Σπάρτακος 30, Ιούνιος-Αύγουστος 1991
Οι οικονομικές ιδέες του Τρότσκυ και η ΕΣΣΔ σήμερα
του Ernest MANDEL
Καθώς η γραφειοκρατική ΕΣΣΔ βουλιάζει μέσα στο χάος, η οικονομική πλατφόρμα του Τρότσκυ και της αριστερής Αντιπολίτευσης αναδύεται σαν απαραίτητος οδηγός για την επανατοποθέτηση ενός σοσιαλιστικού προγράμματος. Αυτό εξηγεί γιατί για τους φιλελεύθερους οι «νεο-μπολσεβίκοι» είναι σήμερα ο κύριος εχθρός…
Οι επονείδιστες συκοφαντίες που εκτοξεύθηκαν από το Στάλιν και τους νεο-σταλινικούς ενάντια στον Λέοντα Τρότσκυ έχουν σήμερα ομοφώνος απορριφθεί στην ΕΣΣΔ. Την παραμονή της πεντηκοστής επετείου από τη δολοφονία του η κυβερνητική ημερήσια Izvestia επίσημα αναγνώρισε ότι ο Λέον Νταβίνοβιτς υπήρξε ένας μεγάλος και έντιμος επαναστάτης, ένας από τους κύριους ιδρυτές και ηγέτες του σοβιετικού κράτους. Άλλες εφημερίδες απεκάλυψαν ότι δύο φορές μέσα στο 1922 ο Λένιν είχε προτείνει να γίνει ο Τρότσκυ αντιπρόεδρος του Συμβουλίου των επιτρόπων του Λαού και να ορισθεί διάδοχος σε περίπτωση αρρώστειας ή θανάτου.
Αλλά αυτό δε σημαίνει ότι η αποκατάσταση αυτή του ιδρυτή του κινήματός μας σηματοδοτεί μια επιδοκιμασία της πολιτικής του πλατφόρμας, η οποία ήταν αντίθετη από του Στάλιν. Αντιθέτως. Τα μέσα ενημέρωσης και κύκλοι κοινωνικών επιστημών στην ΕΣΣΔ κυριαρχούνται σήμερα από νεοσοσιαλδημοκρατικές και νεοφιλελεύθερες τάσεις εχθρικές προς το λενινισμό, το μαρξισμό και την επανάσταση του Οκτώβρη. Για αυτά τα ρεύματα, ο Τρότσκυ παραμένει ένας ιδεολογικός αντίπαλος, ο τροτσκισμός ένας πολιτικός εχθρός.
Ωστόσο, ο Τρότσκυ στη Σοβιετική Ένωση είναι μια μορφή και μια παράδοση που δεν μπορεί να αγνοηθεί. Είναι δύσκολο να αρνηθεί κανείς ότι ο Στάλιν τον θεωρούσε σαν τον υπαριθμόν ένα εχθρό του. Καθώς ο Στάλιν μισείται από την τεράστια πλειοψηφία του σοβιετικού λαού, είναι αναγκαίο οι ιδεολόγοι του συρμού να προσπαθήσουν να εμποδίσουν αυτό το μίσος να μετατραπεί αυτόματα σε μια ορισμένη συμπάθεια απέναντι στον Τρότσκυ. Η λύση που αυτοί έχουν γενικώς επιλέξει είναι μια νέα σειρά συκοφαντιών, με λιγότερη ίσως λάσπη από εκείνες των σταλινικών και νεοσταλινικών, αλλά που στηρίζονται εξίσου σε ανοιχτές ιστορικές παραποιήσεις.
Είναι μια ιστορική ειρωνεία ότι ο Τρότσκυ κατηγορείται σήμερα όχι γιατί υπήρξε αντεπαναστάτης αλλά για τί υπήρξε υπεραριστερός «φανατικός της επανάστασης«. Δεν κατηγορείται γιατί υπήρξε αντίπαλος του Λένιν, αλλά γιατί υπήρξε το 1917 και αργότερα, η κολασμένη ψυχή και «ο εμπνευστής» του Λένιν. Τρότσκυ, η «ματωμένη» ενσάρκωση της οκτωβριανής επανάστασης (επιπλέον Εβραίος και «κοσμοπολίτης«, διαποτισμένος από «ευρωπαϊκή κουλτούρα«), είναι ο πρώτος στόχος των νεοφασιστών και νεο-μαυροεκατονταρχιτών που μερικές φορές ανοιχτά συμμαχούν με τους νεοσταλινικούς. Ο Τρότσκυ, ο «δογματικός ουτοπιστής» της «ιστορικής αποστολής της εργατικής τάξης» και της «παγκόσμιας επανάστασης«, παρουσιάζεται σαν ο βασικός φταίχτης για την «απόκλιση» της ρωσικής ιστορίας μετά το 1918 από όλους τους δημοκρατικούς αντίπαλους της οκτωβριανής επανάστασης.
