Σπάρτακος (τεύχος 34, Νοέμβριος 1992)
Μια παλαιότερη, αλλά επίκαιρη, συζήτηση (Σπάρτακος του 1992)
[τα ίδια κείμενα σε .pdf καθώς και σκαναρισμένα από το περιοδικό, σε .pdf]
Έθνος, εθνικισμός, διεθνισμός
1) Νίκος Παντελάκης, “ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟΝ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟ: Η θλιβερή αναβίωση ενός παρωχημένου εθνικισμού”, Σπάρτακος 33 Μάης 1992
2) Τάσος Αναστασιάδης, “ΕΘΝΟΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΙΣΜΟΣ: Για την επικαιρότητα των εθνικισμών και τη διεθνιστική πολιτική”, Σπάρτακος 34 Νοέμβρης 1992
[Αναδημοσίευση από το elaliberta.gr]
Το άρθρο του Τάσου Αναστασιάδη «Για την επικαιρότητα των εθνικισμών και τη διεθνιστική πολιτική» δημοσιεύτηκε (με την υπογραφή Ηλίας Αλτίνογλου) στο περιοδικό Σπάρτακος (τεύχος 34, Νοέμβριος 1992) ως απάντηση σε προηγούμενο άρθρο του Νίκου Παντελάκη, «Ενάντια στον εθνικισμό: Η θλιβερή αναβίωση ενός παρωχημένου εθνικισμού» (Σπάρτακος, τεύχος 33, Μάιος 1992, με την υπογραφή Μ. Νικήτας και αναδημοσιευμένο στην ιστοσελίδα του συγγραφέα: Νίκος Σ. Παντελάκης), στα πλαίσια μιας συζήτησης («Έθνος, εθνικισμός, διεθνισμός») σχετικά με το φαινόμενο του εθνικισμού, σε μια εποχή πρωτοφανούς, για την μεταπολιτευτική περίοδο, έξαρσης του εθνικισμού, εξαιτίας του μακεδονικού ζητήματος και της απροκάλυπτης επιθετικότητας της ελληνικής αστικής τάξης. Παρά το γεγονός ότι η συζήτηση αυτή διεξήχθη πριν από 26 χρόνια, τα ζητήματα που αναδεικνύονται παραμένουν –δυστυχώς– επίκαιρα, ή, ακόμα χειρότερα, επανεμφανίζονται με νέες δυναμικές, οι οποίες τροφοδοτούνται από τη σημερινή συγκυρία.
Τα δύο άρθρα έχουν αναδημοσιευτεί στην ιστοσελίδα του Τάσου Αναστασιάδη, σε ενιαία ανάρτηση, υπό τον τίτλο: «Έθνος, εθνικισμός, διεθνισμός» (Τάσος Αναστασιάδης – Tassos Anastassiadis, 6 Αυγούστου 2018 – και σε pdf, εδώ και εδώ)
Τάσος Αναστασιάδης
Για την επικαιρότητα των εθνικισμών και τη διεθνιστική πολιτική
Στη συγκυρία της έκρηξης των εθνικισμών στην Ευρώπη, με οποιαδήποτε ρατσιστική, πολεμική ή άλλη μορφή, και ειδικότερα στη συγκυρία του εθνικού οδοστρωτήρα στην Ελλάδα, το «εθνικό ζήτημα» αποκτάει μια επικαιρότητα που πρέπει να εκτιμηθεί από το εργατικό και διεθνιστικό κίνημα, για να μπορέσει να τοποθετηθεί αποτελεσματικά απέναντί του. Παραπέμπουμε τους αναγνώστες μας στα τελευταία τεύχη του Σπάρτακου, ιδιαίτερα στα σχετικά άρθρα των Πλάτανου, Ορφανογιάννη, Βωβού, Jonas, Traverso, Νικήτα, Αλτίνογλου, καθώς και στην αναδημοσίευση των κειμένων του Πουλιόπουλου και του Τρότσκυ, καθώς και στις «Θέσεις» μας για τον πόλεμο στην τέως Γιουγκοσλαβία, όπως και στην απόφαση της Ε. Γ. της 4ης Διεθνούς για το ίδιο θέμα που δημοσιεύουμε στο σημερινό τεύχος. Συνεχίζουμε τη συζήτηση με μια κριτική που κάνει ο Η. Αλτίνογλου στο άρθρο του Μ. Νικήτα, επισημαίνοντας ότι η επεξεργασία των θεμάτων αυτών είναι επείγουσα, για να μπορέσουμε να αποτρέψουμε την απάνθρωπη βαρβαρότητα στην οποία ετοιμάζεται να βυθιστεί η «σύγχρονη» Ευρώπη.
«Τα εθνικιστικά παραληρήματα παραπέμπουν σε άλλες εποχές», γράφει ο σύντροφος Μ. Νικήτας στο Σπάρτακο Νο 33. Σαν ηθική διαμαρτυρία, συμμεριζόμαστε αυτή την αγανάκτηση. Εξάλλου το οργανωμένο εργατικό κίνημα, ιδιαίτερα το μαρξιστικό ρεύμα, σαν αυθεντικά απελευθερωτικό, είναι παραδοσιακά αντιεθνικιστικό. «Οι προλετάριοι δεν έχουν πατρίδα», όπως έλεγε και ο Μαρξ. Το πρόβλημα όμως είναι ότι η θέση του σ. Νικήτα τόσο σαν πολιτική τοποθέτηση –θα επανέλθουμε– όσο και, καταρχήν, σαν εκτίμηση της κατάστασης είναι προφανώς λαθεμένη. Τα εθνικιστικά παραληρήματα –και δεν είναι μόνο «παραληρήματα», αλλά και δολοφονικές πρακτικές– είναι άκρως επίκαιρα. Ένας αφηρημένος εξορκισμός τους δεν αρκεί για να καταρριφθούν. Πρέπει επομένως να κατανοηθεί η υλική τους βάση και η δυναμική, για να μπορέσει το σοσιαλιστικό, το διεθνιστικό, το εργατικό κίνημα να τοποθετηθεί αποτελεσματικά απέναντί τους.
