ΕΣΣΔ: Αντεπανάσταση και παλινόρθωση

Σπάρτακος 31, Σεπτέμβρης – Δεκέμβρης 1991


ΕΣΣΔ

ΑΝΤΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΠΑΛΙΝΟΡΘΩΣΗ

Πού βρίσκεται η τέως Ε.Σ.Σ.Δ.; Μια ανάλυση των κοινωνικών και πολιτικών διαδικασιών που προετοίμασαν το πραξικόπημα του Αυγούστου καθώς και των κοινωνικών δυνάμεων και των πολιτικών τάσεων που αυτό έθεσε σε τροχιά είναι απαραίτητη για να απαντηθεί το ερώτημα και να καθοριστούν προοπτικές και καθήκοντα.

Hans-Jurgen SCHULZ

Το Κομμουνιστικό Κόμμα είναι «η ηγετική και καθοδηγητική δύναμη της σοβιετικής κοινωνίας» έγραφε μέχρι πρόσφατα το άρθρο 6 του σοβιετικού συντάγματος – στις 19 Αυγούστου είχε ήδη χάσει αυτή τη δύναμη. Φαινόταν σαν να είχε ακόμα την εξουσία. Είχε βέβαια την κυβέρνηση στα χέρια του, που ήταν όμως σχεδόν χωρίς ισχύ. Στις δημοκρατίες, μέχρι και την Κεντρική Ασία και το Αζερμπαϊτζάν, κυβερνούσαν προ πολλού αντικομμουνιστές. Στη Γεωργία και την Αρμενία το κόμμα ήταν σχεδόν παράνομο. Τώρα αποσύρθηκε χωρίς αγώνα και διαμαρτυρίες. Η αντικαπιταλιστική κοινωνία καταρρέει, η Σοβιετική Ενωση κομματιάζεται το λιγότερο σε μιάμιση ντουζίνα δημοκρατίες, και ο κόσμος αποδέχεται πολλά εκτός από την κατάσταση που επικρατούσε μέχρι σήμερα. Προκύπτει το ερώτημα: τι ήταν το έναυσμα αυτής της θανάσιμης κρίσης και που οδηγείται η χώρα.

Με την περεστρόικα υποτίθεται ότι θα μετασχηματιζόταν το σταλινικό σύστημα σε ένα σοσιαλιστικό και δημοκρατικό. ‘Ομως αυτό είχε ήδη πριν δύο χρόνια αποτύχει και εδώ και ένα χρόνο δεν ήταν στόχος ούτε της κυβέρνησης ούτε του ΚΚΣΕ.

Η οικονομική κρίση το 1990, ήταν πια οφθαλμοφανής. «Ο όγκος της παραγωγής μειώνεται, οι οικονομικές δομές διαλύονται…. στην καταναλωτική αγορά επικρατεί χάος», έτσι απέδιδε την κατάσταση ο νόμος για την οικονομική μεταρρύθμιση τον περασμένο Οκτώβρη, που σημάδεψε και την εγκατάλειψη της περεστρόικα. Προηγουμένως, είχε αποφασιστεί από το 28ο συνέδριο το καλοκαίρι του 1990, σαν η «μεγάλη αλλαγή, που είναι ισότιμη με την Οκτωβριανή επανάσταση» (Γκορμπατσώφ). Για εργοστασιακή δημοκρατία, αυτοδιοίκηση και αυτόνομη πράξη ούτε κουβέντα πια. Η οικονομία της αγοράς θα εφαρμοζόταν σε τέσσερα στάδια μέχρι το τέλος του 1992, η οικονομία θα συνδεόταν με την παγκόσμια αγορά και το ρούβλι θα μετατρεπόταν σε ανταλλάξιμο νόμισμα. Είναι δύσκολο να διαπιστωθεί κάποια διαφορά από τον καπιταλισμό.

Το καθεστώς ιδιοκτησίας θα άλλαζε εκ θεμελίων, μικρές μονάδες και εξωτερικά τμήματα μεγαλύτερων εργοστασίων θα πήγαιναν σε ιδιώτες, μεγάλα εργοστάσια θα «αποκρατικοποιούνταν». Σαν μορφές αλλαγής συζητιόταν η παράδοσή τους σε εργατικά κολεκτίβ, η μετατροπή τους σε μετοχικές εταιρείες και η πώλησή τους στο ξένο κεφάλαιο. Αυτό το πρόγραμμα ολοκληρωνόταν από μια αγροτική μεταρρύθμιση, της οποίας ο στόχος δεν ήταν  γνωστός, που όμως επεδίωκε μια πλατιά ιδιωτικοποίηση. Αυτή η περιουσία θα μπορούσε μελλοντικά να αγοραπωληθεί σε χρηματιστήρια εμπορευμάτων και αξιών.

Μέχρι τέλους του 1992 θα εισάγονταν ελεύθερες τιμές, με μερικές μόνο εξαιρέσεις, θα σταματούσαν οι επιχορηγήσεις και τα νοίκια θα απελευθερώνονταν ήδη αυτό το χρόνο. Αυτό απαιτούσε την ελεύθερη  αγορά εργασίας με αναπόφευκτη συνέπεια, ότι «ένα μέρος των απασχολούμενων θα παρέμενε κάποιο διάστημα έξω από την κοινωνική παραγωγή». Επειδή το παλιό σύστημα δεν πρόκειται πια να διατηρηθεί, η γραφειοκρατία δεν υπερασπίζεται πια την κρατική ιδιοκτησία σαν βάση της κυριαρχίας της, αλλά διατυπώνει απροκάλυπτα το πρόγραμμα για την καπιταλιστική μετάβαση, που αποφασίστηκε από ένα κυβερνών κομμουνιστικό κόμμα. Επιδίωξη ήταν η «ανεπιφύλακτη αναγνώριση των πολιτισμένων κανόνων της παγκόσμιας αγοράς» (Γκορμπατσώφ). «Ετσι γκρεμίζουμε όλες τις γέφυρες προς την παλιά οικονομία της διοίκησης» (Γιανάγιεφ). Αυτό ήταν και η ιστορική αλλαγή, που επιτάχυνε περισσότερο το αποτυχημένο πραξικόπημα.

Απο το παλιό σύστημα υπάρχουν στην πραγματικότητα μόνο ερείπια. Δεν έγινε βέβαια ακόμη καμμιά «αποκρατικοποίηση», όμως επίσης και κανένας δεσμευτικός προγραμματισμός, και το κρατικό μονοπώλιο στο εξωτερικό εμπόριο ισχύει μόνο στο χαρτί.

Επειδή το παλιό σύστημα δεν λειτουργούσε πια, ενώ ένα νέο μπορεί να υπάρξει μετά από πολλά χρόνια και η μετάβαση γίνεται χωρίς οργάνωση, τα δεινά και των δύο συστημάτων συσωρρεύονται. Οι ανεξέλεγκτες εργοστασιακές διοικήσεις εκμεταλλεύονται τη μονοπωλιακή τους θέση, ανεβάζουν τις τιμές και εξαγοράζουν την ησυχία στα εργοστάσια δίνοντας μεγαλύτερους μισθούς. Ο πληθωρισμός καλπάζει, οι εργαζόμενοι και οι γέροι μένουν άφωνοι. Πολλά είδη βρίσκονται στην ελεύθερη αγορά σε αισχροκερδείς τιμές (σύμφωνα με εκτιμήσεις το 1/6 του συνολικού εισοδήματος κυκλοφορεί στην μαύρη αγορά). Τα κέρδη ιδιωτικοποιούνται. Ενα μέρος των κομματικών και κρατικών στελεχών έχει ήδη αρχίσει την «αποκρατικοποίηση» σε στενή συνεργασία με τις διοικήσεις των εργοστασίων. Με κομπίνες ιδιοποιούνται τη δημόσια περιουσία. Ο κόσμος μισεί αυτή τη νέα «μπουρζουαζία της λούμπας» (Λεονίτ Ραζικόφσκι), την ταυτίζει με το κόμμα και την καθιστά υπεύθυνη για την κρίση -στην πραγματικότητα αποτελούν το κόμμα των «ριζοσπαστών μεταρρυθμιστών».

