Βραζιλία: προς ένα οικονομικό πρόγραμμα για το PT

Σπάρτακος 38, Ιούνης 1994

Thomas Martin


ΒΡΑΖΙΛΙΑ:

Προς ένα οικονομικό πρόγραμμα για τον Λούλα

Η προοπτική της επικράτησης του Lula στις επικείμενες προεδρικές εκλογές, τον Νοέμβριο του 1994 προκαλεί σημαντικές συζητήσεις μεταξύ των οικονομολόγων που πρόσκεινται στο Εργατικό Κόμμα (Ρ.Τ.). Είναι σαφές ότι η επιτυχία της προεδρίας του Λούλα θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την ικανότητα της κυβέρνησής του να ανακόψει τη χρόνια κρίση στην οποία έχει βυθιστεί η χώρα τα τελευταία 15 χρόνια. Εξού και το ιδιαίτερο ενδιαφέρον των σκέψεων και των προτάσεων που επιτρέπουν να προχωρήσουμε στην επεξεργασία ενός οικονομικού προγράμματος βιώσιμου και ταυτόχρονα πολιτικά προοδευτικού. Ενός προγράμματος ρεαλιστικού και αριστερού.

Thomas Martin

Τα κείμενα που δημοσιεύτηκαν μαζί, σε μιά τεράστια έκδοση αφιερωμένη στην Εναλλακτική πρόταση της Αριστεράς και την κρίση στην Βραζιλία1 κυρίως αυτά των κυρίως αυτά των Cιsar Benjamin, Josι Marcio Camargo και Sιrgio Goldenstein, συνιστούν μια σημαντική συμβολή σ’αυτή τη συζήτηση.

Υπάρχει μια συμφωνία, μεταξύ των συγγραφέων, ως προς την απόρριψη των νεοφιλελεύθερων προγραμμάτων σταθεροποίησης που υποτάσσοναι στην παγκόσμια οικονομία, των οποίων το πρόσφατο παράδειγμα στην Αργεντινή δείχνει ότι η επιτυχία τους συνεπάγεται την εξαθλίωση και την αυξανόμενη περιθωριοποίηση των εργαζομένων, κι εξαρτάται ολοκληρωτικά από την «εύθραυστη εμπιστοσύνη» των ξένων επενδυτών. Όπως γράφει ο Cιsar Benjamin, «ο αστικός ορθολογισμός δεν αρκεί για να συναρθρώσει το σύνολο του έθνους», και η «φιλελεύθερη εναλλακτική πρόταση δεν έχει την ικανότητα να δομήσει τη βραζιλιάνικη κοινωνία». Ο θρίαμβος της νεοφιλελεύθερης γραμμής, στη Βραζιλία, θα μπορούσε, χωρίς αμφιβολία, να επιτρέψει τη μείωση του πληθωρισμού και την επανεκκίνηση της συσσώρευσης κεφαλαίου, με κόστος όμως, την αβάσταχτη ενίσχυση των διασπαστικών τάσεων και την κοινωνική έκρηξη. Ο κεντρικός άξονας μιας προοδευτικής εναλλακτικής πρότασης λοιπόν, πρέπει να είναι τελείως διαφορετικός: Ο Benjamin το συνοψίζει στην εξής διατύπωση: «δημιουργία μιας ισχυρής εγχώριας αγοράς μέσα στις μάζες». ‘Η, όπως το λέει αλλιώς ο τίτλος του κειμένου του Camargo, «διανομή για την αύξηση». Οι συγγραφείς δείχνουν με πειστικό τρόπο ότι μια κεϋνσιανή πολιτική αύξησης της ενεργούς ζήτησης αφήνει, στην περίπτωση της Βραζιλίας, ένα μεγάλο περιθώριο άμεσης αποτελεσματικότητας. Προσδιορίζουν δε σωστά, ορισμένα από τα βασικά εμπόδια:

Η πολιτική των διαρθρωτικών προσαρμογών -και επομένως της μόνιμης «συμπίεσης» των μισθών και της εσωτερικής κατανάλωσης- η οποία υιοθετήθηκε από τους ιθύνοντες και εφαρμόσθηκε από το Δ.Ν.Τ. για την εξυπηρέτηση του χρέους.

