E.Mandel: Η αδυσώπητη πτώση του Γκορμπατσόφ

Σπάρτακος 32, Γενάρης-Απρίλης 1992


τέως ΕΣΣΔ: Η ΑΔΥΣΩΠΗΤΗ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΙΧΑΗΛ ΓΚΟΡΜΠΑΤΣΟΦ

Η προσπάθεια μεταρρύθμισης του σοβιετικού γραφειοκρατικού καθεστώτος που ξεκίνησε ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία. Αυτό επιβεβαιώνει την αδυναμία αυτο-μεταρρύθμισης της γραφειοκρατίας.

Ernest MANDEL

Η αποτυχία του Γκορμπατσόφ είναι παρόμοια με του Τίτο, του Κρούτσεφ, του Μάο ή του Ντούμπτσεκ. Η σοβιετική γραφειοκρατία είναι τόσο πλατιά, το κοινωνικό της δίκτυο τόσο γερό, το σύμπλεγμα της αδράνειάς, της ρουτίνας, της κωλλυσιεργείας και του σαμποτάζ πάνω στα οποία βασίζεται τόσο πυκνό που δεν μπορεί να αποδυναμωθεί αποφασιστικά από ενέργειες από τα πάνω. Η απόσυρσή της απαιτεί την πρωτοβουλία και τη δράση δεκάδων εκατομμυρίων εργαζομένων, δηλαδή μια πραγματική λαϊκή επανάσταση από τα κάτω, μια αντιγραφειοκρατική πολιτική επανάσταση. Ο Γκορμπατσόφ ήταν ανίκανος να εξαπολύσει μια τέτοια επανάσταση -ούτε και το ήθελε. Στόχος του ήταν να διατηρήσει το σύστημα μεταρρυθμίζοντάς το βαθιά.

Η επιχείρηση του Γκορμπατσόφ προς μια ριζοσπαστική μεταρρύθμιση του συστήματος δεν ήταν κυρίως το αποτέλεσμα μιας ιδεολογικής επιλογής. ‘Ηταν το προϊόν ορισμένων αναπόφευκτων αντικειμενικών συνθηκών, της όλο και πιο βαθιάς κρίσης του συστήματος στην οποία είχε βυθιστεί η ΕΣΣΔ από τα τέλη της δεκαετίας του 19970.

Τα κύρια δείγματα της κρίσης αυτής ήταν:

  • Η συνεχής πτώση των ρυθμών της ανάπτυξης, που παρέμεναν χαμηλότερα από των ΗΠΑ για περισσότερο από μια δεκαετία.

  • Η αδυναμία σε τέτοιες συνθήκες να διατηρηθούν ταυτόχρονα και μια πορεία προς εκσυγχρονισμό της οικονομίας και ο ανταγωνισμός των εξοπλισμών με τον ιμπεριαλισμό και μια διαρκής έστω και μικρή αύξηση στα επίπεδα ζωής των μαζών και, τέλος, η διατήρηση και η επέκταση των προνομίων της γραφειοκρατίας. Τουλάχιστον οι δύο, αν όχι και τρεις, από τους στόχους αυτούς έπρεπε να εγκαταλειφθούν.

  • Η αποτυχία, που είχε προβλέψει ο Τρότσκυ από τη δεκαετία του 1920, μιας μετατροπής της επεκτατικής σε εντατική εκβιομηχάνιση. Η μετατροπή αυτή απαιτούσε προτεραιότητα σε προβλήματα περισσότερο ποιότητας παρά ποσότητας, σε ακριβείς υπολογισμούς του κόστους, σε διαφάνεια των οικονομικών μηχανισμών και σε αυξανόμενη κυριαρχία των καταναλωτών. ‘Ολα αυτά είναι ασυμβίβαστα με τη γραφειοκρατική διχτατορία.

  • Η αρχή μιας έντονης κοινωνικής οπισθοδρόμησης, που εκφράζει ιδιαίτερα η ύπαρξη 60 εκατομμυρίων φτωχών και η έντονη επιδείνωση του συστήματος υγείας (μαζί με την επί πολλά χρόνια απόλυτη πτώση στη διάρκεια ζωής).