Χωρίς να πάμε πολύ μακρυά, η ανάλυση των εξελίξεων στα Βαλκάνια είναι χαρακτηριστική των τοποθετήσεων μέσα στο αντιεθνικιστικό ρεύμα. Και υπάρχουν δύο ή τρεις αναλύσεις που, αγνοώντας την υλική βάση του εθνικισμού, καταλήγουν σε μια στήριξή του μέσα ακριβώς από την… καταγγελία του! Για παράδειγμα, η ανάλυση σύμφωνα με την οποία η αναβίωση των εθνικιστικών αλληλοσφαγών στη Γιουγκοσλαβία ήταν το απλό αποτέλεσμα του ιμπεριαλιστικού δακτύλου: Όπως σωστά γράφαμε στις «Θέσεις», η ανάλυση αυτή «υποτιμάει το βάθος της καπιταλιστικής παρέμβασης», γιατί την ανάγει σε απλή εξωτερική «ιδεολογική» «ή και πολιτικο-στρατιωτική στήριξη», χωρίς να βλέπει την εσωτερική της βάση (τον κεντρόφυγο συγκεντρωτισμό των εμπορευματικών συναλλαγών), την κοινωνική της δυναμική (τα επίδοξα αστικά στρώματα της γραφειοκρατίας) και, κυρίως, την πολιτική της έκφραση π.χ. τον μεγαλοσερβισμό του Μιλόσεβιτς.
Έθνος και καπιταλισμός
Αυτός ο τελευταίος δεν έπεσε από τον ουρανό. Είναι η πολιτική έκφραση μιας πραγματικής κοινωνικής διαδικασίας: Μια αυθεντική καπιταλιστική παλινόρθωση σημαίνει την οικοδόμηση πραγματικής αστικής τάξης με αληθινό ενοποιημένο «εθνικό» χώρο. Όχι μόνο οικονομικό, αλλά και, κυρίως, κοινωνικό-πολιτικό: Έναν πληθυσμό που να κολυμπάει καλά σε μια εθνική μυθολογία «κοινού πεπρωμένου», ξεχωριστού από τα άλλα έθνη, και που να αφορά όλα τα μέλη του.
Χωρίς τέτοια μυθολογία, οι αναγκαστικά δημιουργούμενες ταξικές αντιθέσεις (η ύπαρξη προλεταριάτου για εκμετάλλευση) κινδυνεύουν να καταστήσουν ανέφικτη την ένταξη του πληθυσμού στην αστική διακυβέρνηση. Και χωρίς τέτοια ένταξη, αστική κοινωνία δεν φτιάχνεται. Στην αρχαία Ελλάδα, στη Ρώμη, στη φεουδαρχία, οι εκμεταλλευόμενες τάξεις ήταν ξένο (κατώτερο, άλλο) σώμα από την πολιτική εξουσία.
Η αστική κοινωνία όμως δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τέτοια ένταξη, χωρίς έθνος, δηλαδή κάθετη διαταξική ενότητα μιας –μυθικής και, για αυτό, πραγματικής– πολιτιστικής κοινότητας: Χωρίς έθνος, η μισθωτή σχέση χάνει το χαρακτήρα της ελεύθερα αποδεκτής εκμετάλλευσης, στη βάση της «κοινής προσπάθειας», και αποκτάει άλλα, πολιτικοστρατιωτικά, δεσμά που με τη σειρά τους εμποδίζουν την οικοδόμηση αληθινής αστικής τάξης, μιας τάξης δηλαδή που να μπορεί να κάνει απρόσκοπτα business (με τους «νόμους» της αγοράς). Μια περισσή υποκειμενικότητα στον εξαναγκασμό προς εργασία κινδυνεύει, πρώτον, να αφαιρέσει από το μισθωτό την ελευθερία του να πουλάει την εργατική του δύναμη και άρα, δεύτερον, να καταστήσει μη αποδοτική την καπιταλιστική συσσώρευση. Το έθνος είναι που επιτρέπει τη χρήση οικονομικής, αντικειμενικής, μετρήσιμης και καπιταλιστικά αποδοτικής βίας, αφού προσδίδει το νομιμοποιητικό χαρακτήρα στον οικονομικό καταναγκασμό.
