Σπάρτακος 31, Σεπτέμβρης – Δεκέμβρης 1991
ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ
ΤΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΜΑΣ
Πάντα μπορούμε να επικαλούμαστε την αλήθεια, ότι το πιο βαθύ σκοτάδι είναι πριν από το χάραμα…
Ιδιαίτερα μετά τις εξελίξεις του Αυγούστου στη Σοβιετική ‘Ενωση, μετά τον εφιάλτη που για λίγο όλοι ζήσαμε, δηλαδή το ενδεχόμενο νίκης των δυνάμεων του πραξικοπήματος και των αλυσιδωτών επιδράσεων που αυτή θα είχε στις άλλες ανατολικές χώρες, ύστερα τη βαθύτατη αλλαγή των πνευμάτων -και το ξεκαθάρισμα κάποιων θολών κατευθύνσεων που ασφαλώς προϋπήρχαν- με την κατάρρευση της συντηρητικής πτέρυγας της γραφειοκρατίας και του εγχειρήματός της, τα ερωτήματα για το παρόν και το μέλλον των μετακαπιταλιστικών κοινωνιών πλήθυναν και έχουν γίνει ασφυκτικά.
Σίσσυ ΒΩΒΟΥ
Υπάρχουν αυτή τη στιγμή πολλά ερωτήματα που φαίνονται δυσάρεστα, και όμως πρέπει να τοποθετηθούν γιατί μας βασανίζουν, και επίσης γιατί είναι και αυτό ένα μέρος της πάλης για το σοσιαλισμό, αυτή τη στιμή μάλιστα το σπουδαιότερο. Γιατί ποτέ το παγκόσμιο σοσιαλιστικό κίνημα και η εργατική τάξη μετά την Οκτωβριανή επανάσταση δεν ένιωσε τόσο γυμνή από προοπτικές. Και από μερικές απόψεις ποτέ δεν ήταν.
Τα δύο κύρια ρεύματα, ο σταλινισμός και η σοαιαλδημοκρατία, σχετίζονταν το καθένα με το δικό του τρόπο με αυτό που ο καθένας θεωρούσε κατακτήσεις που προέκυψαν από την επανάσταση του 1917, και η ιστορία προχωρούσε με την κυρίαρχη θεωρία και πολιτική της υποκατάστασης της παγκόσμιας ταξικής πάλης από την «πάλη των δύο συστημάτων». Και αν η θεωρητική διαστρέβλωση δεν καταργούσε την πραγματικότητα, δηλητηρίαζε ωστόσο όλο και περισσότερο την ουσία του σοσιαλιστικού οράματος.
Ερχόμαστε λοιπόν στο πρώτο ερώτημα, που είναι τί υπερασπιζόμαστε σήμερα από τις μετακαπιταλιστικές κοινωνίες, σε σχέση με τον καπιταλισμό, και σε σχέση με αυτά που υπερασπιζόμασταν πριν το 1989. Πρώτα από όλα, δεν μπορούμε να δεχθούμε την άποψη ότι στις Ανατολικές χώρες, της Σοβιετικής ‘Ενωσης συμπεριλαμβανόμενης και της Ανατολικής Γερμανίας αποκλειόμενης, έχουμε ήδη μια κοινωνική αλλαγή. Η βασική κατάκτησή τους, που εξακολουθεί να υπάρχει μετά από όλες τις πολιτικές αλλαγές του 1989, ήταν η απαλλοτρίωση της αστικής τάξης: η οποία ούτε ανασυγκροτήθηκε ούτε μια νέα γεννήθηκε, ούτε είναι τόσο εύκολο να γεννηθεί. Μια και οι κοινωνικές τάξεις είναι προϊόν της ιστορικής εξέλιξης, όπως εύστοχα υπογραμμίζει ο Μπόρις Καγκαρλίτσκι, δεν φανταζόμαστε πόσο εύκολο θα ήταν να εφευρεθεί μία για όλες αυτές τις χώρες και τις τεράστιες οικονομίες τους. Είναι υπερβολικά μεγάλο καθήκον για τον ιμπεριαλισμό να βοηθήσει στη μαζική μετατροπή αυτών των οικονομιών σε ιδιωτικές, είναι πολύ αργή η διαδικασία δημιουργίας μικροαστικής -μέχρι τώρα- τάξης πολύ περισσότερο δε αστικής -με τη δυτική σημασία του όρου- και τίποτε άλλο δεν μπορούμε να υποθέσουμε, επομένως μπορούμε πιο εύκολα να βλέπουμε μια αυξανόμενη παράλυση και «τριτοκοσμοποίηση» αυτών των οικονομιών, παρά μια ανεμπόδιστη πορεία μετασχηματισμού τους σε καπιταλιστικές κοινωνίες δυτικού τύπου, κάτι που αποτελεί σήμερα δυστυχώς μια κυρίαρχη επιδίωξη.
