Σπάρτακος 32, Γενάρης-Απρίλης 1992
του Enzo TRAVERSO
Μειονότητες: στις πηγές του διωγμού
Η εθνική καταπίεση είναι τμήμα μιας γενικότερης καταδίωξης του «διαφορετικού», μιας δίωξης που εμφανίζεται με το σχηματισμό του σύγχρονου κράτους. Ο διωγμός των κοινωνικών, θρησκευτικών, σεξουαλικών, αιρετικών απόκληρων, των Εβραίων ή των λεπρών, σημαδεύει κατά τον 12ο αιώνα την εμφάνιση στην Ευρώπη μιας ταξικής εξουσίας. Ο Άγγλος ιστορικός Robert I. Moore περιγράφει λεπτομερειακά την ανάδυση του φαινομένου αυτού που θα καταστεί τόσο χαρακτηριστικό στην καπιταλιστική κοινωνία για την κοινωνική της ομογενοποίηση μέσο ακριβώς της εξόντωσης της διαφοράς.
Η αρνητική αντίληψη για τον Άλλον, για αυτόν που, με τη συμπεριφορά του, την πίστη του ή την εμφάνισή του, δεν ταιριάζει στους «κανόνες» της κοινωνίας, η ενσάρκωση αυτή του διαφορετικού στο αρνητικό πρότυπο, που γνώρισε πολλές μεταμορφώσεις στη διάρκεια της ιστορίας, δεν είναι ένα φαινόμενο που υπήρχε παντού και πάντα. Το κυνήγι των outsiders (=ξένων, αλόκοτων, «από τα έξω») ξεκινάει από τον χριστιανικό μεσαίωνα, γύρω στον 10ο με 13ο αιώνα, όταν η εξουσία αναπλάθει το «διαφορετικό» μέσα από ένα αρνητικό στερεότυπο και επεξεργάζεται ένα σύνθετο σύστημα από μέτρα ικανά να ορίσουν, να καταδικάσουν, να διακρίνουν και να αποκλείσουν τις κοινωνικές, εθνικές ή θρησκευτικές ομάδες που είναι φορείς αντικομφορμιστικών στάσεων. Ο Άγγλος ιστορικός Robert I. Moore1 τοποθετεί στα 1215, τη χρονιά της τέταρτης συνόδου της Λατράν (που ίδρυσε την Ιερά Εξέταση), τις αρχές του διωγμού. Τότε, για πρώτη φορά, ο διωγμός παίρνει μια θεσμοποιημένη μορφή, χάρη σε ένα νομοθετικό εξοπλισμό που διακρίνει, αποκλείει και τιμωρεί.
Οι πρώτοι που βρίσκονται στο στόχαστρο είναι οι αιρετικοί, δηλαδή οι επαναστάτες αυτοί που κάνουν πράξη τη φτώχεια, ζουν σαν περιπλανώμενοι προσευχητές, καταγγέλλουν τη δύναμη και τη διαφθορά του κλήρου, πολλές φορές οργανώνονται σε «αντι-κοινωνίες» και δημιουργούν ένα είδος «παράλληλης Εκκλησίας«, όπως οι Καθαροί, των οποίων το ανατρεπτικό κίνημα θα επεκταθεί από τη Ρηνανία ώς το Λαγκεντόκ και τη Βόρειο Ιταλία. Όπως λέει και ο Daniel Bensaid, «οι πεινασμένοι φτωχοί, οι ορδές των εγκαταλελειμμένων παιδιών τρέξαν μαζικά στις σταυροφορίες. Κατά τον 13ο αιώνα εμφανίστηκε μια πλειάδα από ψευτο-μεσίες, όπως ο ψεύτικος Βωδουίνος, μεσίας των υφαντουργών. Έπειτα ήρθαν οι σταυροφορίες των βοσκών ενάντια στους προνομιούχους, που επιτέθηκαν και λήστεψαν πόλεις, σφάζοντας τους παπάδες. Έπειτα ήρθαν οι αυτομαστιγωνόμενοι, που μιμούνταν την τιμωρία του Χριστού. Έπειτα οι αδελφοί του Ελεύθερου Πνεύματος, που απαιτούσαν μια απόλυτη ατομική ελευθερία. Έπειτα οι μπεγουίνοι με την γκρίζα σκούφια«2.