Αντίπαλος της ΝΕΠ;
Μέσα σε αυτή την κακοφωνία, η συζήτηση γύρω από τις εναλλακτικές οικονομικές πολιτικές κατέχει μια ζηλευτή θέση. Ο Τρότσκυ παρουσιάζεται σαν ο αντίπαλος της ΝΕΠ (Νέα Οικονομική Πολιτική), ο θιασώτης της «υπερβιομηχανοποίησης», ο σφοδρός εχθρός του ιδιώτη αγρότη και ο πατέρας της «διοικητικής οικονομίας». Ο Στάλιν, έτσι, υποτίθεται πως απλώς εφάρμοσε το οικονομικό πρόγραμμα του Τρότσκυ. Οι αντι-τροτσκιστές στην ΕΣΣΔ σήμερα παρουσιάζουν την πάλη ανάμεσα στο Στάλιν και τον Τρότσκυ σαν μια απλή πάλη για την εξουσία μεταξύ δύο τυράννων.
Η ερμηνεία αυτή για τη συζήτηση που σάρωσε την ΕΣΣΔ από το 1923 ώς το 1928 ή και ώς το 1934, περικλείει μια σύγχιση μεταξύ δύο εντελώς διαφορετικών σημείων του Τρότσκυ και της Αριστερής Αντιπολίτευσης (αν εξαιρέσουμε τους συνθηκολογήσαντες μετά το 1929): Είναι, από τη μια μεριά, η μακροπρόθεσμη αναλυτική προσέγγιση και, από την άλλη μεριά, η άμεσα και μεσοπρόθεσμα εφαρμόσιμη πολιτική προσέγγιση. Αυτή η σύγχιση είναι καρπός εσκεμμένου ψέματος, άγνοιας, ή έλλειψης κατανόησης του τί συζητούσαν τότε.
Αντιτιθέμενος στη σταλινική θεωρία της δυνατότητας ολοκλήρωσης της οικοδόμησης του σοσιαλισμού μέσα σε μία μόνο χώρα, ο Τρότσκυ τόνισε την πίστη του στο ότι, με δεδομένη τη φύση του ιμπεριαλισμού, το ερώτημα του ποιός, ο σοσιαλισμός ή ο καπιταλισμός, θα επικρατούσε τελικά στην ΕΣΣΔ, το ερώτημα αυτό δεν θα έπαιρνε μια οριστική απάντηση παρά μόνο σε διεθνή κλίμακα. Θα ήταν αδύνατο να εγκαθιδρυθεί στη Ρωσία μια αληθινή αταξική κοινωνία, από «ελεύθερα συνεταιρισμένους παραγωγούς«, επειδή κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε ένα μέσο επίπεδο παραγωγικότητας της εργασίας ανώτερο από αυτό των πλέον προηγμένων καπιταλιστικών χωρών, σε μια κατάσταση συνεχούς σύγκρουσης με την παγκόσμια καπιταλιστική αγορά. Το βάρος του ανταγωνισμού αυτού θα κατέληγε να συντρίψει τις πιθανότητες για σοσιαλισμό στην ΕΣΣΔ, είτε μέσα από την οικονομική πίεση είτε και με στρατιωτικό τρόπο, εάν η επανάσταση δεν απλωνόταν στα «ηγετικά βιομηχανικά έθνη«.
Αυτή η ανάλυση των μακροπρόθεσμων τάσεων είχε, βέβαια, και πιο βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις: Υπογράμμιζε τους κινδύνους από μια πολύ αργή ανάπτυξη της βιομηχανίας, που θα κινδύνευε να ευνοήσει μια σύγκλιση ανάμεσα στη ρώσικη ιδιωτική γεωργία και στην παγκόσμια καπιταλιστική αγορά, μια ρήξη της εργατο-αγροτικής συμμαχίας. Για να χτυπηθούν οι κίνδυνοι καπιταλιστικής παλινόρθωσης, υπογράμμιζε την ανάγκη για περιορισμό της ιδιωτικής συσσώρευσης κεφαλαίου και για αύξηση της παραγωγικότητας της κρατικής βιομηχανίας που θα της επέτρεπε να πουλήσει βιομηχανικά προϊόντα σε πιο χαμηλές τιμές. Αυτό, με τη σειρά του, απαιτούσε και πάλι μια πιο γρήγορη ανάπτυξη της βιομηχανίας.
