Ποιά αλληλεγγύη με τους Βορειοηπειρώτες;

Σπάρτακος 38, Ιούνης 1994


Ηλίας Αλτίνογλου

Ποιά αλληλεγγύη με τους Βορειοηπειρώτες;

Η υπεροψία και η ξεδιαντροπιά της Ελλάδας είναι ανείπωτη, ιδιαίτερα απέναντι στους γειτονικούς της πληθυσμούς. Στους κατοίκους της Δημοκρατίας της Μακεδονίας, είναι προφανές. Αλλά στους Αλβανούς είναι ίσως ακόμα πιο απάνθρωπο:

Ο ελληνικός καπιταλισμός χρησιμοποιεί τους Αλβανούς εργαζόμενους για να τους ξεζουμίσει ώς το κόκκαλο, και με την ευκαιρία και να πείσει το εγχώριο προλεταριάτο ότι έχει και άλλες επιλογές, γι’αυτό να μην κουνιούνται και πολύ. Η ευρωπαϊκή ιδέα για εκσυγχρονισμό της διαχείρισης της εργασίας, δηλαδή για ελαστικότητά της, βρήκε μια πολύ «εύκολη» εφαρμογή στην πολιτική της Ελλάδας απέναντι στους Αλβανούς: Τους επιτρέπουμε να «έρχονται» (με τα πόδια ή πληρώνοντας τα υπέρογκα ποσά που ζητάει η διαμετακομιστική μαφία), και τους ξαναμεταφέρουμε στην Αλβανία με αστυνομικές κλούβες, ανάλογα με τις απαιτήσεις της συγκυρίας (όχι αναγκαστικά μόνο οικονομικής, αλλά και πολιτικής, ιδεολογικής, διπλωματικής, κλπ.).

Σε αυτό άλλωστε εύκολα διαπιστώνεται και η ελαστικότητα μιας άλλης «ιδέας»: της «ελληνικότητας». Οι ελληνόφωνοι πληθυσμοί της Αλβανίας διαπίστωσαν -σε βάρος τους- ότι είναι καλοί «Έλληνες» αν βάζουν πρόβλημα στην αλβανική κυβέρνηση αλλά είναι «βρωμοαλβανοί» αν τολμήσουν να κουνηθούν στην Ελλάδα.

Ο «ελληνισμός» ενάντια στους Έλληνες

Το θράσος όμως του ελληνικού εθνικισμού εκδηλώνεται πέρα από κάθε αμφισβήτηση στην αυτο-ανακήρυξή του σαν «προστάτης» της ελληνικής μειονότητας της Αλβανίας. Ασφαλώς, το νεοδημιουργούμενο αστικό κράτος του Μπερίσα προσπαθεί να μιμηθεί το ελληνικό κράτος στην καταπίεση των μειονοτήτων του. Το παιχνίδι αυτό της «προστασίας» το έχουμε δει χιλιάδες φορές και σε χιλιάδες μέρη της γης.

Όμως, και η απλή υπενθύμιση του πώς χειρίζεται το ελληνικό κράτος τους δικούς του πολίτες αρκεί για να δείξει την υποκρισία του:

Η Ελλάδα απαγορεύει στους πολίτες της να μορφώνουν τα παιδιά τους στη μητρική τους γλώσσα (αν αυτή είναι μακεδονίτικη). Η Ελλάδα επιβάλλει στους κατοίκους της να κρύβουν την εθνότητά τους (αν είναι Τούρκοι). Η Ελλάδα επιβάλλει όχι μόνο στους Εβραίους (όπως έκανε ο Χίτλερ), αλλά από όλους να κυκλοφορούν με δηλωμένο το θρήσκευμά τους στις ταυτότητες. Ακόμα απαγορεύει στους καθολικούς και στους άθεους (κλπ.) να γίνονται δάσκαλοι στο δημοτικό σχολείο. (…) Για να μην αναφέρουμε τους πολίτες των γειτονικών του χωρών, όπως τους Αλβανούς που τους τσουβαλιάζει η αστυνομία, ή τους Μακεδόνες που τους κήρυξε εμπάργκο για να πεθάνουν της πείνας, ή τους Πόντιους που τους βλέπει μόνο για αντιτούρκικο εποικισμό της Θράκης.