Εκτός από την απαλλοτρίωση της αστικής τάξης ελάχιστα μπορούμε να υπερασπιστούμε, μια και όσα βγήκαν στην επιφάνεια δεν αποδεικνύουν υπεροχή στις συνθήκες ζωής των εργαζομένων ούτε στο μοντέλο ανάπτυξης, ούτε στην προστασία του περιβάλλοντος (το Τσερνομπίλ δεν ήταν ατύχημα, ήταν προετοιμασμένο έγκλημα) ούτε στην οικολογική συνείδηση με μια ευρύτερη έννοια, ούτε στη γυναικεία απελευθέρωση, ούτε στην κοινωνική δημοκρατία, ούτε στην πολιτική δημοκρατία. Πολλοί μύθοι που κυκλοφορούσαν πριν το 1989 και στο τροτσκιστικό κίνημα, περί κατακτήσεων, πλήρους απασχόλησης κλπ., αποκαλύφθηκαν. Κάποια στοιχεία κοινωνικής προστασίας, πρόσβασης στην εκπαίδευση και την τέχνη θα μπορούσαν να προβληθούν ως πραγματικές κατακτήσεις, αλλά και εκεί η ποιότητα ήταν τόσο κακή που σε μεγάλο βαθμό τα ακύρωνε. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο κύριος αγώνας που δίνεται από τους αριστερούς και για τις κοινωνίες αυτές είναι για το θέμα της ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, της υπεράσπισης κοινωνικών παροχών και πρόσβασης σε καταναλωτικά αγαθά.
Το δεύτερο ερώτημα, είναι αν η εργατική τάξη των χωρών αυτών είναι ισχυρή και ικανή να επέμβει σαν τάξη με κατεύθυνση το σοσιαλισμό.
Επάνω στην εκτίμηση για τη δύναμη της εργατικής τάξης στις Ανατολικές χώρες, οικοδομήθηκε και η θεωρία για τους τρείς τομείς της επανάστασης ο ένας απ’ τους οποίους θα ήταν η πολιτική επανάσταση. Η εργατική τάξη είναι η πιο ισχυρή τάξη στην ΕΣΣΔ και τις άλλες ανατολικές χώρες, διαβάζουμε σε πολυάριθμα κομμάτια του Μαντέλ, σε ντοκουμέντα όλων των τάσεων της 4ης Διεθνούς. Βεβαίως είχαμε την «Αλληλεγγύη», η οποία αποτέλεσε το ισχυρότερο εργατικό κίνημα της μεταπολεμικής περιόδου σε ευρωπαϊκή κλίμακα. Ομως η «Αλληλεγγύη» απομονώθηκε, δεν επεκτάθηκε στις άλλες ανατολικές χώρες, ύστερα χτυπήθηκε απο τη δικτατορία και μετά το 1985, όπως αναλύουν ορισμένοι μαρξιστές, ακολουθεί στην πλειοψηφία της φιλοκαπιταλιστικές κατευθύνσεις. Μετά απο αυτό, έχουμε την εμφάνιση τμημάτων της εργατικής τάξης σε ορισμένες στιγμές, όπως οι ανθρακωρύχοι στη Σιβηρία και στη Ρουμανία, όχι όμως ένα μόνιμο και διαρκές κίνημα της εργατικής τάξης που να επηρεάζει τις εξελίξεις, είτε μειψηφικό είτε πλειοψηφικό. Τα γεγονότα οδηγούν στο συμπέρασμα οτι η εργατική τάξη οργανώθηκε σε κάποιες απο αυτές τις χώρες με κάπως αξιόλογη μαχητικότητα (Τσεχοσλοβακία, Πολωνία), αλλά σήμερα έχει χάσει μέρος απο τη δύναμή της και οπωσδήποτε μάλλον έχει διαλυθεί μέσα στο λαό ταξικά και πολιτικά, παρά παίζει έναν σημαντικό ανεξάρτητο ρόλο. Αυτό που ονομάσαμε «δημοκρατική επανάσταση» το 1989 ήταν λαϊκό και όχι εργατικό κίνημα.