Απο την αρχή του χρόνου η κρίση πήρε δραματικές διαστάσεις, η πτώση της παραγωγής έγινε ταχύτερη (-10% στους πρώτους 4 μήνες). Η κυβέρνηση όξυνε επιπλέον την κατάσταση, κατάργησε τις επιχορηγήσεις και διπλασίασε την 1 Απριλίου τις ακόμα δεσμευμένες τιμές καταναλωτή. Ετσι μειώθηκαν οι αποταμιεύσεις (500 δις ρούβλια) και μειώθηκαν οι πραγματικοί μισθοί, γιατί τα έσοδα αυξήθηκαν μόνο κατά 45%. Η οικονομία πήρε τον δρόμο για την ολική κατάρρευση.

Ανανέωση της Ενωσης

Συγχρόνως οξύνονται και οι εθνικές αντιθέσεις. Πολλές δημοκρατίες αισθάνονται ότι διοικούνται από ένα ρώσικο κέντρο, ότι έχουν χάσει την αυτοδιάθεσή τους και γι’ αυτό το λόγο απαιτούν την αυτονομία τους. Επικρατεί ένας συχνά βίαιος εθνικισμός. Οργανωμένα μαζικά κινήματα δημιουργήθηκαν κυρίως πάνω σε εθνικιστική, συχνά σωβινιστική βάση. Ολες οι δημοκρατίες ανακηρύχτηκαν αυτόνομες, έξι απ’ αυτές ανακηρύχτηκαν ανεξάρτητες (3 Βαλτικές Δημοκρατίες, Γεωργία, Αρμενία, Μολδαβία). Δεν ήταν όμως μόνο αυτές. Ο εθνικισμός άρχισε να επεκτείνεται και στους μικρότερους λαούς και μειονότητες, που όμως καταπνίγνηκε αμέσως. 70 εκ. άνθρωποι (ή το ένα τέταρτο του πληθυσμού) ζούν έξω από το έδαφος της αντίστοιχης δημοκρατίας τους. Τα όρια 79 περιοχών, μόνο στη Ρωσία, είναι αμφισβητούμενα. Η απειλή ενός ανούσιου πολέμου των εθνών ήταν άμεση.

Για να σταματήσει αυτό καθώς και ο κατακερματισμός του οικονομικού χώρου, επιχειρήθηκε η αναδιοργάνωση της Ενωσης των Δημοκρατιών. Στις διαπραγματεύσεις όμως δεν συμμετείχαν εκείνες οι δημοκρατίες που ήταν έτοιμες να αποχωρήσουν.

Συμφωνήθηκε η δημιουργία μιας «Ενωσης Αυτόνομων Σοβιετικών Δημοκρατιών» -αντί σοσιαλιστικών. Η συμφωνία άφηνε στην κεντρική διοίκηση την άμυνα, τον εξοπλισμό, την εξωτερική πολιτική, τις σημαντικότερες αρμοδιότητες στις εξωτερικές οικονομικές σχέσεις, καθώς επίσης και μια σειρά συντονιστικών αρμοδιοτήτων. Στο δημοψήφισμα του Μαρτίου ψήφισαν, με ποσοστό συμμετοχής 80%, υπέρ της ανανεωμένης Ενωσης 76% κατα μέσο όρο. Σε όλες τις δημοκρατίες τα ποσοστά ήταν πάνω από 70%, στις έξι φτωχότερες (Αζερμπαϊτζάν και οι πέντε της Κεντρικής Ασίας) πάνω από 90%.

Διάλυση του Κόμματος

Το ΚΚΣΕ δεν ήταν μόνο υπεύθυνο για τα εγκλήματα της εποχής του Στάλιν, πράγμα που θα ήταν συγχωρητέο, αλλά επέβαλε στη χώρα ένα σύστημα ανίκανο να επιβιώσει, ενώ δεν ήταν σε θέση να εφαρμόσει ένα καινούργιο. Οδήγησε τη χώρα σε βαθιά κρίση, ήταν ανίκανο να τη λύσει και δεν διέθετε ούτε κάποιο όραμα ούτε θεωρία ούτε και πρόγραμμα.

Στην αρχή χαλάρωσε την από το μηχανισμό εγγυημένη πειθαρχία, μετά την  πολιτική ενότητα και τέλος όλες τις διασυνδέσεις. Το 1989 αποχώρησαν 200.000 μέλη, το 1990 4 εκατομμύρια. Εφυγαν κυρίως μέλη της εργατικής τάξης και της διανόησης. Στο τέλος του 1990 το κόμμα είχε 15 εκ. μέλη. Απο τότε αυτή η εξέλιξη πήρε μεγαλύτερες διαστάσεις. Σε μερικές δημοκρατίες αποχώρησαν ολόκληρες κομματικές οργανώσεις.

Το ΚΚΣΕ έχασε γρήγορα την εμπιστοσύνη που απολάμβανε. Την Ανοιξη του 1991 μόνο το 1/4 του κόσμου πίστευε ότι το κόμμα ήταν σε θέση να βγάλει τη χώρα από την κρίση. Το 60% το θεωρούσε αδύνατο, στη διανόηση μάλιστα το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 84%. Τον Ιούλη πίστευε μόνο το ένα τέταρτο ότι το ΚΚ έχει ακόμα μεγάλη επιρροή. Στην πραγματικότητα είχε χάσει τον έλεγχο. Τα δύο τρίτα είχαν τη γνώμη ότι το κόμμα εκπροσωπούσε τα συμφέροντα του κομματικού και κρατικού μηχανισμού.

Μέσα στο πάλαι ποτέ μονολιθικό κόμμα δημιουργήθηκαν φράξιες. Μέσα σ’ αυτές δημιουργήθηκαν επιτροπές για την προετοιμασία νέων κομμάτων. Οι ριζοσπάστες μεταρρυθμιστές (Γιέλτσιν, Ποπώφ, Αφανάσιεφ) ίδρυσαν ήδη στα τέλη Ιουλίου του 1989, την «δια-επαρχιακή ομάδα εκπροσώπων» (αρχικά 269, αργότερα 469 από τους 2.250 εκπροσώπους.) Ενα μέρος από αυτούς, η «Δημοκρατική Πλατφόρμα» αποχώρησε το Νοέμβρη του 1990 από το κόμμα. Στην αριστερή πτέρυγα δημιουργήθηκε η «Μαρξιστική Πλατφόρμα» σαν μια κεντριστική ομάδα που ήθελε να στηριχτεί στην εργατική τάξη και στο κίνημα για την αυτοδιοίκηση, και γενικότερα επεδίωκε ένα «δημοκρατικό μπλόκ σοσιαλιστικού προσανατολισμού».

Με την υποστήριξη τμημάτων του κρατικού μηχανισμού δημιουργήθηκε η ομάδα Σογιούζ σαν κοινοβουλευτική παράταξη από 2.000 εκπροσώπους. Ο εκπρόσωπός της, Βίκτωρ Αλκσνις, ζήτησε ήδη στις αρχές του 1991 την ίδρυση μιας «επιτροπής κοινωνικής σωτηρίας», που μέσω της επιβολής κατάστασης έκτακτης ανάγκης και απαγόρευσης όλων των κομμάτων συμπεριλαμβανόμενου και του ΚΚΣΕ («αυτό παίζει … έναν καταστρεπτικό ρόλο») θα επέβαλε «αναγκαστικά την εντατική εφαρμογή των σχέσεων της αγοράς…» και θα υπεράσπιζε την ενότητα της χώρας.

Παράλληλα δημιουργήθηκε ένα νεοσταλινικό μπλόκ. Με την υποστήριξη ομάδων, όπως το «Μέτωπο των εργαζόμενων της Ρωσίας», που έχει μια βάση ανάμεσα στους εργάτες των μη ρώσικων δημοκρατιών, δημιουργήθηκαν φραξιονιστικές ομάδες, οι οποίες ενώθηκαν στα μέσα του Ιουλίου 1991 στο Μίνσκ στην μπολσεβίκικη πλατφόρμα. Αυτή απέρριπτε την οικονομία της αγοράς και την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και πρόβαλλε ανοιχτά σταλινικές θέσεις. Στηρίζεται κυρίως σε εκείνα τα τμήματα του μηχανισμού που δεν μπορούν να κάνουν τίποτα άλλο, εκτός από το να διαχειρίζονται την κρατική μηχανή. Δεν είναι σε θέση να επιβιώσουν μεσα στον πολιτικό αγώνα του πλουραλιστικού κομματικού συστήματος, ούτε και να αυξήσουν την περιουσία τους σαν νέα μπουρζουαζία. Βρίσκουν όμως απήχηση στη βάση, από αυτούς που αρνούνται την οικονομία της αγοράς και τον καπιταλισμό.

