Σπάρτακος 31, Σεπτέμβρης – Δεκέμβρης 1991
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΡΙΣΗ
ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ
Η σημερινή κρίση της αστικής κοινωνίας και οι συνθήκες για την αναγέννηση του σοσιαλιστικού εργατικού κινήματος
Είναι κοινοτοπία πια να μιλάει κανείς για πολιτική κρίση στην Ελλάδα. Οι συνεχιζόμενοι ενδοκυβερνητικοί τρανταγμοί, όσο και αν φαίνονται από πρώτη ματιά σαν μικρο-θύελλες σε ένα φλυτζάνι νερό, αποτελούν εντούτοις τα επιφανειακά σημάδια βαθύτερων υπόγειων συγκρούσεων, αποτέλεσμα των κοινωνικών και οικονομικών αδιεξόδων.
Σταύρος ΟΡΦΑΝΟΓΙΑΝΝΗΣ
Βέβαια, η διάχυτη κρισεολογία και κινδυνολογία, οι εκκλήσεις για εθνική συναίνεση στα «μεγάλα προβλήματα» του τόπου, οι όλο και πιο δυνατές φωνές για κάποια θεϊκή παρέμβαση του Καραμανλή, για να σταματήσει η κοινωνική πόλωση και ο άκρατος κομματικός ανταγωνισμός δείχνουν τόσο το μέγεθος της κρίσης όσο και το βάθος της σύγχισης στα κεφάλια των εμπνευστών δημοσιογράφων, διανοουμένων και επαγγελματιών της πολιτικής.
Και ο πιο απολίτικος όμως καταλαβαίνει ότι η κοινωνική αναταραχή δεν είναι προίόν κάποιων πολιτικών επιτελείων ή αντικυβερνητικών προβοκατόρων, αλλά της ίδιας της κοινωνικής αδικίας που προκαλούν τα κυβερνητικά μέτρα. Το Αίγιο και το Λαύριο δεν κατοικούνται από ατίθασους χούλιγκανς. Ούτε ωθούνται οι απεργοί νοσοκομειακοί και τρολλεϋτζήδες από τυφλό ρεβανσιστικό πάθος απέναντι στη Νέα Δημοκρατία. Πρόκειται όχι για κομματικό ανταγωνισμό, αλλά για στοιχειώδη κοινωνική αντίσταση και άμυνα.
Οι πτυχές της κρίσης
Γιατί όμως αυτή η κρίση -και τί ακριβώς εννοούμε με τον όρο; Καταρχήν δεν τον περιορίζουμε στην κυβερνητική πλευρά της κρίσης -την κρίση εμπιστοσύνης απέναντι στη Ν.Δ. που προκαλούν τα κυβερνητικά μέτρα. Η πολιτική κρίση στην Ελλάδα είναι βαθύτερη από αυτό, καθώς η κρίση πολιτικής ηγεμονίας του κυβερνώντος κόμματος που τώρα κορυφώνεται συνοδεύεται από μια παράλληλη κρίση εναλλακτικής λύσης -κρίση ιδεολογίας και πολιτικής πρότασης της αντιπολίτευσης και ειδικότερα του εργατικού κινήματος.
Η διπλή αυτή κρίση -φαινόμενο ούτε εντελώς νέο ούτε καθαρά ελληνικό- περνάει σήμερα στην Ελλάδα από μια ιδιαίτερη φάση όξυνσης προοιωνίζοντας μια παρατεταμένη περίοδο πολιτικού αδιεξόδου. Μια πολιτική κρίση που ανεξάρτητα από τις όποιες πρόσκαιρες υφέσεις θα παραμείνει ένα μόνιμο γνώρισμα της πολιτικής κατάστασης για μια ολόκληρη περίοδο -όποιο κόμμα και αν βρίσκεται στην κυβερνητική εξουσία.