Σύμφωνα με το ρωμαϊκό δίκαιο, οι Εβραίοι υφίστανται τις ίδιες απαγορεύσεις που γνωρίζουν και οι αιρετικοί. Η αλλαγή γίνεται κατά την καμπή του 11ου αιώνα, στις αρχές των σταυροφοριών3. Οι εβραϊκές κοινότητες, που όχι μόνο ήταν ανεκτές αλλά και βαθιά ενσωματωμένες μέσα στην φεουδαλική κοινωνία -στα τέλη της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και στις αρχές του Μεσαίωνα δεν ήταν μάλιστα σπάνιο να βλέπει κανείς εβραίους γεωκτήμονες-, γίνονται τώρα στόχος πολλών επιθέσεων με σκοπό να περιοριστούν οι θρησκευτικές τους τελετές και να αποκλειστούν από το χριστιανικό κόσμο. Οι απαγορεύσεις στην ιδιοκτησία, στην κληρονομιά, στα επαγγέλματα, στην κατοικία πολλαπλασιάζονται απέναντί τους και τους εξαναγκάζουν να ειδικευτούν σε μια κοινωνικο-οικονομική λειτουργία που απαγορεύεται στους χριστιανούς: Στην αρχή δανεισμός με ενέχυρο, έπειτα εμπόριο (πράγμα που εξηγεί και τις εξαιρέσεις, αφού και ο ίδιος ο παπισμός θα έχει τους «Εβραίους της Αυλής» του, στους οποίους η ιεραρχία του Βατικανού θα εμπιστευτεί τη διοίκηση των οικονομικών του). Οι Εβραίοι μετατρέπονται σε μια «κάστα», που σύντομα απομονώνεται από τον υπόλοιπο πληθυσμό και κλείνεται σε γκέτο. Ακόμα και τα ρούχα τους πρέπει να τους διακρίνουν από τους χριστιανούς. Σιγά-σιγά διαμορφώνεται και το αρνητικό στερεότυπο, που συμβολίζεται από την εικόνα του τοκογλύφου Εβραίου, που θα συνοδεύσει όλη την ιστορία του αντισημιτισμού. Οι Εβραίοι συχνά εξομοιώνονται με τους αιρετικούς, μερικές φορές τους θεωρούν σαν την ενσάρκωση του διαβόλου. Από την ιστορική αυτή συγκυρία αποκτούν, στη λαϊκή φαντασία, ακόμα και φυσικά χαρακτηριστικά, που ώς τότε ήταν άγνωστα. Ήδη από τον 12ο αιώνα, η μύτη των Εβραίων αρχίζει να γίνεται γαμψή. Οπαδοί, όπως και οι αιρετικοί, μιας καταραμένης λατρείας, κατηγορούνται για κάθε είδος βλάσφημες πρακτικές, από ιεροσυλία οστών έως το έσχατο κρίμα της τελετουργικής δολοφονίας.
