Παλαιστίνη: Για τις συμφωνίες της Ουάσιγκτον

Σπάρτακος 38, Ιούνης 1994


ΟΙ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΤΗΣ ΟΥΑΣΙΓΚΤΟΝ

Πώς να αναλυθεί η συμφωνία ανάμεσα στην ΟΑΠ και στο Ισραήλ και ποιές είναι οι προοπτικές: Στα ερωτήματα αυτά απαντάει ο συγγραφέας, σε ένα άρθρο που απηχεί και τις απόψεις του Γραφείου της Ενιαίας Γραμματείας της Τετάρτης Διεθνούς.

Salah JABER

 

Η συμφωνία που υπογράφτηκε στην Ουάσιγκτον στις 13 Σεπτεμβρίου 1993 από την ηγεσία Αραφάτ της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (ΟΑΠ) και από τη σιονιστική κυβέρνηση των Ράμπιν και Πέρες, υπό την προστασία του Μπιλ Κλίντον, είναι προϊόν τριών εξελίξεων που συνοψίζονται εδώ με χρονολογική σειρά.

  1. Η ακμή των μακρών πολιτικών οπισθοχωρήσεων της ηγεσίας της ΟΑΠ κάτω από τις ενωμένες πιέσεις του σιονιστικού κράτους, του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, των αντιδραστικών αραβικών κυβερνήσεων και της Μόσχας -τόσο του Μπρέζνιεφ, κατόπιν του Γκορμπατσώφ, όσο και του Γιέλτσιν.

Η ηγεσία Αραφάτ (η προέλευση των σημαντικά διεφθαρμένων εξορισμένων αστών γραφειοκρατών της ΟΑΠ καθώς και του παλαιστινιακού καπιταλισμού των κατεχόμενων περιοχών του 1967 και της διασποράς) έχασε τους τελευταίους της δεσμούς με τις μαχόμενες παλαιστινιακές μάζες, όταν έχασε τις τελευταίες θέσεις της στο Λίβανο κατά το 1982-83, κατά τις επιθέσεις, από το Ισραήλ και κατόπιν από τη Συρία. Τότε στράφηκε προς μια συμφωνία μέσω διαπραγματεύσεων με το σιονιστικό κράτος υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Πολιτειών:

*έπαινος του «σχεδίου Ρήγκαν» το 1982

*επανασυμφιλίωση με το βασιλιά Χουσεΐν της Ιορδανίας και κατόπιν με την αιγυπτιακή κυβέρνηση του Χόσνι Μουμπάρακ το 1983

*συμφωνία με την ιορδανική μοναρχία και ρήξη με την αριστερά της ΟΑΠ το 1985 (η συμφωνία αυτή ακυρώθηκε μονόπλευρα από το βασιλιά το 1986 και έκανε την ηγεσία Αραφάτ να επανασυμφιλιωθεί με την αριστερά της ΟΑΠ το 1987)

*επίσημη αναγνώριση του κράτους του Ισραήλ, το δικαίωμα της ύπαρξης του μέσα στα εξασφαλισμένα όρια, την επανεβεβαίωση του σχεδίου της «ιορδανοπαλαιστινιακής συνομοσπονδίας» και την «απάρνηση της τρομοκρατίας» το 1988.

  1. Ο μετασχηματισμός του εθνικού παλαιστινιακού αγώνα με το μεγάλο άλμα μπροστά της Ιntifada, το οποίο από τότε που άρχισε το Δεκέμβριο του 1987, τοποθέτησε τον παλαιστινιακό λαό -πιο συγκεκριμένα μέρος αυτού που διαμένει στην Δυτική Όχθη και τη Γάζα, υπό την κατοχή του Ισραήλ από το 1967- πίσω στο κέντρο της περιφερειακής πολιτικής.

Ενώ οι διαδοχικές ήττες της εξόριστης ΟΑΠ είχαν σημαντικά περιθωριοποιήσει το ρόλο της στην αραβική πολιτική, το 1987, το αυθόρμητο ξέσπασμα της Ιντιφάντα στα κατεχόμενα που είχε προωθηθεί από τη συσσωρευμένη στέρηση ενίσχυσε ξαφνικά τον παλαιστινιακό παράγοντα στο μεσανατολικό πολιτικό σκηνικό περισσότερο από κάθε άλλη φορά από τις σφαγές της Ιορδανίας του 1970. Ο βασιλιάς Χουσεΐν έβγαλε τα κατάλληλα συμπεράσματα και επίσημα παραιτήθηκε από την απαίτησή του να ξανακερδίσει τη Δυτική Οχθη που προσαρτήθηκε στο βασίλειό του από τον καιρό του αραβο-ισραηλινού πολέμου του 1948.

Τα σχέδια διευθέτησης των περιφερειακών διαμαχών που επιδίωκαν να παραμερίσουν τον παλαιστινιακό λαό με το να διαπραγματευτούν απευθείας με την Ιορδανία -ειδικότερα το σχέδιο Αλλον που προωθήθηκε από το ισραηλινό Εργατικό Κόμμα από τον καιρό των σφαγών στην Ιορδανία το 1970 και αναζωπυρώθηκε από τον Σιμόν Πέρες το 1986 μετά την επιστροφή του στην εξουσία της σιονιστικής κυβέρνησης συνασπισμού- έγινε στο εξής αδύνατο. Ήταν απαραίτητο να αντικατασταθεί ο Ιορδανός διαπραγματευτής από την ηγεσία Αραφάτ της ΟΑΠ, τον μόνο παλαιστινιακό αξιόπιστο συνομιλητή από άποψη πολιτικής αντιπροσωπευτικότητας και διάθεσης για συμμετοχή σε μια περιφερειακή PAX AMERICANA.

Η κυβέρνηση Ρήγκαν αντέδρασε σχετικά απαιτώντας νέες πολιτικές παραχωρήσεις από την ηγεσία Αραφάτ το 1988, πριν αρχίσει τον επίσημο διάλογο, μαζί της. Εν τούτοις αυτή η πρώτη επίσημη προσπάθεια κατέληξε σε αδιέξοδο: οι συνθήκες προόδου της μπλοκαρίστηκαν τόσο από την ισραηλινή μεριά -πολύ γρήγορα, όταν το Νοέμβριο 1988 για μια ακόμη φορά κυβερνούσε μόνη της η σιονιστική δεξιά υπό την αρχηγία του Σαμίρ- όπως και από την αραβοπαλαιστινιακή μεριά, αφού, απέναντι στην άρνηση του Λικούντ, ο Αραφάτ αποφάσιζε να παίξει το χαρτί του Ιράκ του Σαντάμ Χουσεΐν, που είχε αναδειχθεί στρατιωτικά δυναμωμένο από τον πόλεμό του με το Ιράν. Η Βαγδάτη φαινόταν πλέον σαν η κύρια βάση πολιτικο-στρατιωτικής στήριξης της ηγεσίας της ΟΑΠ, αντισταθμίζοντας έτσι την παραίτηση ενός Γκορμπατσώφ από κάθε διάθεση να προσφέρει αντίβαρο στις πιέσεις των ΗΠΑ.

  1. Η ανατροπή των συσχετισμών δύναμης στη Μέση Ανατολή με τον πόλεμο του Κόλπου το 1991 και η επιβεβαίωση της ευθυγράμμισης της Μόσχας με την πολιτική της Ουάσιγκτον σ’αυτή την περιοχή του κόσμου.

Η καταστροφή του Ιράκ βιώθηκε από τον παλαιστινιακό λαό, και όχι χωρίς αιτία, ως μία ήττα της υπόθεσής του -όχι επειδή θα ήταν σωστό να στηριχτούν πάνω στην απάνθρωπη αστική δικτατορία του Σαντάμ Χουσεΐν, αλλά με την λογική ότι η συντριβή του Ιρακ άλλαζε ριζοσπαστικά την ισορροπία της περιφερειακής στρατιωτικής δύναμης προς όφελος του Ισραήλ. Αυτή η αλλαγή όμως δεν ήταν έργο του σιονιστικού στρατού -που αυτή τη φορά δεν είχε τα μέσα να κάνει τη δουλειά μόνος του όπως το 1948, 1967 και 1973- αλλά του ίδιου του στρατού των Ηνωμένων Πολιτειών. Για την Ουάσιγκτον ήταν αναγκαίο να επισφραγίσει την επιβεβαίωση της στρατιωτικής υπεροχής της στη Μέση Ανατολή με την ίδρυση μιας «νέας περιφερειακής τάξης», ενός ζωτικού παράγοντα της «νέας παγκόσμιας τάξης πραγμάτων» που κήρυξε ο Μπους.