Το τρίτο ερώτημα αφορά τα ΚΚ. Αυτά που είναι στην εξουσία, και αυτά που δεν είναι. Εξακολουθεί να υπάρχει μια αντίφαση ανάμεσα στις ηγεσίες και την πολιτική τους και στα μέλη της βάσης, πράγμα που πολλοί πιστεύαμε και που αποτελούσε βάση κάποιας πολιτικής; Προς ποιά κατεύθυνση οδήγησαν οι εξελίξεις μετά το 1989;
Βασικά, η πρόβλεψη ότι θα υπήρχε μια ρήξη μέσα στα κόμματα αυτά, επιβεβαιώθηκε σε ελάχιστες περιπτώσεις και με μικρές κοινωνικές – πολιτικές επιπτώσεις. Η κυριότερη τάση, αντίθετα απο τις προβλέψεις του χώρου, ήταν η μαζική αποχώρηση των μελών και η σταδιακή εγκατάλειψη τους απο τους ψηφοφόρους, μια διαδικασία που συνεχίζεται για να αφήσει σύντομα τα κόμματα αυτά μόνο με τα άτομα που έχουν συγκεκριμένα υλικά συμφέροντα, αν και αυτά επίσης στην πλειοψηφία τους έχουν στραφεί προς την πρωταρχική συσσώρευση μέσω της μαύρης αγοράς. Στα μη κυβερνητικά ΚΚ, όσα δεν έκαναν μια στροφή προς τη σοσιαλδημοκρατικοποίηση, όπως για παράδειγμα της Ελλάδας και της Πορτογαλίας, αναμένεται σταδιακή αλλά όχι σε μακρύ χρονικό διάστημα εξαφάνισή τους απο το πολιτικό προσκήνιο και συρρίκνωση στα παλιά στελέχη. Η τάση στις ανατολικές χώρες φαίνεται να είναι ακόμα μεγαλύτερη συρρίκνωση των ΚΚ, ενώ στις δυτικές, όσα δεν ήταν δεμένα με τη Μόσχα (π.χ. Ιταλικό), θα ακολουθήσουν ασφαλώς τη δική τους πορεία. Η πολιτική συνεργασίας μαζί τους φαίνεται πως το μόνο αποτέλεσμα που φέρνει είναι να δυσφημεί τους συνεργαζόμενους.
Τέλος, μετά τις τελευταίες εξελίξεις αναρωτιόμαστε με τα καινούργια δεδομένα, αν είναι δυνατή μια μεταρρύθμιση ή μια επανάσταση των ανατολικών κοινωνιών προς την κατεύθυνση του σοσιαλισμού και της εξουσίας των εργαζομένων εναντίον της γραφειοκρατίας και, απο την άλλη μεριά, αν είναι δυνατή η επιστροφή στην οικονομία της αγοράς και η συγκρότηση μιας τάξης κεφαλαιοκρατών σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα.