Η μεγάλη πλειοψηφία δεν εντάχθηκε σε καμμιά ομάδα, αντ’ αυτού όμως γαντζώθηκε στη θέση εξουσίας που κατείχε και δεν ανέπτυξε καμμιά πολιτική πρωτοβουλία. Ετσι η πρωτοβουλία πέρασε σε άλλους. Το ΚΚΣΕ δεν έχασε μόνο τον ηγετικό του ρόλο, αλλά έγινε και ένα εμπόδιο για όλους.

Αλλαγή της συνείδησης

«Το προηγούμενο μοντέλο του σοσιαλισμού αποδείχτηκε μη βιώσιμο» (Γκορμπατσώφ). Αυτή θα είναι μάλλον η γενική πεποίθηση της γραφειοκρατίας. Ανάλογα με τα εκάστοτε συμφέροντα συνάγουν και διαφορετικά συμπεράσματα.

Πουθενά δεν μπαίνει το αίτημα για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού από τις ίδιες τις εργαζόμενες μάζες, για δημοκρατία των συμβουλίων και για δημοκρατικά σχεδιασμένη οικονομία. Μόνο η «Μαρξιστική Πλατφόρμα», στηριζόμενη σε τμήματα της μαρξιστικής διανόησης, προσεγγίζει αυτά τα αιτήματα.

Στις δημοκρατίες η γραφειοκρατία ενώθηκε με εθνικά κινήματα, εκεί που πίστευε ότι θα μπορούσε να διατηρήσει τουλάχιστον μερικά τη θέση της. Γι αυτό το λόγο υποστήριξε τα αιτήματα για ανεξαρτησία. Σε μεγάλα τμήματα της Σοβιετικής Ενωσης δεν υπήρχε πια ΚΚΣΕ, παρά μόνο εθνικές οργανώσεις.

Οι συντηρητικοί ήθελαν αντίθετα να διατηρήσουν τις θέσεις τους. Υποστηρίζουν συνήθως έναν ελεγχόμενο μετασχηματισμό στην κατεύθυνση μιας ρυθμιζόμενης οικονομίας της αγοράς, βασικά υπέρ της κρατικής ιδιοκτησίας, και ένα ισχυρό ή και αυταρχικό κράτος. Αυτό πλησιάζει περισσότερο το μοντέλο του κρατικού καπιταλισμού από ό,τι του παλιού κρατικού σοσιαλισμού, και θα ήταν μάλλον μια μεταβατική κοινωνία προς τον καπιταλισμό. Επικαλούνται το φόβο της απώλειας της κοινωνικής ασφάλισης, τις συνέπειες των ριζικών μεταρρυθμίσεων και το χάος και προβάλλουν τον πατριωτισμό και την παγκόσμια ισχύ της Σοβιετικής Ενωσης. ‘Εχουν έτσι την υποστήριξη τμημάτων του κομματικού και του κρατικού μηχανισμού καθώς και συντηρητικών τμημάτων του πληθυσμού.

Οι «ριζοσπάστες μεταρρυθμιστές» βλέπουν τη λύση της κρίσης στην εισαγωγή του καπιταλισμού. Στηρίζονται σε τμήματα της γραφειοκρατίας, που νομίζουν ότι με μια αλλαγή του συστήματος θα διατηρήσουν τη θέση τους ή και ότι θα την εδραιώσουν περισσότερο. Αυτό ισχύει κυρίως για τις διοικήσεις των παραγωγικών ομάδων και για εκείνα τα στρώματα που παράνομα ιδιοποιούνται κρατική ιδιοκτησία ή που πραγματοποιούν κέρδη στη μαύρη οικονομία (παραοικονομία). Εκφράζουν και τα συμφέροντα μεγάλων τμημάτων της διανόησης που αρνούνται τη γραφειοκρατική κηδεμόνευση, περιμένουν από την οικονομία της αγοράς καλύτερες ευκαιρίες για την προσωπική τους ανέλιξη και ευνοϊκότερη διατίμηση της διανοητικής εργασίας σε σχέση με την χειρονακτική, δηλ. υψηλότερους μισθούς από αυτούς των εργαζομένων. Βρίσκουν όμως απήχηση και σε εργαζόμενους που περιμένουν οφέλη από την εργοστασιακή αυτονομία και την ελεύθερη, δηλ. μονοπωλιακή, ρύθμιση των τιμών. Οι εργάτες πετρελαίου στο Τγιουμέν απαιτούν πχ. τον πενταπλασιασμό της τιμής και θέλουν να κρατηθούν τα κέρδη αυτά στην επιχείρηση. Παρόμοια αιτήματα έχουν και οι ανθρακωρύχοι.

Ενώ η γραφειοκρατία διανύει μια διαδικασία φραξιονισμού, ανάλογα με τα συμφέροντά της, και κανένα της τμήμα δεν υπερασπίζει ούτε καν κάποιες αρχές μιας μή καπιταλιστικής κοινωνίας, η μακρά διάρκεια της σταλινικής κυριαρχίας εξαφάνισε από τις μάζες ακόμα και τα ίχνη μιας επαναστατικής συνείδησης. Κανείς δεν πιστεύει πια στη συλλογική οικοδόμηση μιας νέας κοινωνίας, πολύ λίγοι θέτουν το αίτημα της αυτοοργάνωσης ή των συμβουλίων. Για αυτό και μια πολιτική επανάσταση είναι σήμερα αδύνατη, όπως και δεν πρόκειται να εμφανιστεί στο άμεσο μέλλον.

Η 4η Διεθνής δεν προσκολήθηκε δογματικά και μακρυά από τα πραγματικά γεγονότα σ’ αυτή τη δυνατότητα. Η αντιπολίτευση ήταν κατά το μεγαλύτερο μέρος σοσιαλιστική. Στη Σοβιετική Ενωση όπως και στην Α. Ευρώπη υπήρχε μια σχετικά πλατιά μαρξιστική διανόηση, που πρόβαλλε επαναστατικές θέσεις. Ομως ήταν και παρέμεινε τελείως ανοργάνωτη και γιαυτό δεν μπόρεσε μέσα στην κρίση να αναπτύξει ένα πρόγραμμα, αλλά ούτε και να αναλάβει οποιαδήποτε πολιτική πρωτοβουλία. Την πρόλαβαν τα γεγονότα.

Ακόμα και οι μάζες ήταν υπέρ μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας, γιατί αντιστοιχεί στα συμφέροντά τους, δηλ. για κοινωνική ασφάλιση, ελευθερία και αυτοδιάθεση. Ομως βρίσκονταν σε κατάσταση κηδεμονίας, τελείως υποτελείς, και τα περίμεναν όλα από αυτούς που κυβερνούσαν. Δεν υπήρχε ζωντανή σοσιαλιστική συνείδηση, γιατί η αναγκαιότητα αυτόνομης πράξης δεν έγινε κατανοητή. Πουθενά δεν παρατηρήθηκαν αυθόρμητα οργανωμένες δραστηριότητες. Κάτω από αυτές τις συνθήκες δεν ήταν δυνατό να δημιουργηθεί κανένα επαναστατικό ούτε καν εργατικό κόμμα. Αυθόρμητες εξεγέρσεις και κατά συνέπεια ανατροπές είναι δυνατές, όμως αυθόρμητη επανάσταση δεν μπορεί να υπάρξει, γιατί απαιτεί έναν οργανωμένο αγώνα με συνείδηση των επιδιωκόμενων στόχων. Χωρίς οργάνωση δεν υπάρχει επανάσταση.

Γι αυτό και η συνείδηση προσαρμόστηκε γρήγορα στη νέα πραγματικότητα και καθορίστηκε όλο και περισσότερο από τους εθνικιστές και από τους ριζοσπάστες μεταρρυθμιστές. Ηταν αντιγραφειοκρατική και -λόγω έλλειψης εναλλακτικής πρότασης- και μερικά αντισοσιαλιστική, γιατί στρεφόταν κατά της ιδεολογίας που επικαλείται η γραφειοκρατία για τη νομιμοποίησή της.