Ανάλογη είναι και η περίπτωση των λεπρών. Ενώ παραδοσιακά τους φρόντιζαν και αποτελούσαν αντικείμενο φιλάνθρωπων έργων, από τον 12ο αιώνα αρχίζουν να καταδιώκονται και να μετατρέπονται σε εγκληματίες. Οι κληρικές αρχές διατάζουν την απομόνωση των αρρώστων σε πραγματικά γκέτο, ειδικά για λεπρούς, για να εμποδιστεί η διάδοση της αρρώστειας. Έχουν τα δικά τους νεκροταφεία για να μην γίνει σύγχυση με τους χριστιανούς νεκρούς. Οι λεπροί γίνονται ξαφνικά οι απόκληροι του πληθυσμού ολόκληρου. Η πρόσβαση στις εκκλησίες τους απαγορεύεται και αναγγέλλουν την παρουσία τους με ένα κουδουνάκι χωρίς το οποίο δεν έχουν δικαίωμα να κυκλοφορούν. Και από τότε η αίρεση θεωρείται σαν ένα είδος λέπρας, μια αρρώστεια με την οποία ο Θεός τιμωρεί τις αμαρτίες των ανθρώπων. Το 1130, στο Ρουσιγιόν, ο αιρετικός προφήτης Ανρί ντε Λωζάν κατακεραυνώνεται από ένα μοναχό με τα εξής λόγια: «Και εσύ είσαι λεπρός, σημαδεμένος με τα σημάδια της αίρεσης, αποκλεισμένος από την κοινωνία με την κρίση του ιερέα, με το κεφάλι γυμνό, με κουρέλια, το σώμα σου σκεπασμένο από ένα βρώμικο και αηδιαστικό ένδυμα. Πρέπει να φωνάζεις ασταμάτητα ότι είσαι λεπρός, αιρετικός και βρώμικος και πρέπει να μένεις μόνος έξω από τον κόσμο, δηλαδή έξω από την εκκλησία«4. Παρά τις προόδους των ιατρικών επιστημών, κάθε φυσική ανωμαλία ή άσκημη διάπλαση εξομοιώνεται με τη λέπρα, που γίνεται μια άλλη εκδήλωση του αρνητικού «άλλου» που επιτρέπει στην κοινωνία να ορίσει τους κανόνες της. Η εβραιόφοβη μυθολογία προσδίδει στους Εβραίους ορισμένα τυπικά χαρακτηριστικά του λεπρού (την οσμή, τις σωματικές πληγές, κλπ.). Το 1321, οι Εβραίοι και οι λεπροί κατηγορούνται ότι δηλητηρίασαν τα πηγάδια της Γαλλίας.
Η καταδίωξη αγγίζει και τους ομοφιλόφυλους και τις πόρνες. Μπορεί ώς τότε να καταδικαζόταν από τη χριστιανική θρησκεία, η οποία αποδέχεται τη σεξουαλικότητα μόνο με σκοπό την αναπαραγωγή, αν και στην πραγματικότητα γινόταν τελείως ανοικτά και με μεγάλη ανοχή, αλλά τώρα ο «σοδομισμός» αρχίζει να τιμωρείται αυστηρά. Από τον 14ο αιώνα, οι ομοφιλόφυλοι καταλήγουν συχνά στην πυρά, αφού «ο σοδομισμός είναι τόσο αποκρουστικός και σοβαρός που όλοι όσοι τον ακολουθούν αξίζουν να πεθάνουν στη φωτιά«. Τα μέτρα αποκλεισμού και απομόνωσης αγγίζουν και τις πόρνες, που μαντρώνονται και δεν μπορούν πλέον να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους παρά μόνο έγκλειστες μέσα σε συνοικίες περιφραγμένες με τοίχους. Προσωποποίηση του γυναικείου «άλλου», οι πόρνες του μεσαίωνα είναι ο πρόγονος της «μάγισσας«, της γυναίκας που έχει συνωμοτήσει με το Σατανά και που, ήδη από τον 14ο αιώνα, θα γίνει ένας από τους κύριους στόχους της Ιεράς Εξέτασης. Η πόρνη -meretrix- παρουσιάζεται πράγματι σαν κάποιος με ακαθόριστα και αδιευκρίνιστα χαρακτηριστικά προς τον οποίο εξομοιώνεται, πέρα από τις γυναίκες που εμπορεύονται το σώμα τους, και κάθε γυναίκα με αντικομφορμιστικές συμπεριφορές που μοιάζει να ξεφεύγει από τους επιβεβλημένους κανόνες. Αναπόφευκτα, η συνουσία με μια πόρνη μπορεί να προκαλέσει λέπρα. Στριμωγμένος από τους ιεροεξεταστές του, ο Αρνώ ντε Βερνιόλ ομολογεί ότι, αφού ξάπλωσε με μια πόρνη, το πρόσωπό του «τότε άρχισε να πρήζεται. Πίστεψα τότε, τρομοκρατημένος, ότι ήμουν λεπρός. Έτσι βάλθηκα να αποπλανώ μικρά αγοράκια«.