Για να δώσει κανείς μια απάντηση σε τέτοια ερωτήματα, χρειάζεται να αναλύσει κυρίως τα οικονομικά στοιχεία και την κατάσταση της συνείδησης των εργαζομένων. Και αυτό, όχι με έναν τρόπο αφηρημένο, αλλά στο φώς της δημοκρατικής επανάστασης του 1989, των αλλαγών που αυτή έφερε, των νέων πολιτικών σχηματισμών που προέκυψαν, των τάσεων ανόδου ή καθόδου ορισμένων ρευμάτων, σε τελευταία ανάλυση σε ποια κατεύθυνση τείνουν οι εξελίξεις.
Οταν ο Τρότσκι πρωτομίλησε για την πολιτική επανάσταση, οι συνθήκες ήταν τελείως διαφορετικές. Η Οκτωβριανή επανάσταση είχε δώσει μια μεγάλη ώθηση στη βιομηχανική ανάπτυξη της χώρας, είχε δώσει στους εργαζόμενους ένα βιοτικό επίπεδο σαφώς ανώτερο απ’ ό,τι είχαν γνωρίσει επί Τσάρου, είχε δημιουργήσει μια σχετική ανάπτυξη που -έστω κι αν σήμερα αμφισβητούμε την ουσία της- τότε ήταν επιδιωκόμενος στόχος τόσο από τους κυβερνώντες όσο και από τους κυβερνώμενους.
Επιπλέον, η συνείδηση της εργατικής τάξης και των αγροτών είχε διαμορφωθεί μέσα στην πάλη εναντίον του τσαρισμού και το όραμα του σοσιαλισμού ήταν ακέραιο, έστω και αν η πραγματικότητα του σταλινισμού το αμαύρωνε. Ο καπιταλισμός στις ανεπτυγμένες χώρες ήταν βουτηγμένος στην κρίση, ο φασισμός μεσουρανούσε ή καραδοκούσε, υπήρχαν εκατομμύρια άνεργοι και μεγάλη δυστυχία. Η σύγκριση λοιπόν δεν μπορούσε να αποβεί σε βάρος του σοβιετικού καθεστώτος, έστω κι αν είχε τεράστια ελαττώματα.
Δεν υπήρχε πεδίο ώστε η πολιτική συνείδηση που διαμορφωνόταν σε αντίθεση με το καθεστώς, να έχει ένα φιλοκαπιταλιστικό προσανατολισμό.
Στις ανατολικές χώρες όπου είχαμε τη διαδικασία της διαρθρωτικής αφομοίωσης μετά την πτώση του ναζισμού, επίσης η συνείδηση των εργαζομένων είχε έντονα αντικαπιταλιστικά -και βέβαια αντιφασιστικά- στοιχεία και κάθε πολιτική κίνηση τουλάχιστον στη δεκαετία του ’40, είχε σαν στόχο της την απαλλοτρίωση των κεφαλαιοκρατών και γαιοκτημόνων και την αυτοδιαχείριση των επιχειρήσεων με τη μια ή την άλλη μορφή -εξ άλλου όταν ένα κίνημα είναι ζωντανό, η αυτοδιαχείριση είναι αυτονόητη. Ετσι βλέπουμε όλες τις εξεγέρσεις που έγιναν στη δεκαετία του ’50, εναντίον του σταλινισμού, σε Ανατολική Γερμανία, Πολωνία να έχουν αφενός ταξική προέλευση, αφετέρου σοσιαλιστικά αιτήματα. Η προπαγάνδα του σταλινισμού για υποκινούμενες από τους Αμερικάνους ταραχές, αν τότε έπειθε πολλούς, σήμερα, που τα μυαλά καθάρισαν αναδρομικά, δεν πείθει κανέναν.
