτωση των ΗΠΑ, Γαλλία, Καναδάς, Αυστραλία, Ισλανδία, Ιρλανδία, Ολλανδία, Τουρκία (βλ. πάλι ΟΟΣΑ, Ageing…).

Αλλά η δραματοποίηση και η καταστροφολογία δεν είναι μόνο στο μέγεθος και στους αριθμούς. Είναι και στην εμβέλεια, στη χρονική διάρκεια. Γιατί, συγκρίνοντας αλλαγές της ηλικιακής πυραμίδας που απέχουν 30 ή 50 χρόνια μεταξύ τους, δημιουργείται η εντύπωση χάσματος ιδιαίτερα βαριού και σκληρού, που απαιτεί θυσίες, κλπ. Πράγμα τελείως ψεύτικο. Ακόμα και χωρίς τίποτα να πούμε για την άλλη πονηριά που συνίσταται στο ότι όλες οι προβλέψεις «ξεχνούν» να πάνε πιο πέρα χρονικά, επειδή ακριβώς μετά από 50 χρόνια όλες αυτές οι τάσεις αντιστρέφονται και από «επιδείνωση» θα έπρεπε να μιλήσουν και για «βελτίωση». Το σημαντικό είναι πως ακόμα και αν η «δημογραφική επιδείνωση» έχει τις διαστάσεις που μας παρουσιάζουν, ακόμα και τότε τίποτα το δραματικό, από οικονομική άποψη, δεν συνεπάγεται! Για παράδειγμα, ας πάρουμε τις προβλέψεις της μελέτης του ΟΟΣΑ για το πόσο δραματικά θα πρέπει να αυξηθούν οι συντάξεις: από το 12% του ΑΕΠ το 1990 θα πρέπει να εκτιναχτούν στο 23% του ΑΕΠ το 2050, μέσα σε 60 χρόνια. Όμως, η ίδια αυτή έκθεση, παρουσιάζοντας πόσο δραματικά έχει ήδη «επιδεινωθεί» το συνταξιοδοτικό, εξηγεί πως από το 1970 ώς το 1990, δηλαδή μόνο μέσα σε 20 χρόνια, αυξήθηκαν οι συντάξεις από το 6% στο 12% του ΑΕΠ. Δεν χρειάζεται φιλοσοφία για να καταλάβει κανείς πως αυτό που γίνεται μέσα σε 20 χρόνια χωρίς να το πάρει κανείς ιδιαίτερα είδηση σαν τρομερό (δηλαδή να διπλασιαστεί το μερίδιο των συντάξεων στο ΑΕΠ), μπορεί επίσης να γίνει πάλι, και πιο ομαλά, μέσα σε 50 ή 60 χρόνια! Και ο λόγος είναι ότι στη μακριά αυτή περίοδο, οι ετήσιες αναγκαίες αλλαγές καταντούν περίπου ανεπαίσθητες! Με 1,3% ετησίως το 12 γίνεται 23 σε 50 χρόνια. Πράγμα που είναι ασφαλώς κατώτερο της αύξησης της παραγωγικότητας, ακόμα και στις περιόδους μιζέριας του καπιταλισμού. Δηλαδή, δεν συνεπάγεται καμία ιδιαίτερη «θυσία». Ίσα-ίσα (αν μάλιστα δεχτούμε ότι ο ενεργός πληθυσμός ταυτόχρονα περιορίζεται αριθμητικά -όπως μας λένε)! Σε τέτοια περίοδο κάλλιστα μπορεί το πραγματικό εισόδημα όλων των μισθωτών, εργαζόμενων και συνταξιούχων να αυξάνει συνεχώς, έστω και με ταυτόχρονη αύξηση της μεταφοράς εισοδήματος από τον ενεργό προς το συνταξιοδοτημένο πληθυσμό.

