Σπάρτακος 32, Γενάρης-Απρίλης 1992
Ο ΖΑΧΑΡΙΑΔΗΣ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Περικλής Ροδάκης:
Μια αμαθής, δόλια και υποκειμενική ανασκόπηση της ιστορίας
Η σταλινική αριστερά ενταφίασε πρόσφατα στο Α’Νεκροταφείο το «θρυλικό της ηγέτη», το Νίκο Ζαχαριάδη, πολλά χρόνια μετά από το φυσικό του θάνατο και εν μέσω ενός κόσμου όπου οι εξελίξεις ιστορικής σημασίας θα μπορούσαν να είναι η αφετηρία ενός θεωρητικο-πολιτικού απολογισμού. Κατά πόσο όμως μπορεί αυτό να γίνει μέσα στο προγραμματικό και θεωρητικό πλαίσιο της ίδιας της σταλινικής και ζαχαριαδικής κληρονομιάς; Το βιβλίο του Ροδάκη είναι η αφορμή μιας τέτοιας συζήτησης.
Στέλιος ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ
Αν και η σταλινική αριστερά επωμίζεται μονοπωλιακά τις ευθύνες για όσα εφιαλτικά διαδραματίζονται στις χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού, όπως μονοπωλιακά είχε στηρίξει και υποστηρίζει τα καθεστώτα τους, δεν φαίνεται να ανησυχεί. Βρήκε το θράσος να διεκδικήσει και να πετύχει τον ενταφιασμό του Ν. Ζαχαριάδη στο Α’ Νεκροταφείο. Η επιτυχία αυτή μας αφήνει παγερά αδιάφορους. Πολύ πρίν φτάσει στον φυσικό θάνατο ο Ν. Ζαχαριάδης είχε φτάσει στον πνευματικό.
Επηρεασμένοι όμως απο την πρόσφατη προσωρινή αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για τον «θρυλικό ηγέτη» και έχοντας μια διαφορετική αντίληψη για το ρόλο της προσωπικότητας στην Ιστορία παρουσιάζουμε -για τους αναγνώστες του Σπάρτακου- το βιβλίο του Π. Ροδάκη: Ν. Ζαχαριάδης, εκδόσεις Επικαιρότητα, Αθήνα 1987.
Ο βιογράφος ενός πολιτικού προσώπου έχει ένα διπλό και δύσκολο καθήκον. Πρέπει να προσφέρει στους αναγνώστες μια αντικειμενική παρουσίαση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του προσώπου, των ικανοτήτων και των αδυναμιών του, της πορείας του μέσα στη ζωή, των γενικότερων ηθικών του αρχών, του χαρακτήρα του κλπ… Πρέπει επίσης να τοποθετήσει το πρόσωπο μέσα στην Ιστορία, δηλαδή να εντοπίσει και να αποδείξει τις ιστορικές διαμάχες της εποχής του δείχνοντας αν το συγκεκριμένο πρόσωπο μπορεί να θεωρηθεί πρωταγωνιστής ή κομπάρσος της Ιστορίας. Αν η πρώτη δουλειά είναι εκείνη που θεωρείται σημαντική, δεν χωράει αμφιβολία πως η δεύτερη είναι η πιο δύσκολη. Πώς να εντάξεις το πρόσωπο στην Ιστορία, αν ο ίδιος δεν έχεις μια καθαρά διαμορφωμένη άποψη για την Ιστορία; Ελλείψει αυτής της διαμορφωμένης άποψης η πολιτική βιογραφία εκφυλίζεται είτε σ’ ένα μεταθανάτιο υμνολόγιο είτε σ’ ένα, επίσης μεταθανάτιο, ανάθεμα.