Η απίστευτη χρηματιστηριοποίηση της οικονομίας2 η οποία έγινε δυνατή χάρη στην ύπαρξη εγγύησης για ακέραιη τιμαριθμική αναπροσαρμογή3, την οποία προσφέρει στο κεφάλαιο και στα κέρδη του το σύστημα της «νομισματικής διόρθωσης».

Το «σπάσιμο» (sucateamento) δηλαδή η καταστροφή των δομών του κράτους και της βιομηχανίας, δημιούργημα αφενός του συντριπτικού βάρους του εσωτερικού χρέους και αφετέρου της «κατάρρευσης» των φορολογικών εσόδων που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό, στην ανάπτυξη της φοροδιαφυγής (ανάπτυξη των συναλλαγών στη «μαύρη»).

Μεταρρύθμιση των εξωτερικών οικονομικών σχέσεων, εσωτερική οικονομική μεταρρύθμιση, φορολογική μεταρρύθμιση: καμιά αναμόρφωση, ενός οικονομικού προγράμματος για την κοινωνία της Βραζιλίας δεν θα μπορέσει να παρακάμψει αυτά τα τρία προβλήματα-«κλειδιά». Πολλές ενδιαφέρουσες προτάσεις έγιναν, για να συμβάλουν στη λύση αυτών των προβλημάτων και να εξασφαλίσουν μια νέα ώθηση στην εσωτερική κατανάλωση: Ο Camargo, πολύ σωστά, επιμένει στη σημασία μιας αγροτικής μεταρρύθμισης, που αφορά τη μεγάλη αναξιοποίητη ιδιοκτησία, και εφιστά την προσοχή στην αναγκαιότητα αγροτικών τιμών αρκετά υψηλών έτσι ώστε να ωθήσουν την αύξηση της παραγωγής. Κάνει μια πρωτότυπη πρόταση, για να προωθήσει την κατάρτιση της εργασίας (με τη χορήγηση ενός επιδόματος στους γονείς που στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο). Ο Goldenstein παρουσιάζει μια λεπτή ανάλυση της πληθωριστικής διαδικασίας στη Βραζιλία και των συνεπειών της στη μικροοικονομική συμπεριφορά των παραγόντων που έτσι συντελούν στην αναπαραγωγή του. Θα ήθελα εδώ να περιοριστώ σε ορισμένες συμπληρωματικές παρατηρήσεις, βασισμένες στην εμπειρία ενός οικονομολόγου που γνωρίζει λίγο τη βραζιλιάνικη κοινωνία και που παρακολούθησε (από αρκετά κοντά) την κατάρρευση του σχεδίου της γαλλικής αριστεράς, μετά την άνοδό της στην εξουσία το 1981, οι οποίες αφορούν τρία σημεία: τις εξωτερικές οικονομικές σχέσεις, την τεχνολογία, την προσφορά των προϊόντων.

Το ζήτημα του εξωτερικού

Ο Goldenstein εκτιμά ότι «οι εξωτερικές πιέσεις που βάρυναν τη βραζιλιάνικη οικονομία στη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας δεν υπάρχουν πια» και ότι το εμπορικό πλεόνασμα είναι διαρθρωτικό, «και μπορεί να διατηρηθεί ακόμη και σε περίοδο ισχυρής ανάπτυξης». Αυτή η αισιοδοξία δεν τον οδηγεί, ευτυχώς, στο να παραβλέψει το εξωτερικό χρέος, για το οποίο προτείνει μια αντιμετώπιση αρκετά λεπτομερειακή κι ενδιαφέρουσα. Οι προβλέψεις του όμως, κινδυνεύουν να προκαλέσουν επιζήμια σφάλματα κρίσης.

Σίγουρα στη δεκαετία του ’80, οι εισαγωγές των εμπορευμάτων δεν μεταβλήθηκαν σχεδόν καθόλου, φθάνοντας με βραδύτητα τα 23 δισ. δολλάρια το 1991, την ώρα που οι εξαγωγές «απογειώνονταν» στα 30 δισ. και πάνω. Εκτός, όμως, από τη σύντομη ανάκαμψη του 1986 (σχέδιο Cruzado), η συγκυρία έμεινε απελπιστικά στάσιμη σ’αυτή τη δεκαετία. Φαίνεται δύσκολο να συμπεράνει κανείς ότι ένας κύκλος συστηματικής ανάπτυξης της εγχώριας αγοράς δεν θα προκαλέσει καμιά αύξηση των εισαγωγών. Παράλληλα, η αύξηση της εγχώριας ζήτησης θα επαναφέρει σίγουρα, ένα μέρος των προϊόντων που προορίζονταν για εξαγωγή -πράγμα θετικό.