Πώς ένα τέτοιο κράτος που μεταχειρίζεται τόσο απάνθρωπα τους δικούς του πολίτες πώς ένα τέτοιο κράτος μπορεί να «βοηθήσει» οποιονδήποτε άλλο πληθυσμό (π.χ. την ελληνική μειονότητα στην Αλβανία); Απλά δεν το μπορεί (και δεν το θέλει)!

Δεν το μπορεί και δεν το θέλει, γιατί -αντίθετα από το όραμα του Ρήγα Φεραίου σύμφωνα με το οποίο όλα τα «γένη» της περιοχής είμαστε ένας ενιαίος λαός- το ελληνικό κράτος οικοδομήθηκε σε συμφωνία με τον Κεμάλ μέσα από την εξόντωση των πληθυσμών («ανταλλαγές πληθυσμών», πολιτικές «αφομοίωσης», κλπ.). Εξού και οι προσπάθειες να καλύψει ιδεολογικά τις κτηνωδίες του παραπέποντας κάθε φορά στις κτηνωδίες των άλλων! Άλλωστε οι πολιτικές εξόντωσης των διαφορών μέσα στην Ελλάδα δεν είναι παλιές, αλλά πολύ επίκαιρες, σημερινές και αυξανόμενες και οι «Έλληνες» μάλιστα περηφανεύονται για αυτές (και έτσι κοκορεύονται ότι είναι «ομογενοποιημένοι» εθνικά -πράγμα που εξάλλου είναι εξόφθαλμα ψευδές, ακόμα και μετά την «αφομοίωση» Βλάχων και Αρβανιτών, την εκδίωξη Τούρκων, τη φυσική εξόντωση Εβραίων [βοηθούντος και του Χίτλερ], κλπ.).

Επιπλέον, αντίθετα απ’ό,τι θέλουν οι πληθυσμοί -ειρήνη, ευημερία, ελευθερία, κλπ.- το ελληνικό κράτος και το εθνικιστικό του παρακράτος αδιαφορεί πλήρως για τη ζωή των «ελληνικών» (όπως και γενικότερα οποιωνδήποτε) πληθυσμών, μέσα και έξω από την επικράτειά του. Όχι μόνο το πρόγραμμά του είναι «λιτότητα» και «ανεργία» των ανθρώπων για να ευημερίσει η «εθνική οικονομία», δηλαδή τα κέρδη των καπιταλιστών, αλλά και ειδικότερα η μεταχείριση των ίδιων των Αλβανών (ελληνόφωνων και αλβανόφωνων) το αποδεικνύει πεντακάθαρα: Οι ελληνικές κυβερνήσεις και ο ελληνικός εθνικισμός θέλει να διαιωνίσει την αλβανική αθλιότητα, γιατί έτσι (εκτός από πίεση στους ελληνικούς μισθούς) θεωρεί ότι έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει τους απόκληρους Αλβανούς σαν μάζα πίεσης σε ένα παιχνίδι κυριαρχίας στα Βαλκάνια.

Για τους πιο επικίνδυνους εθνικιστές η ελληνική μειονότητα στην Αλβανία είναι απλώς μια μάζα που εύκολα θα μπορούσε να δώσει το πρόσχημα μιας εδαφικής επέκτασης. Για τους πιο ρεαλιστές καπιταλιστές είναι μια φτηνή εργατική δύναμη που μπορεί ήδη από τώρα να χρησιμοποιηθεί επί τόπου για φασόν, ή μεταφερόμενη σαν σακιά για την αξιοποίηση του κεφαλαίου τους. Σε κάθε περίπτωση, δεν θεωρούνται άνθρωποι με ανάγκες, προβλήματα και ενδιαφέροντα, αλλά απλώς σαν πιονάκια σε ένα παιχνίδι δύναμης.