Για πρώτη φορά στην ιστορία οι συνθήκες φάνηκαν ευμενείς για την ίδρυση μιας σφαιρικής PAX AMERICANA σ’αυτή τη περιοχή του κόσμου: η ηγεμονία των ΗΠΑ ήταν δυνατότερη και λιγότερο αμφισβητούμενη από κάθε άλλη φορά, έχοντας γίνει συνένοχος ο παραδοσιακός σοβιετικός αντίπαλος- από τα δύο αραβικά φρούρια εθνικιστών μετά την αποσκίρτηση της Αιγύπτου, το πρώτο, το Ιράκ συντρίφτηκε και το άλλο, η Συρία «γύρισε» και ενώθηκε με το στρατόπεδο των συμμάχων της Ουάσιγκτον- ο Αραφάτ ήταν πιο αδύναμος και πιο απομονωμένος από κάθε άλλη φορά από το 1967 και γι’αυτό έτοιμος για κάθε άλλο συμβιβασμό. Παραδόξως το κύριο εμπόδιο στην PAX AMERICANA ήταν στο εξής η ίδια η σιονιστική δεξιά με τη μορφή της κυβέρνησης Σαμίρ.

Με την ελπίδα να αποκτήσει το δάνειο των δέκα δισεκατομμυρίων δολλαρίων που είπε ότι χρειαζόταν για να απορροφησει το κύμα των Εβραίων προσφύγων από τη Σοβιετική Ένωση, ο Σαμίρ δέχτηκε να πάρει μέρος στις διαπραγματεύσεις που εγκαινιάστηκαν με μεγάλη μεγαλοπρέπεια από τον Μπους στην Μαδρίτη τον Οκτώβριο του 1991. Για πρώτη φορά όλα τα επίσημα μέλη στην ισραηλοαραβική διαμάχη αντιπροσωπεύονταν, συμπεριλαμβανομένης και της ηγεσίας Αραφάτ στην ΟΑΠ, η οποία στην πραγματικότητα καθοδηγούσε την παλαιστινιακη αντιπροσωπεία -ακόμα και αν οι εξευτελιστικες συνθήκες που υιοθετήθηκαν για καθαρά τυπικούς λόγους (κανένας εξόριστος ή από την ανατολική Ιερουσαλήμ αντιπρόσωπος) που επιβλήθηκε από το Σαμίρ έγιναν σεβαστές. Εν τούτοις οι διαπραγματεύσεις αποτελματώθηκαν πολύ γρήγορα λόγω του πείσματος της σιονιστικής δεξιάς. Το αποτέλεσμα ήταν η πιο θεαματική αναμέτρηση στην ιστορία των σχέσεων μεταξύ Ισραήλ-ΗΠΑ με την προφανή διαφωνία μεταξυ ανάδοχου και βαπτιστικού του και την άρνηση της συγκατάθεσης για το δάνειο που απαιτήθηκε χωρίς πολιτικό αντιστάθμισμα.

Ο προκαταρκτικός όρος για τη συμφωνία

Οι πιέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών, η προοπτική για μια διάσπαση μεταξύ της παγκόσμιας υπερδύναμης και του σιονιστικου προστατευόμενου την ώρα που η ισραηλινή κοινωνικο-οικονομική κατάσταση χειροτέρευε αδιάκοπα ήταν ένας αποφασιστικός παράγοντας στη νίκη που μετά βίας πέτυχε το κόμμα των Ραμπίν και Πέρες στις ισραηλινές εκλογές του 1992. Η επιστροφή αυτής της ομάδας στην εξουσία άνοιξε το δρόμο για την PAX AMERICANA που μπλόκαρε ο Σαμίρ. Το 1987-88 οι Ραμπίν και Πέρες -υποστηριζόμενοι από τους ανώτερους κύκλους στο σιονιστικό στρατιωτικό ίδρυμα- είχαν κιόλας θέσει την ερώτηση για «εδαφικούς συμβιβασμούς» στο κέντρο της πολιτικής της εκστρατείας.

Για τους δύο «εργατικούς» ηγέτες, που ήταν πιστοί στο σχέδιο Αλλον, το Ισραήλ ήταν υποχρεωμένο να διαλέξει μεταξύ «εδαφών» από τη μια μεριά και «εβραϊσμού» του «δημοκρατικού» κράτους (sic) από την άλλη, οι άλλες δυο εκλογές φαίνονταν σ’αυτούς αδύναμες μακροπρόθεσμα, καθόσον διακινδύνευαν την ανεπανόρθωτη καταστροφή της υποστήριξης των ιμπεριαλιστικών χωρών και των εκεί εβραϊκών κοινοτήτων, για το σιονιστικό κράτος -υποστήριξη από την οποία είναι δομικά εξαρτημένο αυτό το κράτος.

Η βίαιη «εν ψυχρώ» απέλαση των Παλαιστινίων ήταν ασύλληπτη, εκτός από την τρέλα των ημιφασιστών σιονιστών της άκρας δεξιάς, αντιπροσωπευόμενοι στην κυβέρνηση Σαμίρ. (Το πρόβλημα των Σιονιστών είναι ότι οι Παλαιστίνιοι το 1967 είχαν μάθει το μάθημά τους το 1948 και θέλαν τα εδάφη τους). Η προσάρτηση της Δυτικής Οχθης και της Λωρίδας της Γάζας ήταν έτσι αδύνατη, γιατί η παροχή της Ισραηλινής υπηκοότητας στους κατοίκους αυτών των περιοχών η οποία θα συνεπάγονταν από το διεθνή νόμο, θα μεταμόρφωνε ριζοσπαστικά την εθνική σύνθεση του κράτους του Ισραήλ, βάζοντας την ιδιότητά του ως «εβραϊκό κράτος» σε κίνδυνο. Εκτός αυτού, η επιλογή του Λικούντ, δηλαδή μια έρπουσα προσάρτηση χωρίς την παροχή υπηκοότητας, θα διαιώνιζε μια κατάσταση απαρτχάιντ η οποία πέραν του γεγονότος ότι αμαυρώνει την «δημοκρατική» εικόνα του σιονιστικού κράτους -έγινε αυξανόμενα επικίνδυνη με τη ριζοσπαστικοποίηση του αγώνα των Παλαιστινίων υπό κατοχή και την πολύ πιο γρήγορη αύξηση του πληθυσμού της σε σύγκριση με τους Ισραηλίτες (με εξαίρεση τη μετανάστευση). Με τις συμφωνίες του Καμπ Ντέιβιντ μεταξύ των Μπέγκιν και Σαντάτ κάτω από την προστασία του Κάρτερ, το ίδιο Λικούντ είχε υιοθετήσει από το 1979 την προοπτική της αυτόνομης, παλαιστινιακής διαχείρισης στα κατεχόμενα εδάφη από το 1967 χωρις για όλα αυτά να παραδεχθούν το αξίωμα των «εδαφικών συμβιβασμών». Για τον Μπέγκιν και περισσότερο για τον Σαμίρ, το Ισραήλ θα έπρεπε να κρατήσει αυτά τα εδάφη ξαναονομάζοντάς τα «Ιουδαία και Σαμάρεια», παραχωρώντας ένα είδος εξω-εδαφικού καθεστώτος για τους παλαιστίνιους κατοίκους τους: ένα είδος συμβολικής νομικής απέλασης.

Για τους Ραμπίν/Πέρες και όλους τους φωτισμένους σιονιστές, το Ισραήλ είχε κάθε συμφέρον στην «ανταλλαγή γης με την ειρήνη». Βέβαια αυτό γι’αυτούς δεν σήμαινε την συνολική επιστροφή των εδαφών του 1967 και ακόμα λιγότερο τη μερική επιστροφή των εδαφών του 1948 (όπου το τρίγωνο και η Γαλιλαία είναι ακόμα αραβικά) και η ακύρωση των ρατσιστικών νόμων που εμποδίζουν τους παλαιστίνιους να γυρίσουν ή να ζήσουν όπου θέλουν στη γη από τη οποία απελάθησαν και να απολαύσουν την πλήρη ισότητα των δικαιωμάτων με όλους τους κατοίκους, χωρίς καμία διάκριση -ο μόνος ιστορικός συμβιβασμός ικανός να οδηγήσει μια αυθεντική ειρήνη μεταξύ του ισραηλινού και παλαιστινιακού λαού στο σύνολο. Αυτό που διακυβεύεται για τους φωτισμένους σιονιστές, στο κείμενο του σχεδίου Αλλον, είναι μόνο η μερική αποχώρηση από τα κατεχόμενα εδάφη του 1967 – αποχώρηση από τις ζώνες παλαιστινιακού πληθυσμού εκτός από την ανατολική Ιερουσαλήμ που προσαρτήθηκε το 1967 από το Εργατικό Κόμμα, με την συντήρηση των σιονιστικών οικισμών όλων των στρατηγικών τμημάτων των περιοχών (ιδιαίτερα κατά μήκος της Ιορδανίας- η πλειοψηφία των οικισμών στη Δυτική Όχθη ιδρύθηκαν από το Εργατικό Κόμμα) και μόνιμη ανάπτυξη του στρατού για την εξασφάλιση του ελέγχου αυτών των περιοχών και την διήθηση των ανθρωπιστικών και υλικών ανταλλαγών μεταξύ των παλαιστινιακών ζωνών και του αραβικού περιβάλλοντος. Ως αντάλλαγμα για αυτή την καρικατούρα του «εδαφικού συμβιβασμού» το σιονιστικό ρατσιστικό κράτος απαίτησε την αναγνώριση της νομιμότητάς του από τους Αραβες γείτονές του, τη δεσμευσή τους να προφυλάσσουν την ασφάλεια των συνόρων τους και την «προτυποποίηση» των σχέσεων τους με αυτό, αυτό είναι ουσιαστικά -πέρα από διπλωματικά σχήματα ασφαλώς όχι επουσιώδες- το άνοιγμα των αραβικών αγορών σε ισραηλινά αγαθά και κεφάλαια (πράγματι η εισροή των αραβικών κεφαλαίων στις εβραϊκές τράπεζες).