Ο όγκος, όμως των εξαγωγών, δεν θα μπορέσει να διατηρηθεί. Πρέπει, λοιπόν, να περιμένει κανείς μια μείωση και ίσως και αντιστροφή του εμπορικού ισοζύγιου. Σε τίποτα δεν χρησιμεύει εξάλλου το να χαίρεται κανείς για το γεγονός ότι η Βραζιλία ξανάγινε εισαγωγέας κεφαλαίου, στις αρχές της δεκαετίας του ’90: εάν η «εμπιστοσύνη» των ξένων επενδυτών κλονιστεί -και αναμφίβολα θα κλονιστεί εάν θίξει κανείς, για παράδειγμα, τη νομισματική διόρθωση ή αν μειώσει το ύψος των πραγματικών επιτοκίων που έχουν ανέβει σε υπερβολικό βαθμό σήμερα- η ροή των κεφαλαίων θα τείνει κι αυτή να αντιστραφεί. Έτσι, δεν θα είναι πια δυνατόν να χρηματοδοτηθεί ένα ενδεχόμενο εμπορικό έλλειμμα από εισαγωγές κεφαλαίων.

Πράγματι, πρέπει κανείς να παραδεχθεί ότι η ικανοποιητική, αυτή τη στιγμή, οικονομική κατάσταση στη Βραζιλία (που, πάντως, εξακολουθεί να χρωστάει 116 δισ. δολλάρια) προκύπτει από μια δεκαετία εντατικών διαρθρωτικών προσαρμογών, και ότι πιθανόν δεν πρόκειται να αντέξει σε μια ανατροπή των προτεραιοτήτων της οικονομικής πολιτικής. Θα έπρεπε να είχαμε οικονομετρικές προσομοιώσεις σε μια μεγαλύτερη περίοδο (για παράδειγμα 1970-1992) για να εκτιμήσουμε ακριβέστερα αυτό το φαινόμενο.

Aν αυτό αληθεύει, τότε οι εξωτερικές πιέσεις θα ξανα-αποκτήσουν όλη τους τη σημασία. Η διένεξη μέσα στη βραζιλιάνικη Αριστερά κινδυνεύει, λοιπόν, να μοιάσει λίγο μ’ εκείνην που «διαπέρασε» τη γαλλική Αριστερά το 1982-’83: μπροστά στο ύψος του εξωτερικού ελλείμματος, που προκλήθηκε από την αύξηση της εσωτερικής κατανάλωσης, οι μέν πρότειναν μια «στάση», δηλαδή μια πολιτική λιτότητας περιμένοντας την ανάκαμψη στην παγκόσμια ανάπτυξη, ενώ οι δε επεσήμαιναν την ανάγκη να συνεχιστεί η εφαρμογή του προγράμματος, με την έξοδο από το ευρωπαϊκό νομισματικό σύστημα (υποτίμηση του φράγκου), εγκαθιδρύοντας έναν αυστηρό έλεγχο στην κίνηση των κεφαλαίων και επιχειρώντας μια αποσύνδεση του ύψους των εσωτερικών επιτοκίων από το ύψος των διεθνών επιτοκίων (εκείνη την εποχή παράλογα υψηλών).

Καθώς οι υποστηρικτές της «στάσης» επικράτησαν, η «σοσιαλιστική Γαλλία» στράφηκε για καιρό σε μια νεοφιλελεύθερη πολιτική περιορισμού της εγχώριας ζήτησης, ανταγωνιστικού αποπληθωρισμού και χρηματιστηριακής υπερ-φιλελευθεροποίησης, που σήμερα οδηγεί σε ανεργία σχεδόν 12% και σε μεγάλη ανυποληψία του Σοσιαλιστικού Κόμματος.