Παιχνίδι που σίγουρα δεν περιορίζεται μόνο στους Έλληνες (γιατί η ανερχόμενη εθνική καταπίεση από το αλβανικό κράτος φαίνεται να είναι πραγματική). Όμως, η πλούσια Ελλάδα διαθέτει τα βασικά ατού: χρήμα, δύναμη, ανθρώπους. Σε αυτή την παγίδα που ρίχνει η Ελλάδα δεν πρέπει να πέσει ούτε το ελληνικό εργατικό κίνημα ούτε το αλβανικό δημοκρατικό (ελληνόφωνο ή αλβανόφωνο) κίνημα.

Αν οι Αλβανοί πολέμησαν (και πέθαναν ηρωικά) για την ελευθερία της Ελλάδας (με αποκορύφωμα τους Σουλιώτες στο χορό του Ζαλόγγου), καιρός είναι και οι Έλληνες να βοηθήσουν έναν αλβανικό λαό που υποφέρει από οικονομική καθυστέρηση και από τη σημερινή οικοδόμηση μιας καπιταλιστικής πολιτικής εξουσίας. Όμως για να το κάνει αυτό, πρέπει να εγκαταλείψει κάθε αυταπάτη στήριξης από το ελληνικό κράτος ή από τους ελληνικούς παρακρατικούς, εθνικιστικούς, φασιστοειδείς μηχανισμούς, για τους οποίους δεν μετράνε οι συγκεκριμένοι άνθρωποι, αλλά οι υπερφυσικές «ιδέες» της «φυλής», του «έθνους», κλπ. Ο άξονας δράσης πρέπει να είναι η ικανοποίηση των αναγκών των ίδιων των ανθρώπων και των πληθυσμών και όχι τα εγγεφαλικά κατασκευάσματα περί «ελληνισμού» («ελληνορθοδοξίας» κλπ.).

Ενάντια στον εθνικισμό

Το ελληνικό εργατικό και δημοκρατικό κίνημα ασφαλώς πρέπει να κάνει ό,τι είναι δυνατόν για να βοηθήσει τους βαλκανικούς πληθυσμούς που υποφέρουν από τις προσπάθειες εγκατάστασης αστικών αρχουσών τάξεων και μαφιών, από τις μανούβρες των διαφόρων κρατών για οικοδόμηση σφαιρών επιρροής, από την αναζήτηση φτηνής και υποταγμένης εργατικής δύναμης που να μπορεί να απολύεται ανά πάσα στιγμή, από τους εθνικιστικούς και φασιστοειδείς μηχανισμούς εκκαθαρίσεων, κλπ. Σε μια τέτοια, όμως, προοπτική δεν μπορεί να αναζητήσει σύμμαχο το ελληνικό κράτος, που εκ των προτέρων βασίζεται σε τέτοιες δολοφονικές πρακτικές. Θα ήταν για γέλια -αν δεν ήταν ιδιαίτερα τραγική- μια ιδέα που θα περίμενε από ένα κράτος που μεταχειρίζεται ακόμα και τους δικούς του πολίτες όχι σαν ανθρώπους αλλά σαν «υπηκόους» (με την κυριολεξία της λέξης) να «βοηθήσει» άλλους πληθυσμούς.