Εθνογένεση
Όμως για να κατασκευαστεί ένα έθνος, δεν αρκούν απλώς φλυαρίες από διανοούμενους και κρατικές γραφειοκρατίες. Χρειάζεται βία και βία όχι ανάμεσα σε επαγγελματίες μισθοφόρους, αλλά βία που να ασκείται στον ίδιο τον πληθυσμό. Όλα τα έθνη έτσι σχηματίστηκαν και δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Ο λόγος είναι απλός. Όσο για παράδειγμα οι συγκρούσεις μέσα στη Μακεδονία του 19ου αιώνα ήταν ιδιωτικές συγκρούσεις ανάμεσα σε στρατούς, ο πληθυσμός σαν τέτοιους τους βλέπει και δεν έχει κανένα λόγο να ταυτιστεί με κάποια πολιτική εξουσία. Χρειάζεται επομένως αγριότητα ενάντια στους ίδιους τους πληθυσμούς. Οι Σέρβοι ελεύθεροι σκοπευτές που χτύπησαν την ειρηνιστική διαδήλωση στο Σεράγεβο, οι βόμβες που πλήττουν τον άμαχο πληθυσμό στη Βοσνία, δεν είναι από απλή σατανική κακία: Στηρίζονται στην αρχή1 ότι ο «πόλεμος» «με όλες του τις αγριότητες» «πρέπει να τυλίξει άμεσα» τους ίδιους τους πληθυσμούς, ούτως ώστε «ο φόβος» ότι θα «αντιμετωπίζονται σαν εχθροί» να τους «εξαναγκάσει να πάρουν μέρος στον πόλεμο»2, να «γίνουν στρατιώτες» και να πάψουν να τον αισθάνονται απλώς σαν φορολογικό βάρος από «τις ιδιωτικές συγκρούσεις» μιας εξουσίας με την οποία δεν τους δένει κανένας «πατριωτισμός». Τότε μόνο «όλα θα αλλάξουν ριζικά» και θα μπορέσει να οικοδομηθεί μια κάθετη εθνική ενότητα του πληθυσμού, απέναντι μάλιστα στους «εθνικούς εχθρούς».
Ο σέρβικος εθνικισμός δεν είναι επομένως ένα απλό «παραλήρημα» του εποικοδομήματος με έστω δολοφονικές επιπτώσεις. Είναι η αναγκαστική έκφραση μιας αστικής κοινωνίας που προσπαθεί να αναγεννηθεί. Και από αυτή την άποψη, η ιμπεριαλιστική ανάμειξη δεν περιορίζεται σε διπλωματικές ή πολιτικές παρεμβάσεις, που ασφαλώς είναι υπαρκτές. Ο Μιλόσεβιτς είναι ο ιδεολογικο-πολιτικός εκφραστής κεντρικών στρωμάτων της γιουγκοσλάβικης νομενκλατούρας που, στη φιλοδοξία τους να μετεξελιχθούν σε πραγματική αστική τάξη, παίζουν το χαρτί της σέρβικης μυθολογίας. Αν η μυθολογία αυτή θα μπορούσε να ήταν και άλλη (και υπάρχουν άλλες), ωστόσο σε κάθε περίπτωση η προώθηση του σχεδίου της καπιταλιστικής παλινόρθωσης είναι κατεξοχήν το έργο όλων των ιμπεριαλιστικών κέντρων που από τη δεκαετία του ’80 τουλάχιστον πιέζουν οικονομικά, ιδεολογικά, πολιτικά προς αυτή την κατεύθυνση της εισαγωγής μηχανισμών της αγοράς, οικοδόμησης πραγματικών αστικών κοινωνιών και άρα αστικών τάξεων, πράγμα που σημαίνει εθνικό χώρο, έθνη και εθνικά μίση, ιδιαίτερα σε κοινωνίες που βυθίζονται σε οικονομική εξαθλίωση και όπου, επομένως, η ανάδυση αστικών τάξεων δεν μπορεί να βασιστεί παρά στην κατανομή και στη στήριξη της φτώχειας.
«Ιμπεριαλιστικός δάκτυλος»;
Όχι μονάχα δεν είναι αλήθεια ότι η ιμπεριαλιστική ανάμειξη είναι απλώς σε πολιτικο-στρατιωτικό και ιδεολογικό επίπεδο, αλλά και μάλιστα η ανάμειξη αυτού του τύπου ίσως να γίνεται για να μπαλώσει τις αναγκαστικές αλλά και ανεπιθύμητες επιπτώσεις της βασικής κοινωνικής διαδικασίας. Δηλαδή, η ανάλυση που θέλει τον ιμπεριαλισμό να αναζητεί να διασπάσει τις μεγάλες κρατικές οντότητες (Γιουγκοσλαβία) για να τις εξασθενίσει είναι τουλάχιστον πολύ πρόχειρη, αν όχι τελείως λαθεμένη. Δεν είναι για παράδειγμα καθόλου σίγουρο ότι οι διάφοροι ιμπεριαλισμοί «θέλουν», ή και έστω «αντικειμενικά τους συμφέρει», μια διάλυση των μεγάλων κρατικών οντοτήτων. Πρώτον, γιατί δεν είναι το μέγεθος της Γιουγκοσλαβίας που μπορεί να εμποδίσει μια ιμπεριαλιστική διείσδυση και κυριαρχία στο εσωτερικό της χώρας, από τη στιγμή που επικρατήσουν οι «νόμοι» της αγοράς. Δεύτερον, γιατί οι στρατιωτικές συγκρούσεις και σφαγές δεν βοηθούν αναγκαστικά –και ίσως και να εμποδίζουν– τη διακίνηση των κεφαλαίων, εμπορευμάτων και αστικών τάξεων. Και, τρίτον, γιατί είναι μια πορεία μεσοπρόθεσμα πολύ επικίνδυνη –έστω και αναπόφευκτη– για το σύνολο της καπιταλιστικής κοινωνίας. Επομένως, η ιμπεριαλιστική ανάμειξη σε αυτό το διπλωματικό, πολιτικό ή και στρατιωτικό επίπεδο είναι υποκριτική, αφού παριστάνει την αθώα περιστερά στη δυναμική της καπιταλιστικής παλινόρθωσης στην οποία έχει πιέσει, αλλά δεν είναι αναγκαστικά ψευδολόγος, αφού στοχεύει στην άμβλυνση μιας έκρυθμης κατάστασης από την οποία οι απειλές είναι ποικίλες.