Το ζήτημα της τεχνολογίας

Το «νέο τεχνολογικό μοντέλο» αποτελεί μια συχνή αναφορά στις συζητήσεις της βραζιλιάνικης Αριστεράς. Βρίσκει κανείς σ’αυτό τη θεμιτή «ανησυχία» για να αρνηθεί την επιστημονική και τεχνολογική περιθωριοποίηση και να προσεγγίσει τα επιτεύγματα της ηλεκτρονικής και της αύξησης της παραγωγικότητας. Δεν υπάρχει λόγος να δεχθεί κανείς a priori την τεχνολογική υποταγή και να καταδικάσει τον εαυτό του στη χρησιμοποίηση βρώμικων, θορυβωδών, αλλοτριωτικών και ρυπογόνων εξοπλισμών. Αυτός ο λογικός στόχος, ωστόσο, παραβλέπει δύο σημαντικά στοιχεία, όταν θέτει τον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό ως πρωταρχικό στόχο.

Κατ’αρχάς, το «νέο τεχνολογικό μοντέλο» δεν χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερα μεγάλη αύξηση παραγωγικότητας. Πρόκειται για ένα πολύ σύνθετο και συζητημένο θέμα, αλλά όλες οι διεθνείς μελέτες δείχνουν, όχι μια επιτάχυνση, αλλά μια επιβράδυνση της αύξησης της παραγωγικότητας στις βιομηχανικές χώρες, στη διάρκεια της δεκαετίας του ’80, σε σχέση με τις προηγούμενες δεκαετίες. Στην πραγματικότητα, φαίνεται ότι ο τεχνολογικός εκσυγχρονισμός είναι απαραίτη- τος στην ανταγωνιστικότητα, όχι χάρη στα υψηλά επίπεδα της παραγωγικότητάς του, αλλά εξαιτίας της «ευελιξίας» που προσφέρει στη χρήση του κεφαλαίου. Αυτή η ευελιξία («οικονομία ποικιλίας» και όχι κλίμακας) έχει καταστεί απαραίτητη εξαιτίας της φύσης του ανταγωνισμού, που είναι ιδιαίτερα έντονος σε αγορές πολύ ασταθείς. Αυτή η μεταβολή στις μορφές ανταγωνισμού παραπέμπει, με τη σειρά του, στη συνολική στασιμότητα και στην αυξανόμενη διαφοροποίηση στις αγορές και, σε τελευταία ανάλυση, στον άνισο και κατακερματισμένο τρόπο ανάπτυξης που χαρακτηρίζει τον σύγχρονο καπιταλισμό. Εξάλλου, πολλές μελέτες δείχνουν ότι το «νέο τεχνολογικό μοντέλο», προκειμένου να εφαρμοσθεί, πρέπει να έχει περιορίσει δραστικά τις παραδοσιακές μορφές οργάνωσης του εργατικού κινήματος και τις αντι-εξουσίες που διέθεταν οι εργαζόμενοι μέσα στους χώρους δουλειάς, για να τους υποδουλώσουν, εκ νέου, στη λατρεία της «ολοκληρωτικής ποιότητας». Υπάρχει, λοιπόν, ένα παράδοξο στο να θέλει κανείς, συγχρόνως, να εγκαταστήσει ένα καθεστώς ανάπτυξης βασισμένο στη μαζική κατανάλωση και να υιοθετήσει ένα τεχνο-οργανωτικό μοντέλο που επικράτησε εξαιτίας, μόνον, της «εξάντλησης» αυτού του καθεστώτος ανάπτυξης στις αναπτυγμένες χώρες.

Έπειτα, η επένδυση σε κεφάλαιο και εργατικό δυναμικό που είναι αναγκαία για να προφτάσει κανείς το «τρένο της τεχνολογίας» ή για να εξασφαλίσει την αυτάρκεια στην πληροφορική ή στην ηλεκτρονική μοιάζει, στην περίπτωση της Βραζιλίας, τελείως δυσανάλογη με τους διαθέσιμους πόρους και τις κοινωνι- κές προτεραιότητες.