Και αυτό γιατί τα προβλήματα δεν επιλύονται με απλή αλλαγή φρουράς στα πλαίσια του ίδιου κοινοβουλευτικού και πολιτειακού πλαισίου, ούτε λύνονται με καλοπροαίρετους διαλόγους που κινούνται μέσα στις ίδιους παραμέτρους που γέννησαν την κρίση -την καπιταλιστική οικονομία και τους θεσμούς του αστικού κράτους που κανένας πολιτικός φορέας δεν αμφισβητεί σήμερα. ‘Ετσι η πολιτική κρίση ξεδιπλώνεται μέσα σε μια συγκυρία ιδεολογικής υπεροχής του αστισμού παρουσιάζοντας το παράδοξο φαινόμενο η αστική πολιτική να κλυδωνίζεται την ίδια στιγμή που οι αστικές ιδέες είναι κυρίαρχες, όσο ποτέ άλλοτε, και μέσα στους κόλπους του ίδιου του εργατικού κινήματος
Κυβέρνηση και εκλογές
Το ότι προδιαγράφεται ένα μακρο-χρόνιο πολιτικό αδιέξοδο δεν σημαίνει καθόλου ότι θα υπάρχει μια διαιώνιση της σημερινής πολιτικής κατάστασης. Η περίοδος είναι κατεξοχήν μια που θα προκαλεί κοινοβουλευτικές ανακατατάξεις χωρίς όμως αυτές να μπορούν να άρουν το βαθύτερο πολιτικό αδιέξοδο. Είναι πολύ πιθανόν μάλιστα να έχουμε εκλογές πριν λήξει η θητεία της σημερινής κυβέρνησης. Και υπάρχουν μια σειρά λόγοι που συνηγορούν υπέρ μιας τέτοιας άποψης.
Αφενός η κατάσταση στην Ελλάδα δεν είναι ανεπηρέαστη από τη γενικότερη παγκόσμια συγκυρία. Δυσμενείς μόνο μπορούν να είναι οι επιπτώσεις στην ελληνική κοινωνία από τη συνεχιζόμενη εμπορική ύφεση και τον αναζοπυρωμένο ανταγωνισμό των μεγάλων αντίπαλων οικονομικών μπλοκ: ΗΠΑ – Ιαπωνία – Ευρώπη, αλλά και από τις εξελίξεις στην ΕΣΣΔ, την Ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια.
Σε αυτά τα «εξωτερικά» προβλήματα προστίθενται και τα τοπικά:
-
Η κρίση της «επίσημης» οικονομίας με τη συνεχιζόμενη άνθιση της λεγόμενης «παραοικονομίας» που κινείται εκτός κάθε ελέγχου.
-
Οι κοινωνικές επιπτώσεις και η αναποτελεσματικότητα της νεο-φιλελεύθερης κυβερνητικής πολιτικής που προκαλούν μια έρπουσα κρίση κυβερνητικής αξιοπιστίας.
-
Η ισχνή κοινοβουλευτική πλειοψηφία της Νέας Δημοκρατίας και οι διαφωνίες στους κόλπους της κυβέρνησης ενισχύουν την εντύπωση «προσωρινότητας» αυτής της κυβέρνησης.
-
Οι συνεχιζόμενες «εθνικές» διαφορές με την Τουρκία στο Αιγαίο και την Κύπρο, καθώς και η κρίση στη Γιουγκοσλαβία προσθέτουν μια «εθνική» διάσταση στη γενικότερη αβεβαιότητα.
-
Η πορεία της «κάθαρσης» φαίνεται να πέτυχε, αντίθετα από τις κυβερνητικές προσδοκίες, να διασπάσει την άτυπη συνεργασία ΣΥΝ-ΝΔ και να συσπειρώσει τον κόσμο του ΠΑΣΟΚ.
-
Η όλο και συχνότερη προσφυγή της κυβέρνησης στο κράτος -τα δικαστήρια, τα ΜΑΤ- είναι ένδειξη όχι πολιτικής πυγμής αλλά χρεοκοπίας της κυβέρνησης. Σε κάποια στιγμή, η προσφυγή στις κάλπες θα γίνει αναπόφευκτη. Είτε επιβεβλημένα από ένα απότομο βάθεμα της κρίσης, είτε με κάποιο πρόσχημα ελπίζοντας να περισωθεί η κυβέρνηση από περαιτέρω φθορά.
Κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ;
Η βεβαιότητα ότι δεν πρόκειται να φέρουν καμία ουσιαστική λύση οι εκλογές δεν σημαίνει ότι μένουμε αδιάφοροι για την έκβασή τους. Το αντίθετο μάλιστα. Τόσο γιατί μια πιθανή ήττα της Νέας Δημοκρατίας -καθόλου σίγουρο με το νέο εκλογικό νόμο- θα αποτελούσε, ακόμη και με το εργατικό κίνημα περιθωριοποιημένο, μια όχι και ευκαταφρόνητη νίκη για τους εργαζόμενους. Και δεύτερον γιατί μια νίκη του ΠΑΣΟΚ, χωρίς κινητοποιήσεις, στη βάση μιας στείρας «αντιδεξιάς» ρητορικής δεν θα πρόσφερνε το παραμικρό προς μια υπέρβαση της κρίσης.