Χαρακτηριστικές από τη σκοπιά αυτή είναι και οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις. Η διαφωνία δεν υπήρξε ποτέ στη θεμιτότητα της καπιταλιστικής παλινόρθωσης, ούτε στη μιζέρια στην οποία πρέπει –για αυτό– να βυθιστούν οι πληθυσμοί του τέως υπαρκτού σταλινισμού. Οι διαφωνίες ήταν (και είναι) στο πώς να περιοριστούν οι επικίνδυνες δυναμικές αυτής της διαδικασίας, για τον καπιταλισμό γενικότερα και για τον καθένα ειδικότερα3. Οι μεν (π.χ. Γερμανία) θεωρώντας ότι μια αναγνώριση και στήριξη των αρχουσών τμημάτων της νομενκλατούρας που μπορούσαν να αποτελέσουν εθνικές αστικές τάξεις θα δημιουργούσε status quo με μικρότερες –ή πάντως πιο ελέγξιμες– κοινωνικές εκρήξεις. Οι δε (π.χ. Ελλάδα) θεωρώντας ότι οι κοινωνικές εκρήξεις θα μπορούσαν καλύτερα να περιοριστούν από τη δύναμη της ενοποιημένης γραφειοκρατίας και του κεντρικού κράτους. Σε κάθε περίπτωση, και άσχετα από το σχετικό ρεαλισμό της κάθε θέσης, η ίδια η διαδικασία δημιουργίας «έθνους» έπρεπε να υποστηριχτεί με ό,τι αυτό συνεπάγεται: Βία ενάντια στον πληθυσμό, οικονομική εξαθλίωση, εθνικό και θρησκευτικό μίσος, διαταξική εθνική ενότητα. Η καντονοποίηση της Βοζνίας με τις πολεμικές κραυγές του Μιλόσεβιτς για τη σερβικότητα του Κοσσυφοπεδίου είναι από τα πιο σημαντικά προγραμματικά σημεία για την οικοδόμηση αστικών, εθνικών, κοινωνιών.
«Παρωχημένος» ο εθνικισμός;
Για τον ίδιο λόγο είναι λαθεμένη και η –αντίστροφη– ανάλυση του σ. Νικήτα που λέει ότι, όχι μόνο οι εθνικισμοί δεν ήταν το αποτέλεσμα του ιμπεριαλιστικού δακτύλου, αλλά και ότι αυτοί είναι «μια μάχη οπισθοφυλακής, μια συντηρητική αντίδραση» «παρωχημένης εποχής» τμημάτων «της γραφειοκρατίας» «για εδραίωση της εξουσίας της» απέναντι «στο νέο υπερεθνικό κόσμο που γεννιέται». Και είναι λαθεμένη όχι μόνο γιατί τα εθνικιστικά τμήματα της γραφειοκρατίας είναι ακριβώς αυτά που διαθέτουν την πλέον συνεκτική πολιτική αστικής οικοδόμησης, δηλαδή ένα πρόγραμμα οικοδόμησης ολοκληρωμένης αστικής κοινωνίας (και όχι απλώς δικτύων κομπιναδόρων και μαφιόζων), αλλά και –κυρίως– επειδή υποτιμάει τη βίαιη φύση της αστικής ανοικοδόμησης.
Οι σφαγές πληθυσμών, η οικονομική εξαθλίωση, τα εθνικά μίση, δεν είναι απομεινάρια μιας «άλλης εποχής» καταδικασμένα να εξαφανιστούν. Ίσα-ίσα, είναι η πιο σύγχρονη προγραμματική κραυγή για μια σειρά κοινωνίες (και όχι μόνο της Ανατολής – βλ. Γερμανία). Μια ιδεαλιστική, ηθική, ανθρωπιστική καταδίκη τους –παρόλο που είμαστε οι πρώτοι για να την κάνουμε– δεν αρκεί για να εξαφανιστούν, όχι μόνο γιατί είναι πολύ υπαρκτές, αλλά και επειδή στηρίζονται στις σύγχρονες και πολύ υλικές κοινωνικές δυνάμεις της προσπάθειας αναζωογόνησης του καπιταλισμού.
Αντίθετα απ’ό,τι φαίνεται να πιστεύει ο σ. Νικήτας, ο «υπερεθνικός κόσμος» δεν είναι ούτε στους στόχους ούτε στην πράξη του καπιταλισμού: Ο λόγος είναι ότι, παρά την πραγματική διεθνοποίηση του κεφαλαίου, η κοινωνική του αναπαραγωγή χρειάζεται ακριβώς μια «υπηκοότητα» που μόνο ένα εθνικό κράτος μπορεί να του προσφέρει. Και «υπηκοότητα» νοείται ασφαλώς σαν πολιτικο-στρατιωτικός μηχανισμός επιβολής, αλλά και κυρίως σαν νομιμοποιητική αποδοχή του μύθου του εθνικού (διαταξικά κοινού) πεπρωμένου. Αυτό άλλωστε είναι που εξηγεί και γιατί, αντί να ισχύει η φαινομενική καταγραφή του σ. Νικήτα ότι δηλαδή «επικρατεί η αντίληψη ότι το κράτος απλώς μεταβλήθηκε σε μια φωλιά κλεφτών και λωποδυτών», η πρώτη «εθνική» ιαχή αρκεί για να συνταχθεί μια εθνική ομοφωνία μαζί ακριβώς με τους «κλέφτες» και «λωποδύτες», π.χ. στο Μακεδονικό! Όπως και εξηγεί γιατί οι Γερμανοί και οι άλλοι Ευρωπαίοι ναζί συμπίπτουν με την καθωσπρέπει πολιτική ηγεσία (βλ. γερμανική κυβέρνηση και αντιπολίτευση, βλ. συνυπογράφοντες το Μάαστριχτ, κλπ.) στη διαπίστωση ότι φταίνε οι «ξένοι».