  • Η απώλεια οποιασδήποτε πολιτικής νομιμότητας από το καθεστώς, με την εμφάνιση πλατιών τομέων αντιπολίτευσης (ειδικοί, συγγραφείς, νέοι, καταπιεσμένες εθνότητες και εργάτες με ανεξάρτητη, ώς ένα βαθμό, δράση). .παύλα {Μια πολύ βαθιά ιδεολογική και ηθική κρίση που η γραφειοκρατία δεν μπορούσε πλέον να ελέγξει.

Η ήττα του Γκορμπατσόφ είναι πάνω απ’όλα η ήττα της οικονομικής περεστρόικα. Κακοσχεδιασμένη από την αρχή, με συνεχείς αλλαγές πλεύσης, με ένα συνδυασμό όλο και πιο αντιφατικών στόχων, η περεστρόϊκα τελικά αποδιάρθρωσε την παλιά οικονομία της καθοδήγησης χωρίς να την αντικαταστήσει με κάτι συνεκτικό.

Από τη στασιμότητα στον οικονομικό μαρασμό

Μετά από διάφορους κλιδωνισμούς, ο οικονομικός μαρασμός διαδέχτηκε τη στασιμότητα από το 1990 και μετά. Ο καλπάζων πληθωρισμός συνέβαλε στην επιτάχυνση προς την παρακμή. Οι σχέσεις ανάμεσα σε επιχειρήσεις άρχισαν να διαλύονται. Τα καταναλωτικά αγαθά εξαφανίζονταν από τα επίσημα δίκτυα διανομή, αρχίζοντας σιγά-σιγά να μονοπωλούνται από τις διάφορες μαφίες και την ελεύθερη αγορά, όπου πουλιόνταν σε εξωφρενικές τιμές.

Το βασικό ελάχιστο εισόδημα στη Μόσχα στις αρχές του 1991 ήταν 200 ρούβλια μηνιαίως το άτομο, πράγμα που ακόμα κάλυπτε ο ελάχιστος μισθός. Τον Οκτώβριο του 1991 το βασικό ελάχιστο εισόδημα είχε αυξηθεί στα 521 ρούβλια σύμφωνα με υπολογισμούς συνδικάτων. Το 90% περίπου από τους Μοσχοβίτες όμως κέρδιζαν λιγότερα από το ποσό αυτό. Από τότε η κατάσταση επιδεινώθηκε ακόμα περισσότερο. Και τώρα έχουμε τις μαζικές αυξήσεις των τιμών της 2 Ιανουαρίου του 1992. Δεδομένης αυτής της βαθμιαίας επιδείνωσης των συνθηκών ζωής των πλατιών μαζών, ο Γκορμπατσόφ έχασε πλήρως τη λαϊκή του βάση.

Η βασική κατευθυντήρια δύναμη που βρίσκεται πίσω από την εξωτερική πολιτική του Γκορμπατσόφ ήταν το σταμάτημα του ανταγωνισμού των εξοπλισμών με κάθε κόστος και το να πετύχει τεχνολογική και πιστωτική βοήθεια από τον ιμπεριαλισμό για να σώσει το βυθιζόμενο σκάφος. Αυτό οδήγησε στις αντεπαναστατικές περιφερειακές συμφωνίες σε βάρος των επαναστάσεων της Κεντρικής Αμερικής και της Κούβας και σε βάρος των απελευθερωτικών αγώνων στη Νότιο Αφρική και στον αραβικό κόσμο. Με αυτά ο Γκορμπατσόφ δεν έκανε τίποτε περισσότερο από το να συνεχίσει τη μακρυά ιστορία προδοσιών της διεθνούς επανάστασης από το Στάλιν, τους διαδόχους του και τους ακολούθους τους. Προδοσία της ισπανικής, της γιουγκοσλάβικης και της ελληνικής επανάστασης, προδοσία των ευκαιριών για επαναστατικές ανατροπές στη Γαλλία και την Ιταλία το 1944-48 και 1968-69 και προδοσία της κινέζικης, της βιετναμέζικης, της κουβανέζικης (πάνω απ’όλες) και της πορτογαλικής επανάστασης.