Οι ιστορικές εξελίξεις που περιγράφονται πιο πάνω την ίδια στιγμή παρείχαν σ’αυτό το σχέδιο έναν επείγοντα χαρακτήρα που δεν είχει ποτέ προηγουμένως και επέβαλαν μια τροποποίηση στην αρχική ερμηνεία που προωθήθηκε από τον Υγκάλ Αλλον και υποστηρίχθηκε από τους Ράμπιν και Πέρες:

Η Ιντιφάντα έχει αυξήσει αρκετά την επείγουσα ανάγκη μιας ισραηλινής αποχώρησης από τις παλαιστινιακές κατοικημένες ζώνες της Δυτικής Όχθης και της Γάζας. Εξαναγκάζοντας το σιονιστικό στρατό να καταστέλλει μόνιμα διαδηλώσεις με μεγάλη συμμετοχή γυναικοπαίδων, η Ιντιφάντα έχει φέρει μια πραγματικά «ηθική γάγγραινα» στα σώματα ενός στρατού για τον οποίο η ιδεολογική κινητοποίηση -η πεποίθηση ότι πολεμούν για την «επιβίωση του Ισραήλ» πάντα ήταν ο παράγοντας της πρώτης τάξης για την ικανότητά της. Μ’αυτή την έννοια η Ιντιφάντα εμπνεύσθηκε από τα μαθήματα της λιβανέζικης αντίστασης στη σιονιστική κατοχή, την πρώτη περίπτωση στην ιστορία του κράτους του Ισραήλ που έπρεπε να αποτραβηχτούν από μια αραβική περιοχή χωρίς να έχουν πραγματοποιήσει τους στόχους τους ή να έχουν επιβάλλει τους όρους τους, ο πληθυσμός και ο στρατός του Ισραήλ έχοντας χάσει κάθε κίνητρο να μείνει στο Λίβανο ήταν αντιμέτωπος με ένα αυξανόμενο μαζικό κίνημα και από μια στρατιωτική δύναμη ανταρτών που ήταν αρκετά επαρκής να τροφοδοτήσει την αυξανόμενη πολιτική πίεση για αποχώρηση. Από το 1988 και μετά η ελίτ του σιονιστικού στρατιωτικού κατεστημένου υποστήριζε την αποχώρηση από τη Γάζα και τις παλαιστινιακές κατοικημένες ζώνες της Δυτικής Οχθης, ακόμα και κάτω από τη μορφή μιας μονόπλευρης, αδιαπραγμάτευτης αποχώρησης, αφού έτσι κι αλλιώς ο στρατός θα κρατούσε αυτές τις περιοχές κάτω από τον έλεγχό του, ώστε να αποφευχθεί κάθε απειλή για την ασφάλεια του Ισραήλ και τους σιονιστικούς οικισμούς καθώς θα ελευθερώνεται από το εξοντωτικό έργο του ελέγχου του πολιτικού πληθυσμού.

Βέβαια, όπως όλοι οι παρατηρητές δεν παρέλειψαν να προσέξουν, η Ιντιφάντα από το 1989, και κατόπιν μετά τον Πόλεμο του Κόλπου, γνώρισε μια ύφεση και έδειξε σημάδια κόπωσης, χωρίς να παύσει ή να ξαναγυρίσει στην κατάσταση πριν από το 1987. Τίποτα όμως δεν εξουσιοδοτούσε κανέναν στο Ισραήλ να αξιώσει ότι η κατάσταση βρισκόταν στην επαναφορά του «κανονικού». Πράγματι η Ιντιφάντα πρόσθεσε μια καινούργια διάσταση στον αγώνα της, με προφανή πρόοδο από τον πόλεμο του Κόλπου, δηλαδή την αναγέννηση των βίαιων πράξεων, μεμονωμένα ή οργανωμένα, παρακινούμενες από Παλαιστίνιους κατά των σιονιστικών αποίκων, κατά του στρατού κατοχής, έως και μέσα στο επίσημο έδαφος του Ισραηλινού κράτους.

Εννοείται ότι αυτές οι βίαιες πράξεις (πολλές εκτελούνταν χωρίς όπλα) δεν είναι της φύσης ή της πυκνότητας να απειλήσουν την «ασφάλεια του Ισραηλινού κράτους» με τον ίδιο τρόπο που οι Λιβανέζοι αντάρτες δεν μπoρούσαν να νικήσουν στρατιωτικά το σιονιστικό στρατό. Αλλά αυτές οι ενέργειες ήταν και παραμένουν σ’ένα επαρκές επίπεδο, ώστε να προκαλέσουν ένα αίσθημα αβεβαιότητας μεταξύ του Ισραηλινού πληθυσμού και ειδικά στους τομεις που έχουν επαφή με τον παλαιστινιακό λαό, τους αποίκους και βέβαια το στρατό αλλά και αστούς Ισραηλίτες που έχουν επαφή με τους Παλαιστίνιους εργάτες τους οποίους εκμεταλλεύονται με τον ίδιο τρόπο όπως στη Νότια Αφρική.

Αυτή η σκλήρυνση των μορφών πάλης της Ιντιφάντα, που ήταν τελείως προβλέψιμη εξαιτίας ακριβώς της σχετικής εξάντλησης των διαδηλώσεων και της αυξανόμενης ισραηλινής αντίδρασης στους λιθοβολισμούς με θανατηφόρα πυρά, ήταν κυρίως το έργο ενός ρεύματος που έχει αναπτυχθεί σημαντικά από την αρχή της Ιντιφάντα ανάμεσα στους Παλαιστινίους των περιοχών του 1967: το ισλαμικό φονταμελιστικό ρεύμα που ως επί το πλείστον εκφράζεται από την κίνηση ισλαμικής αντίστασης του Χαμάς. Στην Παλαιστίνη, όπως και σε άλλες περιπτώσεις ισλαμικής φονταμελιστικής ανόδου αυτό το ρεύμα τρέφεται από την απελπισία των μαζών, αντιμέτωπων με μια όλο και πιο ανυπόφορη καταπίεση καθώς η ιστορική χρεωκοπία του αστικού εθνικισμόυ έχει γίνει έκδηλη (στην Παλαιστίνη οι επαναληπτικές υπαναχωρήσεις της ηγεσίας Αραφάτ) και η αριστερά είναι είτε ασήμαντη (στις περισσότερες περιπτώσεις) ή πολιτικά ανήμπορη να κτίσει μια εναλλακτική ηγεσία στην αστική ηγεσία σε μια ιστορική κλίμακα (το παλαιστινιακό ζήτημα). Έτσι η ανάπτυξη του φονταμενταλιστικού ρεύματος, σε πολλές περιπτώσεις, αν όχι στην πλειοψηφία δεν είναι πρώτο και βασικότερα η έκφραση μιας μετακίνησης στα δεξιά μιας κοινωνίας, σε διαφοροποίηση με την αύξηση του φασισμού στην Ευρώπη, την οποία πολλοί αναφέρουν για να ιδρύσουν ψεύτικες αναλογίες και να δικαιολογήσουν την υποστήριξή τους προς τις δικτατορίες που προέρχονται από τον αστικό εθνικισμό. Αυτή η αύξηση -και αυτό είναι φανερό στην παλαιστινιακή υπόθεση- μπορεί να αντιπροσωπεύει πρώτα την έκφραση μιας ριζοσπαστικοποίησης του εθνικού και δημοκρατικού αγώνα, αποπροσανατολισμένου και παραμορφωμένου για τους πιο πάνω ιστορικούς λόγους, με τον ίδιο τρόπο όπως ήταν και ο αγώνας των ιρανικών μαζών εναντίον του Σάχη. Παραμένει αληθινό βέβαια ότι η φονταμενταλιστική ηγεμονία ενός μαζικού κινήματος που γεννιέται κάτω από αυτές τις συνθήκες είναι τέτοιας φύσης ώστε να προσανατολίζεται προς μια αντιδραστική οπισθοχώρηση των μορφών συνείδησης συνδυασμένης με μια σκοταδιστική και σεξιστική καταστολή, μέσα στο ίδιο το κίνημα.