Η στάση η δική μας θα πρέπει, λοιπόν, να έχει μια διπλή στόχευση: Πρώτον να συμβάλει στην ήττα της Νέας Δημοκρατίας υπό τους καλύτερους δυνατούς κοινωνικούς όρους και, δεύτερον, στο βαθμό που δεν υπάρχει άλλη αξιόπιστη εναλλακτική λύση σε κοινοβουλευτικό επίπεδο πέρα από το ΠΑΣΟΚ, να ξεσκεπάσει τις αυταπάτες που διατηρεί στο κόμμα αυτό και την ηγεσία του, παρά την κυβερνητική οκταετία του ΠΑΣΟΚ, ένα μεγάλο μέρος των πληγέντων από την πολιτική λιτότητας και αυταρχισμού της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Σε επίπεδο κάλπης, λοιπόν, δεν υπάρχει άλλη επιλογή από την καταψήφιση της Νέας Δημοκρατίας και την κριτική υποστήριξη του ΠΑΣΟΚ. Σε μια συγκυρία βαθιάς υποχώρησης των ταξικών ενστίκτων και της ταξικής συνείδησης του εργατικού κινήματος όπου σημαντικοί τομείς των εργαζομένων ψηφίζουν ένα αστικό κόμμα σαν τη Νέα Δημοκρατία, πρώτο καθήκον μας πρέπει να είναι να αποκαλύψουμε τον ταξικό χαρακτήρα αυτού του κόμματος και να πείσουμε για την αναγκαιότητα να υποστηρίξει το εργατικό κίνημα δικά του κόμματα, όσο ανεπαρκείς και αν είναι οι ηγεσίες και η πολιτική αυτών των κομμάτων.
Αυτό το νόημα έχει η κριτική υποστήριξη στο ΠΑΣΟΚ. Υποστήριξη στις κάλπες χωρίς όμως να τρέφουμε ή να καλλιεργούμε την παραμικρή αυταπάτη ή εμπιστοσύνη στην συνολική πολιτική αυτού του κόμματος. Υποστήριξη που θα συνοδεύεται από την πιο αυστηρή κριτική στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ για την ανικανότητά της να προωθήσει τις απαιτούμενες επαναστατικές τομές στους θεσμούς και τις δομές της κοινωνίας. ‘Ετσι μόνο θα μπορέσουμε να πείσουμε για την αναγκαιότητα πολιτικής και οργανωτικής υπέρβασης αυτής της ηγεσίας.
Μια τέτοια στάση δεν σημαίνει ούτε συγχωροχάρτι για το ΠΑΣΟΚ ούτε αποσιώπηση της αστικής φύσης των πολιτικών επιλογών της ηγεσίας του. Η αντιδεξιά φρασεολογία της συμβαδίζει άνετα με μια δεξιά οικονομική πολιτική που ακόμη και ο «Επενδυτής» θεωρεί «συντηρητική». Δεν έχει κανένα ενδοιασμό που υποτάσσεται στους ιμπεριαλιστικούς θεσμούς (ΕΟΚ, ΝΑΤΟ, ΔΕΕ, κλπ.), που κηρύττει τη συναίνεση και την ταξική συνεργασία, που περήφανα υπερασπίζεται τους θεσμούς του αστικού κράτους (το κοινοβούλιο, τα δικαστήρια, το σύνταγμα, το «δημοκρατικό πολίτευμα», την αστυνομία,…) απέναντι στους υπονομευτές τους…, τη Νέα Δημοκρατία! Είναι φανερό ότι πολύ ελάχιστα έχει να προσφέρει στο εργατικό κίνημα μια τέτοια ηγεσία. ‘Ισως μια πιο ήπια λιτότητα, ή λιγότερη και πιο διακριτική καταστολή. Το ίδιο φαρμάκι, δηλαδή, μα σε μικρότερες δόσεις από αυτές που δίνει η Νέα Δημοκρατία.
Παρόλα αυτά το ΠΑΣΟΚ συνεχίζει και διατηρεί πολλά από τα κλασικά γνωρίσματα ενός φιλοκαπιταλιστικού, σοσιαλδημοκρατικού, ρεφορμιστικού κόμμα- τος. Η εκλογική του πελατεία, η κομματική του βάση, οι θολές ιδεολογικές του αναφορές στον «δημοκρατικό» σοσιαλισμό και τους εργαζόμενους, η μερική υποστήριξη που δίνει σε κινητοποιήσεις και κινήματα των καταπιεσμένων κοινωνικών στρωμάτων το κατατάσσουν στην κατηγορία ενός πολιτικά αστικοποιημένου «εργατικού» κόμματος. Και αυτό αποτελεί μια ουσιαστική διαφορά από το καθαρόαιμο αστικό κόμμα της Νέας Δημοκρατίας.