Σύμφωνα με τον Robert I.Moore, όλα αυτά τα ταραχοποιά πρόσωπα παρουσίαζαν κοινά χαρακτηριστικά, γιατί ενσάρκωναν, με διάφορες μορφές, το ίδιο αρνητικό «άλλο». «Για όλο το χώρο της φαντασίας, αιρετικοί, Εβραίοι και λεπροί ήταν παρόμοια πράγματα. Είχαν τον ίδιο χαρακτήρα, προέρχονταν από την ίδια πηγή και αντιπροσώπευαν την ίδια απειλή: Μέσα από αυτούς, ο διάβολος ήταν που ενεργούσε για να ανατρέψει τη χριστιανική τάξη και να οδηγήσει τον κόσμο στο χάος«.
Σύμφωνα με τις πηγές που συμβουλεύτηκε ο Moore, τίποτα δε θα δικαιολογούσε την άποψη ότι ο διωγμός επιβλήθηκε στο Μεσαίωνα σαν μια εκ των υστέρων νομιμοποίηση ενός μίσους και μιας εχθρότητας που θα ήταν ήδη διαδεδομένη μέσα στα λαϊκά στρώματα ενάντια στους κοινωνικούς, θρησκευτικούς ή σεξουαλικούς outsiders. Ίσα-ίσα, όλα δείχνουν ότι ο διωγμός γεννήθηκε με μια απόφαση της εξουσίας. Εάν οι αιρετικοί εμφανίζονται κατά τους 10ο-12ο αιώνες, οι αντικονφορμιστικές θρησκευτικές σέκτες είναι πολύ παλαιότερες. Είναι επίσης σίγουρο πως η λέπρα υπήρχε πολύ πριν ιδρυθούν ιδρύματα εγκλεισμού των λεπρών, για να μη μιλήσουμε για τους Εβραίους, τους ομοφιλόφυλους ή τις πόρνες, με τους οποίους είναι γεμάτη η ιστορία της Δύσης ήδη από την Αρχαιότητα. Οι μορφές αυτές μετατρέπονται σε αρνητικά στερεότυπα από τη στιγμή που γίνονται απαράδεκτες για την εξουσία. Κατά συνέπεια, είναι και τα πρώτα θύματα μιας «ενιαίας και πολύ πλατιάς διαδικασίας επανα-καθορισμού της θέσης του καθένα στην κοινωνία«.
Ταυτόχρονα, ο 12ος αιώνας αποτελεί έναν αποφασιστικό σταθμό στο σχηματισμό του σύγχρονου κράτους. Η πολιτική εξουσία αρχίζει να διαρθρώνεται και να αφαιρούνται από το λαό πολλά προνόμια. Συνήθως έχουμε την τάση να θεωρούμε τη δικαστική έρευνα και την αντικατάσταση των θεϊκών οιωνών από αποδείξεις σαν ένα βήμα προς τα εμπρός στην πορεία της ιστορίας προς τον ορθό λόγο και την πρόοδο. Χωρίς καμία σκοταδιστική τάση, ο Robert I.Moore μας δείχνει πως η θετικιστική αυτή ανάγνωση της ιστορίας είναι τουλάχιστον μονομερής και περιοριστική, γιατί καταλήγει να μας κρύβει μια άλλη θεμελιακή διάσταση της διαδικασίας: Τη συγκέντρωση της δικαιοσύνης στα χέρια του κλήρου και μιας κρατικής γραφειοκρατίας σε βάρος και ενάντια στα λαϊκά στρώματα. Ο διωγμός των αιρετικών, των Εβραίων και των λεπρών σημαδεύει τη γέννηση μιας ταξικής εξουσίας ή, με άλλα λόγια, τη νίκη των «κληρικών» (γραφειοκρατών) απέναντι στους αγράμματους. Η ταξική φύση της νέας αυτής εξουσίας συμπυκνώνεται πολύ καλά σε αυτή τη μεσαιωνική προσευχή που αναφέρει ο Moore: «Ω! Θεέ, που έσπειρες τη διχόνοια ανάμεσα σε κληρικούς και σε χωρικούς, επίτρεψέ μας με τη θεία σου χάρη να ζούμε από την εργασία τους, να απολαμβάνουμε τις γυναίκες τους, να πλαγιάζουμε με τις κόρες τους και να χαιρόμαστε το θάνατό τους«.