Η γρήγορη αλλαγή απόψεων φάνηκε και στις σφυγμομετρήσεις. Στην αρχή του χρόνου ένας στους δέκα ήταν ανοιχτά υπέρ του καπιταλισμού, στη Γεωργία ήταν ένας στους δύο. Αλλοι 40% ήταν υπέρ ενός «σουηδικού σοσιαλισμού». Μεγάλο ήταν ακόμα το ποσοστό που απέρριπτε τις συνήθειες του καπιταλισμού. Μόνο το 7% προτιμούσαν ελεύθερες τιμές και μόνο το ένα τέταρτο την ιδιωτική γεωργία.

Απο τις σφυγμομετρήσεις, αν δεν ήταν παραποιημένες, φαίνεται ότι μέχρι το καλοκαίρι πραγματοποιήθηκε μια βασική αλλαγή στις απόψεις. Ο ένας στους δύο ήταν υπέρ των ιδιωτικών μεγάλων επιχειρήσεων, ο ένας στους τρεις θεωρούσε ένα ποσοστό ανεργίας σαν αναπόφευκτο και μόνο ο ένας στους τέσσερεις προτιμούσε ακόμα να εργάζεται σε κάποια κρατική επιχείρηση. Η πλειοψηφία αναζητούσε μια νέα ηγεσία. Ηδη την  άνοιξη μόνο 14% ήθελαν τον Γκορμπατσώφ σαν πρόεδρο -απεναντίας 70% ήταν υπέρ του Γιέλτσιν.

Εργατικό κίνημα και πολιτικές οργανώσεις

Τα εργοστασιακά συμβούλια που δημιουργήθηκαν μέσα στα πλαίσια της  περεστρόικας και η δυνατότητα εκλογής των διευθυντών και των αρχιεργατών δεν οδήγησαν στον εκδημοκρατισμό. Σαν θεσμοί παρέμειναν κάτω από τον έλεγχο του κόμματος, ήταν εξαρτημένοι από τη διοίκηση και χρησίμευαν το πολύ – πολύ στην διεκδίκηση ενδοεργοστασιακών αιτημάτων, επειδή οι εργαζόμενοι παρέμειναν απαθείς. Δημιουργήθηκαν μόνο δραστήριοι πυρήνες, που κάτω από ευνοϊκές συνθήκες ήταν σε θέση να οργανώσουν μαζικές κινητοποιήσεις, κυρίως στους ανθρακωρύχους. Για πρώτη φορά το καλοκαίρι του 1989 κατέβηκαν σε απεργία μισό εκατομμύριο εξ αιτίας των άσχημων συνθηκών εργασίας και ζωής (το όριο ζωής ενός σοβιετικού ανθρακωρύχου φτάνει κατά μέσο όρο τα 49 χρόνια, αυτό του αμερικανού συναδέλφου του τα 70). Το 1990 σημειώθηκε ένα  κύμα απεργιών (10 εκ. μέρες εργασίας χάθηκαν το πρώτο μισό του χρόνου), συνήθως με οικονομικά αιτήματα και μόνο. Η απεργία των ταχυδρομικών στις 16/6/1990 είχε μάλιστα οργανωθεί από το αρμόδιο υπουργείο.

Η κίνηση συνεχίστηκε το καλοκαίρι από τους ανθρακωρύχους, επειδή οι υποσχέσεις από τον προηγούμενο χρόνο δεν ικανοποιήθηκαν. Οι απεργίες έγιναν πολιτικές, στρέφονταν κατά του ΚΚΣΕ (απαγόρευση της κομματικής δουλειάς στα εργοστάσια και στις ένοπλες δυνάμεις) και ζητούσαν την παραίτηση της κυβέρνησης. Το στοιχείο αυτό εντάθηκε περισσότερο στις απεργίες κατά των ανατιμήσεων στις αρχές του Απριλίου 1991, κυρίως στη Λευκορωσία, στη Γεωργία και στο Μπακού. Οι επανειλημμένες απαγορεύσεις των απεργιών παρέμειναν χωρίς αποτέλεσμα. Οι αρμοδιότητες των εργοστασιακών επιτροπών (εργοστασιακά συμβούλια) είχαν καταργηθεί ήδη το 1990 από το Κεντρικό Σοβιέτ, μ’ ένα νόμο που ψηφίστηκε μυστικά, χωρίς προηγούμενη δημοσίευση κάποιου σχέδιου νόμου. Τα απεργιακά συμβούλια των ανθρακωρύχων μετατράπηκαν σε μόνιμες επιτροπές, που κατέληξαν το καλοκαίρι στην ίδρυση ενός ανεξάρτητου συνδικάτου, που όμως παρέμεινε σχετικά μικρό.Αναπτύχθηκαν όμως και σοσιαλιστικές τάσεις. Μέσα από εργοστασιακές επιτροπές δημιουργήθηκε ένα κίνημα για την αυτοδιαχείριση. Το πρώτο του συνέδριο έγινε το Μάη του 1990, στις αρχές Σεπτέμβρη ακολούθησε το πρώτο συνέδριο των συμβουλίων των εργοστασιακών κολεκτίβ από όλες τις δημοκρατίες με 100 αντιπροσώπους που αντιπροσώπευαν 2 εκατομμύρια  εργαζόμενους. Στα μέσα του Δεκέμβρη ιδρύθηκε η ένωση των εργοστασιακών  κολλεκτίβ και εργατικών επιτροπών σ’ ένα συνέδριο στο οποίο εκπροσωπήθηκαν  7 εκ. εργαζόμενοι. Αυτές οι τάσεις που στράφηκαν περισσότερο προς την ίδρυση  ενός ανεξάρτητου συνδικάτου, δεν έχουν οδηγήσει ακόμα στην ίδρυση μιάς πολιτικής οργάνωσης. Η επιρροή των ριζοσπαστών μεταρρυθμιστών ακόμα και των φιλελεύθερων δημοκρατών στους ανθρακωρύχους είναι σε πολλές εργατικές επιτροπές ισχυρή.

Εκτός από τα εθνικιστικά κόμματα, οι συχνές μαζικές απεργίες οδήγησαν σε πολιτικό επίπεδο μέχρι τώρα στη δημιουργία αδύναμων κομμάτων, που καλύπτουν ολόκληρο το πολιτικό φάσμα (δες πίνακα κομμάτων).

Κάποια σχετική αυτοοργάνωση στη βάση εμφανίστηκε μόνο σε συνδιασμό με μεμονωμένες πρωτοβουλίες. Στα μέσα του 1990 ο αριθμός των ομάδων και των ενώσεων υπολογίζεται σε 60.000. Ισχυρότερα κόμματα δεν εμφανίστηκαν. Μέσα σ’ αυτό το κενό προσχώρησαν οι ριζοσπάστες μεταρρυθμιστές γύρω από τον Γιέλτσιν. Ολοι τους είναι πρώην σταλινικοί ηγέτες, που από τα μέσα του 1990 ανακηρύχτηκαν σε αντικομμουνιστές, έριξαν την ευθύνη για την κρίση σ’ αυτούς που παρέμειναν στο κόμμα και έτσι αιτιολογούν το δικαίωμά τους να βγάλουν τη χώρα από την κρίση.

Με τον συνταγματάρχη και αντιπρόεδρο της Ρωσίας Ρουτσκόη, ο οποίος έγινε «ήρωας της Σοβιετικής ‘Ενωσης» στο Αφγανιστάν, έγινε μια προσπάθεια διάσπασης του ΚΚΣΕ. Τον Απρίλη του 1990, 800 άτομα ζήτησαν την ίδρυση ενός κομμουνιστικού – δημοκρατικού κόμματος. Αυτό δεν είχε πια να κάνει τίποτα με τον κομμουνισμό. Το αίτημά τους ήταν η αναδιάρθρωση της οικονομίας, όμως και ένα ενιαίο κράτος. Προφανώς δεν δημιουργήθηκε κανένα ισχυρό πολιτικό ρεύμα. Στα μέσα Ιουλίου ο Ρουτσκόη ήταν ένας από τους οκτώ γύρω από τον Σεβαρνάτζε, που κάλεσαν στη δημιουργία του «κινήματος για δημοκρατική μεταρρύθμιση». Η νέα οργάνωση θα γίνει το κόμμα μετάβασης στον καπιταλισμό, με τον μέχρι τώρα φαινομενικά αμέτοχο Γιέλτσιν στην ηγεσία.

