Οι φοιτητικές εκλογές και η αριστερά
του Π. Μπόσνα
Αν και έχει περάσει αρκετός καιρός από την τελευταια εκλογική αναμέτρηση στα πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ και παρ’ό,τι τα αποτελέσματά της δεν έχουν κατι το ιδιαίτερο ή κάποια έκπληξη και δεν κατέγραψαν τίποτα το καινούργιο σε επίπεδο τάσεων στη νεολαία, όμως στο φόντο νέων μέτρων για την εκπαίδευση όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, στο φόντο της ραγδαίας αύξησης της ανεργίας των νέων και τα δυναμικά ξεσπάσματα σε Ισπανία, Πορτογαλία, Ιταλία, με πιο επεισοδιακό αυτό της γαλλικής νεολαίας, η υπόθεση των φοιτητικών εκλογών και της αριστεράς στα πανεπιστήμια αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Με μια πρόχειρη ματιά στα αποτελέσματα, γίνεται αμέσως καθαρό ότι η ΔΑΠ, για άλλη μια φορά, αποδείχθηκε η κυρίαρχη στο παιχνίδι της κινητοποίησης των κομματικών μηχανισμών. Τα όντως ικανοποιητικά αποτελέσματα γι’αυτήν δείχνουν ότι όχι μόνο έχει μεγάλη ικανότητα κινητοποίησης του μηχανισμού της, αλλά κυρίως ότι όποιος σέβεται την ταξική του αναφορά αμοίβεται.
Έτσι, η παράταξη που ξεκάθαρα και με συνέπεια εκπροσωπεί την αστική τάξη, σε όλες της τις εκδοχές και τις επιλογές της στα πανεπιστήμια, απέσπασε ό,τι της αντιστοιχούσε και κυρίως από αυτούς που ταξικά της αντιστοιχούσαν. Ενώ από την άλλη η ΠΑΣΠ με τις παλινωδίες της και την πλήρη υποταγή της στις επιλογές του υπουργείου και της κυβέρνησης, αλλά κυρίως με το δεξιό γραφειοκρατικό προφίλ της, έδρεψε τους καρπούς που έσπειρε. Απευθυνόμενη σε μια βάση ταξικά προσδιορισμένη στα πιο λαϊκά στρώματα δεν είχε τίποτα που να εμπνέει τη στιγμή μάλιστα που είναι κυβερνητική νεολαία. Όλη της η συνθηματολογία εξαντλήθηκε σε απίστευτες κενότητες του τύπου «Έχουμε μια δυνατότητα, να πετύχουμε – Στόχος μας το όραμα…» και άλλα φαιδρά και απολίτικα. Η παροδική της άνοδος στις περσινές εκλογές αντανακλούσε περισσότερο μια αντιδεξιά τάση και λιγότερο μια εμπιστοσύνη στην ΠΑΣΠ. Με αποτέλεσμα, φέτος που άλλαξε η κυβέρνηση, υπερβολικά γρήγορα η ΠΑΣΠ να εισπράξει τη δυσαρέσκεια. Αν προσπαθήσει κανείς να βγάλει συμπεράσματα από αυτό, τρία είναι τα πιο σημαντικά:
Πρώτον, ότι η άνοδος της ΠΑΣΠ στις περσινές εκλογές, και κατά συνέπεια και του ΠΑΣΟΚ στις βουλευτικές, ήταν τελείως συγκυριακή και κυρίως σε μία αντιδεξιά βάση. Και ότι η γρήγορη έως αυτόματη πτώση των ποσοστών της ΠΑΣΠ στις φετινές εκλογές, δείχνει ότι, για ένα σημαντικό ποσοστό των περσινών της ψηφοφόρων, δεν υπήρχε η παραμικρή αυταπάτη, ή ελπίδα, και συνεπώς απογοήτευση από την ΠΑΣΠ.
Δεύτερον, ότι ο κόσμος που την ψηφίζει, σε αντίθεση με αυτούς που ψηφίζουν δεξιά, είναι πιο απαιτητικός, πολύ χαλαρά εξαρτημένος από τον κομματικό μηχανισμό και χωρίς ουσιαστικό δέσιμο ή εμπιστοσύνη στο κόμμα που ψηφίζει.
Τρίτον, ότι οι ευρωεκλογές για το ΠΑΣΟΚ έχουν ξεκινήσει με τους χειρότερους των οιωνών και δεν είναι καθόλου απίθανη μια πραγματική καθίζησή του.