Η διπλή φύση του εθνικισμού
Αν επομένως πρέπει να πάρουμε στα σοβαρά τους εθνικιστικούς κινδύνους και να εγκαταλείψουμε κάθε αναλυτική τους προσέγγιση σαν απλώς «παρωχημένους» ή σαν απλά «τεχνάσματα» του ενός ή του άλλου ιμπεριαλισμού, θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε τις πολύ υπαρκτές τους πρακτικές σαν ακριβώς υπαρκτές και βαρύνουσες. Εδώ είναι που η αφηρημένη καταγγελία του εθνικισμού παύει να είναι απλώς αναποτελεσματική και κινδυνεύει να γίνει επιλεκτική απολογία του κυρίαρχου –κάθε φορά– εθνικισμού. Γιατί εθνικισμός είναι εξορισμού η οριοθέτηση και το κυνήγι του άλλου, του διαφορετικού. Πράγμα που σημαίνει ότι το έθνος είναι εξορισμού μια ειδικού τύπου διάκριση, μια καταπίεση, μια καταστολή, έστω και σε διαφοροποιημένη κλίμακα όξυνσης. Δηλαδή, ο Λένιν είχε δίκιο που έθετε το ζήτημα από την άποψη της θεμελιακής διάκρισης ανάμεσα σε δύο εθνικισμούς: Στον καταπιεζόμενο και στον καταπιεστή.
Σίγουρα από άποψη ιδεολογίας, κυρίαρχο ή όχι το παραμύθιασμα παραμένει εξίσου ανορθολογικό (ο ήλιος της Βεργίνας, ελληνικός ή μακεδονίτικος ή…). Επίσης σίγουρα, από απελευθερωτική σκοπιά, «το ζήτημα δεν είναι η συγκρότηση νέων εθνικών κρατών» και μάλιστα «περιχαρακωμένων» (Μ. Νικήτας). Όμως επίσης σίγουρα, η παρεμπόδιση ενός πληθυσμού από τον αυτοκαθορισμό του (π.χ. Δημοκρατία της Μακεδονίας) και ακόμα περισσότερο η δίωξή του με εθνικά κριτήρια (Σλαβομακεδόνες, Τούρκοι,… της Ελλάδας) –για να μη μιλήσουμε για τις σφαγές ή τις εκκαθαρίσεις πληθυσμών, όπως τις ελληνοτουρκικές ανταλλαγές, τις διώξεις των μουσουλμάνων από τα εδάφη της Βοσνίας, κλπ.– δεν είναι απλή κοινωνική, οικονομική, πολιτιστική ή γλωσσική διάκριση: Είναι η απαλλοτρίωση του δικαιώματος πολιτικού αυτοκαθορισμού του πληθυσμού, είναι μια πολιτική καταπίεση, μια εθνική οριοθέτηση, που μπορεί άλλωστε να ενισχυθεί και από θρησκευτικές, γλωσσικές, φυλετικές ή άλλες διαστάσεις.
Η πολιτική αυτή φύση του εθνικού ζητήματος (οι δυνατότητες αυτοκαθορισμού των ανθρώπων) είναι η βασική, αναλυτική και προγραμματική, πλευρά για την αντιμετώπισή του. Επομένως, δικαίως ο σ. Νικήτας παραπέμπει στα προβλήματα πολιτικής ένταξης, αντιπροσώπευσης, «υπηκοότητας», κλπ. Από τη σκοπιά αυτή, είναι σίγουρο ότι η αστική διακυβέρνηση βασίζεται σε μια πολιτική απαλλοτρίωση του πληθυσμού, που όμως παίρνει την ειδική μορφή της μυθικής ένταξης σε μια διαταξική κοινότητα («έθνος», «εθνικοί κίνδυνοι», «εθνική οικονομία», κλπ.). Ασφαλώς πρόκειται για γενικευμένη πολιτική απαλλοτρίωση, με την έννοια ότι «ένας λαός που καταπιέζει άλλους δεν μπορεί να είναι ελεύθερος». Ασφαλώς ακόμη τα οφέλη από το σχετικό βόλεμα που πηγάζει από τη συμμετοχή σε ένα κυρίαρχο έθνος χρησιμοποιούνται για να εξαγοραστεί η υποκειμενική πλευρά της πολιτικής απαλλοτρίωσης που είναι η πολιτική απάθεια.
Αλλά, επιπλέον, δεν πρόκειται για μια αδιαφοροποίητη ένταξη ενός υποτιθέμενα ομοιογενούς πληθυσμού. Πρόκειται ακριβώς για τον ορισμό, τον περιορισμό και τους αποκλεισμούς που συνεπάγεται η «υπηκοότητα». Πράγμα που παρατηρείται όχι μόνο στις –κατά Νικήτα– «παρωχημένες» εθνικές συγκροτήσεις, αλλά και στις πλέον σύγχρονες απόπειρες εθνικών συμμαζώξεων: Βλέπε για παράδειγμα την «ευρωπαϊκή υπηκοότητα» του Μάαστριχτ της οποίας μια από τις πλέον σημαντικές διαστάσεις είναι ακριβώς ο αποκλεισμός των «ξένων», η προστασία των συνόρων, η Ευρώπη των αστυνομιών. Πράγμα που επιβεβαιώνει αυτό που γράφαμε, το ότι δηλαδή «έθνος χωρίς άλλα έθνη και μειονότητες να καταπιέζει και να επιβουλεύεται δεν φαίνεται να μπορεί να υπάρξει»4, ακόμα και αν, στην προκειμένη περίπτωση, η κατασκευή του «ευρωπαϊκού έθνους» έχει ακόμα πολύ και αμφίβολο δρόμο να διανύσει.