Η «αριστερά»
‘Οσο για τη λεγόμενη «παραδοσιακή» αριστερά, είναι πια αμφίβολο κατά πόσο μπορούμε να αποκαλούμε τον Συνασπισμό παραδοσιακό και αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι η «αριστερή» του φυ- σιογνωμία απέχει έτη φωτός από την ταξική, ανατρεπτική και σοσιαλιστική αριστερά που έχει ανάγκη το εργατικό κίνημα.
Ο πριν-την-διάσπαση Συνασπισμός γεννήθηκε σε μια συγκυρία όπου ήταν πράγματι έκδηλη η ανάγκη ενότητας των δυνάμεων που απέβλεπαν σε μια άρση του αδιεξόδου που είχε προκαλέσει η κυβερνητική θητεία του ΠΑΣΟΚ στις γραμμές του εργατικού κινήματος. ‘Ομως η διέξοδος που πρότεινε περιορίστηκε σε κοινοβουλευτικά πλαίσια και οι διάφορες συνιστώσες του έβλεπαν το ρόλο του Συνασπισμού με το δικό τους μάτι.
Το ΚΚΕ απέβλεπε στην εκλογική του αναρρίχηση σε βάρος του ΠΑΣΟΚ και την ευκαιρία να παίξει ρυθμιστικό ρόλο στην κεντρική πολιτική σκηνή -να πείσει ότι κακώς του απέδιδαν αντικαθεστωτική διάθεση, να το πάρει, τέλος πάντων, στα σοβαρά η ελληνική μπουρζουαζία δείχνοντας έμπραχτα ότι σέβεται τους κανόνες του κοινοβουλευτικού παιχνιδιού. Οι διάφορες προσωπικότητες και τα απομεινάρια κάποιων κομματικών μηχανισμών που στελέχωσαν το Συνασπισμό έβλεπαν μέσω αυτού τη σωτήρια ευκαιρία της πολιτικής τους επιβίωσης.
Ωστόσο, το εγχείρημα κάθε άλλο από μια ριζοσπαστική εναλλακτική λύση απέναντι στο ΠΑΣΟΚ αποδείχτηκε. Η εγκληματική συνεργασία με τη Νέα Δημοκρατία και η Οικουμενική σφράγισαν το απόλυτο αδιέξοδο αυτού του χώρου. Σε αυτή την περίοδο μια μερίδα της ελληνικής αστικής τάξης έλπιζε, και για αυτό το ενεθάρρυνε με όλα της τα μέσα, ότι ο Συνασπισμός σαν μετριοπαθής πολιτικός σχηματισμός θα μπορούσε να λειτουργήσει προς όφελος της Νέας Δημοκρατίας προκαλώντας ρήγμα στις γραμμές του κύριου αντιπάλου της -του ΠΑΣΟΚ.
‘Ομως, η ένταση της οικονομικής ύφεσης, τα άγρια μέτρα λιτότητας, η περικοπή των δημοσίων δαπανών, η ανεργία και η καταστολή δεν αποτέλεσαν το πιο κατάλληλο κοινωνικό έδαφος για να πετύχει ένα τέτοιο σχέδιο. Αντίθετα, είδαμε τη διάσπαση του Συνασπισμού με το μισό ΚΚΕ να προσπαθεί να βρει την παλιά του «δόξα» επιδεικνύοντας ένα κράμα νεο-σταλινισμού με το ήθος ενός κοινοβουλευτικά υπεύθυνου και νομιμόφρονα πολιτικού σχηματισμού. Με την κατάρρευση των σταλινικών καθεστώτων και την επικράτηση του ΠΑΣΟΚ στο σοσιαλδημοκρατικό χώρο, αφαιρείται κάθε λόγος και χώρος ύπαρξης για κόμματα σαν το Συνασπισμό και το ΚΚΕ. Αυτή, λοιπόν, η «Αριστερά» μετράει τις μέρες της.