Η αύξηση βίαιων πράξεων που υποστήριζαν και διεκδικούσαν οι Παλαιστίνιοι φονταμενταλιστές και η διόγκωση του ρεύματός τους μέσα στον πληθυσμό τους έκανε «τα μαύρα πρόβατα» για την κυβέρνηση του Γιτζάκ Ράμπιν. Ο τελευταίος νόμιζε ότι είχε πετύχει ένα μεγάλο χτύπημα εκδιώχνοντας 415 από αυτούς στο Νότιο Λίβανο το Δεκέμβριο του 1992: στην πραγματικότητα έκανε ένα χοντρό λάθος δίνοντας στο κίνημά τους μια εκπληκτική πολιτική επιτυχία στα ΜΜΕ.

Ο Ράμπιν στηριζόταν σε μια ενδεχόμενη απομόνωση των φονταμενταλιστών, οι οποίοι απέρριπταν με σφοδρότητα τις «ειρηνικές διαπραγματεύσεις» που οργανώθηκαν από την Ουάσιγκτον και βίαια κριτικάριζαν την ηγεσία Αραφάτ της ΟΑΠ. Αλλά αναγκάστηκε να αντιληφθεί το φυσικό και προβλέψιμο γεγονός ότι η ισραηλινή καταστολή αυτού του ρεύματος, που στόχευε να το αποδυναμώσει οργανωτικά, το ενδυνάμωνε πολιτικά. Το μάθημα της Ιορδανίας ήταν πάλι υπογραμμισμένο -η επέμβαση του σιονιστικού στρατού στην άλλη πλευρά του Ιορδάνη τον Απρίλη του 1968 (μάχη του Κάραμεχ) είχε γαλβανίσει αυτούς που πίστευε ότι θα τους αποθάρρυνε από τη συνέχιση του αγώνα τους. Μόνο η πράξη του ίδιου του ιορδανικού στρατού μπόρεσε να νικήσει το ένοπλο κίνημα των παλαιστινιακών μαζών. Αυτό το ίδιο μάθημα επαναλήφθηκε στο Λίβανο, όπου ένας αραβικός στρατός, εκείνος της Συρίας, ήταν περισσότερο αποδοτικός στο να κόψει το λαιμό του κινήματος των παλαιστινιακών μαζών παρά οι πολλαπλές ισραηλινές επεμβάσεις.

Με μια έννοια, το ιορδανικό μάθημα του 1970 ήταν στην πηγή του σχεδίου Αλλον, όπως δείχθηκε παραπάνω. Αυτό το σχέδιο σκόπευε να επιφορτίσει την ιορδανική μοναρχία με τον κατασταλτικό έλεγχο των ζωνών της Δυτικής Όχθης που κατοικούνται από Παλαιστίνιους. Όμως, από τον καιρό της Ιντιφάντα, αυτή η «ιορδανική επιλογή», όπως ονομάστηκε, έγινε απαρχαιωμένη. Δεδομένου ότι το ίδιο το Λικούντ είχε δεχθεί να διαπραγματευτεί με σχεδόν άμεσο τρόπο με την ηγεσία της ΟΑΠ, αυτή η καινούργια «επιλογή», η επιλογή Αραφάτ, θα μπορούσαν να την οραματιστούν οι Ράμπιν-Πέρες, χωρίς τόσους πολλούς πολιτικούς κινδύνους. Εξασφάλισαν μια συμφωνία της ισραηλινής νομοθεσίας με τις πράξεις τους, καταργώντας την ποινικοποίηση των επαφών με την ΟΑΠ. Συμφώνησαν σε έμμεσες, μετά άμεσες, αλλά πάντα μυστικές, διαπραγματεύσεις με την ηγεσία Αραφάτ, η οποία οδήγησε στη συμφωνία της Ουάσιγκτον.

Η συμφωνία της Ουάσιγκτον

Το μοναδικό νέο στοιχείο στην πορεία Όσλο-Ουάσιγκτον σε σχέση με το ιστορικό σχέδιο της ηγεσίας Ράμπιν-Πέρες είναι το γεγονός ότι εκπονήθηκε απ’ευθείας με την ηγεσία της ΟΑΠ μάλλον παρά με τον βασιλιά Χουσεΐν ή αντιπροσώπους των Παλαιστινίων από τα κατεχόμενα εδάφη.

Το να πιστέψει κανείς ότι η συμφωνία αντιπροσωπεύει μια ρήξη με τη » σιονιστική ομοφωνία» για την ισραηλινή κυριαρχία πάνω στα εδάφη τα κατεχόμενα από το 1967 είναι σα να παρανοεί τη φύση αυτής της συναίνεσης, που ποτέ δε στηρίχθηκε στο «Μεγάλο Ισραήλ» των εξτρεμιστών σιονιστών ούτε ακόμα στην «Ιουδαία και Σαμάρεια» του Λικούντ και των μυστικιστών. Η συζήτηση που προκλήθηκε από τους Ράμπιν και Πέρες το 1988 για τον «εδαφικό συμβιβασμό», σε συνέχεια με το σχέδιο Αλλον, το αποδεικνύει. Υπήρχε, αντίθετα,, μια αναντίρρητη «σιονιστική συναίνεση» στο ερώτημα των απευθείας διαπραγματεύσεων με την ΟΑΠ -αν και ο Σιμον Πέρες ειδικότερα έχει φροντίσει τα τελευταία χρόνια, κυρίως μετά την αρχή των απευθείας διαπραγματεύσεων μεταξύ της Ουάσιγκτον και της ηγεσίας της ΟΑΠ το 1988, να μετασχηματίσει την απόλυτη άρνηση του διαλόγου σε άρνηση υπό όρους στις παραχωρήσεις που απαιτούνται από την τελευταία, παραχωρήσεις ισοδύναμες με μια γενική απάρνηση ολόκληρης της ιστορικής της ταυτότητας και όλων αυτών που επέτρεπαν σ’αυτή να θεωρείται σαν ενσάρκωση του παλαιστινιακού εθνικού αγώνα.

Οι Ράμπιν-Πέρες διάλεξαν να διασπάσουν αυτή τη συναίνεση, αντί να αρκεστούν να διαπραγματευτούν με την αντιπροσωπεία των Παλαιστινίων από τα κατεχόμενα εδάφη στις διαπραγματεύσεις που οργανώθηκαν από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Για να εκτιμήσει κανείς την ιστορική σημασία αυτής της απόφασης, που οδήγησε στην αναγνώριση της ΟΑΠ ως «αντιπροσώπου του παλαιστινιακού λαού» -χωρίς να υποκύψει στην τρομερή δηλητηρίαση των ΜΜΕ που προέκυψε από τη συμφωνία στο θέμα της «ειρήνης», που ισχυρά μοιάζει με τη «νέα παγκόσμια τάξη» -είναι αναγκαίο να εξετάσει τους λόγους που βρίσκονται πίσω από την ισραηλινή απόρριψη. Το πρόβλημα δεν ήταν πλέον -ήδη από καιρό και χωρίς δυνατή αμφισβήτηση από τα τέλη του 1988- το θεμελιακό πρόγραμμα της ΟΑΠ που ζητούσε την καταστροφή του σιονιστικού κράτους. Η ηγεσία της ΟΑΠ είχε προοδευτικά εγκαταλείψει την Παλαιστινιακή Εθνικό Χάρτα του 1968 για να αξιώσει τη διαπραγμάτευση μιας ρύθμισης με το κράτος του Ισραήλ, προσφέροντας την αναγνώρισή του και την ειρηνική συνύπαρξη με αυτό σε αντάλλαγμα με μια ισραηλινή αποχώρηση από τα κατεχόμενα εδάφη του 1967 που να οδηγεί στην δημιουργία ενός «ανεξάρτητου και κυρίαρχου παλαιστινιακού κράτους», ενός κράτους όλων των Παλαιστινίων, συμπεριλαμβανομένων και των προσφύγων. Η τελευταία διεκδίκηση είχε γίνει, από πολλά χρόνια, αντικείμενο της εθνικής παλαιστινιακής συναίνεσης, ο μόνος αντικειμενικά κοινός σε όλες τις εδαφικές ομάδες και όλες τις πολιτικές τάσεις του παλαιστινιακού λαού στόχος -ένα μεταβικό πρόγραμμα πολύ πιο ρεαλιστικό από το μαξιμαλιστικό στόχο της «απελευθέρωσης της Παλαιστινίνης».