Πολιτική καταπίεση
Όμως μια διαφοροποιημένη πολιτική απαλλοτρίωση σημαίνει πραγματική καταπίεση, όπως –που είναι και το πιο επικίνδυνο– και συχνά αποδοχή ή και συμμετοχή στο βόλεμα των σχετικών πλεονεκτημάτων5. Πλέον ορατός και επίκαιρος –καθόλου «παρωχημένος»– είναι ο ορισμός και ο αποκλεισμός των «ξένων«: Πρέπει να είναι κανείς τυφλός για να μην δει ότι υπάρχει ουσιαστική διαφορά στην πολιτική απαλλοτρίωση ανάμεσα στο «Γερμανό» και στον «Έλληνα» ή «Τούρκο» στη Γερμανία, ανάμεσα στο «Γάλλο» και στον «Άραβα» στη Γαλλία, ανάμεσα στον «Έλληνα» και στον «Πολωνό» ή «Αλβανό» στην Ελλάδα. Ο δεύτερος, που είναι κατατρεγμένος, ορίζεται σαν απειλή για τον πρώτο, ο οποίος επιζητεί την «προστασία» του «εθνικού» του κράτους. Πλέον βάναυση μορφή του εθνικισμού, ο ρατσισμός δεν μπορεί πάντως να καταπολεμηθεί με αφηρημένη μετάθεση ή «ουδετερότητα».
Το ίδιο, δεν μπορεί να υπάρξει ουδετερότητα και απέναντι στην ύπαρξη «εθνικού» κράτους. Όχι –μόνο– από την αναρχική άποψη του κράτους σαν αναγκαστικά κατασταλτικής μηχανής. Αλλά και στην εθνική του διάσταση: Όσο, για παράδειγμα, υπάρχει «ελληνικό» (με την πλήρη εθνική σημασία) κράτος, οι Σλαβομακεδόνες, οι Τούρκοι, οι Αρβανίτες, οι Βλάχοι, οι Γύφτοι κλπ. της Ελλάδας, θα είναι δεύτερης κατηγορίας –τουλάχιστον– πολίτες, πληθυσμοί διπλά απαλλοτριωμένοι πολιτικά, άνθρωποι καταπιεζόμενοι στερημένοι της δυνατότητας να αναγνωρίσουν το κράτος σαν –εθνικά– δικό τους, εκτός αν «παραιτηθούν» από τις πολιτιστικές τους ιδιότητες –«αφομοιωθούν»–6, όπως π.χ. έγινε με τους Αρβανίτες των Μεσογείων (δηλαδή αν θεωρήσουν την πολιτιστική τους ταυτότητα σαν «δευτερεύουσα», τη γλώσσα τους σαν «απλό ιδίωμα», σαν «χωριάτικα απομεινάρια» που με τον καιρό θα εξαλειφθούν). Η δημιουργία των διαφόρων γιουγκοσλαβικών εθνών είναι από τις πιο χαρακτηριστικές. Και για το λόγο αυτόν η πολυεθνική Βοζνία έπρεπε να πεθάνει κάτω από τα σερβοκροατικά στρατεύματα: Μια αυθεντική καπιταλιστική παλινόρθωση δε μπορούσε να ανεχθεί την –έστω κουτσουρεμένη– εθνική, γλωσσική, θρησκευτική πολυμορφία της τιτοϊκής Γιουγκοσλαβίας γενικότερα και Βοζνίας ειδικότερα7.
Αυτοδιάθεση
Από απελευθερωτική σκοπιά, επομένως, το θέμα δεν μπορεί να αναχθεί στο φαταλισμό μιας ιστορικής μηχανικής, κατά το πρότυπο του απόλυτου πνεύματος του Χέγκελ: Η ιδέα μιας αντικειμενικής «προόδου» που προκαθορισμένα θα οδηγούσε σε κάποιον απελευθερωτικό κοινωνικό μετασχηματισμό είναι μια ιδέα που επανειλημμένα την έχουμε πληρώσει σκληρά. Όχι μόνο σαν τυπικά αστική, αλλά και σαν, σοσιαλδημοκρατικό ή σταλινικό, δηλητήριο στο εσωτερικό του εργατικού κινήματος. Η ουτοπία του σοσιαλισμού δεν είναι «νομοτέλεια», είναι εναλλακτική της βαρβαρότητας –όπως το έθεσε η Ρόζα– δυνατότητα.
Η δυνατότητα όμως οικοδομείται: Σημαίνει πρόγραμμα, σημαίνει ιδέες, σημαίνει πράξη, σημαίνει υποκειμενικότητα. Το ότι «η χειραφέτηση των εργαζομένων θα είναι το έργο των ίδιων των εργαζομένων» δεν είναι διαπίστωση μιας «σιδερένιας χείρας» της ιστορίας. Είναι πολιτική τοποθέτηση. Είναι η αναγνώριση του ότι μια απελευθερωμένη κοινωνία οικοδομείται μόνο ελεύθερα και συνειδητά από τους ίδιους τους ανθρώπους, των οποίων ακριβώς η θέληση, όπως λέει ο Ρουσσώ, «δεν είναι αλλοτριώσιμη», ούτε –Τρότσκι:– «υποκαταστήσιμη».