Ωστόσο, εάν ήταν απατηλό να περιμένει κανείς να πετύχει ο Γκορμπατσόφ άλλο τόσο θα ήταν λάθος να κλείσει τα μάτια του στις βαθιές και θετικές αλλαγές που συνέβησαν στην ΕΣΣΔ κάτω από τον Γκορμπατσόφ.

Οι αλλαγές αυτές συμπυκνώνονται στην ουσία από την γκλάσνοστ ή, αν προτιμάτε, από την ουσιαστική επέκταση των δημοκρατικών ελευθεριών που απολαμβάνουν στην πράξη οι σοβιετικές μάζες.

Οι ελευθερίες αυτές είναι βέβαια περιορισμένες, μεροληπτικές και μη συνταγματικά κατοχυρωμένες. Επιπλέον συνοδεύτηκαν από αυταρχικά χαρακτηριστικά που εντάθηκαν κατά την τελευταία περίοδο της βασιλείας του γκορμπατσόφ. Αλλά οι δημοκρατικές αυτές ελευθερίες ήταν πραγματικές. Πολλά κόμματα, πολιτικοί σύνδεσμοι, κοινωνικές συσπειρώσεις και ανεξάρτητες εργατικές οργανώσεις αναδύθηκαν. ‘Ενας τύπος που βρίσκεται τελείως εκτός του ελέγχου της κομματικής λογοκρισίας εμφανίστηκε. Δημόσιες διαδηλώσεις, συχνά μεγάλου μεγέθους, έγιναν. Υπήρξε ένας αυξανόμενος αριθμός απεργιών. Εκλογές που πρόσφεραν επιλογή υποψηφίων με πραγματικά διαφορετικούς πολιτικούς προσανατολισμούς οργανώθηκαν.

Το να αρνιέται κανείς ότι αυτά αποτελούσαν κολοσιαίες αλλαγές για τις μάζες σε σχέση με τα σταλινικά και μετασταλινικά καθεστώτα και το να περιγράφει το καθεστώς του Γκορμπατσόφ σαν «ολοκληρωτικό» ισοδυναμεί με το να εξωραϊζει τη σταλινική διχτατορία.

Επί Στάλιν υπήρχαν εκατομμύρια πολιτικοί κρατούμενοι. Επί Γκορμπατσόφ υπήρχαν λιγότεροι και απ’ό,τι στις ΗΠΑ, τη Μεγάλη Βρετανία, το Ισπανικό κράτος ή το Ισραήλ. Επί Στάλιν όλες οι απεργίες πνίγονταν στο αίμα. Επί Γκορμπατσόφ καμία απεργία δεν πνίγηκε στο αίμα.

Μια τέτοια λαθεμένη άποψη για την πολιτική πραγματικότητα στην ΕΣΣΔ είναι το αποτέλεσμα μιας υπεραριστερίστικης αντίληψης απέναντι στις διάφορες μορφές των πολιτικών καθεστώτων. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτήν μόνο μία διάκριση επιτρέπεται: Η εξουσία στα σοβιέτ, από τη μιά, και η φασιστική -ή φασιστορεπής- αστική διχτατορία, από την άλλη. ‘Ολες οι ενδιάμεσες μορφές εξαφανίζονται από το οπτικό πεδίο.

Το Αύγουστο του 1991 οι πραξικοπηματίες ήθελαν να περιορίσουν σοβαρά ή και να καταργήσουν πλήρως τις δημοκρατικές ελευθερίες που υπήρχαν στην πράξη. Στόχος τους ήταν να καταργήσουν το δικαίωμα στην απεργία και τις ανεξάρτητες εργατικές οργανώσεις. Αυτός είναι και ο λόγος που το πραξικόπημα έπρεπε να εμποδιστεί με κάθε πρόσφορο μέσον. Και αυτός είναι ο λόγος που η αποτυχία του πραξικοπήματος πρέπει να χαιρετηθεί.