Επομένως, αντίθετα από το μύθο σταλινο-μπουχαρινικής προέλευσης που ξαναεμφανίστηκε στη δεκατία του ’60 κυρίως από το Γκέοργκυ Λούκατς, ο Τρότσκυ με κανέναν τρόπο δεν έβγαλε τυχωδιοκτικά ηττοπαθή συμπεράσματα από αυτή τη διάγνωση, η οποία πρόσφατα επιβεβαιώθηκε από την ιστορία με εντυπωσιακό τρόπο, ακριβώς σε οικονομικό επίπεδο. Δεν περιόρισε καθόλου τη μεσοπρόθεσμη μοίρα της ΕΣΣΔ στο δίλημμα είτε επαναστατικός πόλεμος καί εδαφικός επεκτατισμός είτε αναπόφευκτη υποχώρηση προς τον καπιταλισμό. Αντίθετα, πρότεινε μια πορεία προοδευτικής σταθεροποίησης των κεκτημένων της σοσιαλιστικής επανάστασης, περιμένοντας να ωριμάσουν οι, αντικειμενικές και υποκειμενικές, συνθήκες για «επαναστατικές» νίκες στις προηγμένες χώρες. Με άλλα λόγια, πρότεινε να μπει η ΕΣΣΔ στο δρόμο μιας αρχής οικοδόμησης του σοσιαλισμού, χωρίς φανφάρες ή αυταπάτες, με ρεαλιστικό και συνετό τρόπο.
Αυτή η «τροτσκιστική» εναλλακτική πρόταση θεμελιωνόταν σε μια διαλεκτική οικονομικής λογικής και δυναμικής των κοινωνικών δυνάμεων, της οποίας ο Τρότσκυ παραμένει ο άφθαστος εκπρόσωπος μεταξύ όλων των μαρξιστών του εικοστού αιώνα. Η επιτάχυνση του ρυθμού της βιομηχανοποίησης θα έπρεπε να προχωρεί μέσα από μία προοδευτική μεταβίβαση του κοινωνικού πλεονάσματος προς τον παραγωγικό κοινωνικοποιημένο τομέα της οικονομίας, δηλαδή ουσιαστικά σε βάρος της μέσης αστικής τάξης (κουλάκοι και νέπμεν) και σε βάρος της γραφειοκρατίας, με μια ριζική μείωση των μη παραγωγικών δαπανών.
Μια ενίσχυση του κοινωνικού βάρους του προλεταριάτου και των φτωχών χωρικών (καθώς και της μερίδας των μεσαίων χωρικών που είναι έτοιμοι να συμμετάσχουν στο σχέδιο αυτό) μέσα στην κοινωνία θα έπρεπε να πραγματοποιηθεί μέσα από την ανύψωση του επιπέδου ζωής τους και τη βελτίωση των συνθηκών τους εργασίας: Εξάλειψη της ανεργίας, αποφασιστικό βάρος των εργατών στη διαχείριση των εργοστασίων, ένταξη της εργαζόμενης αγροτιάς σε παραγωγικούς συνεταιρισμούς που να στηρίζονται από την αρχή στη μηχανοποιημένη εργασία, για να εξασφαλιστούν στα μέλη τους υψηλότερα εισοδήματα από εκείνα που γνώρισαν ως ξεχωριστοί παραγωγοί.
Αυτές οι προτάσεις διακρίνονται από μια εσωτερική συνοχή που είναι ακόμη και σήμερα εντυπωσιακή. Το χτίσιμο ενός πρώτου μεγάλου εργοστασίου τρακτέρ ήδη από το 1923 θα είχε εξασφαλίσει την «εθελοντική συμμετοχή των φτωχών χωρικών στα κολχόζ» (κρατικά αγροκτήματα). Θα είχε αποδεσμεύσει την πόλη από τον εκβιασμό της μείωσης της τροφοδοσίας τους από τους πλούσιους χωρικούς, εμποδίζοντας τη συγκέντρωση του αγροτικού πλεονάσματος στα δικά τους χέρια. Θα είχε επιτρέψει να εξακολουθήσει η αύξηση των πραγματικών μισθών, που προχωρούσε ώς το 1926-27. Θα είχε επιτρέψει να κατανεμηθεί σε δέκα και όχι σε πέντε μόνο χρόνια η προσπάθεια συσσώρευσης για να αποκτήσει η ΕΣΣΔ ισχυρή πολεμική βιομηχανία, για να αντιμετωπίσει κάθε ενδεχόμενο στρατιωτικής επίθεσης.
