Σπάρτακος 32, Γενάρης-Απρίλης 1992
1ο Συνέδριο Οικολόγων-Εναλλακτικών
«ΕΘΝΙΚΗ» ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ
Εθνικιστικές και διεθνιστικές απόψεις σε οξεία αντιπαράθεση
Πώς οι οικολόγοι τοποθετούνται απέναντι στην εθνικιστική έξαρση; Το συνέδριό τους ήταν η ευκαιρία να γίνουν οι διεργασίες προς μια τέτοια τοποθέτηση. Η συγγραφέας παρουσιάζει εδώ τις διάφορες τάσεις που διαπερνούν το χώρο και συζητάει τον υιοθετούμενο προσανατολισμό τους.
Σίσσυ ΒΩΒΟΥ
Τον περασμένο Γενάρη, μετά από πολλές αναβολές, έγινε το πρώτο συνέδριο των Οικολόγων. Η Ομοσπονδία Εναλλακτικών και Οικολογικών Οργανώσεων το συγκάλεσε με πρωτοβουλία της, αλλά είχε προσκαλέσει και όσες ομάδες ή άτομα βρίσκονται έξω από τις οργανωτικές δομές της ενώ δραστηριοποιούνται με τους ίδιους στόχους, με προηγούμενες διευθετήσεις για κάρτες αντιπροσώπων και συμμετοχή στις ψηφοφορίες.
Το συνέδριο συζήτησε όπως ήταν φυσικό όλα τα θέματα, αλλά οι κύριες διαμάχες ήταν σε δύο ενότητες: Η πρώτη για τον προσανατολισμό στην Ευρώπη, το γιουγκοσλαβικό και το μακεδονικό. Η δεύτερη, ο τρόπος οργανωτικής συγκρότησης του χώρου.
Το θέμα της εξωτερικής πολιτικής συνολικότερα, μαζί με το οργανωτικό ζήτημα, θα ξανασυζητηθούν στο δεύτερο μέρος του συνέδριου, που θα γίνει στις 23-24 Φλεβάρη. Ομως για το θέμα Γιουγκοσλαβία – Βαλκάνια, έγινε οξύτατη αντιπαράθεση και πάρθηκαν αποφάσεις. Βεβαίως αυτό ήταν για τους Οικολόγους όπως και για όλες τις πολιτικές δυνάμεις σήμερα στην Ελλάδα το θέμα αιχμής. Να υπογραμμίσουμε ότι, λόγω ακριβώς της κρισιμότητας του ζητήματος, πρίν τις ψηφοφορίες επί της ουσίας είχε παρθεί απόφαση ότι μόνο εάν κάποια πρόταση συγκέντρωνε τα 2/3 των ψήφων θα γινόταν και πολιτική της Ομοσπονδίας. Σε διαφορετική περίπτωση θα είχαμε πλειοψηφούσα και μειοψηφούσα άποψη. Αυτή η δεύτερη περίπτωση τελικά υπερίσχυσε, μια και στη δεύτερη ψηφοφορία των προτάσεων είχαμε 157 έναντι 122 ψήφων. Οι προτάσεις ήταν τρείς και στη δεύτερη ψηφοφορία μπήκαν οι δύο που υπερίσχυσαν.
Δυο γραμμές σκέψης
Για όσους και όσες παρακολουθούν στοιχειωδώς τις πολιτικές απόψεις και αντιπαραθέσεις στο χώρο έχει γίνει πλέον φανερό ότι υπάρχουν δύο κύριες γραμμές σκέψης πάνω στον προσανατολισμό σε διεθνή ζητήματα, που αντανακλούν και δύο διαφορετικές πολιτικές καταγωγές. Φυσικά υπάρχει η αλληλοδιείσδυση και αλληλοεπικάλυψη και κινητικότητα στο διάστημα μεταξύ αυτών των απόψεων και ατόμων.