Αυτή η συναίνεση, ωστόσο, είχε πρόσφατα διασπαστεί de facto από την ηγεσία Αραφάτ της ΟΑΠ, όταν αυτή δέχθηκε διαπραγματεύσεις στο πλαίσιο της «συνδιάσκεψης της Μαδρίτης» για «παλαιστινιακή αυτονομία», που προβλέπεται στο ισραηλινό-αιγυπτιακό σύμφωνο του Καμπ Ντέιβιντ, το οποίο η ΟΑΠ είχε σφοδρά καταγγείλει τη στιγμή που υιοθετήθηκε. Ο στόχος του ανεξάρτητου και κυρίαρχου παλαιστινιακού κράτους διατηρήθηκε ωστόσο επισήμως στα λόγια. Εάν η ισραηλινή κυβέρνηση του Σαμίρ ακόμα αρνείτο να διαπραγματευθεί απευθείας με την ηγεσία Αραφάτ, αυτό συνέβαινε γιατί εκτιμούσε ότι αυτό ήταν ισοδύναμο με μια αναγνώριση των δικαιωμάτων των Παλαιστινίων της διασποράς. Ήταν άρνηση να αναγνωρίσει αυτά τα δικαιώματα, τα οποία, από την προγραμματική προσαρμογή της ΟΑΠ, είχαν γίνει η κύρια αιτία για τη σιονιστική ομοφωνία για μη-αναγνώριση.

Όταν ο ίδιος ο Μπέγκιν υπέγραψε το σύμφωνο του Camp David, η ισραηλινή κυβέρνηση αναγνώρισε, πριν από 15 χρόνια κιόλας, όχι μόνο την «ύπαρξη» των Παλαιστινίων στα κατεχόμενα του 1967 αλλά και το δικαίωμα τους για αυτόνομη διοίκηση και, μετά από μια μεταβατική περίοδο 5 χρόνων, και το δικαίωμά τους να έχουν λόγο για το μέλλον τους. Ολες οι φράξιες του σιονιστικού κατεστημένου πάντα όμως αρνούνταν να αναγνωρίσουν τα δικαιώματα των Παλαιστινίων προσφύγων, δηλαδή της πλειοψηφίας του παλαιστινιακού λαού η οποία βίαια είχε εξοριστεί από το σιωνισμό, και της οποίας η ίδια η ύπαρξη αποτελεί διαρκή υπόμνηση της ιστορικής αδικίας που χαρακτηρίζει το θεμέλιο του ισραηλινού κράτους και του «παλαιστινιακού προβλή- ματος», πολύ νωρίτερα από το 1967.

Η αναγνώριση της ΟΑΠ από τον Ράμπιν ως «αντιπροσώπευση του παλαιστινιακού λαού» θα αποτελούσε γεγονός εξαιρετικής ιστορικής σημασίας αν είχε αυτή την έννοια, αν επρόκειτο για την αναγνώριση των δικαιωμάτων ολόκληρου του παλαιστινιακού λαού. Στην πραγματικότητα όμως ο Ράμπιν δεν αναγνώρισε την ΟΑΠ όπως αυτή είναι και όπως το σιονιστικό κατεστημένο πάντα αρνιόταν να την αναγνωρίσει. Αυτό που ο Ράμπιν αναγνώρισε είναι μια ΟΑΠ υποταγμένη στους όρους του καθώς και στους όρους του Πέρεζ, πέρα και απ’ ό,τι θα μπορούσαν ποτέ να είχαν ελπίσει. Δηλαδή όχι μόνο μια ηγεσία της ΟΑΠ που αναγνωρίζει εκ των προτέρων τη νομιμότητα του ισραηλινού κράτους, δηλαδή, ενός σιονιστικού -ρατσιστικού κράτους που είναι χτισμένο στη δίωξη και στην αιματηρή καταπίεση του παλαιστινιακού λαού, χωρίς να αναφέρουμε τους γειτονικούς λαούς -πράγμα που, ας το ξαναθυμίσουμε, είναι επίσημο ήδη από το 1988. Αλλά επιπλέον, και προπαντός, μια ηγεσία της ΟΑΠ που δέχεται να υπογράψει μια συμφωνία «ειρήνης» από τις πιο άδικες και ταπεινωτικές στην ιστορία των συνθηκολογήσεων, αφού όχι μόνο αφορά τη μοιρασιά των κατεχόμενων εδαφών ανάμεσα σε κατακτητές (στρατός και οικισμοί) και σε ντόπιο πληθυσμό, αλλά και αρνείται το δικαίωμα να αποκτήσουν τα εκκενωμένα εδάφη τα χαρακτηριστικά της ανεξαρτησίας, όπως έναν εθνικό στρατό, ή και απλώς να ονομαστούν «κράτος» (μόνο «αυτοκυβέρνηση»). Η συμφωνία δεν αναγνωρίζει κανένα δικαίωμα στους πρόσφυγες του 1948, δηλαδή της μεγάλης πλειοψηφίας των Παλαιστινίων, ούτε καν το δικαίωμα να εγκατασταθούν στα εδάφη της «αυτοκυβέρνησης» στη Δυτική Όχθη και τη Γάζα. Ακόμα και για τους πρόσφυγες του 1967 (οι οποίοι τότε έφυγαν λόγω της σιονιστικής εισβολής) μόνο ένα τμήμα τους θα επιτραπεί να επιστρέψει, με βάση καταλόγους που πρέπει να τους εγκρίνουν οι αρχές κατοχής.

Η λίστα των αισχρών όρων του συμφώνου θα μπορούσε να συνεχιστεί («η δομή και οι αρμοδιότητες της παλαιστινιακής εξουσίας» και ακόμα και «το εκλογικό σύστημα» χρειάζονται πρώτα την άδεια της σιονιστικής κυβέρνησης, οι πηγές νερού πρέπει να μοιράζονται, οι φυλακισμένοι δεν αναφέρονται καν, κ.λ.π.), Τα προαναφερόμενα όμως αρκούν για μια εκτίμηση του αληθινού χαρακτήρα του συμφώνου. Αυτό απορρίπτεται από ένα πολύ φαρδύ φάσμα των παλαιστινιακών δυνάμεων από τους φονταμενταλιστές μέχρι την ακροαριστερά, περνώντας από τους πιο μετριοπαθείς αστούς εθνικιστές που μέχρι τη σύναψη του συμφώνου ανήκαν στο κατεστημένο της ΟΑΠ, έως και στην ανώτερη ηγεσία της. Το αναντίρρητο αυτό γεγονός αποτελεί μια λαμπρή απόδειξη του ότι η πιο σοβαρή «ρήξη της συναίνεσης» που προκαλεί η συμφωνία είναι ασφαλώς η ρήξη της εθνικής συναίνεσης των Παλαιστινίων -και που είναι πολύ πιο σοβαρή, μαζική και βαθιά από οποιαδήποτε διάσπαση στο εσωτερικό της ισραηλινής κοινωνίας. Στο Ισραήλ η αντιπαράθεση γίνεται ανάμεσα σε σιονιστές που επίσης στηρίζουν την «εβραϊκότητα» του κράτους και την ασφάλειά του και που διαφωνούν μόνο για το πώς μπορεί να επιτευχθεί καλύτερα η διατήρησή τους στο μέλλον. Στην παλαιστινιακή πλευρά, η συζήτηση αντιπαρατάσσει τους οπαδούς μιας συνθηκολόγησης βασισμένης στη συνεργασία με το σιονισμό και αυτούς που απορρίπτουν μια τέτοια υποταγή και που ενώνονται από ένα αίσθημα πληγωμένης εθνικής αξιοπρέπειας και στοιχειωδών δικαιωμάτων που έχουν καταπατηθεί. Έτσι εξηγείται το γνωστό γεγονός ότι η ηγεσία του Αραφάτ διεξήγαγε τις διαπραγματεύσεις για την παλαιστινιακή πλευρά εν αγνοία των ίδιων των συντρόφων της στην επίσημη ηγεσία της ΟΑΠ -που μόνο η μειοψηφία της τελικά ενέκρινε το σύμφωνο (οκτώ στους δεκαοκτώ) αλλά και της αντιπροσωπείας των Παλαιστινίων του εσωτερικού για τις δημόσιες διαπραγματεύσεις, η οποία (παρότι είχε διοριστεί από τον Αραφάτ), αισθανόμενη να την βραχυκυκλώνουν, παρά λίγο να να παραιτηθεί πριν τη σύναψη του συμφώνου.