Το ζήτημα της προσφοράς

Ο Cιsar Benjamin επικαλείται με ιδιαίτερη διορατικότητα την ανάγκη «να μελετήσουμε προσεχτικά την επίπτωση (της ανάπτυξης της εγχώριας αγοράς) στο παραγωγικό σύστημα, και να υιοθετήσουμε μια ενεργητι- κή πολιτική για να ξεπεράσουμε τα σημεία πνιγμού στην προσφορά των σημαντικότερων προϊόντων». Πράγματι, ένα από τα μεγαλύτερα μαθήματα από το σχέδιο Gruzado είναι η ανικανότητα του παραγωγικού συστήματος στη Βραζιλία ν’ανταποκριθεί γρήγορα σε σημαντική αύξηση της λαϊκής ζήτησης. Οι πληθωριστικές πιέσεις, που προκύπτουν από μια τέτοια ανισορροπία, η απογοήτευση των εργαζομένων που βλέπουν να χάνονται τα πραγματικά τους οφέλη, μπορούν να αποσταθεροποιήσουν σύντομα μια οικονομική πολιτική που δεν θα είχε προβλέψει αυτές τις δυσκολίες. Σε τίποτα δεν θα εξυπηρετούσε η αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού, αν η προσφορά του γάλακτος, του ψωμιού, του κρέατος, των ρούχων, των τηλεοράσεων, των φαρμάκων, του τσιμέντου, δεν ακολουθήσει.

Βέβαια, το να περιμένει κανείς να αυξηθεί η προσφορά για να βελτιωθεί η αγοραστική δύναμη θα ήταν ακόμη πιο παράλογο. Πρέπει, λοιπόν να καθορίσει κανείς με ποιό ρυθμό μπορεί ν’αυξηθεί η ζήτηση ώστε η προσφορά να έχει το χρόνο να προσαρμοσθεί ανταποκρινόμενη, συγχρόνως, και στη συμπεριφορά της αγοράς και στις προβλέψεις που επιτρέπονται από την υιοθέτηση της συγκεκριμένης οικονομικής πολιτικής. Ένας τέτοιος υπολογισμός προϋποθέτει να ξέρει κανείς από πριν τις συναρτήσεις κατανάλωσης των νοικοκυριών που επωφελούνται από την αύξηση της αγοραστικής δύναμης, την επίπτωση που έχει η αύξηση της ζήτησης ενός συγκεκριμένου τομέα στους άλλους τομείς, τις αχρησιμοποίητες παραγωγικές δυνατοτήτες σε κάθε τομέα συγκεκριμένα και τις καθυστερήσεις της προσαρμογής της προσφοράς στη ζήτηση σε κάθε τομέα ξεχωριστά (χρόνος για την εφαρμογή των επενδύσεων που έχουν αποφασιστεί).

Υπάρχει, ίσως, ένας καλός τρόπος για να αποκτήσει κανείς συγχρόνως και τις τεχνικά απαραίτητες πληροφορίες και μια ευρεία λαϊκή κινητοποίηση και υπευθυνοποίηση σ’αυτά τα θέματα: πρόκειται για την πραγματοποίηση μιας μεγάλης έρευνας, σε εθνική κλίμακα, σε Πολιτειακό και σε Δημαρχιακό επίπεδο, για την απογραφή των πρωταρχικών αναγκών και των πράγματι διαθέσιμων δυνατοτήτων. Αυτή η έρευνα, ανειλημμένη από τα συνδικάτα, τις συνοικιακές επιτροπές, τους συλλόγους, τις κοινότητες βάσης, με τη βοήθεια των κυβερνητικών υπηρεσιών ελέγχου, διοίκησης, υγείας, εκπαίδευσης, θα μπορούσε να αφορά ορισμένες βασικές προτεραιότητες (διατροφή, στέγαση, υγεία, παιδεία, πολιτισμός), στις οποίες η αύξηση των τοπικών αναγκών θα επέτρεπε τον προσδιορισμό τοπικών κι εθνικών στόχων. Γιατί να μην κάνουμε να ξαναμιλήσει στη φαντασία του κόσμου η ιδέα ενός «Plano de Metas», που αυτή τη φορά θα εκπονηθεί δημοκρατικά;4. Γιατί εξάλλου, να απαγορεύεται η άμεση χρηματοδότηση των συνεταιρισμών παραγωγής στους επιλεγμένους τομείς, αντί να εμπιστεύεται κανείς μόνο την ιδιωτική πρωτοβουλία;

Τα «ατού» του Ρ.Τ.

Γενικότερα, μου φαίνεται ότι η δύναμη του Ρ.Τ. οφείλεται στη δυνατότητά του, πάντα ανανεωμένη (μέχρι τώρα), ν’απαντά με σαφήνεια, πληρότητα κι ανεξαρτησία, στα μεγάλα ερωτήματα που θέτει η Βραζιλιάνικη κοινωνία. Ακριβώς αυτή η ικανότητα για «απαντήσεις» θα έπρεπε να αναπτυχθεί συστηματικά με την εφαρμογή του δημοκρατικού διαλόγου σ’όλα τα ζητήματα στρατηγικής. Η επιστράτευση των ειδικών μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στην ενίσχυση εκείνης των εργαζομένων και ν’ αντιταχθεί, ιδεολογικά κι επιστημονικά, στην κινητο- ποίηση των κυρίαρχων «ελίτ».