Από την άποψη αυτήν, η λενινιστική αρχή του δικαιώματος των εθνών σε αυτοδιάθεση δεν είναι η υποστήριξη ενός απλού «ανθρωπιστικού» ή «αστικού» δικαιώματος. Είναι η προγραμματική μετάφραση της εθνικής καταπίεσης σαν δυνατότητα ξεπεράσματός της. Αντίθετα από τον «εκπολιτιστικό» αυταρχισμό της αποικιοκρατικής Δύσης8 μαζί με τη ρεφορμιστική του κάλυψη, αντίθετα από τις σταλινικές αυτοδιακηρύξεις κατοχής των κλειδιών της ιστορίας, με βάση τις οποίες δικαιολογούνται οι εξοντώσεις πληθυσμών, η λενινιστική αρχή της αυτοδιάθεσης τοποθετεί το ζήτημα στην πραγματική, πολιτική και υποκειμενική του, διάσταση: Τη δυνατότητα των ίδιων των ανθρώπων να αποφασίζουν για τη ζωή τους. Ή, αλλιώς ειπωμένο, τη διάλυση όλων των μηχανισμών –π.χ. εθνική καταπίεση– που εμποδίζουν τον αυτοκαθορισμό. Πράγμα που σημαίνει ότι το «εθνικό ζήτημα» δεν είναι ζήτημα γενικά «εθνικισμού» –ούτε, βέβαια, «σχέσεων ανάμεσα σε έθνη»–, αλλά ανάγεται στην καταπολέμηση του κυρίαρχου εθνικισμού, της εθνικής καταπίεσης, και στην άνευ όρων υπεράσπιση του καταπιεζόμενου πληθυσμού και του εθνικισμού του.
Διεθνισμός
Η διαφωνία μας, επομένως, με τις τοποθετήσεις που αρκούνται σε ένα αφηρημένο επίπεδο «διεθνιστικών» διακηρύξεων, μην τυχόν και μολυνθούν από τον «εθνικισμό», συνίσταται στο ότι εμείς θεωρούμε πως η υποστήριξη των εθνικά καταπιεζόμενων πληθυσμών απέναντι στους καταπιεστές τους δεν υπόκειται σε αναλύσεις περί «πορείας» της ιστορίας ούτε σε εκτιμήσεις περί «προοδευτικότητάς» τους9. Η αναγνώριση του δικαιώματος των πληθυσμών να αποφασίζουν οι ίδιοι για τον εαυτό τους είναι η μίνιμουμ προϋπόθεση για οποιαδήποτε περαιτέρω οικοδόμηση προς την κατεύθυνση μιας αυτοαπελευθερωνόμενης κοινωνίας.
Ακόμα περισσότερο που οποιαδήποτε άλλη τοποθέτηση κινδυνεύει να ενισχύσει το σοβινιστικό δηλητήριο στο εσωτερικό των κυρίαρχων εθνών και μάλιστα σε μια αυτάρεσκη καλλιέργεια ψευτοανωτερότητας απέναντι στους «πρωτογονισμούς» των «άξεστων» και «καθυστερημένων» –«παρωχημένων εποχών»– καταπιεσμένων πληθυσμών. Δεν έχουμε παρά να κοιτάξουμε την έξαρση του ελληνικού εθνικισμού και την υπεροψία του απέναντι στους «Σλάβους» τους «Τούρκους» ή τους «Αλβανούς». Είναι η ίδια –«υπερεθνική»!– υπεροψία της «καλλιεργημένης» Δύσης απέναντι στους «ιθαγενείς» των αποικιών της. Όπως παρόμοια στάση διαδίδεται και απέναντι στους «άξεστους» εργάτες που δεν καταλαβαίνουν από «οικονομία» (παλαιότερα μάλιστα σπάγαν και τις μηχανές!) και που αντιτίθενται στην «τεχνολογική πρόοδο», αντιστεκόμενοι π.χ. στις απολύσεις.
Για να ξεπεραστούν τα εθνικιστικά αδιέξοδα πρέπει πάνω απ’όλα να καταπολεμηθούν οι κυρίαρχοι εθνικισμοί, αυτοί δηλαδή που διαθέτουν τους μηχανισμούς για να επιβάλλουν τους όρους ύπαρξης και τις ταυτότητες που θέλουν. Από τη σκοπιά αυτή, είχαμε δίκιο, για παράδειγμα, να απαιτούμε από την ελληνική κυβέρνηση –πέρα από την πάλη μας για τα δικαιώματα των μειονοτήτων– να αναγνωρίσει αμέσως και χωρίς όρους τη Δημοκρατία της Μακεδονίας. Ασφαλώς όχι γιατί δήθεν θα πιστεύαμε πως ο κατακερματισμός της Βαλκανικής σε κρατίδια (Αλβανία, Ελλάδα, Μακεδονία, Σερβία, κλπ.) θα αποτελούσε «λύση». Ούτε βέβαια γιατί δήθεν θα είχαμε να υποστηρίξουμε κάποιες αντίστοιχες εθνικές «ουσίες». Αλλά γιατί οποιαδήποτε αντίστροφη τοποθέτηση (στο εσωτερικό του αντιεθνικιστικού ρεύματος) δεν μπορεί παρά να συμμαχήσει με τον ελληνικό εθνικισμό, τις ιμπεριαλιστικές του διαθέσεις και τις πολεμικές του πρακτικές (για την ώρα, έστω, σε διπλωματικό, πολιτικό, ιδεολογικό και οικονομικό επίπεδο). Οι σύντροφοι που ήθελαν να καταγγείλουν τις πρακτικές αυτές χωρίς να απαιτήσουν την αναγνώριση της Δημοκρατίας της Μακεδονίας –βολευόμενοι εξάλλου στην «αναγνωρισμένη» ύπαρξη του δικού τους, ελληνικού, κράτους– με πρόφαση την εναντίωση στους «αστικούς» θεσμούς ή μια υποτιθέμενη «αδιαφορία» για αυτούς καταδικάζονται, στην καλύτερη περίπτωση, σε μια ανώδυνη –για τον ελληνικό εθνικισμό– πρακτική.