Το έρπον πραξιόπημα

Ετσι άρχισε η αναδιοργάνωση των δυνάμεων και το ξεκαθάρισμα των μετώπων. Μέχρι τότε υπήρχε βέβαια μια αυξανόμενη αντιπολίτευση, όμως καμμιά οργανωμένη εναλλακτική πρόταση. Ο στόχος ήταν η διατήρηση της αυτοκρατορίας, ακόμα και με τίμημα ουσιαστικών παραχωρήσεων στις εξεγειρόμενες εθνικότητες, η εξυγίανση της οικονομίας με μια βίαιη συνταγή και η εφαρμογή της οικονομίας της αγοράς. Μόνο ένα ισχυρό κράτος θα ήταν σε θέση να επιβάλλει τους στόχους αυτούς.

Αυτό εδραιώθηκε με την ηγεσία του Γκορμπατσώφ. Μετά την ψήφιση από τη Βουλή των ειδικών νόμων, στα τέλη του 1990, μπορούσε ο πρόεδρος να διοικεί με διατάγματα χωρίς βουλευτική έγκριση. Ενα μυστικό προεδρικό διάταγμα στις 12/11/1990 ανέθετε στον κρατικό μηχανισμό αρμοδιότητες για την κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Σε πολλές περιοχές, άν όχι παντού, δημιουργήθηκαν ειδικές επιτροπές από κορυφαία στελέχη του κρατικού μηχανισμού, του κόμματος, της KGB και του στρατού, οι οποίες είχαν ήδη αρχίσει να λειτουργούν και των οποίων οι αποφάσεις ήταν μυστικές. Ετσι δημιουργήθηκε μέσα στον κρατικό μηχανισμό μια «σκιώδης δύναμη» (Σεβαρνάτζε), που ήταν ήδη δραστήρια.

Τα μέσα δεν έλλειπαν. Οι ειδικές δυνάμεις για την εσωτερική επέμβαση υπήρχαν προ πολλού. Παράλληλα ενισχύθηκε ο πολιτικός έλεγχος στον στρατό. Το ένα τέταρτο περίπου όλων των στρατιωτών, συμπεριλαμβανομένων όλων σχεδόν των αξιωματικών και υπαξιωματικών, ανοίκουν στο ΚΚΣΕ. Η κομματική οργάνωση ενίσχυσε την προπαγάνδα της στο στρατό. Στην ετήσια επέτειο του στρατού, στις 23/2/1991 παρέλασαν στις μεγάλες πόλεις εκατοντάδες χιλιάδες στρατιώτες και βετεράνοι με σοσιαλπατριωτικά συνθήματα. «Γιέλτσιν + Γκορμπατσώφ = Τραγωδία της ΕΣΣΔ. Να παραιτηθούν», έγραφε ένα από τα κεντρικά πανώ.

Προφανώς ο Γκορμπατσώφ που στήριζε την πολιτική του πάνω στον κρατικό και κομματικό μηχανισμό, είχε χάσει την εμπιστοσύνη ενός μεγάλου τμήματος της βάσης του.

Αποτυχία του πραξικοπήματος

Οταν στις 19 Αυγούστου η «κρατική επιτροπή για την κατάσταση έκτακτης ανάγκης» διεκδίκησε όλη την εξουσία, κανείς δεν φανταζόταν ότι πρόκειται για μια κακοοργανωμένη εξέγερση του Κρεμλίνου. Καμμιά κουβέντα για την υπεράσπιση του σοσιαλισμού. Αναλήφθηκε απλώς η υπευθυνότητα για το μέλλον της πατρίδας. «Απευθυνόμαστε σ’ όλους τους αληθινούς πατριώτες και σε ανθρώπους καλής θέλησης», είπαν. Αλλά «η πορεία που άρχισε το 1985 θα συνεχιστεί» ανακοίνωσε ο νέος πρόεδρος Γιανάγιεφ.

Αυτή η ανάληψη της εξουσίας ήταν μια αντεπαναστατική πράξη, που απέβλεπε στην οργάνωση ενός ισχυρού κράτους, στην διατήρηση της παγκόσμιας ισχύος της Σοβιετικής Ενωσης και, κατά τα άλλα, στην ελεγχόμενη εφαρμογή της οικονομίας της αγοράς. Εγινε προς όφελος της συντηρητικής (πτέρυγας) της γραφειοκρατίας, χωρίς όμως τη συμμετοχή της.

Αυτή η εξέγερση έγινε δίδαγμα για το πώς δεν πρέπει να γίνει. Επιβλήθηκε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, «αναστάλθηκε» η πολιτική δραστηριότητα, τέθηκαν κάτω από έλεγχο τα μέσα ενημέρωσης και προβλήθηκε απειλητικά ο στρατός. Μόνο στη Μόσχα κινήθηκαν 3.500 τάνκς. Λέγεται ότι ήταν περισσότερα απ’ ό,τι στη κατάληψη του Βερολίνου (πράγμα που δεν είναι αλήθεια, εκεί ήταν 6.300). Ομως δεν έγινε η παραμικρή προσπάθεια έγκαιρης σύλληψης της ηγεσίας μιας πιθανής αντίστασης. Ακόμα και το τηλεφωνικό δίκτυο παρέμεινε σε λειτουργία. Ετσι έγινε δυνατή η πληροφόρηση της χώρας από τους δυτικούς ραδιοσταθμούς.

Οι εξεγερσίες πίστευαν προφανώς ότι το παλιό σύστημα ελέγχου θα λειτουργούσε όπως μέχρι τότε, ότι η απειλητική δύναμη θα λειτουργούσε εκφοβιστικά, ότι όπως και το 1968 θα μπορούσαν να επιτρέψουν την εκτόνωση και την αποδυνάμωση των διαδηλώσεων, πριν αρχίσουν να καταπνίγουν την αντιπολίτευση με συγκεκριμένες συλλήψεις και μαζικές απολύσεις από τις κρατικές υπηρεσίες.

Ομως οι εποχές άλλαξαν. «Οι συνομώτες πίστευαν ότι ο λαός μας μπορεί να χειραγωγηθεί, ότι μπορεί να συρθεί πότε εδώ και πότε εκεί, σαν κοπάδι» σχολίασε ο Γκορμπατσώφ. «Ομως η χώρα δεν είναι πια η ίδια, ούτε οι άνθρωποι είναι οι ίδιοι, ούτε και ο στρατός είναι ο ίδιος».

Το συντηρητικό στρώμα της γραφειοκρατίας το ήξερε. Ηθελε να εκδηλώσει τη συμπάθειά του στην ενέργεια αυτή, όμως προτίμησε να περιμένει προσεκτικά, όπως και μεγάλα τμήματα του κρατικού μηχανισμού, οι ηγεσίες των δημοκρατιών και κυρίως το ΚΚΣΕ. Το κόμμα ήταν απλά ανίκανο να παρέμβει.

Οι διορατικοί ήταν μάλιστα εναντίον αυτής της περιπέτειας. Ηδη στις 19 Αυγούστου η πλειοψηφία των στελεχών του ΚΚ στη Μόσχα αρνήθηκαν να υποστηρίξουν την «ρατική επιτροπή». Παρόμοια συμπεριφέρθηκαν αναγνωρισμένοι ηγέτες των συντηρητικών, όπως ο συνταγματάρχης Αλκσνις, ο υφυπουργός εσωτερικών, στρατηγός Γκρόμωφ, ή ο στρατηγός Μακάσκωφ από την «Μπολσεβίκικη Πλατφόρμα» που υποστήριξε ανοιχτά τον Γιέλτσιν. Η ηγεσία του στρατού ζήτησε την επομένη της εξέγερσης από τον στρατηγό Γιασώφ να παραιτηθεί από την κρατική επιτροπή. Την επόμενη μέρα αρνήθηκαν την εκτέλεση διαταγών. Απ’ αυτό η έκβαση είχε ήδη προεξοφληθεί.