Μη φανταστούμε ότι τα ισχυρά συμφέροντα, τα οποία η πολιτική μιας κυβέρνησης Λούλα οπωσδήποτε θα θίξει, πρόκειται να παραμείνουν σιωπηλά: ένα τμήμα πιθανόν του τύπου και των μέσων ενημέρωσης θα επιχειρήσει συστηματικά να πλήξει ην αξιοπιστία των ειλημμένων πρωτοβουλιών. Το να μπορεί κανείς να στηριχθεί στους δεδομένους στόχους προκειμένου να εκτιμήσει τις αποφάσεις αποτελεί, λοιπόν, μια πολιτική αναγκαιότητα: για παράδειγμα, μια λεπτομερής επίσημη εισήγηση για τη διάρθρωση του φορολογικού συστήματος στη Βραζιλία, το ύψος των φόρων ανάλογα με το είδος των εισοδημάτων (από εργασία, από κεφάλαιο, από επιχειρηματικά κέρδη, από υπεραξίες…), θα αποκάλυπτε τέτοιες αδικίες, που θα μπορούσε να συμβάλει στην πολιτική μάχη για μια φορολογική μεταρρύθμιση. Το ίδιο ισχύει και για τη κατανομή του εισοδήματος, τη φυγή κεφαλαίων, «τη διαχείριση του χρέους», κλπ..

Μπορεί να είναι πολύ χρήσιμη η άμεση δημιουργία επίσημων επιτροπών, με τη συμμετοχή ανεξάρτητων κι αναγνωρισμένων ειδικών, που θα έχουν πρόσβαση σε όλα τα διοικητικά και φορολογικά δεδομένα, διατηρώντας βέβαια την ανωνυμία τους, και που θα διαμορφώνουν και θα διατυπώνουν κατά διαστήματα εκτιμήσεις της κατάστασης στον τομέα τους. Το Ρ.Τ. κατόρθωσε ν’αποκτήσει ευρεία υποστήριξη στον χώρο των διανοούμενων μισθωτών και θα πρέπει να εκμεταλλευθεί όλες τις δυνατότητες αυτού του γεγονότος.

Thomas Martin

 

Σημειώσεις

1 1994, Ideias para una alternativa de esquerda a crise brasileira, E.Sader ed, Relume Dumara, Rio De Janeiro, 1993.

2 Πρόκειται για την υπερβολική ανάπτυξη των χρηματιστικών αγορών, η οποία στη Βραζιλία συνδέεται άμεσα με την μόνιμη αναχρηματοδότηση του κράτους (για να καλύψει το λειτουργικό του έλλειμμα και να εξυπηρετήσει το εσωτερικό του χρέος) από ιδιώτες (επιχειρήσεις, εισοδηματίες, κερδοσκόπους).

3 Πρόκειται για το μηχανισμό «νομισματικής διόρθωσης», που εξασφαλιζει στους αποταμιευτές και στους κατόχους των κεφαλαίων ότι η αξία της περιουσίας τους θα ακολουθήσει αυτόματα τον πληθωρισμό (και θα αποφέρει, επί πλέον, «πραγματικούς» τόκους, γενικά ήδη υψηλούς). Μιλάμε για «διπλό νόμισμα»: το ένα, των πλουσίων, «αναπροσαρμόζεται» τιμαριθμικά καθημερινά στις χρηματιστικές αγορές, το άλλο -του 90 % του πληθυσμού, των μισθωτών ή των εργαζομένων στην παραοικονομία που δεν έχουν λογαριασμό την τράπεζα- «κατρακυλά» με τον ρυθμό του πληθωρισμού (30%-50% το μήνα).

4 Αναφορά στο σχέδιο ανάπτυξης της λαϊκίστικης ανάπτυξης μερίδας της βραζιλιάνικης άρχουσας τάξης.


Σπάρτακος 38, Ιούνης 1994

Σπάρτακος αρχείο


https://wp.me/p6Uul6-B9


 

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s