Η πρώτη γραμμή, που αποδείχτηκε και αριθμητικά πλειοψηφική στο συνέδριο, εκφράζεται κυρίως από τις ομάδες «Ρήξη» της Αθήνας και «Πράξη» της Θεσσαλονίκης και από πολλά στελέχη που έλκουν την καταγωγή τους από το μαοϊκό χώρο με μια ευρεία έννοια. Οπως θα δείξουμε παρακάτω και από μερικά αποσπάσματα της πλειοψηφούσας πρότασης, διαπνέεται από έναν σταλινικής καταγωγής εθνικισμό συμπληρωμένο με σοσιαλδημοκρατικό εκσυγχρονισμό.
Η δεύτερη γραμμή εκφράζει σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό τις κλασικές επιλογές του πράσινου κινήματος όπως αναδείχτηκαν τα περασμένα δέκα χρόνια, προσανατολίζεται πολύ περισσότερο στα κινήματα βάσης, εκφράζει έναν συγκεκριμένο αντιμιλιταρισμό που δεν προσδένεται στα λεγόμενα «εθνικά συμφέροντα» και προωθεί μια πολιτική «κινημάτων και όχι υπουργείου εξωτερικών«, όπως χαρακτηριστικά είπε ένας από τους υποστηρικτές της. Εκφράζεται κυρίως από άτομα που μπήκαν στο πράσινο κίνημα χωρίς προηγούμενα να έχουν θητεύσει στην ιδεολογική σχολή του σταλινισμού.
Η πρόταση Πράξης – Ρήξης
Πρέπει κανείς να κάνει μεγάλη προσπάθεια για να βρεί διαφορές ανάμεσα στις απόψεις της πρότασης αυτής και της πολιτικής της Νέας Δημοκρατίας ή του ΠΑΣΟΚ και του Συνασπισμού. Καταρχήν οι υποστηρικτές της μέχρι πρότινος υποστήριζαν την ενότητα της Γιουγκοσλαβίας, σαν εγγύηση για την ειρήνη στην περιοχή. Οι αγώνες για εθνική αυτοδιάθεση θεωρούντο και λίγο δίκαιοι και κατά πολύ υποκεινούμενοι από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις. Εδώ βρίσκουμε μια φιλοσοφία της ιστορίας που ερμηνεύει τις κοινωνικές εξελίξεις όχι με βάση την «πάλη των τάξεων» που έλεγε ο πιο πολυαναθεωρημένος διανοητής του περασμένου αιώνα, ο Κάρλ Μάρξ, ούτε βάσει της πάλης των αντιτιθέμενων εθνικών και οικονομικών συμφερόντων, αλλά πάνω απ’ όλα βάσει κάποιων αόρατων μυστικών υπηρεσιών.
Σήμερα προτείνουν «μια λύση χαλαρής συνομοσπονδίας της Γιουγκοσλαβίας«, εκτός των ήδη ανεξάρτητων περιοχών Κροατίας και Σλοβενίας. Φυσικά ζητούν τη διασφάλιση όλων των εθνικών δικαιωμάτων των μειονοτήτων, αλλά υπερθεματίζουν στο πρόβλημα της διατήρησης των υπαρχόντων συνόρων, με κίνητρο την αγωνία τους για την ειρήνη στην περιοχή. Το γεγονός ότι πολλά απ’ αυτά τα σύνορα είναι τόσο τερατωδώς άδικα που να ξεσηκώνουν εξεγέρσεις δεν επηρεάζει την πρότασή τους.