Δεν αρκεί βέβαια ν’ αναγνωρίζει ο βιογράφος ότι πρέπει να τοποθετηθεί το πρόσωπο μέσα στην Ιστορία. Πρέπει και να μπορεί να κάνει αυτή την «τοποθέτηση». Δύσκολο καθήκον αυτό αφού προϋποθέτει δυο πρωταρχικά εφόδια: 1) Mια σημαντική επιστημονική κατάρτιση στην Ιστορία, κάτι που δεν είναι καθόλου αυτονόητο για ερασιτέχνες βιογράφους σαν τον κ. Ροδάκη. 2) Mια ανυποχώρητη θέληση να υπηρετήσει την Ιστορία. Οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι αυτή η θέληση είναι επικίνδυνη. Να πείς την αλήθεια σημαίνει να συγκρουστείς με οργανωμένα όχι μόνο οικονομικά αλλά και κομματικά συμφέροντα. Για όποιον γνωρίζει – έστω και ελάχιστα – την ελληνική πραγματικότητα είναι φανερό ότι μια τέτοια σύγκρουση δεν γινόταν πολύ συχνά στο παρελθόν. Ο έλεγχος του κόμματος και των παραφυάδων του σε σχεδόν όλες τις πτυχές της πνευματικής παραγωγής ήταν τόσο εγκληματικά ασφυκτικός που ο φορέας μιάς διαφορετικής άποψης ήταν καταδικασμένος στην απομόνωση και την αφάνεια. Και για να αντέξει κάποιος την απομόνωση και την αφάνεια πρέπει νάχει μια διαμορφωμένη άποψη για την Ιστορία. Πόσοι όμως είχαν αυτή τη συγκρότηση σ’ εκείνη την εποχή όπου η οργανωμένη αμάθεια του σταλινισμού παρουσιαζόταν -μ’ έναν περίπου οργουελικό τρόπο- σαν επαναστατική μόρφωση;
Διαθέτει, άραγε, το έργο του κ. Ροδάκη αυτά τα εφόδια;
Ο Ν. Ζαχαριάδης παρουσιάζεται στο βιβλίο αυτό σαν:
-
Η δυναμικότερη πολιτική φυσιογνωμία που ανέδειξε το ΚΚΕ σ’ όλη του την ιστορία (σελ. 5) αλλά και σαν κάποιος που αν είχε έναν ηγέτη επικεφαλής (sic) θα μπορούσε να γίνει το πρώτο, το ικα- .χώρος 7.85 ο ο ν νότερο εκτελεστικό στέλεχος (σελ. 100).
-
‘Ανθρωπος που δεν πιστεύει σε τίποτα (σελ. 99), αδίστακτος τυχοδιώκτης και παράλογος εγωιστής και κλασικά ανερμάτιστος πολιτικός (σελ. 111), τυφλός στο πάθος του και εκδικητικός σαν ελέφαντας (σελ. 130), που πουλάει τους πάντες και τα πάντα προκειμένου να πετύχει αυτό που θέλει (σελ. 165).
-
‘Ανθρωπος με ελάχιστη μόρφωση (σελ. 6) αλλά επίσης με αρκετή μαρξιστική μόρφωση (σελ. 46).
-
Ανθρωπος που κατόρθωσε να επιβληθεί σε φίλους και εχθρούς ως μέγας ηγέτης (σελ. 6), ενώ ωστόσο ούτε η γραμμή ούτε και τα οργανωτικά του πλαίσια είναι δική του επινόηση (σελ. 63).
Χρειάζεται μια γερή δόση υπομονής για να μπορέσει να καταλάβει ο ανυποψίαστος αναγνώστης του βιβλίου για ποιό λόγο ο συγγραφέας καταφεύγει τόσο συχνά [σταχυολογίσαμε ελάχιστα μόνο απο τα μαργαριτάρια του] σε τόσο κραυγαλέα αλληλοαποκλειόμενες κατηγορίες: Ο συγγραφέας αποδίδει τους χαρακτηρισμούς του ανάλογα με τη συγκυρία και όχι με βάση μια ξεκάθαρη αντίληψη για την Ιστορία. Και δεδομένου ότι οι συγκυρίες είναι πολυάριθμες η Ιστορία ανάγεται, τελικά, σ’ ένα άθροισμα διακριτών στιγμών, χωρίς φανερή εσωτερική λογική αλλά και χωρίς καμμιά συνοχή. Κάποιος που χαρακτηρίζεται σαν προδότης σε μια συγκυρία μπορεί, μ’ αυτή τη λογική, να χαρακτηριστεί σαν μεγαλειώδης αγωνιστής σε μια άλλη και η προκύπτουσα αντίφαση να μην ενοχλεί – όπως θα έπρεπε.