Για να μπορέσει να υπάρξει η προοπτική συναδέλφωσης των λαών της Βαλκανικής, η παρακαταθήκη χτίζεται από τώρα, όταν οι λαοί και οι πληθυσμοί που χρειάζονται βοήθεια την έχουν. Χωρίς εκβιασμούς, απειλές, όρους και αφυψηλού διαταγές. Αν οι κυρίαρχες αστικές τάξεις και γραφειοκρατικές συμμορίες θέλουν να βυθίζουν σε έναν εθνικό μεσαίωνα τους πληθυσμούς, από το εργατικό, το επαναστατικό, το σοσιαλιστικό κίνημα εξαρτάται η παρεμπόδισή του. Ήδη από τώρα!
Σπάρτακος, τεύχος 34, Νοέμβριος 1992. Αναδημοσίευση: Τάσος Αναστασιάδης – Tassos Anastassiadis, 6 Αυγούστου 2018 – και σε pdf, εδώ και εδώ)
Σημειώσεις
1 Όπως τη διατύπωσε το 18ο αιώνα ο Γάλλος Guibert (βλ. Σπάρτακος, Νο 33, σελ. 25) [Αναδημοσίευση: Τάσος Αναστασιάδης, «Περί έθνους», Τάσος Αναστασιάδης – Tassos Anastassiadis, 29 Σεπτεμβρίου 2013 και e la libertà, 19 Φεβρουαρίου 2016].
2 Πρόσφατα, οι μουσουλμάνοι στρατιώτες εμπόδισαν τον πληθυσμό του Σεράγεβο να εγκαταλείψει τη βομβαρδιζόμενη από τους Σέρβους πόλη.
3 Που ασφαλώς σημαίνει πως με την ευκαιρία θα μπορούσε και ο καθένας να υφαρπάξει όσα περισσότερα «εθνικά» πλεονεκτήματα μπορεί, όπως –σε κάποια στιγμή τουλάχιστον– ονειρεύτηκαν οι Έλληνες επεκτατιστές.
4 «Ο εθνικός τοτεμισμός», Σπάρτακος, Νο 33, σελ. 20 [Αναδημοσίευση: Τάσος Αναστασιάδης, «Περί έθνους», Τάσος Αναστασιάδης – Tassos Anastassiadis, 29 Σεπτεμβρίου 2013 και e la libertà, 19 Φεβρουαρίου 2016].
5 Αυτό ισχύει γενικότερα, π.χ. με τα παιδιά, τις γυναίκες, κλπ. Χωρίς να επιχειρηματολογήσουμε τώρα, θυμίζουμε στον σ. Νικήτα ότι και εδώ μια αφηρημένη τοποθέτηση που, στο όνομα μιας ταξικής προέλευσης της καταπίεσης, θα απαγόρευε την ειδική αυτοσυγκρότηση των καταπιεσμένων δεν μπορεί παρά να καταλήξει στην αναπαραγωγή και τη δικαιολόγηση της καταπίεσης.
6 Οι οθωμανοί είχαν χρησιμοποιήσει αυτή την ταχτική της «αφομοίωσης» –π.χ. «Γενίτσαροι»–, αλλά σε πολύ περιορισμένη έκταση, στο μέτρο που δεν οδήγησε σε εξεθνισμό της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
7 Για το σημαδιακό χαρακτήρα της πολυεθνικής Βοζνίας, βλ. και απόφαση της Ε.Γ. της 4ης Διεθνούς στο παρόν τεύχος του Σπάρτακου. Ιδιαίτερα για τη σημασία της υποκειμενικής κινητοποίησης των ίδιων μαζών για την επίλυση του εθνικού ζητήματος.
8 Βλέπε και τη διακήρυξη των σουρεαλιστών στο παρόν τεύχος του Σπάρτακου, σε σχέση με τους πανηγυρισμούς για τα πεντακόσια χρόνια από την κατάκτηση της Αμερικής και την εξόντωση των ιθαγενών πολιτισμών –έως και πληθυσμών– της.
9 Για τις θεωρίες περί «λαών χωρίς ιστορία», βλ. το άρθρο του D. Jonas στο Σπάρτακο Νο 32 [Αναδημοσίευση: Ανδρέας Κλόκε (D. Jonas), « Ο Ένγκελς και το θέμα των “λαών χωρίς ιστορία” στις επαναστάσεις του 1848», e la libertà, 28 Φεβρουαρίου 2016]. \
[Αναδημοσίευση από το elaliberta.gr]
[Τάσος Αναστασιάδης – Tassos Anastassiadis, 6 Αυγούστου 2018 – και σε pdf, εδώ και εδώ]
Σπάρτακος (τεύχος 34, Νοέμβριος 1992)