Για να μπορέσει να βοηθήσει τους μειονοτικούς πληθυσμούς στις γύρω χώρες της περιοχής, το ελληνικό εργατικό και δημοκρατικό κίνημα πρέπει πρώτα-πρώτα να αγωνιστεί ενάντια στην καταπίεση των μειονοτήτων μέσα στην Ελλάδα. Αυτό είναι κρίσιμο στοιχείο για να μπορέσει να οικοδομηθεί οποιοδήποτε κίνημα αλληλεγγύης και πέρα από τα σύνορα. Κανείς δεν μπορεί να πάρει στα σοβαρά ή να θεωρήσει ειλικρινές ένα κίνημα που «υπερασπίζεται» τα δικαιώματα σε άλλες χώρες, αλλά ανέχεται από το δικό του κράτος να απαγορεύει σε πολίτες του την εθνότητα, τη γλώσσα, τη θρησκεία ή τις πολιτικές και ιδεολογικές πεποιθήσεις τους. Δεν μπορεί το ελληνικό εργατικό κίνημα να βοηθήσει οποιονδήποτε «Ελληνα» ή «χριστιανό» εκτός Ελλάδας, αν ανέχεται από το ελληνικό κράτος να απαγορεύει στους Σλαβομακεδόνες ή τους Αρβανίτες να έχουν γλώσσα, εθνικότητα, σχολεία, ή πολιτισμό. Ούτε αν ανέχεται να θεωρούνται οι καθολικοί της Ελλάδας πράκτορες του «παπισμού». Ούτε να καταδιώκονται οι χιλιαστές. Ούτε να απαγορεύεται στους Τούρκους που είναι Έλληνες πολίτες να είναι… Τούρκοι. Ούτε να κυνηγιούνται οι Γύφτοι. Ούτε να τσουβαλιάζονται οι Αλβανοί εργάτες. Ούτε να υποχρεώνονται οι Έλληνες πολίτες να κάνουν προσευχή στο σχολείο ή να τους κολλάνε τη θρησκευτική ταμπέλα στις αστυνομικές ταυτότητες.

Υπάρχει άλλη μία προϋπόθεση: Δεν μπορεί το ελληνικό εργατικό και δημοκρατικό κίνημα να γίνει πιστευτό στη διεθνιστική του αλληλεγγύη όσο ανέχεται τις ιμπεριαλιστικές πρακτικές του δικού του κράτους. Όχι μόνο το ελληνικό κράτος συμμετέχει σε διάφορα ιμπεριαλιστικά εμπάργκο (Ιράκ, Σερβία) αλλά και έχει από μόνο του κηρύξει ένα τέτοιο δολοφονικό εμπάργκο ενάντια στη Δημοκρατία της Μακεδονίας και στους πληθυσμούς της. Όχι μόνο πρέπει να αγωνιστεί για την άμεση άρση του δολοφονικού αυτού εμπάργκο, αλλά επιπλέον θα πρέπει το ελληνικό εργατικό και δημοκρατικό κίνημα να αγωνιστεί και για την χωρίς όρους υποστήριξη της Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Αυτός ο όρος είναι απολύτως κρίσιμος, για να μπορέσει να γίνει πιστευτή η ειλικρινής του πρόθεση να βοηθήσει τους συγκεκριμένους ανθρώπους και πληθυσμούς, όπως αυτοί οι ίδιοι είναι και θέλουν να είναι, και όχι κάτω από κρυφές δολοπλοκίες και υστεροφημίες. Η ενίσχυση της Δημοκρατίας της Μακεδονίας είναι απολύτως κρίσιμη, γιατί σε αυτήν έχει επικεντρωθεί τώρα ο ελληνικός εθνικισμός για να αποκοιμίσει το ελληνικό εργατικό κίνημα και να το σύρει πίσω από την υποτιθέμενη κοινότητα συμφερόντων του «έθνους». Αλλά είναι κρίσιμη και για έναν άλλο λόγο: για την έμπρακτη απόδειξη του σεβασμού των ανθρώπων και των αναγκών τους. Πρέπει να καταγγελθεί οποιαδήποτε θέληση να ορίζεται η μοίρα των ανθρώπων και των πληθυσμών από το νόμο της ζούγκλας των πιο ισχυρών. Η «μάχη για το όνομα» είναι μια μάχη που αφορά τους έλληνες εργαζόμενους και τους Ελληνες Μακεδόνες, αλλά -αντίθετα απ’ ό,τι υποστηρίζει ο ελληνικός εθνικισμός- είναι μια μάχη στην οποία πρέπει να συντριβεί η ελληνική πολιτική: Πρέπει να αγωνιστούν για να αποφασίζουν οι ίδιοι οι άνθρωποι (και όχι οι στρατοί και οι δυνάμεις) για το είναι τους. Δεν πρέπει να στερηθεί με τη βία το δικαίωμα των Σλαβομακεδόνων να είναι Μακεδόνες. Αν το ελληνικό εργατικό και δημοκρατικό κίνημα δεχτεί να καταπατηθεί το δικαίωμα αυτό της αυτοδιάθεσης και του αυτοπροσδιορισμού από το ελληνικό κράτος και τις εκβιαστικές του πρακτικές, τότε δεν θα έχει οποιαδήποτε φερεγγυότητα για να το ζητήσει σε οποιαδήποτε άλλη περίσταση.