Οι εξεγέρσεις αυτές απέτυχαν, καταστάληκαν. Εχουμε επίσης δυο σημαντικά κινήματα μεταρρύθμισης με ηγεσίες τα τοπικά κόμματα, αυτό της Γιουγκοσλαβίας και αυτό της Τσεχοσλοβακίας του 1968. Και τα δύο απέτυχαν με διαφορετικούς τρόπους και για διαφορετικούς λόγους.
Το πιο σημαντικό εργατικό κίνημα εναντίον του σταλινισμού, που διέθετε τεράστια μαζικότητα, ταξική ανεξαρτησία απο τη γραφειοκρατία και σοσιαλιστικό πρόγραμμα, αυτό της Αλληλεγγύης, επίσης δεν μπόρεσε να προχωρήσει στους στόχους του γιατί απομονώθηκε -δεν βρήκε μιμητές στις εργατικές τάξεις των άλλων ανατολικών χωρών.
Μπαίνει το ερώτημα μήπως οι συνθήκες ζωής, οργάνωσης, εργασίας των εργατικών τάξεων στις ανατολικές χώρες δεν επέτρεπαν τη δημιουργία σοσιαλιστικής συνείδησης, ούτε ρεφορμιστικής, ούτε επαναστατικής; Μήπως ο τρόπος που εξελίχτηκαν τα πράγματα μας δείχνει ότι οι όροι της συνείδησης των εργαζομένων αντλούνταν από το παρελθόν τους από τη μια μεριά, «απ’ έξω» απο τη Δύση από την άλλη μεριά, και όχι από τους ίδιους τους δικούς τους όρους ύπαρξης και αντίστασης σε ένα καθεστώς ασφαλέστατα μισητό και απορριπτέο απο τους ίδιους;
Εδώ μπορεί βεβαίως να μπούν πολλά ερωτήματα: Αν για παράδειγμα είχε γίνει μια κοινωνική ανατροπή σε μια ή περισσότερες απο τις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, χωρίς την ηγεσία ενός σταλινικού κόμματος, πώς θα επιδρούσε αυτό στις ανατολικές χώρες; Το ίδιο ερώτημα μπορεί να προχωρήσει: και γιατί στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες ποτέ δεν δημιουργήθηκε ένα μαζικό επαναστατικό κόμμα κατά τη μεταπολεμική -ή και τη μεσοπολεμική- περίοδο;
Ολα αυτά τα ερωτήματα συναρθρώνονται με τη σκέψη ότι ο σταλινισμός αποδείχτηκε πολύ πιο ανθεκτικός απ’ ό,τι είχε προβλέψει ο Τρότσκι, που θεωρούσε ότι στη διάρκεια του πολέμου που θα ερχόταν, δηλαδή του Β’ Παγκόσμιου πολέμου, θα ανατρεπόταν απο μια πολιτική επανάσταση ή απο μια αντεπανάσταση. Η διαρθρωτική αφομοίωση της Ανατολικής Ευρώπης, και αργότερα της Κίνας και της Κούβας, έδωσε μια τέτοια παράταση ζωής στη γραφειοκρατία, ώστε να τη βοηθήσει να κάνει πολύ μεγαλύτερη ζημιά στη σοσιαλιστική προοπτική και τους επαναστατικούς αγώνες απ’ ό,τι είχε προβλεφθεί.
Η άποψη μαρξιστών, όπως ο Πέρυ Αντερσον, ότι η γραφειοκρατία μπορεί να ήταν μια αντεπαναστατική δύναμη στο εσωτερικό αλλά ήταν μια προοδευτική δύναμη στο επίπεδο των διεθνών αγώνων, αποδείχτηκε τελείως λαθεμένη στο φώς των σημερινών εξελίξεων.