Αν και η εσωτερική λογική της Ιστορίας απουσιάζει απο το επίμαχο βιβλίο, η εσωτερική λογική του σταλινισμού (σαν παραχάραξη της Ιστορίας) είναι ωστόσο πανταχού παρούσα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ισχυριζόμαστε – και θα αποδείξουμε στη συνέχεια – ότι ο κ. Ροδάκης είναι ακόμα και ηθικά διαβλητός.
«Ποιά είναι η διαφορά ανάμεσα στη μέθοδο και το τέχνασμα; Μέθοδος είναι ένα τέχνασμα που εφαρμόζεται δυό φορές»
Αυτό είναι ένα ουγγαρέζικο λογοπαίγνιο σχετικό με τον τρόπο που σκέφτεται ο αφελής παραδοσιακός καθηγητής των Μαθηματικών. Φαίνεται όμως ότι ταιριάζει εξίσου καλά στη νοοτροπία του κ. Ροδάκη που θέλει να υποτάξει την πραγματικότητα στις απόψεις του και για να το πετύχει αυτό καταφεύγει – όπως και οι πνευματικοί του πατέρες – στην διατύπωση βαρύγδουπων συμπερασμάτων που δεν έχουν καμμιά σχέση μ’ αυτήν.
Ν’ αναπλάσεις μια ιστορική περίοδο σημαίνει:
-
Να περιγράψεις όσο το δυνατό πιο κατατοπιστικά τις κύριες πολιτικές της διαμάχες, των οποίων και θα αναλύσεις – ας είναι και εκ των υστέρων – τον λογικό πυρήνα. Ποιές χαρακτηρίζονται κύριες πολιτικές διαμάχες; Εκείνες που αντιπαραθέτουν διαμετρικά αντίθετες απόψεις σχετικά με τα θεμελιώδη προβλήματα του εργατικού κινήματος: εθνικισμός ή διεθνισμός, επαναστατικός ή μεταρρυθμιστικός δρόμος προς την εξουσία, προλεταριακός ή αστικοδημοκρατικός χαρακτήρας της επανάστασης, ιμπεριαλιστικός ή μη χαρακτήρας ενός πολέμου, ταξική φύση μιας συγκεκριμένης χώρας κλπ.
-
Να σκιαγραφήσεις το ταξικό περιεχόμενο των απόψεων που συγκρούονται στη δεδομένη ιστορική περίοδο.
-
Να μελετήσεις την προϊστορία της καθεμιάς κύριας πολιτικής άποψης, δηλαδή να βρείς με ποιά προγενέστερα ρεύματα συγγενεύει, απο πού αντλεί την πατρότητά της, αν και κατα πόσο στηρίζεται σε λεπτομερέστερη επεξεργασία των δεδομένων απ’ ό,τι οι πρόδρομοί της, αν πετυχαίνε κάποια βελτίωση στην επαναστατική θεωρία ή αν αποτελεί αναμάσημα παλιών και τετριμένων απόψεων.
Εχοντας κατα νού ότι μια κριτική λίγων σελίδων δεν μπορεί να περιέχει όσα δεν περιέχονται σ’ ένα ολόκληρο βιβλίο 275 σελίδων, ας προχωρήσουμε στη διερεύνηση του κατα πόσο ο κ. Ροδάκης αντιλαμβάνεται τις κύριες πολιτικές διαμάχες της επίμαχης εκείνης εποχής.