Η εμφάνιση της Πολιτικής Άνοιξης (Νέοι Ορίζοντες) και το σχετικά καλό ποσοστό της δεν ζημίωσε σοβαρά την ΔΑΠ. Οι Ν.Ορίζοντες ουσιαστικά άντλησαν από τη δεξαμενή της αποχής και είναι πραγματικά λάθος να ψάχνουμε γραμμικά να βρούμε το ποστοστό που έχασε η ΠΑΣΠ στους Ν.Ορίζοντες. Κατέγραψαν ένα ρεύμα απολιτικών, επίδοξων γιάππιδων, ανθρώπων που γενικώς κατηγορούν από συντηρητική θέση τα κόμματα και είδαν τους Ν.Ορίζοντες σαν κάτι το καινούριο. Επιβεβαίωσαν τη δεδομένη αλλαγή της ταξικής σύνθεσης του φοιτητικού σώματος, εις όφελος των γόνων της αστικής τάξης, και απέδειξαν ότι ένα μεγάλο κομμάτι της πολυσυζητημένης αποχής είναι σοβαρά δεξιόστροφο.
Οι νέοι του ΣΥΝ περνάνε το δικό τους δράμα. Και τί άλλο θα μπορούσε να είναι άλλωστε για νέους αριστερούς ρεφορμιστές χωρίς κόμμα εξουσίας. Αγχομένοι για το επισφαλές μέλλον του κρύβονται πίσω από την υποτιθέμενη ανεξαρτησία τους ψαρεύοντας σε θολά νερά. Πού να βρουν άραγε το θάρρος που χρειάζεται να πουν ότι ανήκουν στο Συνασπισμό. Αφού το δεξιό της πολιτικής τους δε γνωρίζει διαχωριστικές και όρια και η λέξη κίνημα γι’αυτούς βρίσκεται στα αζήτητα. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα πολιτικό χαμό όπου διάφοροι γραφειοκρατίσκοι λάγνοι της εξουσίας κάνουν πολιτική διαδρόμων στις πλάτες κάποιων ανυποψίαστων ή αδύναμων ανεξάρτητων.
Η ΠΣΚ (ΚΚΕ), ενώ ενισχύθηκε ελάχιστα, παραμένει μια θλιβερή παρουσία. Το πολιτικό της επίπεδο είναι απίστευτα χαμηλό και η όποια κινητικότητά της πηγάζει από έναν κομματικό πατριωτισμό χωρίς πολιτικές ρίζες. Η παρέμβασή της περιορίζεται σε καμία αφισοκόλληση, για την επιβεβαίωση της ύπαρξης, και φυσικά στην παρουσία της σε κάθε γραφειοκρατικό όργανο όπου και βρίσκει απ’ό,τι φαίνεται την ολοκλήρωσή της. Κινείται με τις γνωστές σταλινικές νοοτροπίες με μιά «μικρή» διαφορά. Δεν υπάρχει πια βάση. Η επιρροή της εντοπίζεται σε συντηρητικά στρώματα φοιτητών και δεν αποτελεί μία κινηματική δύναμη, αφού δρά περιχαρακωμένη και μόνη της. Αυτά δεν σημαίνουν ότι δεν υπάρχουν νέες και νέοι μέσα στην ΠΣΚ, όπως άλλωστε και στους νέους του ΣΥΝ, με κριτικό πνεύμα, που όμως αποτελούν απλώς τις εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Πραγματικά το ΚΚΕ δεν έχει διδαχτεί κατηγορηματικά τίποτα από το παρελθόν και τη διάσπαση του ’89. Η πορεία του μέσα στα πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ μόνο προς τα δεξιά πάει, και μόνο κάτι ετεροχρονισμένα κηρύγματα για την Κούβα θυμίζουν την αριστερή του εκδοχή, τώρα που και ο αντιιμπεριαλισμός έχει γίνει πια κτήμα όλου του πολιτικού φάσματος.
Όμως το πιο ευχάριστο ποσοστό, το «μάνα εξ ουρανού» για καθε αποτυχημένο είναι το καταταλαιπωρημένο ποσοστό της αποχής, που φθάνει το 50%. Η δεξιά, χαρούμενη, αναγιγνώσκει την απομάκρυνση της νεολαίας απ’ τον επιβλαβή κομματισμό, στην κατεύθυνση που την βολεύει βέβαια, δηλαδή της αποδυνάμωσης των μαζικών διαδικασιών.