Αντίσταση

Αυτή η «ανυπακοή » θα ήταν αδύνατη, αν δεν κατέβαιναν οι μάζες αυθόρμητα στο δρόμο και δεν μπλόκαραν τα τάνκς. Αυτό κλόνισε τους στρατιώτες και εκφόβισε τους γραφειοκράτες, δημιουργώντας έτσι την προϋπόθεση για τη νίκη. Επειδή όμως δεν υπήρχε καμμιά ηγεσία, μπόρεσε να την αναλάβει ο Ρώσος πρόεδρος Γιέλτσιν – πράγμα που το εκμεταλλεύτηκε, ακόμα και αν ο αρχικός του ρόλος ήταν αναγκαίος και προοδευτικός. «Είμαι πρακτικά απομονωμένος εδώ», παραπονιόταν ακόμα πριν εμφανιστούν οι πρώτοι διαδηλωτές. Μέσω αυτών αναδείχτηκε ο μέχρι τότε τελείως αδύναμος σε μια κεντρική προσωπικότητα.

Αυτός ο πεπεισμένος γραφειοκράτης κάλεσε σε αντίσταση, σε ανυπακοή και σε γενική απεργία, πράγμα που σε μερικές επαρχίες εφαρμόστηκε. Ο αγώνας τελικά κρίθηκε στη Μόσχα, όμως σε περίπτωση μακρότερης διάρκειας θα απλωνόταν και σε άλλα τμήματα της χώρας. Πριν ακόμα κινηθούν τα τάνκς, οι εργάτες και εργάτριες της αυτοκινητοβιομηχανίας της Μόσχας «Λιχατσώφ» είχαν στείλει χίλιους συναδέλφους τους για την υπεράσπιση της έδρας του προέδρου.

Ηδη από τις πρώτες ώρες πέρασαν μεμονωμένοι στρατιώτες με τανκς προς την πλευρά του λαού και αργότερα ολόκληρες μονάδες με εντολή των αξιωματικών τους. Συνολικά ήταν μόνο 2.500 άνδρες, όμως ήταν αρκετοί. Στην αρχή δεν ήθελαν οι πραξικοπηματίες να εφαρμόσουν στυγνή βία, αργότερα δεν ήταν πια σε θέση να την εφαρμόσουν. Ακόμα και ειδικές μονάδες της KGB αρνήθηκαν να υπακούσουν. Η «κρατική επιτροπή» απλά εξαφανίστηκε.

Και αντιπραξικόπημα

Απο τις αρχές του Απρίλη 1991 μπορούσε ο Ρώσος πρόεδρος Γιέλτσιν να κυβερνά με διατάγματα, χωρίς κοινοβουλευτικό έλεγχο, πράγμα που το εκμεταλλεύτηκε από την πρώτη στιγμή στον αγώνα του ενάντια στο πραξικόπημα. Φαινόταν ευνόητο να θέσει τα κεντρικά όργανα κάτω από τον έλεγχό του, για να τα αποσπάσει από τον έλεγχο της κρατικής επιτροπής. Ομως κατόπιν δεν παρέδωσε αυτό τον έλεγχο – αντίθετα.

Με μια σειρά διαταγμάτων έθεσε τα κρατικά όργανα της ρώσικης επικράτειας κάτω από τον έλεγχό του, απαγόρευσε εφημερίδες και το κομμουνιστικό κόμμα και αποφάσισε ουσιαστικά την σύνθεση της νέας κυβέρνησης. Πρακτικά έχει συγκεντρώσει ολόκληρη την εξουσία στο πρόσωπό του, αν και μπορεί να τη διατηρήσει μόνο προσωρινά. Ομως έχει καθορίσει την πορεία των επόμενων αγώνων για την εξουσία. Ο Γιέλτσιν αποβλέπει στην εξασθένιση του κέντρου της Σοβιετικής Ενωσης, την οποία θέλει να την αντικαταστήσει με ένα νέο μεγαλορώσικο κέντρο με τον ίδιο στη κορυφή.

Ο Γκορμπατσώφ στηριζόταν πάνω στον κρατικό και κομματικό μηχανισμό και από τα μέσα του προηγούμενου χρόνου μόνο πάνω στις συντηρητικές τους φράξιες. Νόμιζε ότι τις ελέγχει και πως ο ίδιος ήταν αναντικατάστατος για την προώθηση της μεταρρυθμιστικής πολιτικής. Τώρα ο κομματικός μηχανισμός διαλύεται και μαζί μ’ αυτόν και το μέσο επιβολής της πολιτικής του. Και ο κρατικός μηχανισμός βρίσκεται σε παράλυση. Ετσι χάνει τη βάση της δύναμής του. Θα μπορέσει να παίξει κάποιο ρόλο μόνο αν οι ηττημένοι, ανακτήσουν μερικά την επιρροή τους.

Η κόκκινη σημαία αποσύρθηκε, τα μνημεία του Λένιν και άλλων έχουν αποσυναρμολογηθεί. Φαίνεται ότι η συντηρητική γραφειοκρατία ζεί το Βατερλώ της. Πουθενά δεν υπάρχουν σημάδια ανοιχτής αντίστασης. «Το παλιό σύστημα ήταν σαπισμένο, αποδιοργανωμένο, όμως ήταν σφιχτά γαντζωμένο … και εμπόδιζε την πρόοδο» ομολόγησε τώρα ο Γκορμπατσώφ. Ηθελε να «μετατρέψει το κόμμα από έναν σταλινικό μηχανισμό σε μια …δημοκρατική οργάνωση». «Το πραξικόπημα κατέστρεψε αυτή την ελπίδα», κατέληξε ο τελευταίος γενικός γραμματέας αυτού του πάλαι ποτέ παντοδύναμου κόμματος, επιβεβαιώνοντας έτσι μισό αιώνα μετά τον Τρότσκι την αδυναμία μεταρρύθμισης ενός κυβερνώντος σταλινικού κόμματος και του συστήματός του.

Προς το παρόν η δημόσια ζωή βρίσκεται κάτω από τον έλεγχο των ριζοσπαστών μεταρρυθμιστών, που θέλουν να εισάγουν ένα καπιταλιστικό σύστημα. Η τελική λύση όμως δεν έχει ακόμα κριθεί.

Κόμματα και μηχανισμοί

Στους επόμενους μήνες οι πολιτικές δυνάμεις θα αναδιοργανωθούν εκ νέου. Το ΚΚΣΕ φαίνεται να διαλύεται, και μαζί του και οι μαζικές του οργανώσεις, εκτός βέβαια από τα συνδικάτα. Φυσικά τα κομμάτια του θα αναδιοργανωθούν. Οι νεοσταλινικοί, ίσως και ο συντηρητικός μηχανισμός, θα προσπαθήσουν να δημιουργήσουν νέα κόμματα, ίσως από κοινού. Ισως και η «μαρξιστική πλατφόρμα», που έχει γύρω στους 300.000 υποστηρικτές να καταφέρει μια αναδιοργάνωση. Ομως όλα αυτά τα κόμματα θα παραμείνουν αριθμητικά αδύναμα και ίσως να εγκαταλείψουν τον «κομμουνισμό».

Το νεοκαπιταλιστικό στρατόπεδο θα εκπροσωπηθεί σύντομα με δύο κόμματα. Το κίνημα για δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις των πρώην σταλινικών στηρίζεται στη μεταρρυθμιστική πτέρυγα της γραφειοκρατίας, το ενωμένο δημοκρατικό κόμμα συγκεντρώνει τις μέχρι τώρα διασκορπισμένες αλλά οργανωμένες δυνάμεις. Και τα δύο θα προσπαθήσουν να πάρουν στον έλεγχό τους το μαζικό δημοκρατικό κίνημα και το εργατικό κίνημα που δημιουργείται. Θα προσπαθήσουν να εκμεταλλευτούν το ευνοϊκό κλίμα για να πετύχουν μέσα από εκλογές τη δημοκρατική τους νομιμοποίηση.

Η αδυναμία του δημοκρατικού και του εργατικού κινήματος είναι ότι δεν κατάφερε μέχρι τώρα από μόνο του να οργανωθεί. Ετσι κινδυνεύει να γίνει όργανο άλλων δυνάμεων. Το περισσότερο που μπορεί να πετύχει το εργατικό  κίνημα στους επόμενους μήνες είναι να δημιουργήσει προϋποθέσεις για μια  ανεξάρτητη οργάνωση στα συνδικάτα και σε πολιτικές ομάδες ή ίσως για ένα  εργατικό κόμμα.