Ως αντίτιμημα για το ανανεωμένο αυτό σχέδιο Άλλον η ηγεσία της ΟΑΠ ανέλαβε να σταματήσει την Ιντιφάντα και να παραιτηθεί από την «τρομοκρατία και όλες τις άλλες βίαιες πράξεις» (μονόπλευρη δέσμευση που είναι αχαρακτήριστη, με δεδομένη την καθημερινή σιονιστική βία που ξεπερνάει την παλαιστινιακή κατά χίλιες φορές). Ανέλαβε να επιβάλει την «τάξη» στα εδάφη που της παραχωρούνται, μέσω μιας «ισχυρής αστυνομικής δύναμης» που το σύμφωνο προβλέπει. Μέσα στη στρατιωτική και πολιτική κατάσταση που δημιουργεί το σύμφωνο, η τάξη αυτή θα επιβληθεί ουσιαστικά ενάντια στους διαφωνούντες του συμφώνου -ενάντια σε όσους επιδιώκουν να υπερβούν τους αισχρούς περιορισμούς του και να προωθήσουν τον αγώνα για τη διάλυση των σιονιστικών εποικισμών και την ολοκληρωτική υποχώρηση του ισραηλινού στρατού από τα κατεχόμενα του 1967, καθώς και για τα αναφαίρετα δικαιώματα του παλαιστινιακου λαού και της πλειοψηφίας του που έχει εξαναγκαστεί να ζει στην εξορία. Με άλλα λόγια, και σύμφωνα με τους σιονιστικούς στόχους από την εποχή του σχεδίου Άλλον, μια αραβική -παλαιστινιακή και όχι ιορδανική- κατασταλτική δύναμη θα είναι υπεύθυνη για την καταπίεση των Παλαιστινίων της περιοχής, με την εξουσιοδότηση και το στενό έλεγχο του ισραηλινού στρατού (ο οποίος μάλιστα διατηρεί, αν χρειαστεί, το «δικαίωμα της δίωξης»).

Η «αυτοκυβέρνηση»

Το γεγονός ότι ο Γιάσερ Αραφάτ καυχέται δημόσια ότι απέδειξε την ικανότητά του να διατηρεί την τάξη στο Λίβανο, τονίζει τη βασική σκέψη που οδήγησε τη σιονιστική κυβέρνηση στο να διαπραγματευτεί άμεσα με αυτόν. Αφού το εκσυγχρονισμένο σχέδιο Άλλον-νέα έκδοση θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί πιο εύκολα με τη συμμετοχή μιας παλαιστινιακής εξουσίας, και όχι πλέον με τη μοναρχία της Ιορδανίας, η κυβέρνηση Ράμπιν-Πέρες συνειδητοποίησε γρήγορα ότι θα κέρδιζε πολύ περισσότερα από την ηγεσία της ΟΑΠ -που εγκατεστημένη στη Τύνιδα αντιμετωπίζει το πρόβλημα της διατήρησης του τεράστιου γραφειοκρατικού οργανισμού της- απ’ό,τι θα πετύχαινε ποτέ από αντιπροσώπους του εσωτερικού μαζικού κινήματος που θα υποβάλλονταν στην καθημερινή πίεση ενός μαζικού κινήματος που αγωνίζεται. Αυτός ο προφανής υπολογισμός αποδείχθηκε αρκετά ορθός.

Άλλωστε, η κυβέρνηση Ράμπιν-Πέρες ξέρει ότι η ηγεσία του Αραφάτ «πέρασε τη δοκιμασία» του Λιβάνου με επιτυχία. Ξέρει ότι, για να κατασταλεί διά αντιπροσώπου κάθε βούληση να συνεχίσει ο παλαιστινιακός εθνικός αγώνας -που είναι και το κύριο καθήκον που ανατίθεται στον παλαιστινιακό μηχανισμό «αυτοκυβέρνησης» με τη συγκατάθεση της σιονιστικής κατοχής-, καμιά ηγεσία του εσωτερικού δεν διαθέτει τα γραφειοκρατικά κατασταλτικά προσόντα, τα ανθρώπινα και υλικά μέσα, το απαραίτητο κύρος και τη διάθεση να αναλάβει αυτή τη δουλειά που χαρακτηρίζουν την ηγεσία Αραφάτ.

Η δυσπιστία απέναντι στους Παλαιστίνιους των κατεχομένων και η εμπιστοσύνη στο μηχανισμό του Αραφάτ που τη δηλώνουν δημόσια οι επικεφαλείς των ισραηλινών κατασταλτικών υπηρεσιών, φανερώνονται τέλεια από τη μόνη εξαίρεση που επιτράπηκε στη μη επιστροφή των Παλαιστινίων προσφύγων: Μαζί με τον Αραφάτ και τους άνδρες του μηχανισμού του (εκτός από τους αντιτιθέμενους στη συμφωνία) θα γίνουν δεκτοί στα εδάφη που θα παραδώσει ο ισραηλινός στρατός και οι στρατιώτες των αιγυπτιακών και ιορδανικών μονάδων του ΠΑΣ (Παλαιστινιακός Απελευθερωτικός Στρατός), μονάδων που είναι εντεταγμένες στους τακτικούς στρατούς αυτών των δύο χωρών από τότε που δημιουργήθηκαν η ΟΑΠ και η ΠΑΣ από το Σύνδεσμο Αραβικών Κρατών το 1964 (διευκρινίζεται μάλιστα ότι πρέπει να έχουν αιγυπτιακά και ιορδανικά χαρτιά και να είναι «εκπαιδευμένοι σαν αστυνομικοί»!). Η επιλογή των ομάδων αυτών, με τον αποκλεισμό άλλων σχηματισμών του ΠΑΣ (π.χ. στη Συρία και στο Ιρακ) είναι πολύ αποκαλυπτική. Ο σκληρός πυρήνας της μελλοντικής παλαιστινιακής αστυνομίας ήδη έχει αρχίσει εντατική εκπαίδευση από τον αιγυπτιακό και τον ιορδανικό στρατό, για να προετοιμαστεί στα καθήκοντά που του έχουν ανατεθεί. Σημαντικό είναι επίσης ότι μια από τις κύριες βοήθειες από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις στις παλαιστινιακές «αρχές» είναι να τους προμηθεύσει κατασταλτικά μέσα: Ο Ντελόρ δηλωσε μετά τη συνάντηση με τον Αραφάτ στις αρχές Νοεμβρίου πως η Ευρωπαϊκή Ένωση πρόκειται να εφοδιάσει επειγόντος την παλαιστινιακή αστυνομία με όπλα, οχήματα και ελικόπτερα!.

Επιπλέον, η ιορδανική επιλογή του σχεδίου Άλλον δεν εγκαταλείπεται, αλλά μόνο αντικαθίσταται από την ιορδανικο-παλαιστινιακή επιλογή που είχε διατυπωθεί το 1982 στο σχέδιο Ρήγκαν. Για πολύ καιρό η ΟΑΠ ακολουθούσε τη λογική του σχεδίου αυτού υιοθετώντας την αρχή μιας ιορδανικής-παλαιστινιακής ομοσπονδίας. Το σχέδιο αυτό είναι η βασική ιδέα του συμφώνου της Ουάσιγκτον. Ενώ η επιλογή της Γάζας σαν πρώτη φάση εύκολα εξηγείται με τις μεγάλες δυσκολίες της ισραηλινής κατοχής στο να ελέγχει την πολύ πυκνοκατοικημένη αυτή περιοχή (που κατοικείται σε μεγάλο βαθμό από πρόσφυγες του 1948), η επιλογή της Ιεριχώς εξηγείται μόνο με το γεγονός ότι τα σύνορα με την Ιορδανία είναι κοντά (γέφυρα «Άλεμπι»). Η έδρα της «παλαιστινιακής αυτοκυβέρνησης» θα βρίσκεται έτσι σε άμεση επαφή με το ιορδανικό κράτος. Για τους Ράμπιν-Πέρες, η ισραηλινο-ιορδανικο-παλαιστινιακή «τοπική δομή», σχεδιασμένη σαν κοινή αγορά, θα αποτελέσει το Δούρειο Ίππο της οικονομικής διείσδυσης σε όλη την αραβική περιοχή από τον ισραηλινό υπο-ιμπεριαλισμό. Σύμφωνα με το σχήμα αυτό, οι παλαιστινιακές και ιορδανικές εξαρτημένες αστικές τάξεις θα πεπει να γίνουν οι ενεργητικοί πράκτορες της διείσδυσης αυτής. Το ισραηλινό κεφάλαιο θα μπορούσε επίσης να εκμεταλλευτεί επί τόπου ένα απόθεμα φθηνής εργασίας, χωρίς τους κινδύνους για την ασφάλεια που πηγάζουν από την εισαγωγή αραβικής εργασίας στις περιοχές με ισραηλινό πληθυσμό.