Αυτό σημαίνει πως οι εργαζόμενες μάζες της τέως ΕΣΣΔ πρέπει τώρα να αναλάβουν ένα διμέτωπο αγώνα: Για την υπεράσπιση, την επέκταση και τη σταθεροποίηση των δημοκρατικών ελευθεριών, από τη μια πλευρά, και ενάντια στην ιδιωτικοποίηση, από την άλλη. Η εγκατάλειψη του ενός από τους δύο αυτούς κεντρικούς αγώνες θα σήμαινε τη θυσία των βασικών συμφερόντων της εργατικής τάξης.

Δεν υπάρχει καμία ελπίδα ανάπτυξης και νίκης της πολιτικής επανάστασης στην τέως ΕΣΣΔ αν δεν ανακτήσει η εργατική τάξη την ικανότητά της για ανεξάρτητη μαζική πολιτική ταξική οργάνωση. Ο στόχος αυτός, με τη σειρά του, μπορεί μόνο να πραγματοποιηθεί μέσα από μια μακριά περίοδο εκμάθησης, ανάπτυξης των αγώνων και ανάδυσης μιας νέας πρωτοπορίας. Χωρίς δημοκρατικές ελευθερίες στην πράξη, η διαδικασία αυτή θα ήταν πολύ πιο μακροχρόνια, πιο δύσκολη και θα είχε μικρότερες πιθανότητες να φτάσει σε μια επιτυχή κατάληξη. Και χωρίς μια τέτοια πολιτική επανάσταση η παλινόρθωση του καπιταλισμού είναι αναπόφευκτη μακροπρόθεσμα.

Ο Γκορμπατσόφ δεν ανατράπηκε από μια μαζική κινητοποίηση. Ούτε ανατράπηκε από μια επίθεση του ιμπεριαλισμού ή των εγχώριων αστικών δυνάμεων. Ανατράπηκε από μια πτέρυγα της γραφειοκρατίας, κάτω από τον Μπόρις Γιέλτσιν.

Γιέλτσιν: Ενας άνδρας του απαράτους

Ο Γιέλτσιν, όπως και ο Γκορμπατσόφ, αν όχι και περισσότερο από αυτόν, αντιπροσωπεύει ένα τμήμα των ανώτατων επιπέδων της νομενκλατούρας. Ο Γιέλτσιν, με όλο του το παρελθόν και την παιδεία του, είναι ένας άνδρας του απαράτους. Το ταλέντο του σαν λαϊκιστή δημαγωγού δεν σημαίνει ότι ανατρέπεται η εκτίμηση αυτή. Εάν είναι κάτι που διαχωρίζει τον Γιέλτσιν από τον Γκορμπατσόφ, αυτό είναι ότι καταφεύγει πιο εύκολα σε υπεκφυγές και ότι είναι πιο αυταρχικός και άρα και πιο επικίνδυνος για τις μάζες.

Ορισμένοι ίσως πουν ότι, αντίθετα από τον Γκορμπατσόφ, που συνέχισε με κάποιο θολό τρόπο να αυτοκαλείται σοσιαλιστής, ο Γιέλτσιν τοποθετήθηκε ανοιχτά για την παλινόρθωση του καπιταλισμού. Αυτό είναι αλήθεια. Αλλά οι διακηρύξεις πίστης δεν μας αρκούν εμάς για να σχηματίσουμε μια εκτίμηση για τους πολιτικούς. Πρέπει να κοιτάξουμε τί συμβαίνει στην πράξη και τί κοινωνικά συμφέροντα εξυπηρετούν.