Διεθνισμός: «Στην εποχή μας, που είναι εποχή του ιμπεριαλισμού, δηλαδή της παγκόσμιας οικονομίας και πολιτικής που κατευθύνονται απο το χρηματιστικό κεφάλαιο, δεν υπάρχει ούτε ένα κομμουνιστικό κόμμα που θα μπορούσε να επεξεργαστεί το πρόγραμμά του παίρνοντας μονάχα ή πρωταρχικά σαν αφετηρία τις συνθήκες ή τις τάσεις εξέλιξης της χώρας του. Αυτό ισχύει απόλυτα και για το κόμμα που κατέχει την εξουσία μέσα στα όρια της ΕΣΣΔ» (Λ. Τρότσκι: Η Τρίτη Διεθνής μετά τον Λένιν, τόμος 1ος, εκδ.ΑΛΛΑΓΗ, Αθήνα 1979, σελ. 22).
Κάπως έτσι σκιαγραφούσαν οι μπολσεβίκοι θεωρητικοί (Λένιν, Τρότσκι) και η Τρίτη Διεθνής, πριν εκφυλιστεί σε πρακτορείο υπεράσπισης των εξωτερικών συμφερόντων της ΕΣΣΔ, την αναγκαιότητα του διεθνισμού. Τόμοι ολόκληροι αναλύσεων είχαν τεκμηριώσει αυτή τη θέση της Τρίτης Διεθνούς. Δεν επιτρέπεται να ξεχνιώνται αυτές οι αναλύσεις – πράγμα που γίνετα συχνά – επειδή έγιναν πρόγραμμα. Ακριβώς επειδή το πρόγραμμα στηριζόταν σ’ αυτές όπως ένα θεώρημα στηρίζεται στην απόδειξή του απο την οποία αντλεί και τη δύναμή του. Αυτή η αναλογία δεν πρέπει να γίνει αντιληπτή με ισοπεδωτικό τρόπο. Δεν υπονοούμε ότι ένα μαθηματικό θεώρημα είναι ταυτόσημο με την πολιτική πάλη. Αν αφαιρέσεις απο την πολιτική απόφαση το αποδεικτικό της μέρος, την μετατρέπεις σε μια επικίνδυνη (γιατί έχει χάσει την επαφή της με τη πραγματικότητα και μπορεί να σε σύρει σε τυχωδιοκτισμούς) αερολογία.
Μπορούμε να ισχυριστούμε, χωρίς να είμαστε υπερβολικοί, ότι ο Ν. Ζαχαριάδης καθώς και ολόκληρη η «Σχολή» που τον ανέδειξε (αλλά κι εκείνη που τον διαδέχτηκε) χαρακτηρίζονται από αυτή τη σύγχιση: Δεν μπορούν να αντιληφθούν το συμπέρασμα σε συνάφεια με τη διαδικασία εξαγωγής του. Εκείνο που τους χαρακτηρίζει είναι ένας ακατάσχετος εμπειρισμός (με τη χειρότερη έννοια του όρου).
Ενα μικρό δείγμα αυτής της σύγχισης βρίσκεται στο πώς αντιλαμβάνεται ο Ν. Ζαχαριάδης το διεθνισμό. Σχετικά με την περίφημη εκείνη θέση για την αυτονόμηση της Μακεδονίας (1924) ισχυρίστηκε πολύ αργότερα (1957) ότι υποστήριξε αυτή τη θέση επειδή:
«…έπρεπε να βοηθήσει το Κ.Κ. Βουλγαρίας που πιεζόταν πολύ απο τα σωβινιστικά – φασιστικά στοιχεία που υποστήριζαν την προσάρτηση της Μακεδονίας στη Βουλγαρία.» (σελ. 22)
Αντιστρέφοντας αυτή την αφοπλιστική λογική μπορούμε να πούμε ότι αν το ΚΚΕ πιεζόταν απο τα ελληνικά φασιστικά στοιχεία για την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, το ΚΚ Τουρκίας θάπρεπε να «βοηθήσει» κι εκείνο! Τι αποτελέσματα φέρνει αυτή η εθνικιστικοκομμουνιστική κοντομυαλιά το διαπίστωσε το εργατικό κίνημα με πολύ τραγικό τρόπο, στην Ελλάδα και αλλού. Ας σημειώσουμε ότι ο Ν. Ζαχαριάδης δεν κάνει καμμιά ανάλυση για την ταξική διάσταση του Μακεδονικού ζητήματος [ανάλυση που πρέπει νάναι κυρίαρχη σε κάθε εθνικό ζήτημα]. Επρεπε μόνο να «βοηθήσει»!!