Σήμερα υπάρχει μια γενική τάση στις χώρες αυτές, εκτός απο κάτι μικρές ομάδες σοσιαλιστών με μεγάλο κύρος αλλά μικρή αποδοχή, ότι πρέπει να προχωρήσουμε προς γενικευμένες ιδιωτικοποιήσεις και προς οικονομία της αγοράς. Βέβαια οι διάφορες κοινωνικές κατηγορίες δεν αντιλαμβάνονται με τον ίδιο τρόπο αυτές τις προτάσεις. Υπάρχουν προτάσεις και για συλλογική, μετοχική, δημοτική ιδιοκτησία, υπάρχουν και προτάσεις για αυτοδιαχείριση. Ομως, οι προτάσεις κοινωνικής ή σοσιαλιστικής κατεύθυνσης, έχουν τη αδυναμία ότι δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή κανένας οργανωμένος πολιτικός φορέας για να επεξεργαστεί ένα συνολικό σχέδιο -που θα έχει μαζικές προσβάσεις και μαζική απήχηση, ώστε να αντιπαρατεθεί στα σχέδια ιδιωτικοποιήσεων δυτικού τύπου.
Τα σχέδια όμως είναι σχέδια. Λείπει η αστική τάξη, η αγορά με τις γνωστές «φυσιολογικές» λειτουργίες που εμείς γνωρίζουμε, η υλική και συνειδησιακή υποδομή που υπάρχει στις δικές μας καπιταλιστικές κοινωνίες, λείπει η ικανότητα του ιμπεριαλισμού να παρέμβει αποτελεσματικά γιατί η κλίμακα είναι απλησίαστη και λείπουν πολλά πράγματα.
Δεν είναι διόλου σοβαρό να ταυτίζουμε τις επιθυμίες ή τα σχέδια των κυβερνήσεων με την κοινωνική υποδομή. Είναι σαν να κρίνουμε το είναι απο τη συνείδηση, πράγμα που κανένας σοβαρός μαρξιστής δεν μπορεί να δεχτεί. Αυτή τη στιγμή υπάρχει μια μετάβαση προς τον καπιταλισμό σχεδόν αποκλειστικά στα λόγια, γιατί οι πράξεις αποδεικνύονται πολύ δύσκολες. Απο εκεί προκύπτει και η απαισιοδοξία πολλών σοσιαλιστών για το μέλλον των κοινωνιών τους. Προβλέπουν περισσότερο μια «τριτοκοσμικοποίηση» αυτών των οικονομιών στο ορατό μέλλον παρά ένα μετασχηματισμό τους σε κοινωνίες δυτικού τύπου.
Φυσικά μέσα σε τέτοιες συνθήκες, θα υπάρξει, και ήδη υπάρχει εν σπέρματι, αντίσταση. Η ανικανότητα δημιουργίας πολιτικών κινημάτων με σοσιαλιστική κατεύθυνση όμως, είναι πλέον ένα ιστορικό γεγονός που συνδέεται με την περίοδο της δημοκρατικής επανάστασης.
Αν ο ιμπεριαλισμός κέρδισε για την περίοδο που συζητάμε μια ιδεολογική και πολιτική νίκη, είναι περισσότερο από αμφίβολο ότι θα μπορέσει να την διατηρήσει, δεδομένης της ανικανότητάς του να «σώσει» τόσο τις δυτικές κοινωνίες από την κρίση και την παρακμή στην οποία όλο και περισσότερο βυθίζονται, όσο και τις ανατολικές κοινωνίες που το μέγεθος και την ποιότητα των προβλημάτων τους είναι αδύνατο να αντιμετωπίσει.
Ενα τελευταίο ερώτημα είναι αν η παλιά αντικαπιταλιστική αριστερά, της τροτσκιστικής πτέρυγας συμπεριλαμβανομένης, είναι σε θέση να αναλύσει τη νέα κατάσταση στο φώς των νέων συνθηκών και παράλληλα να αυτο-αναλυθεί. Θεωρούμε ως ελάχιστη προϋπόθεση συνεισφοράς στη νέα περίοδο, μια συνειδητή προσπάθεια προς αυτή τη κατεύθυνση.
Σίσσυ ΒΩΒΟΥ
Οκτώβριος 1991
Σπάρτακος 31, Σεπτέμβρης – Δεκέμβρης 1991