Από την άποψη αυτήν, ο Γιέλτσιν και οι σύμμαχοί του στη διάλυση της ΕΣΣΔ προς όφελος μιας «Κοινοπολιτείας Κυρίαρχων Κρατών» αντιπροσωπεύουν ένα τμήμα της νομενκλατούρας διαφορετικό από τις κατεξοχήν  αστικές δυνάμεις (στην ουσία, τους «λούμπεν-εκατομμυριούχους«,  τη νέα αστική τάξη), παρόλο που μπορεί να υπάρχει και σύγχυση στα όρια των δύο κοινωνικών ομάδων.

Τα πιο τυπικά παραδείγματα είναι οι πρόεδροι της Ουκρανίας και του Καζακστάν, που μαζί με τον Γιέλτσιν «πρόδωσαν τον Γκορμπατσόφ» (σύμφωνα με τη φράση του τελευταίου) στη διάλυση της ΕΣΣΔ.

Και οι δύο ήταν ηγέτες του σταλινικού μηχανισμού στις δύο αυτές δημοκρατίες στην αρχή της γκορμπατσοφικής εποχής. Και οι δύο συνεχίζουν να βασίζονται στην τοπική και σχεδόν αμετάλλακτη KGB. Στην αρχή και οι δύο έπαιξαν ένα παιχνίδι αναμονής ή και στήριξης προς το πραξικόπημα. Και οι δύο χρησιμοποίησαν τη θεμιτή εξέγερση των μαζών της περιοχής τους ενάντια στην εθνική καταπίεση για να μετατραπούν σε «εθνικιστές ηγέτες«.

Ο κυνισμός τους είναι έκδηλος από την προθυμία τους να συνδεθούν, τουλάχιστον για την ώρα, με τον Γιέλτσιν και τους ακολούθους του, που είναι αυθεντικοί Μεγαλο-Ρώσοι σοβινιστές. .π {Αυτό που παρακολουθούμε στην τέως ΕΣΣΔ είναι μια τριμερής πάλη ανάμεσα σε τμήματα της κορυφής της νομενκλατούρας, σε άμεσα παλινορθωτές, δηλαδή σε αστικές -με την κοινωνική έννοια του όρου- δυνάμεις, και στις εργαζόμενες μάζες. Αυτές οι τρεις δυνάμεις είναι διαφορετικές και δρούν στην κοινωνία σύμφωνα με τα διαφορετικά δικά τους συμφέροντα.

Νέα πραξικοπήματα είναι ενδεχόμενα. Ο Γιέλτσιν μπορεί γρήγορα να χάσει τη δημοτικότητά του, δεδομένων των αντεργατικών και αντιλαϊκών πολιτικών που ακολουθεί. Πίσω του μπορεί να διακριθεί η καταχθόνια μορφή του Βλαντιμίρ Σιρινόφσκι, του Σοβιετικού Λε Πεν, που ψάχνει την έμπνευσή του ταυτόχρονα και από το Στάλιν και από τον Τσάρο και από τον Πινοτσέτ. Αυτός διαθέτει τη στήριξη μιας πτέρυγας του στρατού και είναι σκληρά Μεγαλο-Ρώσος, ξενόφοβος, αντισημίτης και ρατσιστής. Η δημοτικότητά του δεν πρέπει να υποτιμηθεί.

Σήμερα δεν είμαστε μπροστά ούτε σε μια επαναστατική ούτε σε μια αντεπαναστατική κατάσταση στην τέως ΕΣΣΔ. Αναμφίβολα, η εργατική τάξη είναι απείρως πιο ισχυρή από τους αντιπάλους της και πολύ πιο ισχυρή απ’ό,τι το 1917 ή το 1927. Ταυτόχρονα ο σταλινισμός βρίσκεται, όπως προβλέπαμε πάντα, σε μια διαδικασία κατάρρευσης. Αλλά για να μπορέσει να ανατραπεί από μια πολιτική επανάσταση, θα πρέπει η εργατική τάξη να δράσει σαν μια ανεξάρτητη πολιτική δύναμη, πράγμα που δεν συμβαίνει σήμερα.