Μα το πρόβλημα δεν βρίσκεται μόνον στον πατριάρχη της σταλινικής ανικανότητας. Ο βιογράφος του και πνευματικός του μαθητής ακολουθεί πιστά. Θέλοντας να τονίσει ότι το σύνθημα για ισοτιμία στις μειονότητες – που προωθήθηκε μετά το 6ο συνέδριο στα 1935 – αποτελούσε μια προσγείωση στην πραγματικότητα σχετικά μ’ εκείνο για αυτονόμηση της Μακεδονίας του (1924), γράφει: «ποτέ, το τονίζουμε, ποτέ οι λεγόμενες εθνικές μειονότητες δεν κινήθηκαν αυτοδύναμα ως εθνική μειονότητα.» (σελ. 91) ενώ λίγους στίχους παρακάτω: «Οι αστοί δεν θέλουν να αναγνωρίσουν σλαβομακεδονική μειονότητα. Και πήραν σκληρά μέτρα ενάντια σε κάθε εθνική κίνηση των Σλαβομακεδόνων.» Διαλέγετε και παίρνετε. Κανείς δεν θα τολμήσει, βέβαια, να ισχυριστεί ότι ο εθνικισμός του Ν. Ζαχαριάδη ή το παραλήρημα του κ. Ροδάκη έχουν κάποια σχέση με τις αποφάσεις της Τρίτης Διεθνούς για το διεθνισμό. Η Τρίτη Διεθνής μιλούσε για χρηματιστικό κεφάλαιο και δεν χώριζε τα διάφορα κράτη σε εντελώς αυθαίρετους χωρισμούς βάζοντας το εργατικό κίνημα να θυσιάζεται στην μία ή την άλλη περίπτωση. Ο Ν. Ζαχαριάδης έδωσε και άλλα δείγματα ρωσοδουλείας. Στη σελ. 142 διαβάζουμε σχετικά με τη στάση του στον επερχόμενο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο [με τα περίφημα δυο γράμματά του στον Ι. Μεταξά. (βλέπε σελ. 128 – 142)]: «Η στρατηγική της Σοβιετικής Ενωσης ήταν να θυσιάσει τα Βαλκάνια και αυτό είναι τραγικό! Φυσικά μια στρατηγική σε γενικότερη κλίμακα σωστή. Επρεπε να σταθεί, να δυναμώσει, να κερδίσει χρόνο η μοναδική σοσιαλιστική χώρα του κόσμου, η δύναμη που θα τσάκιζε το φασισμό.«
Η Σοβιετική Ενωση θυσίασε, λοιπόν, απλώς τα Βαλκάνια! Μήπως αυτό σήμαινε κάμποσα εκατομμύρια εργαζόμενους ριγμένους στην πολεμική κρεατομηχανή για να δυναμώσει η μάνα του σοσιαλισμού; Ο Ν. Ζαχαριάδης καμώθηκε ότι δεν καταλάβαινε το μέγεθος του εγκλήματος, πώς αλλιώς θα χαρακτήριζε αυτή την στρατηγική σε γενικότερη κλίμακα (sic) σωστή;
Τι απαντά ο κ. Ροδάκης σ’ αυτό το μαργαριτάρι; ‘Οτι «τελικά αποδείχνεται πως η γραμμή του Ζαχαριάδη είναι περισσότερο σωστή για την ελληνική πραγματικότητα. Πέρα απο το Γερμανοσοβιετικό σύμφωνο, θα πρέπει να πούμε ότι ο πόλεμος δεν είναι όπως τον παρουσίαζε η Τρίτη Διεθνής: ιμπεριαλιστικός. Είναι αντιφασιστικός από την αρχή από τη μεριά των λαών που δέχονται την επίθεση του ναζισμού» (σελ. 137).