Το στοιχείο βεβαίως που υπογραμμίζει και εμπνέει τον εθνικισμό της πρότασης είναι η μεγάλη ανησυχία για τη «Δημοκρατία των Σκοπίων» όπως εύγλωττα ονομάζουν τη μέχρι πρότινος σλαβική Μακεδονία. Υπογραμμίζουν επανειλημμένα τον κίνδυνο «ένωσης των Σκοπίων με τη Βουλγαρία» και του Κοσυφοπεδίου με την Αλβανία. Σύμφωνα με άλλες γνωστές απόψεις αυτής της συλλογιστικής, έτσι θα προωθηθεί το «μουσουλμανικό τόξο«. Ας ολοκληρώσουμε την παρουσίαση της πρότασης με ένα σημαντικό απόσπασμα από το κείμενο, όπου υπερθεματίζουν σε εθνικισμό ακόμα και από την ίδια την κυβέρνηση (ίσως όχι από το ΠΑΣΟΚ):
«Το πρόβλημα ενός ανεξάρτητου κράτους στα βόρεια σύνορά μας είναι πολύ πιο βαθύ, είναι πρόβλημα απειλής των ανθρώπινων και μειοψηφικών δικαιωμάτων, είναι πρόβλημα δυνατότητας για ανεξαρτησία και όχι μεταβολής σε προτεκτοράτο άλλων βαλκανικών και εξωβαλκατικών δυνάμεων, είναι πρόβλημα τελικά σταθερότητας ή αποσταθεροποίησης της περιοχής (υπογράμμιση δική μου). Η ονομασία αυτού του κράτους είναι μια μόνο πλευρά και όχι η σημαντικότερη του ζητήματος αυτού.»
Η τρίτη άποψη (Κατατέθηκε από τον Κ. Διάκο)
Παρουσιάζουμε δεύτερη στη σειρά την τρίτη άποψη, γιατί πιστεύουμε ότι συγγενεύει σε εθνικιστική λογική με την πλειοψηφήσασα αν και είναι πιο μετριοπαθής. Στις ψηφοφορίες ήρθε τρίτη, με 78 ψήφους, και βγήκε από την τελική αναμέτρηση.
Πιστή στην άποψη ότι η ιστορία κινείται από σκοτεινές δυνάμεις και εξωτερικές παρεμβάσεις, και η πρόταση αυτή θεωρεί ότι ανέκαθεν στην ιστορία σε στιγμές κρίσης τα Βαλκάνια γίνονταν «θέατρο συγκρουσιακών λογικών με τη χρησιμοποίηση (δική μου υπογράμμιση) των υπαρκτών φυλετικών, εθνικών, θρησκευτικών, πολιτισμικών διαφορών από τρίτους που επαναπροσδιορίζουν τις σφαίρες επιρροής τους.» Θεωρεί «πρωταρχικό αίτημα ενός οικολογικού-εναλλακτικού κινήματος την ανάγκη απεμπλοκής της περιοχής από τις ξένες δυνάμεις«. Δεν προτείνει μια θέση για την ένοτητα ή μη της Γιουγκοσλαβίας, αλλά παραπέμπει το θέμα σε συζήτηση ανάμεσα στους πολίτες των κρατών, που για να διεξαχθεί νηφάλια υποστηρίζει την «παρουσία των ειρηνευτικών δυνάμεων του ΟΗΕ παρά τις επιφυλάξεις μας για τον γενικότερο ρόλο του Οργανισμού στην παγκόσμια πολιτική σκηνή και στα πλαίσια της νέας τάξης.» (Τι λέγαμε πρίν για τις ξένες δυνάμεις;).
Η πρόταση απορρίπτει την εθνικιστική υστερία σε βάρος των βορείων γειτόνων μας που υποδαυλίζει συχνά χωρίς λόγο η ελληνική κυβέρνηση αλλά θεωρεί ότι για την αναγνώρισή τους, «των Σκοπίων» όπως λέει: «Βασική παράμετρος για το θέμα αυτό, στα πλαίσια της παραπάνω λογικής, αποτελεί η χρησιμοποίηση της Δημοκρατίας των Σκοπίων από τρίτους ως αποσταθεροποιητικός παράγοντας στην επιμέρους περιοχή μας. Και αυτό αποτελεί μοναδικό ανασταλτικό παράγοντα για την αναγνώρισή τους, και όχι προφανώς η ονομασία «Μακεδονία» που αποτελεί δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού κάθε κοινωνίας«.
Η πρόταση Θεσσαλονίκης
Η άποψη αυτή κατατέθηκε από την Οικολογική Κίνηση Θεσσαλονίκης, πράγμα ιδιαίτερα σημαντικό και δύσκολο μια και το κλίμα σήμερα στη Βόρεια Ελλάδα είναι πολύ πιο φορτισμένο από εθνικισμό, απ’ό,τι στην κοσμοπολίτικη πρωτεύουσα.