Tα ΜΜΕ και οι δημοσιογράφοι τους ανακοινώνουν περιχαρείς κάθε χρόνο το θάνατο του φανατισμένου αντιπαραγωγικού και αντιρεαλιστικού κινήματος. Η δε αριστερά, με το σύνδρομο του ηττημένου, κρύβει τα κενά της και τις αδυναμίες της πίσω από την αποχή, κηρύσσοντάς την, με τον πιο εθελότυφλο τρόπο, ως αποδοκιμασία των μεγάλων παρατάξεων και, για να μην τα πολυλογούμε, ως κάτι το οποίο, έστω εξ αντανακλάσεως, στο μεγάλο του ποσοστό της ανήκει.
Η πραγματικότητα όμως είναι αλλού. Η απλή εμπειρία από τις σχολές, η ενδεικτική γνώση του ποιά άτομα απέχουν σε μια σχολή, δείχνει ότι καμία από τις παραπάνω εκδοχές, δεν ισχύει, τουλάχιστον με τους τρόπους που διατυπώνονται. Η αποχή σήμερα αντανακλά τη διάλυση του κοινωνικού ιστού και κατά συνέπεια της αλληλεγγύης και άμυνας της κοινωνίας. Οι νέοι-νέες που απέχουν δεν είναι ταξικά προσδιορισμένοι και αυτό δείχνει ότι αυτή η διάλυση διαπερνά το σύνολο της κοινωνίας. Φυσικά, τα αποτελέσματα είναι διαφορετικά για τα παιδιά των εργαζομένων και το σύνολο των εργαζομένων και διαφορετικά για τους γόνους της αστικής τάξης, που ούτως ή άλλως, έχουν το πάνω χέρι.
Γίνεται φανερό ότι η βαθιά και πολυδιάστατη κρίση δεν είναι κτήμα κανενός. Αντίθεται χτυπά όλους με διαφορετικό τρόπο. Η κρίση της αστικής εξουσίας αλλά και του εργατικού κινήματος αντανακλάται και στις σχολές. Το συμπέρασμα είναι πως αυτό το 50% της αποχής στην πλειοψηφία του είναι μια μάζα απροσδιόριστων διαθέσεων και αμφίβολης συνοχής, στα κριτήρια και τις αντιδράσεις της. Αυτή η αμφίβολη συνοχή καθιστά αυτούς τους ανθρώπους -και αυτό ισχύει γενικότερα στην κοινωνία- εύπλαστους και ευκολομεταχείριστους. Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι με την ίδια ευκολία ή δυσκολία θα πλαισίωναν μια σοβαρή κινητοποίηση της νεολαίας, θα πλαισίωναν και ένα εθνικιστικό συλλαλητήριο.
Αυτά τα στοιχεία φυσικά υπάρχουν ακόμα και στον κόσμο που ψήφισε. Όμως εδώ η ύπαρξη κάποιων στοιχειωδών κριτηρίων ανοίγει πολύ πιο εύκολα το δρόμο της συντεταγμένης πολιτικής αντιπαράθεσης. Δεν πρέπει τελικά να βγαίνουν βιαστικά συμπεράσματα για το μήνυμα της αποχής, ούτε να γίνεται η ανάγκη φιλοτιμία και να της αποδίδουμε μαγικές ιδιότητες, επειδή θα θέλαμε να τις είχε.
Το μεγάλο όμως ζητούμενο για εμάς είναι η αριστερά στα Πανεπιστήμια. Και όταν λέμε αριστερά εννούμε όλους αυτούς που με περισσότερη ή λιγότερη συνέπεια εκφράζουν ουσιαστικά αριστερές αντιλήψεις αλλά και κυρίως διακρίνονται από κινηματικές λογικές. Ο κορμός αυτής της αριστεράς είναι τα σχήματα Ε.Α.Α.Κ. (Ενιαία Ανεξάρτητη Αριστερή Κίνηση). Υπάρχουν και αρκετά ανεξάρτητα σχήματα καθώς και σχήματα κάποιων οργανώσεων της άκρας αριστεράς.
Όσον αφορά τα τελευταία, δεν έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον αφού το έργο είναι παλιό και πολυπαιγμένο. Διάφορες οργανώσεις, φορείς της απόλυτης αλήθειας και του ορθού δρόμου, καταγράφουν τον εαυτό τους και στις σχολές. Πολέμιοι της πολυμορφίας και οπαδοί της οργανωτικής περιχαράκωσης δεν βρίσκουν κανένα λόγο για συνεργασία αφού το μέλλον θα τους επιβεβαιώσει -όπως τόσους άλλους άλλωστε-. Παρόλα αυτά αποτελούν ένα κομμάτι του κινήματος, χωρίς όμως να μπορεί κανείς να ζυγίσει με ασφάλεια τον θετικό ή αρνητικό τους ρόλο.