Όμως, το ίδιο συμβαίνει και γενικότερα με την βαλκανική συγκυρία. Η ελληνική άρχουσα ομάδα και ο ελληνικός εθνικισμός έχουν επιβάλει την ιδέα ότι οι εθνικοί χασάπηδες των Βαλκανίων κάνουν κάποιο «καλό έργο», επειδή τυχαίνει να είναι «ορθόδοξοι», έναντι των μουσουλμάνων, των παπιστών, ή κλπ. Με αυτό πρέπει το ελληνικό εργατικό και δημοκρατικό κίνημα να έρθει σε ριζική ρήξη, αν θέλει να πείσει ότι πάνω από τα διάφορα ιδιοτελή «κριτήρια» βάζει την ανθρώπινη ύπαρξη και αλληλεγγύη. Από αυτή την άποψη, είναι απολύτως κρίσιμη η οργάνωση της αλληλεγγύης με το βοσνιακό λαό, που αγωνίζεται ενάντια στις συμμορίες των Κάρατζιτς και σία. Όσο αφήνεται ο ελληνικός εθνικισμός να καλλιεργεί την ιδέα -αντίθετα ακόμα και από τις διακηρύξεις του Πατριάρχη- ότι οι σφαγιαζόμενοι πληθυσμοί του Σαράγεβο, της Τούζλα, του Γκόραζντε, κλπ., δεν έχουν και μεγάλη σημασία αφού στην πλειοψηφία τους δεν είναι «ορθόδοξοι» -αντίθετα από τα «παιδιά της Σερβίας»-, κανένα κίνημα διεθνούς αλληλεγγύης δεν μπορεί να οικοδομηθεί και καμία βοήθεια δεν μπορεί να δοθεί σε κανέναν πληθυσμό. Όσο γίνεται αποδεκτό ότι ένα προγονικό παραμύθι (για τον «Μεγαλέξανδρο» ή το Κοσσυφοπέδιο) μετράει περισσότερο από τους συγκεκριμένους πληθυσμούς και ανθρώπους και δεν οργανώνεται μια αλληλεγγύη με τους πληθυσμούς που σήμερα υποφέρουν (στη Δημοκρατία της Μακεδονίας ή στους Αλβανούς στο Κοσσυφοπέδιο), κανένα σοβαρό κίνημα αλληλεγγύης με κανέναν άλλο πληθυσμό δεν μπορεί να υπάρξει.