Χάρη στην τεράστια δυσφήμιση ενάντια στην ίδια την ιδέα του κομμουνισμού, του σοσιαλισμού ή του μαρξισμού που έκανε η σταλινική διχτατορία, το κενό που δημιούργησε η βαθιά ιδεολογικο-ηθική κρίση της σοβιετικής κοινωνίας δεν είναι έτοιμο να καλυφθεί από την εργατική τάξη. Αυτή είναι δραστήρια, αλλά μόνο για βραχυπρόθεσμους άμεσους στόχους και με κατατμημένο και ασυνεχές τρόπο. Η δεξιά πτέρυγα έχει τώρα την πολιτική πρωτοβουλία.

Το κομμένο νήμα της ιστορίας

Αντίθετα από τις θεμιτές μας ελπίδες έως και το 1980-81 (πρώτη άνοδος της Solidarnosc), το νήμα που ξεκινάει από την εξέγερση στο στρατόπεδο εργασίας Βορκούτα και την Ανατολικογερμανική εξέγερση του 1953 και περνάει από την Ουγγαρέζικη επανάσταση του 1956 ώς την «‘Ανοιξη της Πράγας» και τα πρώτα βήματα της πολωνικής Solidarnosc, το νήμα αυτό κόπηκε. Θα χρειαστεί καιρός για να ξαναφιαχτεί.

Σημαίνει άραγε αυτό ότι μια τελική ανάκτηση της εξουσίας από τη νομενκλατούρα ή μια πραγματική παλινόρθωση του καπιταλισμού είναι οι πιο πιθανές καταλήξεις; ‘Οχι, καθόλου. Είναι απλώς εξίσου πιθανές με μια γρήγορη μεταστροφή προς μια πολιτική επανάσταση.

Βέβαια, η κυβέρνηση Γιέλτσιν έκανε μερικά αρχικά βήματα προς την καπιταλιστική παλινόρθωση. Αλλά υπάρχει τεράστια απόσταση ανάμεσα στην αρχή και στο τέλος μιας τέτοιας διαδικασίας.

Για μια πραγματική παλινόρθωση του καπιταλισμού, δεν αρκεί μια επέκταση της εμπορευματικής οικονομίας -η οποία παραμένει σήμερα πολύ λιγότερο αναπτυγμένη στην τέως ΕΣΣΔ απ’ό,τι κατά την εποχή της Νέας Οικονομικής Πολιτικής κατά τη δεκαετία του 1920. Τα μεγάλα μέσα παραγωγής και συναλλαγών πρέπει επίσης να γίνουν εμπορεύματα. Αυτό απαιτεί τουλάχιστον 1.000 δισεκα- τομμύρια δολάρια, δηλαδή ένα ποσό που δεν είναι διαθέσιμο στις σημερινές συνθήκες, είτε στη Δύση είτε και στην ίδια την τέως ΕΣΣΔ.

Επίσης χρειάζεται η εργατική δύναμη να υποταχθεί στους νόμους της «αγοράς εργασίας«. Αυτό σημαίνει 30 με 40 εκατομμύρια ανέργους και μια πτώση του επιπέδου ζωής της τάξης του 30 με 50%. Κάτι τέτοιο θα συναντήσει μια πολύ σκληρή αντίσταση.

Το πιο πιθανό ενδεχόμενο είναι μια μακριά περίοδος αποσύνθεσης και χάους. Η δική μας μικρή αλλά πραγματική ελπίδα πρέπει να είναι ότι σε αυτή την περίοδο η σοβιετική εργατική τάξη θα μπορέσει σιγά-σιγά να ξανακατακτήσει την ταξική της ανεξαρτησία. Το κύριο καθήκον για τις μικρές και κατατμημένες σοσιαλιστικές δυνάμεις είναι να συνδεθούν με τους εργαζόμενους και να τους βοηθήσουν να ξεπεράσουν τα εμπόδια σε μια τέτοια πορεία.

Ernest MANDEL


Σπάρτακος 32, Γενάρης-Απρίλης 1992

Αρχείο Σπάρτακου


https://wp.me/p6Uul6-zE

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s