Η πραγματική εξουσία βρίσκεται ακόμα στη γραφειοκρατία. Στους επόμενους μήνες θα φανεί η αλλαγή στο συσχετισμό δύναμης ανάμεσα στη συντηρητική και στη νεοκαπιταλιστική φράξια. Η αναμέτρηση θα αφορά τον έλεγχο των ενόπλων δυνάμεων, των μέσων ενημέρωσης και νευραλγικών τομέων του κρατικού μηχανισμού. Αν οι συντηρητικοί κατορθώσουν να επιπλεύσουν θα μπορέσουν να παίξουν και κάποιο ρόλο.

Η κατάσταση περιπλέκεται με τα εθνικιστικά κινήματα. Η Βαλτική έχει  αποσχιστεί κρατικά, όχι όμως οικονομικά και στρατιωτικά. Η Μολδαβία, ίσως και η Γεωργία και η Αρμενία, θα ακολουθήσουν. Οι υπόλοιπες μπορεί να δημιουργήσουν μια ομοσπονδία, η οποία όμως θα εξουσιάζεται οικονομικά από τη μεγάλη Ρωσία και θα αποκαταστήσει την παλιά κατάσταση κάτω από μια νέα σημαία. Οι ισχύοντες κεντρικοί θεσμοί προς το παρόν παρακάμπτονται και η πολιτική τους δύναμη υποβιβάζεται. Ομως ζητήματα συνόρων και καταπίεσης εθνικών μειονοτήτων οπως σήμερα στη Γεωργία και στη Μολδαβία μπορεί να έχουν χαοτικές συνέπειες.

Ο παγκόσμιος πολιτικός ρόλος δεν υπάρχει πια, εκτός από τα πυρηνικά όπλα. Τα απελευθερωτικά κινήματα χάνουν τελεσίδικα την υποστήριξη. Ηδη ο Γιέλτσιν ζήτησε την αναστολή κάθε εξωτερικής βοήθειας. Ετσι το καθεστώς του Αφγανιστάν και κυρίως η Κούβα, που αντιμετωπίζει εδώ και τρείς δεκαετίες τον οικονομικό αποκλεισμό, εγκαταλείπονται στη τύχη τους.

Το σταλινικό κίνημα στις περισσότερες χώρες θα καταρρεύσει ή θα ενταχτεί στη σοσιαλδημοκρατία. Εμεινε χωρίς προσανατολισμό και εν μέρει οικονομικά έσοδα (συχνά ήταν εταιρείες που αποκόμιζαν τα κέρδη τους από το εξωτερικό εμπόριο της εκάστοτε χώρας με τη Σοβιετική Ενωση). Ολόκληρα κόμματα όπως στην Ελλάδα ή στην Πορτογαλία πέφτουν σε μια υπαρξιακή κρίση όπως επίσης και νεοσταλινικά ρεύματα σε άλλα κόμματα όπως το PDS.

Αποφασιστικοί μήνες

Η οικονομική κρίση απειλεί στους επόμενους μήνες να εξελιχτεί σε καταστροφή. Οι παραγωγικές μονάδες και οι επαρχίες θα ανεξαρτητοποιηθούν και θα επιδιώκουν μόνο τα δικά τους συμφέροντα. Η συγκομιδή συχνά δεν διακινείται, ίσως να μην παραδίδεται και όλη. Ο εφοδιασμός των εργοστασίων είναι ανεπαρκής, η παραγωγικότητα πέφτει. Σε μερικούς μήνες μπορεί η  κατάσταση να οδηγήσει στην απόλυτη εξαθλίωση, όμως και σε έντονες διαμάχες.  Αυτή θα είναι η πρώτη δοκιμαστική εμπειρία της νέας ηγεσίας.

Πέρασε ένας χρόνος από τότε που ο Γιέλτσιν έγραψε «έχω τη γνώμη ότι από εδώ και μπρός θα πραγματοποιήσουμε το σοσιαλισμό». Σήμερα ο ίδιος θέλει οικονομία της αγοράς, σύνδεση με τη παγκόσμια οικονομία, ιδιωτικοποίηση και τελικά καπιταλισμό, αν και δεν το δηλώνει ανοιχτά. Το καλύπτει με μια αντιγραφειοκρατική ρητορία και υπόσχεται τα πάντα σε όλους – σταθερές τιμές, υψηλότερα έσοδα, στους ανθρακωρύχους της Σιβηρίας τη δημιουργία μιας ελεύθερης εμπορικής ζώνης, παγκόσμιες τιμές και στα εργοστασια τα κέρδη τους.

Ετσι θέλει να καθορίζει τις συνειδήσεις όπως και ο Βαλέσα – μόνο που αυτός δεν διαθέτει καμμιά εκκλησία και καθόλου πιστούς. Η μετάβαση στην οικονομία της αγοράς φέρνει στο άμεσα ορατό μέλλον πλούτο σε λίγους και αθλιότητα σε πολλούς. «Αποδοτικότητα μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με την πορεία μέσα στη φτώχεια», δηλώνει ο Σατάλιν, που μέσα σε 500 μέρες ήθελε να μετατρέψει τη Σοβιετική Ενωση σε μια οικονομία της αγοράς. «Ολοι είναι έτοιμοι να αναλάβουν μεγάλες θυσίες αν είναι απόλυτα βέβαιοι ότι … τουλάχιστον τα εγγόνια τους θα ζούν καλύτερα».

Είναι απίθανο ότι θα περιμένουν τόσο. Ο κόσμος θέλει ελευθερία και περισσότερο, όχι λιγότερο, φαγητό. Μπορεί σήμερα να εμπιστεύονται τους νέους κύριους. Οταν αρχίσουν τα εισοδήματα να πέφτουν, όταν ωριμάσει η νέα πολιτική κρίση, τότε οι νεοσταλινικές δυνάμεις θα έχουν τη τελευταία τους ευκαιρία μ’ ένα πραξικόπημα, αυτή τη φορά βέβαια καλά οργανωμένο. Αυτό μπορεί να πετύχει μόνο αν κατορθώσουν να διατηρήσουν ορισμένες νευραλγικές θέσεις και οι μάζες χάσουν το ηθικό τους και πέσουν σε αδράνεια. Αυτή θα είναι και η τελευταία τους ευκαιρία. Είναι αβέβαιο αν τα πράγματα φτάσουν μέχρι εκεί.

Παρ’ όλα αυτά οι μάζες έχουν πολιτικά απελευθερωθεί και έχουν αποχτήσει αυτοσυνείδηση. Αν στραφούν εναντίον αυτής της τελείως διαφορετικής νέας οικονομικής πολιτικής, τότε οι πρώην σταλινικοί και οι νεοδημοκράτες θα ξεχάσουν γρήγορα τη σημερινή τους ρητορία και θα ξαναγυρίσουν στα παλιά τους μέσα. Θα μπορέσουν να ηττηθούν μόνο αν μέχρι τότε οικοδομηθεί ένα αγωνιστικό εργατικό κίνημα, ακόμα καλύτερα ένα επαναστατικό μαζικό κόμμα. Εδώ είναι που μπορούμε να συμβάλλουμε.

Hans-Jurgen SCHULZ

29/8/1991


ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΟΜΜΑΤΩΝ

Μοναρχικοί Γύρω στους 400 εκπροσώπους, πολλοί απ’ αυτούς αντιπρόσωποι του Παμγιάτ, ενώθηκαν τον Οκτώβρη του 1990. Θεωρούν ότι απο το Μάρτη του 1917 δεν υπάρχει στη Ρωσία καμμιά νόμιμη εξουσία. Ο Γκορμπατσώφ, ο Γιέλτσιν και σχεδόν όλοι οι υπόλοιποι πολιτικοί είναι μασόνοι ή τουλάχιστον όργανά τους. Οι μοναρχικοί απορρίπτουν τα δικαιώματα των εθνικοτήτων και των δημοκρατιών και θέλουν μια ενωμένη Ρωσία. Το ΚΚΣΕ θα απαγορευτεί, γιατί  είναι κόμμα του σατανά.

Ρωσικό Λαϊκό Μέτωπο (9.000 μέλη). Επιδιώκεται μια καπιταλιστική κοινωνία. Πρότυπο είναι ο Στολύπιν, ο δικτατορικός μεταρρυθμιστής πολιτικός του τελευταίου τσάρου.

Χριστιανική – Δημοκρατική ‘Ενωση Ρωσίας (2.000 μέλη σε 80 μέρη) Ιδρύθηκε στις 5/8/1989 και προσχώρησε στη χριστιανοδημοκρατική διεθνή, το πρόγραμμα της οποίας και εκπροσωπεί.