Η άποψη ξεκινάει με την αποδοχή ότι η Γιουγκοσλαβία δεν υπάρχει πιά. Υποστηρίζει πως η καλύτερη λύση είναι η μετατροπή των εσωτερικών συνόρων των δημοκρατιών σε εξωτερικά σύνορα, αν και αναγνωρίζει την δυνατότητα αλλαγής τους, λόγω των προβλημάτων που υπάρχουν, αλλά, αν κάτι τέτοιο αποδειχτεί αναγκαίο, «ν’ αλλάξουν μόνο με συμφωνία όλων των ενδιαφερομένων σε συνομιλίες υπό την αιγίδα του ΟΗΕ και της ΔΑΣΕ και όχι με τη χρήση των όπλων.«
Καλεί την ελληνική κυβέρνηση «να σταματήσει τον εναγκαλισμό με τον Σέρβο εθνικιστή ηγέτη Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς που μαζί με τους Κροάτες εθνικιστές ηγέτες είναι οι κύριοι υπεύθυνοι για τη σημερινή αιματοχυσία«. Συνεχίζοντας θα παραθέσουμε τα τελευταία σημεία της διεθνιστικής αυτής πρότασης, μια και είναι η πρώτη φορά που κάποια πολιτική δύναμη του προοδευτικού χώρου καταγγέλλει τον «δικό μας» εθνικισμό, γιατί αυτόν των αντιπάλων μας πάντα «τον καταγγέλουμε» χρησιμοποιώντας πραγματικά ή κατασκευασμένα στοιχεία, όπως οι αλλεπάλληλες προβοκάτσιες των ακραιφνών εθνικιστών οι οποίες τροφοδοτούν το αξιοθρήνητο σοβινιστικό τους οπλοστάσιο. Η πρόταση λοιπόν καταλήγει:
«6. Επίσης η Ελλάδα πρέπει να προσπαθήσει να βρεί μια συμβιβαστική λύση στο θέμα της πρώην Γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας, βασιζόμενη στα δικαιώματα των πληθυσμών σε αυτοπροσδιορισμό σύμφωνα με τις αρχές της ΔΑΣΕ που έχει υπογράψει και η χώρα μας και να δημιουργήσει σχέσεις φιλίας και μ’ αυτούς τους γείτονές μας.
7. Ακόμα αποδοκιμάζουμε τις εθνικιστικές εξάρσεις, που διεκδικούν εδάφη από τους βόρειους γείτονές μας (Παπαθεμελής, Πάγκαλος, Τζιτζικώστας) καθώς και τις παρεμβάσεις του ΓΕΣ που συμβουλεύει την κυβέρνηση σχετικά μ’ αυτό το θέμα. Πρέπει να αντισταθούμε στο καρκίνωμα του εθνικισμού, είτε στην «κλασική» είτε στην «μοντέρνα» εκδοχή του πρίν κάνει επικίνδυνες μεταστάσεις και μετατρέψει την «πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης» σε απέραντα νεκροταφεία ή στρατόπεδα συγκέντρωσης.