Τα Ε.Α.Α.Κ. και όλα τα σχήματα που κινούνται συγγενικά σ’αυτό το χώρο, έχουν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Και αυτό γιατί αποτελούν μια ζωντανή δύναμη της αριστεράς, απ’τις λίγες που της έχουν απομείνει στην ελληνική κοινωνία. Για την ιστορία, τα ΕΑΑΚ είναι προϊόν της σύνθεσης των αριστερών δυνάμεων στο χώρο της παιδείας που έφερε το κίνημα του ’90-’91 (αλλά και της βούλησης της ΚΝΕ-ΝΑΡ να παίξει το ρόλο της αριστερής συσπείρωσης). Το ποσοστό που εξασφαλίζουν από τότε μέχρι σήμερα, γύρω στο 10% -με πτωτικές τάσεις, όπως είναι φυσικό ελλείψει κινήματος- και η 3η θέση στα Πανεπιστήμια δείχνουν ότι αυτός ο χώρος είναι κάτι βαθύτερο από τα ρέστα ενός κινήματος.
Πάντως τα Τ.Ε.Ι., εκεί όπου η ταξική σύνθεση αντιστοιχεί περισσότερο στην κοινωνική πραγματικότητα και τα εκλογικά αποτελέσματα πλησιάζουν περισσότερο αυτά των κοινοβουλευτικών εκλογών, τα ΕΑΑΚ παραμένουν σε χαμηλά ποσοστά. Αντίθετα, στα πανεπιστήμια, όπου η ταξική σύνθεση είναι αισθητά προς όφελος της αστικής τάξης, τα ΕΑΑΚ έχουν τον κύριο όγκο των δυνάμεών τους. Αυτό είναι μια πραγματική αδυναμία. Γιατί δείχνει ότι, ενώ σαν αριστερά αναφέρεται στην εργατική τάξη, είναι μέχρι στιγμής ανίκανη να την επηρεάσει, αλλά αντίθετα αντλεί τις δυνάμεις της από χώρους όπου οι αριστερές πολιτικές θέσεις είναι περισσότερο αποτέλεσμα εγκεφαλικής διαδικασίας και λιγότερο αποτέλεσμα ταξικού συμφέροντος.
Η πορεία από το ’91 μέχρι σήμερα αφήνει μια μάλλον πικρή γεύση. Αυτό γιατί παρά τον ικανοποιητικό αριθμό φοιτητών, σπουδαστών στα σχήματα, η πολιτικοποίηση και η συνοχή των σχημάτων δεν προχώρησε. Η πολιτική συζήτηση που έπρεπε να διαπερνά τις διαδικασίες των σχημάτων, περιορίστηκε στα απολύτως αναγκαία, αλλά και οι κεντρικές οργανωτικές διαδικασίες αφέθηκαν στην καλή πίστη μερικών που δεν απέδειξαν ότι την είχαν.
Τα ελάχιστα κεντρικά συντονιστικά χαρακτηρίστηκαν από τις κόντρες διαφόρων τάσεων και οργανώσεων χωρίς όμως την πρόθεση σύνθεσης απόψεων, εκεί που ήταν φυσικά δυνατόν. Δεκάδες αυθαιρεσίες και καπελώματα ήταν το αποτέλεσμα ενός οργανωτικού χάους, που ήταν αποτέλεσμα αντικειμενικών συνθηκών και εν μέρει υποκειμενικών επιλογών.