Χριστιανικό-Δημοκρατικό Κίνημα (πάνω από 10.000 μέλη) Αντιπροσωπεύει μια συντηρητική, χριστιανική ιδεολογία, βλέπει στον κομμουνισμό μια «νεο-ειδωλολατρική θρησκεία» και προσπαθεί να στηριχτεί πάνω σε πιστούς. Εχει τρείς εκπροσώπους στη ρώσικη βουλή.

Ισλαμικό-Δημοκρατικό Κόμμα Ιδρύθηκε το Σεπτέμβρη του 1990, προωθεί την «εδραίωση των αντί-ολοκληρωτικών, αντι-κομμουνιστικών δυνάμεων στον αγώνα κατά του εθνικού μίσους και της θρησκευτικής μισαλοδοξίας».

Φιλελεύθερο-Δημοκρατικό Κόμμα (4.000 μέλη) Ιδρύθηκε στις 31/3/1990 και εκπροσωπεί σθεναρά την οικονομία της αγοράς και ένα προεδρικό καθεστώς. Εχουν μια σχετική επιρροή μέσα από την εφημερίδα τους «Σλόβο» (λέξη).

Ενωμένο Δημοκρατικό Κόμμα Πρέπει να ιδρύθηκε το Σεπτέμβρη του 1991. Η πρωτοβουλία ξεκίνησε από το Δημοκρατικό Κόμμα Ρωσίας (20.000 μέλη) του Τράβκιν και του Σατάλιν, πρώην συμβούλου του Γκορμπατσώφ. Προσπαθεί να εδραιωθεί σαν συντηρητικό κόμμα, προβάλλει την απόλυτα ελεύθερη αγορά και την προτεραιότητα των βιομηχάνων. Θεωρείται σαν ο εκπρόσωπος της νέας μπουρζουαζίας. Η ιδρυτική της ανακοίνωση όμως υπογράφτηκε και από το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, από το ρεπουμπλικάνικο κόμμα και από το συνταγματικό – δημοκρατικό κόμμα Ρωσίας, καθώς επίσης και από το χριστιανο – δημοκρατικό κίνημα.

Πράσινοι (30.000 μέλη) Η οργάνωση στηρίζεται σε τμήματα του οικολογικού  κινήματος, δεν έχει ενιαία οργάνωση και το πολιτικό του φάσμα καλύπτει από  επαναστατικές μέχρι και συντηρητικές δυνάμεις.

Δημοκρατική ‘Ενωση (2.000 μέλη) Ηταν μια από τις πρώτες οργανώσεις (Μάης 1988), που όμως δεν είχε κομματικό χαρακτήρα. Η εφημερίδα της «Σβομπόντνογιε Σλόβο» φτάνει τα 50.000 αντίτυπα. Μέχρι τώρα καλούσε σε εκλογική αποχή και ζητάει τη σύσταση συντακτικής συνέλευσης.

Κίνημα Δημοκρατική Ρωσία Η οργάνωση ιδρύθηκε τον Οκτώβρη του 1990 από 2.000 εκπροσώπους, που ζητούν μια ριζοσπαστική μεταρρυθμιστική πολιτική. Είναι μια χαλαρή ένωση χριστιανικών και φιλελεύθερων κομμάτων και κοινωνικών κινημάτων.

Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Ρωσίας (3.000 μέλη) Ιδρύθηκε το Μάη του 1990 και οργάνωσε μέχρι τώρα τρία συνέδρια. Ανήκουν σ’ αυτό 70 μέλη του ανώτατου Σοβιέτ και 50 της ρώσικης βουλής. Στηρίζεται κατ’ εξοχήν στη διανόηση, επειδή οι εργαζόμενοι είναι πολιτικά αδιάφοροι. Επιδιώκει μια στενή συνεργασία με το ρεπουμπλικάνικο κόμμα.

Ρεπουμπλικανικό Κόμμα Δημιουργήθηκε από τη «Δημοκρατική Πλατφόρμα» του ΚΚΣΕ, ιδρύθηκε το Νοέμβρη του 1990 από 230 εκπροσώπους με ηγέτες τον Λυσένκο και τον Σοστακόβσκι.

Κίνημα Δημοκρατικής Μεταρρύθμισης Αρχές του Ιούλη 1991 κάλεσαν οχτώ διάσημες προσωπικότητες το ιδρυτικό του συνέδριο. Ανάμεσα τους 4 μέλη της ΚΕ του ΚΚΣΕ (Σεβαρνάτζε, Γιάκοβλιεφ, Βόλσκι και Σιλάγιεφ), ένα του ρώσικου ΚΚ (Ρουτσκόη) και οι δήμαρχοι της Μόσχας (Ποπώφ) και Λένιγκραντ (Σόμπτσακ) -και οι δύο παραιτήθηκαν από την ΚΕ τον Ιούλη του 1990. Επιδιώκει τη σύμπτυξη όλων των μεταρρυθμιστικών δυνάμεων πάνω στη βάση ενός πολύ γενικού προγράμματος. Προβάλλονται λιγότερο σαν σοσιαλδημοκρατικοί, απ’ ότι σαν δημοκρατικοί.

Σοσιαλιστικό Κόμμα Ιδρύθηκε στις 24/6/1990 πρακτικά σαν συμμαχική οργάνωση διαφορετικών δυνάμεων, που κατα τα άλλα ακολουθούν διαφορετική πολιτική. Ανάμεσα στους εκπροσώπους του είναι και ο Καγκαρλίτσκι.

Μαρξιστικό Εργατικό Κόμμα – Κόμμα της Δικτατορίας του προλεταριάτου Ιδρύθηκε στις 25/3/1990 και εκπροσωπείται περίπου σε 60 πόλεις. Πρόκειται για μια μαρξιστική οργάνωση, που προβάλλει κυρίως την αυτοδιαχείριση.


ΚΑΤΑΣΤΑΛΤΙΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ

Οι σοβιετικές ένοπλες δυνάμεις αριθμούν 4 εκ. άνδρες. Σ’ αυτούς προστίθενται και οι 700.000 αστυνομικοί. Η δύναμη της KGB είναι άγνωστη. Αναφέρονται αριθμοί που φτάνουν μέχρι τα 2,9 εκ.

Για την επέμβαση στο εσωτερικό βρίσκονται σε ετοιμότητα επιπρόσθετα ειδικά σώματα. Είναι 160.000 άνδρες του υπουργείου Εσωτερικών, μεταξύ των οποίων η μεραρχία του Ντζερζίνσκι στη Μόσχα με 32.000 άνδρες. Επι πλέον 6 μεραρχίες αλεξιπτωτιστών, που είναι σταθμευμένες στις πόλεις Κιροβαμπάντ, Πσκοφ, Καουνάς, Μπέλγοροντ, Βίλνιους και Τούλα, καθώς επίσης και μονάδες της KGB με άγνωστη δύναμη. Ανάμεσά τους είναι και μεραρχίες που αναδιαρθρώθηκαν στα πλαίσια του αφοπλισμού, όπως η μεραρχία αλεξιπτωτιστών στο Βιτέμπσκ.

Τα διάσημα σώματα ΟΜΟΝ αριθμητικά δεν είναι πολύ δυνατά (1400 στη Μόσχα, 100 – 300 σε μεγάλες πόλεις, όμως μεγαλύτερες μονάδες στη Βαλτική και στο Αζερμπαϊτζάν). Είναι συγκρίσιμες με μονάδες ειδικής επέμβασης – χρησιμοποιούνται στη καταπολέμηση της τρομοκρατίας και σαν μονάδες κρούσης εναντίον διαδηλώσεων.

Ολες αυτές οι μονάδες στρατολογούν κυρίως τη νεολαία της επαρχίας και τους βετεράνους του Αφγανιστάν. Είναι σταθμευμένες στην περιοχή της Μόσχας και σε περιοχές ταραχών (Βαλτική, Υπερκαυκασία, Μολδαβία, τμήματα της Κεντρικής Ασίας) και βρίσκονται συνεχώς σε ετοιμότητα.


Σπάρτακος 31, Σεπτέμβρης – Δεκέμβρης 1991

Σπάρτακος αρχείο


https://wp.me/p6Uul6-v0

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s