Συνολικά η «παλαιστινιακή αυτοκυβέρνηση» της ηγεσίας Αραφάτ θα αποτελεί μια ακραία περίπτωση έμμεσης αποικιακής διοίκησης, μοιάζοντας περισσότερο με κυβέρνηση «μαριονέτα» παρά με νεο-αποικιακή κυβέρνηση όπως αυτές που δημιουργήθηκαν μετά το τέλος της αποικιοκρατίας. Θα είναι έτσι ή δεν θα υπάρξει: Η σιονιστική κυβέρνηση αποφάσισε να προχωρήσει σταδιακά, ξεκινώντας από τη Γάζα και την Ιεριχώ, για να δοκιμάσει την αποτελεσματικότητα του μηχανισμού του Αραφάτ στο κατασταλτικό έργο που του ανατίθεται. Αν αποδειχθεί ότι αυτός ο μηχανισμός είναι ανίκανος να το εκπληρώσει, τότε το σύμφωνο της Ουάσιγκτον θα πεταχθεί στο καλάθι των αχρήστων. Έτσι η ισραηλινή Δαμόκλειος σπάθη θα επικρέμεται συνεχώς και σίγουρα θα χρησιμοποιείται ως το κύριο πρόσχημα της παλαιστινιακής αστυνομικής καταστολής: Αυτή είναι η διαβολική λογική κάθε δοσύλογης εξουσίας που συνεργάζεται με μια κατοχική δύναμη.

Αυτό είναι ακριβώς το πιο καταδικαστέο στη συμμετοχή της ηγεσίας του Αραφάτ στο σύμφωνο της Ουώσιγκτον. Πρέπει να αποφευχθούν τα σοφίσματα περί «μικρότερου κακού» και συσχετισμού των δυνάμεων που αναφέρονται ως δικαιολογία για οποιεσδήποτε συνθηκολογήσεις (ιδιαίτερα όταν αυτοί που υφίστανται την κατοχή βραχυκυκλώνονται από τους γραφειοκράτες μιας επιχρυσωμένης εξορίας στην Τύνιδα). Στο πλαίσιο του συσχετισμού των δυνάμεων μετά το 1967 ανάμεσα στο κράτος του Ισραήλ και το διεσπαρμένο παλαιστινιακό λαό, με ανύπαρκτη μια αραβική και διεθνή υποστήριξη που θα μπορούσε να αλλάξει το συσχετισμό αυτόν, προφανώς ήταν αδύνατο να επιτευχθεί η ολόκληρη και άνευ όρων απόσυρση του σιονιστικού στρατού από τα κατεχόμενα εδάφη του 1967. Με άλλα λόγια, δεν ήταν δυνατό να πραγματοποιηθεί ο ορθός μεταβατικός, αλλά κάπως απατηλός, στόχος του ανεξάρτητου και κυρίαρχου παλαιστινιακού κράτους, με το πραγματικό νόημα των όρων αυτών και όχι με τη γελοιογραφική και δημαγωγική ερμηνεία που τους δίνει ο Αραφάτ σήμερα.

Ο μόνος άμεσος ρεαλιστικός στόχος ήταν η άνευ όρων απόσυρση του ισραηλινού στρατού από τους παλαιστινιακούς οικισμούς, που είχε διατυπώσει η ηγεσία της Ιντιφάντα κατά τους πρώτους μήνες της. Η πίεση του παλαιστινιακού αγώνα στις διάφορες μορφές του μπορούσε λογικά να καταλήξει στο αποτέλεσμα αυτό, με την προϋπόθεση ότι ο αγώνας δεν θα υπονομευόταν από τη διάδοση της αυταπάτης πως οι παλαιστινιακοί στόχοι θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν με το διπλωματικό δρόμο και χάρη στην Ουάσιγκτον. Η Ιντιφάντα δεν παράκμαζε μόνο λόγω αντικειμενικών αιτιών, αλλά επίσης, και κυρίως, για λόγους ηγεσίας -καθώς η ηγεσία της Τύνιδας είχε βάλει τα δυνατά της να αποκαταστήσει την ηγεμονία της πάνω σε ένα κίνημα που τους πρώτους μήνες είχε απελευθερωθεί από αυτήν. Μια παλαιστινιακή αυτοδιοίκηση που θα είχε δημιουργηθεί έτσι, σίγουρα δε θα ήταν εντελώς επικυρίαρχη και θα είχε περιοριστεί στα ίδια εδάφη που πρόκειται να εγκαταλείψει τώρα ο ισραηλινός στρατός. Αλλά δε θα έπρεπε να αναγνωρίσει τη νομιμότητα του σιονιστικού κράτους και ακόμα λιγότερο των εποικισμών και του στρατού του στα κατεχόμενα του 1967: Δεν θα είχε εμπλακεί με συμβόλαιο εξουσιοδότησης στο να στραγγαλίσει τον παλαιστινιακό εθνικό αγώνα ενάντια στη συνεχιζόμενη κατοχή. Ούτε θα είχε επιτραπεί να επιστρέψουν οι πρόσφυγες στα εδάφη τους σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ότι το σύμφωνο της Ουώσιγκτον καθορίζει: αλλά αυτό θα αφορούσε όλους του Παλαιστίνους, χωρίς εξαίρεση για τους κατασταλτικούς, γραφειοκρατικούς και στρατιωτικούς, μηχανισμούς.

Όμως, δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί το ότι μια αυτοδιοίκηση των Παλαιστινίων του εσωτερικού, με την εμπειρία της αυτοοργάνωσης από τα κάτω σαν προϊόν της πρώτης φάσης της Ιντιφάντα, θα διατηρούσε περισσότερο ουσιώδη επαφή με τα πραγματικά συμφέροντα των παλαιστινιακών μαζών απ’ό,τι μια «αυτοκυβέρνηση» που τη σπονδυλική στήλη της αποτελεί ο κατασταλτικός αστικός μηχανισμός της εξορίας, ο οποίος είναι ακόμα πιο διεφθαρμένος και πιο κατασταλτικός από τον αλγερινό «μεθοριακό στρατό» του Μπουμεντιέν που είχε αναλάβει να εξουδετερώσει το επαναστατικό δυναμικό κατά την ανεξαρτητοποίηση της Αλγερίας. Ο ισραηλινός στρατός πρόκειται να εκκενώσει τα παλαιστινιακά κέντρα της Δυτικής Όχθης και της Γάζας και τόσο το καλύτερο για τις μάζες που υπέφεραν άμεσα από την κατοχή για περισσότερο από ένα τέταρτο του αιώνα. Αλλά οποιαδήποτε συνέχιση του παλαιστινιακού εθνικού αγώνα, και οποιαδήποτε κοινωνική ριζοσπαστικοποίηση του αγώνα αυτού, θα συγκρούονται πλέον με μια παλαιστινιακή αστυνομία που ακόμα μένει να αποδειχτεί ότι θα είναι λιγότερο κατασταλτική από τον σιονιστικό στρατό, μακροπρόθεσμα ή ίσως και βραχυπρόθεσμα, λαμβάνοντας υπόψη ιδιαίτερα τη σχεδιαζόμενη συνεργασία με τους κατασταλτικούς μηχανισμούς της Ιορδανίας και του Ισραήλ.

Ποιές προοπτικές;

Το πρόβλημα που οι παλαιστινιακές μάζες της Δυτικής Όχθης και της Γάζας σήμερα αντιμετωπίζουν δεν ειναι ο αγώνας ενάντια στο σύμφωνο της Ουάσιγκτον με την έννοια του αγώνα ενάντια στην εφαρμογή του. Ελλείψη μιας άμεσης εναλλακτικής λύσης, θα ήταν παράλογο να βάλει κανείς έτσι το θέμα. Το ζητούμενο είναι να ξεπεραστεί το περιοριστικό πλαίσιο των συμφωνιών αυτών: πάνω απ’όλα πρέπει να συνεχιστεί ο αγώνας με όλες τις δικαιολογημένες μορφές του (με την εξαίρεση οποιασδήποτε βίας κατά αμάχων πολιτών) ενάντια στη συνεχιζόμενη κατοχή, ενάντια στην παρουσία του στρατού και των σιονιστικών εποικισμών στα κατεχόμενα του 1967, ενάντια στον ισραηλινό ασφυκτικό έλεγχο του οικονομικού πλούτου στην περιοχή, ενάντια στη διείσδυση ισραηλινών εμπορευμάτων και ισραηλινού κεφαλαίου -στην προοπτική του ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους. Στόχος θα είναι προπαντός η επαναστατική αντικατάσταση του παλαιστινιακού αστικού κατασταλτικού μηχανισμού από την αυτοοργάνωση των παλαιστινιακών μαζών, που θα αποκαθιστούσε την παράδοση του πρώτου χρόνου της Ιντιφάντα.