Ταυτόχρονα, η πορεία αυτής της οικονομικής πολιτικής συνδυαζόταν και με μια πρόταση πολιτικής προς την Κομιντέρν και τα κομμουνιστικά κόμματα, που θα τους επέτρεπε να χρησιμοποιήσουν πλήρως τις πραγματικές ευκαιρίες πραγματοποίησης αλμάτων προς την κατεύθυνση της σοσιαλιστικής επανάστασης, ευκαιρίες που παρουσιάστηκαν διαδοχικά κατά την περίοδο 1923-1937 (Γερμανία, Μεγάλη Βρετανία, Ισπανία, Γαλλία).
Η σταλινική οικονομική πολιτική μετά το 1928 όχι μονάχα απείχε πολύ από το να είναι «τροτσκισμός χωρίς Τρότσκυ» αλλά και ήταν ακριβώς στον αντίποδα της Αντιπολίτευσης. Η ακραία εκβιομηχάνιση συνοδεύτηκε από μείωση και όχι αύξηση των πραγματικών μισθών, από μια καταστροφική επιδείνωση και όχι βελτίωση των συνθηκών εργασίας. Τα διοικητικά έξοδα δεν μειώθηκαν αλλά αυξήθηκαν κολοσιαία, απορροφώντας το μεγαλύτερο μέρος εκείνου που «κερδιζόταν» από την εργατική κατανάλωση. Εξού και η τερατώδης υπερτροφία της γραφειοκρατίας και η απόλυτη εξουσία της πάνω στην κοινωνία. Εάν η άνοδος της παραγωγής δεν μπορεί να στηριχθεί στα συμφέροντα και τη συνείδηση των παραγωγών, τότε η πραγματοποίησή της πρέπει να επιχειρηθεί δια της βίας και του γενικευμένου ελέγχου. Τη θέση του «τα σοβιέτ παντού» πήρε η πραγματικότητα του «χωροφύλακες-ελεγκτές παντού» και του «χαρτομάνι παντού».
Η αναγκαστική κολλεκτιβοποίηση της γεωργίας ήταν στον αντίποδα της εθελοντικής ένταξης που υποστήριζε η Αντιπολίτευση, σύμφωνα με το «σχέδιο για τους συνεταιρισμούς» του Λένιν. Αυτή οδήγησε σε απελπισμένες αντιστάσεις των χωρικών -ειδικότερα σε μαζική σφαγή των ζώων-, που συνοδεύονταν με μια συστηματική υπανάπτυξη των επενδύσεων τόσο στη γεωργία όσο και στον τομέα των υπηρεσιών (δημιουργία αποθεμάτων, μεταφορά, διανομή), καθώς και σε μια παρανοϊκή πολιτική τιμών. Έτσι έγινε η αιτία για την αθλιότητα στην ύπαιθρο και για τις ελλείψεις στις πόλεις, για δεκαετίες…
Ενάντια|στη διοικητική οικονομία
Με το που ξεκινάει η πολιτική αυτή του Στάλιν, ο Τρότσκυ, ο Ρακόφσκυ και η Αριστερή Αντιπολίτευση κατήγγειλαν την αναγκαστική κολλεκτιβοποίηση της γεωργίας, την ολοκληρωτική κατάργηση της ΝΕΠ, την υπερβιομηχανοποίηση, τις επιθέσεις ενάντια στους πραγματικούς μισθούς και στα εισοδήματα των χωρικών, την επιδείνωση της κοινωνικής ανισότητας. Το να τους ταυτίζει κανείς με αυτή την πολιτική, το να τους παρουσιάζει σαν εμπνευστές της, αποτελεί επομένως ένα σαφέστατο ψέμα. Το να ταυτίζεται η θέση των Πρεομπραζένσκυ-Τρότσκυ, σύμφωνα με την οποία μακροπρόθεσμα μια επέκταση της ιδιωτικής ιδιοποίησης του κοινωνικού υπερπροϊόντος και των εμπορευματικών μηχανισμών θα καθιστούσαν αναπόφευκτη την καπιταλιστική παλινόρθωση, το να ταυτίζεται η θέση αυτή με την βραχυπρόθεσμη και μεσοπρόθεσμη κατάργηση των μηχανισμών αυτών είναι μια παραποίηση του οικονομικού προσανατολισμού του Τρότσκυ και της Αριστερής Αντιπολίτευσης. Μερικές παραπομπές αρκούν για να αποδειχτεί.