Προϋπόθεση επίσης είναι ο αγώνας για την προστασία των μεταναστών στην ίδια την Ελλάδα. Γιατί, όσο οι Αλβανοί ή οι Πόντιοι (ή οι Φιλιππινέζοι, κλπ.), αντιμετωπίζονται από το ελληνικό κράτος (αλλά και από την εργοδοσία, έως και από τον ίδιο τον ελληνικό πληθυσμό) σαν τουλάχιστον δεύτερης κατηγορίας άτομα, καμία βοήθεια δεν μπορεί να δοθεί σε καμία μειονότητα στο κόσμο. Οι Βορειοηπειρώτες άλλωστε το υπέστησαν αυτό στο πετσί τους. Πρέπει να υπάρξει ένα κίνημα που να ξανασυνδεθεί με την παράδοση της ελληνικής επανάστασης που αντιμετώπισε όλους τους εγκατεστημένους στην επικράτεια σαν Έλληνες. Ιδιαίτερα οι Έλληνες, που υπήρξαν στο παρελθόν μεταναστευτικός λαός, πρέπει να ξέρουν ότι οι χώρες υποδοχής μεταναστών χρησιμοποιούν τους μετανάστες ακριβώς σαν εργαζόμενους για υπερεκμετάλλευση, χωρίς δικαιώματα, με διαρκείς απειλές πάνω από το κεφάλι τους. Οι «ξένοι» εργάτες στην Ελλάδα πρέπει να αποκτούν δικαίωμα να είναι Έλληνες πολίτες μετά από ένα σύντομο διάστημα παραμονής τους στη χώρα: όχι μόνο αυτό αποτελεί στοιχειώδες δημοκρατικό δικαίωμα, αλλά επιπλέον μπορεί να εμποδίσει την αστική πολιτική του διαίρει και βασίλευε επί των εργαζομένων προς τέρψιν των κερδών. Όπως και είναι αδιανόητο για μια πολιτισμένη χώρα να διώχνει απόκληρους, όπως Ιρακινούς ή Κούρδους, με την πρόφαση ότι δεν είναι «νόμιμοι». Αντίθετα, θα έπρεπε η Ελλάδα να γίνει καταφύγιο για πολιτικούς και οικονομικούς πρόσφυγες, έστω και αν η ΕΟΚ έχει δώσει διαταγή για να γίνει μπούνκερ. Μόνο ένα κίνημα που μπορεί να καταγγείλει τον έρποντα (και όχι μόνο!) ρατσισμό μιας υποτιθέμενης «φυλετικής», ή έστω και πολιτιστικής, «ελληνικότητας» και που βάζει την αξία των ανθρώπων και των πληθυσμών πάνω από τα «εθνικά συμφέροντα», μπορεί να βοηθήσει αποτελεσματικά τους πληθυσμούς της περιοχής, ακόμα και ελληνικούς.

Ενίσχυση του αλβανικού λαού

Υπάρχουν ακόμα δύο ειδικότερες προϋποθέσεις για να μπορέσει να οικοδομηθεί ένα κίνημα αλληλεγγύης προς τον αλβανικό (ή βορειοηπειρωτικό) πληθυσμό.

Η μία είναι η απαίτηση από τον ελληνικό καπιταλισμό να ενισχύσει ανιδιοτελώς τη χώρα αυτήν, την Αλβανία. Γιατί η οικοδόμηση ενός αυταρχικού κράτους και αρχουσών ομάδων που στηρίζονται σε μισαλλόδοξα αντανακλαστικά προϋποθέτει ακριβώς την οικονομική και κοινωνική αθλιότητα στη χώρα αυτήν. Αθλιότητα στην οποία ακριβώς έρχεται να συμβάλει και η πολιτική των «ελαστικά κλειστών» και αυστηρά ελεγχόμενων συνόρων, καθώς και η συντήρηση -έτσι- των διαφόρων μαφιών. Και αντίστροφα, η ενίσχυση του αδελφικού των Ελλήνων και πανάρχαιου αυτού λαού είναι η υλική προϋπόθεση για μια αδελφική λύση (όπως λέει και ο αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος). Τη στιγμή αυτή, για λόγους που έχουν σχέση με την πρόσφατη ιστορία (και όχι βέβαια για κανέναν μυστηριώδη φυλετικό λόγο) η Ελλάδα διαθέτει την υλική δύναμη να προσφέρει μια πολύτιμη βοήθεια στο λαό αυτόν. Και προς το παρόν τουλάχιστον, ο αλβανικός λαός δεν έχει κανένα κανένα ιδιαίτερο αντι-ελληνικό μένος: πέρα από προστριβές που εύκολα μπορούν να λυθούν (σε σχέση με παλιές περιουσίες και σε σχέση με σημερινά δικαιώματα) τίποτα δεν χωρίζει τους δύο λαούς. Επιπλέον, μόνο η αγριότητα του ελληνικού καπιταλισμού επιτρέπει τη μεταχείριση των αλβανών εργαζομένων σαν φτηνή ανειδίκευτη εργατική δύναμη. Η αλβανική εργατική δύναμη είναι μια υπεύθυνη και μορφωμένη εργατική δύναμη, που περιμένει τις υλικές προϋποθέσεις για να ανθίσει.