‘Οταν ένας συγγραφέας δεν είναι ικανός ν’ απαλλάξει τα γραπτά του από τέτοιες κραυγαλέες αντιφάσεις (που θάκαναν και ένα μικρό παιδί να γελάσει), αλλά και δεν μπορεί, επίσης, να εκφραστεί στη γλώσσα του με τρόπο που να μην προκαλεί την αηδία, δεν δικαιολογείται να φαντάζεται ότι κάνει πολιτική κριτική. Κάπου (σελ. 205) συναντήσαμε την έκφραση: αλλά αυτό το δοσμένο δεν υπήρχε, ενώ αλλού (σελ. 209) γράφει: Η εκτέλεση του Ν. Μπελογιάννη και της παρέας του δεν έγινε σε άγνοιά του. Δικαιολογημένα ο Π. Πουλιόπουλος χαρακτήρισε ταταροσκηθικό αυτό το ιδίωμα των σταλινικών.
Επαναστατικός ή μεταρρυθμιστικός δρόμος προς την εξουσία;
Αυτό είναι ένα άλλο θεμελιώδες ζήτημα στην επαναστατική φιλολογία που διαπερνά σαν νωτιαίος μυελός ολόκληρο το σκελετό της επαναστατικής σκέψης (απο τους ουτοπικούς σοσιαλιστές και τον Μάρξ μέχρι τους αναρχικούς και τον Λένιν). Ο κ. Ροδάκης, εντούτοις, που περιφρονεί τη φιλολογία -όπως οι πνευματικοί του πατέρες-, δεν μπορεί να καταλάβει ότι το πέρασμα από τον ένα δρόμο στον άλλο δεν είναι όπως το πέρασμα απ’ την αυλόπορτα ενός σπιτιού. Γιαυτό κατηγορεί τον Ν. Ζαχαριάδη ότι δεν έκανε κάποιον έντιμο συμβιβασμό (σελ. 194) στα 1946. Δυστυχώς για τον Ν. Ζαχαριάδη, αλλά και τον κ. Ροδάκη, ο δρόμος που επιλέγεται είναι υποχρεωτικός μέχρι τη νίκη ή την συντριβή.
Το πρόβλημα του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα είναι, κατά την προσωπική μας άποψη, πολύ δυσκολώτερο. Πρέπει ν’ απαντηθούν τα ακόλουθα ερωτήματα:
-
Ηταν προβλέψιμος, πριν την ήττα του Δεκέμβρη, ο εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα;
-
Αν όχι, τότε πώς εξηγείται το γεγονός ότι ο Τσώρτσιλ (ο οποίος ήταν μάλλον διορατικός πολιτικός) ισχυρίζεται – αρκετά νωρίτερα απ’ το 1944 – πως το κύριο πρόβλημα στην Ελλάδα θα είναι η έκβαση του μελλοντικού αναπόφευκτου εμφυλίου;
-
Αν ναί, τότε γιατί το ΚΚΕ αφενός δεν τον προετοίμασε, αφετέρου καθυστέρησε τόσο εγκληματικά να τον ξεκινήσει;
Μάταια θ’ αναζητήσει ο αναγνώστης έστω και τη σκιαγράφηση μιας απάντησης σ’ αυτά τα τρία ερωτήματα. Επειδή η απάντηση στην πρώτη ερώτηση είναι μάλλον καταφατική, οι σταλινικοί θα δυσκολευτούν ν’ απαντήσουν στα υπόλοιπα ερωτήματα. Σύμφωνα, λοιπόν, με την πάγια μεθοδολογία τους: όσες ερωτήσεις ενοχλούν καταργούνται. Στην ευνοϊκότερη περίπτωση θα φαινόταν ότι το ΚΚΕ δεν είχε απαντήσει στο πρωταρχικό ζήτημα: μεταρρύθμιση ή επανάσταση;
Ας σημειώσουμε, παρεκβατικά, ότι οι σύντροφοί μας (της 4ης Διεθνούς) είχαν δεί σωστότερα τη φύση του αγώνα. Ταξικός και όχι εθνικοαπελευθερωτικός. Ακόμα μια φορά ο κ. Ροδάκης ποιεί την νήσσα. Οι τροτσκιστές, βλέπετε, δεν ήταν μαζικοί!! Από πότε όμως η μαζικότητα αποτελεί εγγύηση ορθότητας αυτό δεν φρόντισε να το εξηγήσει ούτε ο κ. Ροδάκης ούτε οι χιλιάδες εξαχρειωμένοι δικηγόροι της σταλινικής προδοσίας.