8. Η αποστολή ειρηνευτικών δυνάμεων του ΟΗΕ είναι άμεσα αναγκαία για τη διατήρηση της εκεχειρίας. Μόνη όμως ελπίδα για μακροπρόθεσμη ειρήνη στη Γιουγκοσλαβία και σ’ ολόκληρη την περιοχή των Βαλκανίων είναι το ειρηνιστικό κίνημα και οι άνθρωποι που αρνούνται να πολεμήσουν συνανθρώπους τους. Εκφράζουμε τη συμπαράστασή μας στους λιποτάκτες και τους αντιρρησίες συνείδησης σ’ όλους τους στρατούς (ομοσπονδιακό, κροατικό, σέρβικες πολιτοφυλακές κλπ.) που κυνηγιούνται από τις κυβερνήσεις τους. Ακόμα, αγωνιζόμαστε να σταματήσει το διεθνές εμπόριο όπλων (νόμιμο και παράνομο) ιδιαίτερα προς τις εμπόλεμες περιοχές και τη Γιουγκοσλαβία.«
Μια πολιτική|που λίγοι την αποτολμούν
Αν και μπορεί να αναρωτιούνται πολλοί για το ρόλο του ΟΗΕ και των διεθνών οργανισμών, πρέπει να πούμε ότι είναι τελείως πρωτοποριακό για τα ελληνικά δεδομένα να προτείνεται μια τόσο ριζοσπαστική και ελεύθερη πολιτική. Την ίδια στιγμή που η επίσημη αριστερά είναι δέσμια του μεγαλύτερου σοβινισμού, ενώ οι καταγγελίες του ΚΚΕ για το συλλαλητήριο και τα ψελίσματά του για σλαβόφωνους ή δίγλωσσους σε κάποια μέρη της Ελλάδας στηρίζονται σε μια πολιτική των τανκς. Το ΚΚΕ κατηγορεί τη γιουγκοσλάβικη ηγεσία γιατί δεν χρησιμοποίησε ισχυρότερη καταστολή για να διατηρήσει την ενότητα της Γιουγκοσλαβίας, ενώ κάθε φορά που ψελίζει κάτι σωστό υποχωρεί μπροστά στις επιθέσεις του επίσημου πολιτικού κατεστημένου, πράγμα που ζημιώνει και φορτίζει ακόμα περισσότερο αρνητικά το κλίμα για κάθε είδους διεθνιστική πολιτική.
Βεβαίως υπήρξε προηγουμένως η πολιτική της ΟΑΚΚΕ που κατήγγειλε δημόσια τον εθνικισμό, αλλά και πάλι εδώ έχουμε μια οργάνωση που με δυσκολία μπορεί κανείς να την υποστηρίξει λόγω της προσήλωσής της στον καθαρόαιμο σταλινισμό και τον προνομιακό εκφραστή του στην Ελλάδα, το Ζαχαριάδη. Εκτός από τους παραπάνω, οι μόνες φωνές που υποστηρίζουν κάποια διεθνιστική άποψη είναι ένα τμήμα του ΚΚΕ εσωτερικού – ΑΑ και του ευρύτερου χώρου του και ένα τμήμα της άκρας αριστεράς. Οσο για δημόσιες εκδηλώσεις, μέχρι στιγμής είναι ελάχιστες. Ακόμα και οι αντισοβινιστικές – εκσυγχρονιστικές πτέρυγες που γνωρίζουμε ότι υπάρχουν στο ΠΑΣΟΚ και τον Συνασπισμό με δυσκολία ψελίζουν την αντίθεση προς την κεντρική γραμμή των κομμάτων τους.
Να πούμε τέλος πως στην ομόφωνη απόφαση που προηγουμένως είχε ψηφιστεί στο συνέδριο για τα Βαλκάνια, ο εθνικισμός συνυπάρχει με τις διεθνιστικές αναφορές, οι πράσινες αρχές συνυπάρχουν με το εθνικό συμφέρον, η «ενότητα και κυριαρχία όλων των κρατών των Βαλκανίων» συνυπάρχει με το «δικαίωμα των λαών για αυτοδιάθεση» και γενικώς το κείμενο αποτελεί μια σούπα και σε καμμιά περίπτωση δεν μπορεί να αποτελέσει κριτήριο για τη φυσιογνωμία του χώρου έτσι όπως αποτυπώθηκε στο συνέδριο.
Η φυσιογνωμία ως προς τα βαλκανικά – γιουγκοσλαβικά – μακεδονικά κατανοείται μόνο από τις τρείς προτάσεις που εδώ παρουσιάστηκαν, πιστεύουμε με αντικειμενικότητα έστω κι άν δεν στεκόμαστε ουδέτερα απέναντί τους.
Σίσσυ ΒΩΒΟΥ
Αθήνα, 19-2-92
Σπάρτακος 32, Γενάρης-Απρίλης 1992