Η δεύτερη προϋπόθεση (ειδικά για την Αλβανία) είναι η καταγγελία και καταπολέμηση όλων των δραστηριοτήτων των εθνικιστικών και φασιστοειδών ομάδων του ελληνικού μεσαίωνα. Δεν αρκεί, για παράδειγμα, να παριστάνει η ελληνική κυβέρνηση την αθώα περιστερά, όταν δολοφονούνται άγρια οι φαντάροι σε ένα αλβανικό φυλάκιο, ακόμα και αν είναι όπως η γυναίκα του Καίσαρα τίμια. Γιατί, ταυτόχρονα, όπως όλοι ξέρουν υπάρχουν ελληνικές ομάδες και συμμορίες που εξυμνούν τέτοιες δολοφονικές πρακτικές -π.χ. «Στόχος»-, έτσι που -ανεξάρτητα από τη διαλεύκανση της συγκεκριμένης υπόθεσης- να καλλιεργείται ένα κλίμα μίσους μεταξύ Ελλήνων και Αλβανών. Το ελληνικό και δημοκρατικό κίνημα, αντί να καταπίνει τους μισαλλόδοξους βομβαρδισμούς για τις δήθεν «προκλήσεις του Μπερίσα», θα έπρεπε να απαιτήσει από την ελληνική κυβέρνηση να εξετάσει κάθε τέτοιο ενδεχόμενο. Γιατί, αν δεν το κάνει, αφήνει δικαιολογημένα την εντύπωση -έστω και λαθεμένη- ότι συμμετέχει ή τουλάχιστον ανέχεται τις αντιαλβανικές δραστηριότητες των ελληνικών φασιστικών και εθνικιστικών συμμοριών. Και σε κάθε περίπτωση επιτρέπει την ανάπτυξη ενός ξενόφοβου και ρατσιστικού κλίματος μέσα στην Ελλάδα και ιδιαίτερα αντιαλβανικού (όπου βέβαια μπαίνουν και οι ελληνόφωνοι Βορειοηπειρώτες). Κανενός είδους «εθνική ομοφωνία» δεν πρέπει να συγκαλύψει το γεγονός ότι το ελληνικό φασισταριό είναι εχθρός μας και αδέλφια μας είναι οι Αλβανοί εργαζόμενοι.

Ένα εργατικό και δημοκρατικό κίνημα που θα εκπλήρωνε τις παραπάνω προϋποθέσεις θα μπορούσε να προσφέρει τεράστια πραγματική βοήθεια στην ελληνική μειονότητα της Αλβανίας. Χωρίς αυτήν, η ελληνική μειονότητα έχει έναν ουσιαστικό σύμμαχο: τους ίδιους τους Αλβανούς εργαζόμενους, που είναι διπλά καταπιεσμένοι, πρώτον από το ντόπιο κατεστημένο το προερχόμενο από τη νομενκλατούρα του Χότζα και που βιάζεται να γίνει αξιοπρεπής αστικής τάξη και δεύτερον από τις γειτονικές χώρες, όπως η Ελλάδα, που τους χρησιμοποιεί σαν μηχανάκια παραγωγής κέρδους. Είναι αλήθεια ότι στο παιχνίδι ανάμεσα στα κράτη, η ελληνική μειονότητα μπορεί να θεωρήσει το ελληνικό κράτος σαν ένα βοηθό, στο μέτρο που αυτό αυτοανακηρύσσεται «προστάτης του απανταχού ελληνισμού». Όμως είναι ένας δηλητηριώδης σύμμαχος και θα πρέπει τα πρωτοποριακά στοιχεία της μειονότητας να μην πέσουν στις παγίδες του και στις παγίδες των σοβινιστικών κύκλων της Ελλάδας.