Η Αριστερή Αντιπολίτευση|τοποθετείται
Ο Κριστιάν Ρακόφσκυ, ο Β.Κόσσιορ, ο Ν.Μουράλοφ και η Β.Κασπάροβα γράφουν, στη διακήρυξη του Απριλίου του 1930: «Το διάταγμα που καταργει τη ΝΕΠ και τους κουλάκους σαν τάξη είναι (…) ένας οικονομικός παραλογισμός (…). Κανένας καταστατικός χάρτης, κανένα διάταγμα δεν μπορεί να καταργήσει τις αντιφάσεις που δρουν ακόμα μέσα στην οικονομία και στην καθημερινή ζωή (…). Προσπάθειες να αγνοηθεί αυτή η οικονομική αλήθεια (…) έχουν οδηγήσει στη χρησιμοποίηση της βίας (…). Η εκτεταμένη κολλεκτιβοποίηση [της γεωργίας] ξεκίνησε σε ρήξη με το πρόγραμμα του κόμματος, με τις θεμελιώδεις αρχές του μαρξισμού και περιφρονώντας τις πιο στοιχειώδεις προειδοποιήσεις του Λένιν σε σχέση με την κολλεκτιβοποίηση, τη μεσαία αγροτιά και τη ΝΕΠ«.
Στις 22 Οκτώβρη του 1932, ο Τρότσκυ συνεχίζει στο άρθρο του «Η σοβιετική οικονομία σε κίνδυνο«: «Εάν υπήρχε ο καθολικός νους, όπως τον περιέγραψε η επιστημονική φαντασία του Λαπλάς, ένας εγκέφαλος που να κατέγραφε ταυτόχρονα όλες τις διαδικασίες στη φύση και στην κοινωνία, που να μετράει τη δυναμική των κινήσεών τους, που να προβλέπει το αποτέλεσμα της δράσης τους, ένας τέτοιος εγγέφαλος θα μπορούσε προφανώς να καταστρώσει εκ των προτέρων ένα αλάθητο και εξαντλητικό σχέδιο, αρχίζοντας με τις ακριβείς εκτάσεις που χρειάζονται για ζωοτροφές και φθάνοντας μέχρι το τελευταίο κουμπί για τα σακκάκια.
«Στην πραγματικότητα, η γραφειοκρατία συχνά φαντάζεται ότι διαθέτει έναν τέτοιον εγγέφαλο: Για αυτό και αποδεσμεύεται τόσο εύκολα από τον έλεγχο της αγοράς και της σοβιετικής δημοκρατίας. Αλλά στην πραγματικότητα, η γραφειοκρατία σφάλλει τρομερά στην εκτίμηση των διανοητικών της ικανοτήτων (…). Οι αναρίθμητοι συμμετέχοντες στην κρατική οικονομία -συλλογικοί, ιδιωτικοί, ατομικοί- εκδηλώνουν τις απαιτήσεις τους και τους συσχετισμούς δύναμης αναμεταξύ τους όχι μόνο μέσα από τις στατιστικές εκθέσεις των επιτροπών του σχεδίου, αλλά και μέσα από την αναπόφευκτη επίδραση της προσφοράς και ζήτησης. Το σχέδιο ελέγχεται και, ως ένα σημαντικό βαθμό, πραγματώνεται δια μέσου της αγοράς. Η ρύθμιση της ίδιας της αγοράς πρέπει να βασίζεται στις τάσεις που αναδύονται. Οι οργανισμοί που προαναφέραμε πρέπει να αποδείχνουν την οικονομική τους κατανόηση μέσα από τους εμπορικούς υπολογισμούς. Το σύστημα της μεταβατικής οικονομίας είναι αδιανόητο χωρίς τον έλεγχο του ρουβλιού. Αυτό σημαίνει, κατά συνέπεια, ότι το ρούβλι ισούται με την αξία του. Χωρίς σταθερότητα της νομισματικής μονάδας, οι εμπορικοί υπολογισμοί δεν μπορούν παρά μόνο να αυξήσουν το χάος«.