Αστικοδημοκρατική ή προλεταριακή επανάσταση στην Ελλάδα;
Ακόμα και τιτλούχοι σταλινικοί που έσπασαν από τον σταλινισμό διατηρώντας κάποια ίχνη τιμιότητας σαν τον καθηγητή Ε. Μπιτσάκη (πράγμα που είναι προς τιμή τους) δεν μπόρεσαν να μην αναγνωρίσουν τη θεωρητική συνεισφορά του Π. Πουλιόπουλου στο βιβλίο του «Δημοκρατική ή Προλεταριακή Επανάσταση στην Ελλάδα» (1929). Αλλο ζήτημα η συμφωνία ή η διαφωνία.
Μια πνευματική παραγωγή κρίνεται ανάλογα με την συνεισφορά της. Ποιοί όμως μπορούν να κρίνουν μια πνευματική παραγωγή; Οχι βέβαια εκείνοι που την αγνοούν θεληματικά, επιχειρώντας, να «προφυλάξουν» τις νέες γενιές που διψάνε για την ιστορική αλήθεια απο τέτοιους προσανατολισμούς. Ούτε εκείνοι που ενώ δεν μνηνονεύουν κάν αυτό το βιβλίο βιάζονται να συμπεράνουν ότι: ο μόνος που είδε τον χαρακτήρα της επανάστασης σαν αστικοδημοκρατική ήταν ο Πολύδωρος Δανιηλίδης και τούτο στα 1930 ή 1931 (σελ. 54), δηλώνοντας – πάλι παραπλανητικά και ισοπεδωτικά – ότι ο Ν. Ζαχαριάδης υποστήριζε ότι η επανάσταση πρέπει να είναι προλεταριακή. Για τους ηλίθιους το συμπέρασμα και η διαδικασία εξαγωγής του συγχέονται. Ετσι η επιμονή στη θεωρητική συζήτηση φαίνεται σαν διανοουμενισμός.
Κάνουν όμως ένα σημαντικό λάθος. Η νέα γενιά κατάλαβε ότι ο σταλινισμός αποτελεί (μαζί με τον φασισμό) την περίοδο που ήταν μεσάνυχτα στον αιώνα μας και παλεύει να ρίξει άπλετο φώς στις καλοκρυμμένες, αποσιωπημένες, παραχαραγμένες πτυχές της Ιστορίας. Το κάνει αυτό αργά αλλά σταθερά. Και όσο τα πρώτα συμπεράσματα της θα δικαιώσουν τις αρχικές της υπόνοιες, τόσο η πορεία της θα γίνεται πιο αποφασισμένη, πιο σθεναρή. Ξεβρωμίζοντας την Ιστορία απο τους σταλινικούς «μπροστάρηδες» της παραχάραξης και της συκοφαντίας.
Στέλιος Νικολαϊδης
28 Γενάρη 1992
Σπάρτακος 32, Γενάρης-Απρίλης 1992