Το ελληνικό κράτος αντιμετωπίζει τους πληθυσμούς σε όρους ισχύος και σφαιρών επιρροής, όπως ο Τσώρτσιλ και ο Στάλιν χάραζαν στο χάρτη τη μοίρα των πληθυσμών. Το ελληνικό κράτος αδιαφορεί πλήρως για τους ελληνικούς πληθυσμούς της Αλβανίας, έστω και αν το βολεύουν σε μια ενδεχόμενη γεωπολιτική διαπραγμάτευση: Για αυτό ακριβώς και οι Έλληνες της Αλβανίας θεωρούνται όπως και οι Τούρκοι της Ελλάδας: όχι άνθρωποι με ανάγκες, αλλά χαρτιά στα χέρια των τοπικών δυνάμεων. Για να λυθούν τα προβλήματα των ανθρώπων πρέπει να ανατραπούν αυτές οι λογικές, του ελληνικού εθνικισμού, αλλά και του αλβανικού αντίστοιχα (που άλλωστε αλληλοτρο- φοδοτούνται).

Η πραγματική καταπίεση που υφίστανται οι πληθυσμοί της περιοχής δεν θα σταματήσει αν αυτοί ενταχθούν σε ένα υποτιθέμενο «εθνικό» τους κέντρο -ακόμα και αν αυτό ήταν ευφικτό, που δεν είναι-, γιατί η ίδια η λογική της εθνικής καθαρότητας σημαίνει ότι οι σχέσεις πληθυσμών που επί αιώνες ζούσαν μαζί ξαφνικά δεν μπορούν παρά να είναι σχέσεις μίσους! Είναι ένα ψέμα, αλλά είναι και ένα πολύ επικίνδυνο ψέμα. Το υποστηρίζει αυτό ο Κάρατζιτς και οι ιμπεριαλιστές, αλλά το είδαμε το αποτέλεσμα. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να βυθιστούν όλα τα Βαλκάνια σε ένα βοσνιακό τέλμα. Αλλά για να αποφευχθεί αυτό πρέπει να εμποδιστούν οι εθνικιστικοί, στρατιωτικοί, φασιστικοί μηχανισμοί αλά Κάρατζιτς να κάνουν το έργο τους. Όπως και πρέπει να συντριβεί και η προετοιμασία των μεγάλων καπιταλιστικών κύκλων της περιοχής (κυρίως η Ελλάδα) προς μια τέτοια κατεύθυνση: Τόσο η ανάπτυξη των φασιστικών συμμοριών που «ετοιμάζονται» για «αντάρτικο στη Βόρεια Ηπειρο» ή για να «πάρουν την Αγιά Σοφιά», όσο και -που είναι και το κυριότερο- ο εθνικιστικός οδοστρωτήρας που έχει περάσει στην ελληνική κοινωνία, με τα ψέματα, τα παραμύθια και τις βάρβαρες αξίες του.

Η καλύτερη βοήθεια που έχει να προσφέρει το ελληνικό εργατικό και δημοκρατικό κίνημα στους λαούς της περιοχής είναι ασφαλώς μια έμπρακτη αλληλεγγύη και ενίσχυσή τους με πλήρη σεβασμό των δικών τους αποφάσεων (αυτοδιάθεση), αλλά και μια αποτελεσματική καταπολέμηση του ελληνικού εθνικισμού, που είναι ασφαλώς μια από τις κύριες εστίες αναταραχής και πρόκλησης αδελφοκτόνων εντάσεων, τη στιγμή που η ελληνική κοινωνία είναι και η κύρια κοινωνία της περιοχής που θα ήταν σε θέση να δώσει μια αποφασιστική αδελφική βοήθεια αλληλεγγύης.

Ηλίας Αλτίνογλου


Σπάρτακος 38, Ιούνης 1994

Σπάρτακος αρχείο


https://wp.me/p6Uul6-AW


 

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s