Για τους εξόριστους Παλαιστίνιους, ιδιαίτερα τους Παλαιστίνιους πρόσφυγες στην Ιορδανία, στο Λίβανο και στη Συρία, το όνειρο της απελευθέρωσης και της επιστροφής στην Παλαιστίνη δεν πρέπει να χρησιμοποιηθεί ως πρόσχημα για μια παθητική στάση απέναντι στα υπαρκτά καθεστώτα, που καταπιέζουν τόσο τους Παλαιστίνιους όσο και το ντόπιο πληθυσμό. Τα στρατηγικά συμφέροντα του παλαιστινιακού λαού απαιτούν την επαναστατική ανατροπή των καταπιεστικών αραβικών καθεστώτων μέσω του κοινού αγώνα όλων όσων υφίστανται την καταπίεσή τους. Ιδιαίτερα, το άμεσο συμφέρον της μεγάλης πλειοψηφίας του παλαιστινιακού λαού που κατοικεί και στις δύο όχθες του Ιορδάνη -και που απειλούν την πλειοψηφία στην ίδια την Ιορδανία- απαιτεί να σπάσει η αλυσίδα που τους πνίγει στον πιο αδύναμο κρίκο της, δηλαδή στην ιορδανική μοναρχία, και να μεταβάλει πάλι την Ιορδανία σε τοπικό επίκεντρο του αντι σιονιστικού και αντιιμπεριαλιστικού αγώνα που το είχε αποτελέσει την περίοδο του 1967-70. Με άλλα λόγια, είναι αναγκαίο να αντικατασταθεί η σχεδιαζόμενη από τον Αραφάτ και το βασιλια Χουσεΐν συνομοσπονδία από την επαναστατική επανενοποίηση των δύο οχθών του Ιορδάνη.

Ο αγωνιστικός αυτός προσανατολισμός απαιτεί την ανάδυση μιας προλεταριακής ηγεσίας του παλαιστινιακού αγώνα, ενός ανεξάρτητου κινήματος των εργαζομένων παλαιστινιακών μαζών σε συνδυασμό με τους αγώνες των εκμεταλλευόμενων τάξεων και των καταπιεζόμενων μαζών στις χώρες της εξορίας. Από αυτή τη σκοπιά πρέπει να κριθούν ο απολογισμός και οι επιλογές των εξόριστων ηγεσιών της παλαιστινιακής Αριστεράς. Η ανικανότητα τους να αναπτυχθούν σε εναλλακτική ηγεσία απέναντι σε αυτήν του Αραφάτ μέσα στο κίνημα των παλαιστινιακών μαζών οφείλεται ασφαλώς στο γεγονός ότι ποτέ δεν ήταν σε θέση να διατυπώσουν ένα ταξικό πρόγραμμα που να συνδυάζει τις κοινωνικές, δημοκρατικές και εθνικές διαστάσεις, ότι ήταν ανίκανες να αντικρούσουν τη σταδιακή ανάληψη του μαζικού κινήματος από την ηγεσία του Αραφάτ και να δράσουν αποφασισμένα υπέρ μιας δημοκρατικής αναδιοργάνωσης των αντιπροσωπευτικών θεσμών του παλαιστινιακού αγώνα, ότι συμβιβάζονταν διαρκώς με καθεστώτα, ειδικά με αυτό της Δαμασκού, τα οποία μισιούνται δικαιολογημένα από τις παλαιστινιακές μάζες. Σύντομα, δρούσαν μέσα στο στενό πλαίσιο του μικροαστικού εθνικισμού, σίγουρα ριζικά αντι σιονιστικές και αντιιμπεριαλιστικές αλλά όχι αντικαπιταλιστικές.

Η απόφαση που πάρθηκε τώρα από τις ηγεσίες αυτές να συγκροτήσουν ένα «ισλαμικό δημοκρατικό και εθνικό μέτωπο» μαζί με υποταγμένες στη Δαμασκό οργανώσεις, όπως και με το φονταμενταλιστικό κίνημα, δεν μπορεί πρά να εμποδίσει το στόχο στον οποίον αφιερώνονται: να καθοδηγήσουν τον αγώνα των παλαιστινιακών μαζών. Αφενός, η συμμαχία με τις ελεγχόμενες από τη Δαμασκό οργανώσεις, που είναι εντελώς δυσφημισμένες στις μάζες και εξαρτημένες από την καλή θέληση ενός καθεστώτος που το ίδιο διαπραγματεύεται ένα σύμφωνο με το σιονιστικό κράτος κάτω από την αιγίδα των ΗΠΑ, φανερώνει μεγάλη μυωπία. Αφετέρου, παίζουν το παιχνίδι των φονταμενταλιστών, αφού κάνουν ιδεολογικούς συμβιβασμούς, έως και το όνομα ακόμα του ενιαίου μετώπου, και αρνούνται την επείγουσα αναγκαιότητα ενός ασυμφιλίωτου ιδεολογικού αγώνα ενάντια στο εξαιρετικά αντιδραστικό κοινωνικό πρόγραμμά τους. Συμμαχίες επί τόπου, στην Παλαιστίνη, ενάντια στη σιονιστική κατοχή και σε οποιαδήποτε μελλοντική μορφή καταστολής ασφαλώς δεν μπορούν να αποκλείουν εκ των προτέρων το φονταμενταλιστικό κίνημα που έχει γίνει αναπόσπαστη συνιστώτα του αγώνα αυτού. Αλλά, αν και είναι αναγκαίο να «χτυπάμε μαζί» με αυτό το κίνημα για συγκεκριμένους στόχους, δεν είναι λιγότερο αναγκαίο να «προχωράμε ξεχωριστά», δηλαδή να μην μπερδεύουμε τις σημαίες και να μην καλύπτουμε τον ιδεολογικό αγώνα ενάντια στο θρησκευτικό φανατισμό, το σκοταδισμό και στο σεξισμό των φονταμενταλιστών.

Οι σημερινές επιλογές των εξόριστων ηγεσιών της παλαιστινακής αριστεράς δεν διευκολύνουν την απαραίτητη οικοδόμηση ενός ισραηλινού κινήματος πάλης για την ολοκληρωτική απόσυρση του σιονιστικού στρατού από τα κατεχόμενα του 1967 και τη διάλυση των εποικισμών που προστατεύονται από το στρατό. Ακόμα λιγότερο διευκολύνουν τη δημιουργία μιας ριζοσπαστικής αντι σιονιστικής ισραηλινής αριστεράς, που αποτελεί προϋπόθεση αποφασιστικής σημασίας για να σπάσουν οι δεσμοί της ισραηλινής εργατικής τάξης με το σιωνισμό. Μόνο έτσι όμως μπορεί να ανατραπεί το σιονιστικό κράτος και να επιτευχθεί η αποσιονιστικοποίηση της ισραηλινής κοινωνίας. Πρόκειται για μια χαμένη ευκαιρία, αφού μπορούσε κανείς να ελπίζει πως το ψυχολογικό σοκ του συμφώνου της Ουώσιγκτον θα ευνοούσε τον κριτικό συλλογισμό γύρω από το σιωνισμό μέσα στην εργατική τάξη και τη νεολαία του κράτους του Ισραήλ.

Αυτός είναι ο στόχος που επιδιώκουν οι Ισραηλινοί επαναστάτες. Με όλους τους αγωνιστές που είναι αφοσιωμένοι στα αναπαλλοτρίωτα δικαιώματα του παλαιστινιακού λαού και ιδιαίτερα των ιμπεριαλιστικών χωρών, θα εξακολουθήσουν να υποστηρίζουν τον παλαιστινιακό εθνικό αγώνα ενάντια στη σιονιστική κυβέρνηση και σε κάθε καταπιεστή, ανεξάρτητα από τη φύση των ηγεσιών αυτού του αγώνα. Αλλά κυρίως θα υποστηρίζουν ο,τιδήποτε επιτρέπει στον παλαιστινιακό αγώνα να προχωρήσει προς το δρόμο της ταξικής ριζοσπαστικοποίησης και του διεθνισμού.

Salah JABER

Δεκέμβριος του 1993


Σπάρτακος 38, Ιούνης 1994

Σπάρτακος αρχείο


https://wp.me/p6Uul6-BN


 

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s