Δηλαδή, ακόμα και αν μείνουμε στο εσωτερικό μόνο του μισθού (αν δεν μιλήσουμε δηλαδή για κέρδη!), οι δημογραφικές εξελίξεις, όσο «δραματικές» και να είναι δεν συνεπάγονται την ανάγκη περικοπής ούτε των, έστω αυξημένων, συντάξεων, αλλά ούτε και των πραγματικών καθαρών αποδοχών του ενεργού πληθυσμού. Η αύξηση της αναλογίας συνταξιούχοι/ενεργοί ασφαλώς σημαίνει την ανάγκη αύξησης του ποσοστού χρηματοδότησης των συντάξεων (άρα και της εισφοράς που αναλογεί σε κάθε εργαζόμενο), άσχετα από τον τρόπο που γίνεται η χρηματοδότηση αυτή (επί του μισθού, μέσω φορολόγησης, κλπ.). Αλλά αυτό τίποτα δεν έχει ούτε το συγκλονιστικά καινούργιο ή δραματικό ούτε και το ανατρεπτικό από την άποψη της ανάγκης και της δυνατότητας αύξησης του πραγματικού εισοδήματος (συνταξιούχου ή ενεργού), στο μέτρο της αύξησης της παραγωγικότητας.

Αλληλεγγύη με το… κεφάλαιο

Προς τί λοιπόν η επίθεση ενάντια στους εργαζομένους που ξεκίνησε η κυβέρνηση; Αν δεν υπάρχει πρόβλημα χρηματοδότησης των αυξημένων συντάξεων, εξαιτίας της αύξησης του συνταξιοδοτημένου πληθυσμού, αυτό σημαίνει ότι η περικοπή των συντάξεων που ετοιμάζεται είναι ένα (εργατικό) εισόδημα το οποίο αφαιρείται συνολικά από τον εργαζόμενο πληθυσμό (είτε σαν μισθός είτε σαν σύνταξη -που είναι απλώς μια άλλη μορφή του). Καθώς, όμως, η φύση μισεί το κενό, το δημιουργούμενο αυτό εισόδημα, που αφαιρείται από τους εργαζόμενους, δεν παύει να είναι υπαρκτό. Δηλαδή κάπου πάει. Και πράγματι, ώς τώρα, δεχτήκαμε την αυθαίρετη αφαίρεση που συνίσταται στο να καμωνόμαστε ότι όλο το εισόδημα που παράγεται κατανέμεται μεταξύ μισθωτών και συνταξιούχων. Αυτό, όμως, δεν ισχύει. Το εισόδημα, ή το καθαρό προϊόν, που παράγεται σε μια χώρα, πριν μοιραστεί σε μισθούς και συντάξεις, είναι ήδη χωρισμένο σε μια άλλη, πιο θεμελιακή, ταξική, κατανομή. Είναι η κατανομή μεταξύ μισθού, όπου συμπεριλαμβάνονται και οι συντάξεις, και υπεραξίας (ή κέρδους).

Είναι αλήθεια ότι αυτή η καθαρή ταξική πολιτική δεν είναι διάφανη, στο μέτρο που ιδεολογικά μπορεί να περιπλέκεται, όχι μόνο από το βομβαρδισμό για τα «ελλείμματα», αλλά και από τη δομή και την ιστορία του ίδιου του ασφαλιστικού συστήματος. Δεν παύει, ωστόσο, να είναι βαθύτατα αντιδραστική, ακόμα και στις λεπτομέρειές της. Το εργατικό κίνημα δεν μπορεί να δεχτεί άλλη συρρίκνωση του εισοδήματός του και, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι μέσω συρρίκνωσης που θα μπορούσαν να λυθούν διαχειριστικά προβλήματα. Δεν είναι, προφανώς, αφαιρώντας πόρους από το εργατικό εισόδημα (μισθούς και συντάξεις) και μεταφέροντάς τους προς τα κέρδη που μπορούν να λυθούν προβλήματα διαχείρισης του συνταξιοδοτικού συστήματος! Ίσα-ίσα, αν λάβουμε υπόψη μας την επιδείνωση του συνταξιοδοτικού εισοδήματος κατά τα τελευταία χρόνια (όπως το επιβεβαιώνει και ο ΟΟΣΑ), είναι ακριβώς το αντίστροφο που πρέπει να γίνει. Να εξασφαλιστεί μια αντίστροφη μεταφορά, δηλαδή έστω και μια απλή αποκατάσταση της σχέσης κερδών και μισθών. Σε τέτοιο μόνο πλαίσιο, όχι μιζέριας, αλλά εξασφάλισης του εργατικού (και συνταξιοδοτικού) εισοδήματος, θα μπορούσαν να ειδωθούν τα επόμενα ζητήματα του τρόπου διαχείρισης του συστήματος.

Τάσος Αναστασιάδης

23/4/2001


Σπάρτακος 59, Μάης 2001

Αρχείο Σπάρτακου


https://tpt4.org/?p=2476

There is one comment

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s