Εντοπίζοντας στην εξουσία τη ρίζα του διωγμού, ο Moore αποκλείει με σαφήνεια κάθε πραγματική συγγένεια ανάμεσα στους διωκόμενους. Τί το κοινό ανάμεσα σε Εβραίους, σε λεπρούς και σε αιρετικούς; Το συμπέρασμα αυτό ισχύει ασφαλώς στην ανάλυση της απαρχής του διωγμού, αλλά μου φαίνεται πως θα ήταν λάθος να εφαρμοστεί και στην ιστορία του. Πολλοί αιώνες καταπίεσης έχουν πλέξει υπόγειους δεσμούς, «εκλεκτικές συγγένειες«, κοινές ευαισθησίες που συχνά ενοποίησαν τους outsiders σε μια κοινή παράδοση. Θα ήταν άραγε αυθαίρετο να διακρίνει κανείς στο λογοτεχνικό έργο του Προυστ τα ίχνη μιας τέχνης που αντλεί από τις πηγές και των δύο «διαστροφών«, του ιουδαϊσμού και της ομοφιλοφυλίας, που είναι «στην πραγματικότητα πολύ κοντινά τόσο στο κοινωνικό τους καθρέπτισμα όσο και στην ατομική σκέψη«5; Θα περιοριστώ στο να υπογραμμίσω πως η αναγνώριση αυτής της «κρυφής παράδοσης» μπορεί να ανοίξει νέες προοπτικές στην έρευνα. Θα προσέθετα ότι η συγγένεια ανάμεσα σε τρεις διαφορετικές μορφές «άλλου», όπως οι Εβραίοι, οι ομοφιλόφυλοι και οι γυναίκες, έχει γίνει αντικείμενο μιας πολύ σημαντικής μελέτης από τον Hans Mayer6,(6) αλλά έτσι θα κινδύνευα να απομακρυνθώ από τα όρια αυτού του πολύ ενδιαφέροντος βιβλίου, που εξετάζει τις απαρχές του διωγμού στον φεουδαλικό κόσμο.
Enzo TRAVERSO
[Από τον Σπάρτακο αρ.32, Γενάρης-Απρίλης 1992, μετάφραση από το γαλλικό, που δημοσιεύτηκε στην Rouge, 9/1/1992]
1Robert I.Moore «Διωγμός, ο σχηματισμός του στην Ευρώπη, 10ος-13ος αιώνας«.
2D.Bensaid, Jeanne de guerre lasse, Gallimard, 1991. Για τις μεσαιωνικές αιρέσεις, βλ. κυρίως Norman Cohn, Les Fanatiques de l’Apocalypse, Payot 1983.
3Για το θέμα αυτό, βλ. κυρίως Bernard Blumenkranz Juifs et chretiens dans le monde occidental (430-1096), Mouton. Χάγη, 1960.
4Οι παραπομπές είναι παρμένες από το βιβλίο του Robert I.Moore.
5Βλ. Hannah Arendt Sur l’antisemitisme Seuil, 1984.