Το ζήτημα της εμπεριστατωμένης κριτικής με βάση συγκεκριμένες περιπτώσεις όπως οι 33 αφισσοκολλητές και οι 28 συλληφθέντες στον εμπρησμό της Πρυτανίας, ή τις καταλήψεις του Σεπτέμβρη του ’92, ή και άλλα, θα χρειαζόταν πολλές σελίδες και ίσως να μην έχει πια και καμιά αξία. Αυτό όμως που θα έπρεπε να κρατήσουμε είναι, πρώτον, ότι όλα αυτά τα πολιτικά και οργανωτικά προβλήματα δημιούργησαν φυγόκεντρες τάσεις και φθορά οι οποίες δυστυχώς δεν εκφράζονται και με ένα ελπιδοφόρο τρόπο. Δεύτερον, η έλλειψη πολιτικού διαλόγου εμπόδισε την πολιτικοποίηση όσων μετέχουν στα σχήματα, αλλά και την ανανέωσή τους. Τρίτον, η έλλειψη συντονισμού περιόρισε τις δυνατότητες για νέες κινηματικές διαδικασίες, δίνοντας στα σχήματα την αίσθηση της απομόνωσης (και αφήνοντας πολλές επιθέσεις αναπάντητες). Τέταρτον, ενίσχυσε πολιτικά όλους αυτούς που θεωρούν κάθε τι το πολυσυλλεκτικό καταδικασμένο. Πέμπτον, συνέβαλε στην εικόνα αποσύνθεσης της αριστεράς.
Επειδή η κατάσταση των ΕΑΑΚ δεν εμπνέει καμία σιγουριά για την παραπέρα πορεία τους, και επειδή τα εκλογικά τους ποσοστά δεν είναι δύσκολο να εξανεμιστούν, θα πρέπει να μπουν σε μια διαδικασία οργανωτικής καταρχήν ανασυγκρότησης και να αποσαφηνίσουν τον χαρακτήρα τους.
Αυτό θα εξασφαλίσει τους όρους για πολιτικές συζητήσεις και συμφωνίες, που μέχρι τώρα γίνονται στους διαδρόμους ή μέσα από έντυπα και προκηρύξεις, σπάνια όμως δημόσια σε ανοιχτές συζητήσεις. Αποτέλεσμα ήταν μυθοποίηση των διαφορών και η εμφάνισή τους ως ανυπέρβλητες, ευνοώντας όλους αυτούς που έχουν λόγο να υπερβάλλουν τις διαφορές. Προϋπόθεση αυτής της οργανωτικής συγκρότησης είναι η πολιτική βούληση των οργανωμένων δυνάμεων που δρουν μέσα στα ΕΑΑΚ. Αλλιώς μια τέτοια προσπάθεια θα αποδειχθεί ο πιο γρήγορος δρόμος προς τη διάλυση.
Η φυσιογνωμία των ΕΑΑΚ αποτελεί το ατού αλλά και το πρόβλημά τους. Ο πολυσυλλεκτικός χαρακτήρας τους, που είναι και η γοητεία τους, απαιτεί σοβαρές οργανωτικές δομές για να αποδώσει. Το πολιτικό στίγμα έχει σοβαρές ελλείψεις σε εναλλακτικά ζητήματα, όπως το οικολογικό, η γυναικεία απελευθέρωση, κ.ά.. Στο ζήτημα του πολέμου και του εθνικισμού, καμία πολιτική πρωτοβουλία δεν έχει παρθεί για τη στήριξη π.χ. των 150.000 λιποτακτών και ανυπότακτων από την πρώην Γιουγκοσλαβία, ή την αλληλεγγύη στους πολυεθνικούς πληθυσμούς των πόλεων της κεντρικής Βοσνίας που δοκιμάζονται. Όμως το κυριότερο πρόβλημα είναι ότι, εξαιτίας ενός αφηρημένου αντιιμπεριαλισμού, δεν έχει υπάρξει ούτε μία σοβαρή κίνηση σε σχέση με το γειτονικό μας λαό που υπόκειται στο εμπάργκο του ελληνικού κράτους. Τί αριστερά μπορεί να είναι αυτή που δεν έχει συγκεκριμένες πρακτικές αλληλεγγύης στον εθνικισμού του δικού της κράτους;
Σίγουρα η εκπαιδευτική χρονιά που έρχεται θα είναι κρίσιμη για την πορεία του φοιτητικού κινήματος αλλά και των ΕΑΑΚ. Τα μέτρα που προτίθεται να πάρει το υπουργείο Παιδείας, και όλα αυτά που παίρνει υπόγεια, πρέπει να απαντηθούν από τους φοιτητές-σπουδαστές. Αν τα ΕΑΑΚ ξεπεράσουν τη σοβαρή δόση αριστερισμού που τα χαρακτηρίζει και μπορέσουν να αποτελέσουν τον συνδετικό ιστό του κινήματος, να το επηρεάσουν πολιτικά και να βοηθήσουν για ένα νέο ξέσπασμα, τότε πραγματικά θα έχουν εκπληρώσει το στόχο τους.
Π. Μπόσνας