Τί να κάνουμε;
Το μόνο που μένει είναι οι σκόρπιες και συγχισμένες δυνάμεις της «επαναστατικής» αριστεράς. ‘Ομως ο βαθμός διάσπασης και περιθωριοποίησής της θα έπρεπε να αποκλείσουν κάθε σκέψη για κεντρικό πολιτικό ρόλο και ανεξάρτητη κάθοδο στις επικείμενες εκλογές. Κάτι τέτοιο δεν θα πετύχαινε τίποτε άλλο από το να επισημοποιήσει αυτή την απομόνωση. Η κατάσταση αυτή δεν οφείλεται μόνο σε υποκειμενικές αδυναμίες του χώρου αυτού, αλλά αντανακλά εν μέρει και την αντικειμενική πραγματικότητα του εργατικού κινήματος.
Το εργατικό κίνημα βρίσκεται σε μια κατάσταση από τις χειρότερες των τελευταίων δεκαετιών. Και δεν έχουμε να κάνουμε με μια κλασική περίπτωση ρεφορμιστικής χειραγώγησης ενός κατά τ’άλλα αγωνιστικά και πολιτικά ανεβασμένου κινήματος. Αντίθετα, έχουμε μια βαθιά υποχώρηση της σοσιαλιστικής ταξικής συνείδησης του εργατικού κινήματος το οποίο, πολιτικά αφοπλισμένο, σφυροκοπείται ανελέητα καθώς δέχεται μια φοβερή ιδεολογική και κοινωνική επίθεση.
Δεν μιλάμε βέβαια για ιστορική του ήττα, αλλά για μια σοβαρή αποδυνάμωσή του. Εντούτοις αν και χωρίς ιδεολογικά και πολιτικά στηρίγματα, και χωρίς οράματα, αντιστέκεται αμυντικά και σπασμωδικά. Το ζητούμενο είναι πώς θα κλιμακωθούν αυτοί οι αγώνες, ώστε από αμυντικοί να γίνουν επιθετικοί, από αποσπασματικοί να γενικευτούν, από συνδικαλιστικοί να πολιτικοποιηθούν.
Μόνο μέσα από μια τέτοια διαδικασία θα αναδειχθεί μια άλλη πολιτική ηγεσία ικανή να αμφισβητήσει τις ηγεσίες του ΠΑΣΟΚ, του Συνασπισμού και του ΚΚΕ, ικανή να προωθήσει την ευρύτερη μαχητική συσπείρωση και προγραμματική αποσαφήνιση, να ξαναζωντανέψει τα σοσιαλιστικά επαναστατικά οράματα του εργατικού κινήματος. Και να αναλάβει ένα τέτοιο έργο από σήμερα όπου το εργατικό κίνημα αντιμετωπίζει την ανάγκη υπεράσπισης τόσο των άμεσων συμφερόντων του όσο και τις θεμελιακές ταξικές κατακτήσεις και προγραμματικές αρχές.
Πρόκειται όμως για ένα έργο έξω από τις δυνάμεις των μεμονωμένων και περιθωριοποιημένων επαναστατικών ομάδων και οργανώσεων. Οι καιροί δεν θα μας συγχωρήσουν αν δεν εξαντλήσουμε κάθε προσπάθεια αγωνιστικής ενότητας και προγραμματικής συσπείρωσης των σκόρπιων αγωνιστών, των ανεξάρτητων ομάδων και οργανώσεων, τάσεων και κινήσεων σε μια κατεύθυνση σοσιαλιστική, εργατική, δημοκρατική, διεθνιστική, αντικαπιταλιστική, οικολογική και φεμινιστική. ‘Οχι για να δημιουργηθεί απλώς ένα φόρουμ συζήτησης αλλά για να επιτευχθεί μια έστω και χαλαρή οργανωτική συγκρότηση που να μπορεί να δίνει πολιτική στήριξη στους αγώνες, να παίρνει κεντρικές πρωτοβουλίες, να συντονίζει τη δράση των πρωτοπόρων αγωνιστών, να υπερασπίζεται τα οράματα της σοσιαλιστικής δημοκρατίας και της επανάστασης. Μια τέτοια σύγκλιση και συσπείρωση είναι σήμερα μια κοινωνική αναγκαιότητα. Ας διδαχτούμε από κάποιες εμπειρίες αλλού: Το PT στην Βραζιλία, η Rifondazione στην Ιταλία, το Socialist Movement στη Βρετανία. Τί λέτε σύντροφοι;
Σταύρος ΟΡΦΑΝΟΓΙΑΝΝΗΣ
Σπάρτακος 31, Σεπτέμβρης – Δεκέμβρης 1991