Και συνεχίζει στην Προδομένη Επανάσταση: «Ενώ η ανάπτυξη της βιομηχανίας και η είσοδος της γεωργίας στη σφαίρα του σχεδιασμού περιπλέκουν εξαιρετικά τα καθήκοντα της ηγεσίας, βάζοντας στην πρώτη γραμμή το πρόβλημα της ποιότητας, η γραφειοκρατία σκοτώνει τη δημιουργική πρωτοβουλία και το αίσθημα ευθύνης χωρίς το οποίο δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει ποιοτική πρόοδος. Οι πληγές του συστήματος είναι ίσως λιγότερο ορατές στη βαριά βιομηχανία, αλλά διαβρώνουν εξίσου τους συνεταιρισμούς, την ελαφριά βιομηχανία και τις βιομηχανίες τροφίμων, τα κολχόζ, τις μικρές τοπικές βιομηχανίες -δηλαδή όλους εκείνους τους κλάδους της παραγωγής που βρίσκονται πιο κοντά στον κάτοικο(…).
«Είναι δυνατό να χτιστούν γιγαντιαία εργοστάσια, σύμφωνα με έτοιμα σχέδια και πρότυπα εισαγμένα από το εξωτερικό, με οικονομική καθοδήγηση -αν και με κόστος, είναι αλήθεια, τριπλάσιο του κανονικού. Αλλά όσο πιο πολύ προχωρούμε τόσο περισσότερο θα προσκρούουμε στα προβλήματα της ποιότητας, που σαν σκιά ξεφεύγει από τα χέρια της γραφειοκρατίας. Η σοβιετική παραγωγή είναι στιγματισμένη με την γκριζωπή σφραγίδα της αδιαφορίας. Στην εθνικοποιημένη οικονομία, η ποιότητα απαιτεί τη δημοκρατία των παραγωγών και των καταναλωτών, την ελευθερία κριτικής και πρωτοβουλία -όλα πράγματα ασυμβίβαστα με το ολοκληρωτικό καθεστώς του φόβου, της ψευτιάς και της κολακίας.»
Τρεις προσανατολισμοί
Υπήρχαν, πράγματι, τρεις διαφορετικοί προσανατολισμοί για την οικονομική πολιτική μέσα στο ΚΚΣΕ από το 1928 ώς 1934, αν δεχθούμε ότι οι υποστηριχτές του Μπουχάριν διατήρησαν το δικό τους και μετά το 1933, που δεν είναι καθόλου βέβαιο.
Η γραμμή του Στάλιν στηριζόταν στην αναγκαστική κολλεκτιβοποίηση της γεωργίας, στην υπερβιομηχανοποίηση σε βάρος των εργατών και των χωρικών και στον υπερ-συγκεντροποιημένο και υπερ-δυσανάλογο σχεδιασμό (καλύτερα θα λέγαμε ημι-σχεδιασμό).
Η γραμμή του Μπουχάριν βασιζόταν στην «ειρηνική συνύπαρξη» της ιδιωτικής οικονομίας και της κοινωνικοποιημένης οικονομίας και στην υπόθεση ότι η πρώτη θα τροφοδοτούσε τη δεύτερη της οποίας η ανάπτυξη θα παρέμενε εξαιρετικά περιορισμένη.
Η γραμμή της Αντιπολίτευσης πρπέβλεπε μια πιο γρήγορη επέκταση του κοινωνικοποιημένου τομέα απ’ό,τι προέβλεπε το σχέδιο του Μπουχάριν, αλλά πολύ λιγότερο γρήγορη και κυρίως περισσότερο ισορροπημένη απ’ό,τι του Στάλιν, με μείωση των μη παραγωγικών δαπανών, όπως του βάρους της γραφειοκρατίας, και με βελτίωση του επιπέδου ζωής των εργατών και των εργαζόμενων αγροτών.
Αυτοί οι τρεις προσανατολισμοί φανερά αντανακλούσαν την πίεση διαφορετικών κοινωνικών δυνάμεων. Αλλά πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι, τουλάχιστον κατά τη διάρκεια της περιόδου 1930-1933, η διαφορά ανάμεσα στις συγκεκριμένες προτάσεις της Αντιπολίτευσης και στων μπουχαρινικών αποδείχτηκαν πολύ πιο μικρές απ’ό,τι με εκείνες της σταλινικής πολιτικής. Αυτό που χαρακτήρισε κυρίως τον οικονομικό προσανατολισμό της Αντιπολίτευσης ήταν η ενότητα και η συνοχή ανάμεσα στις οικονομικές προτάσεις από τη μια μεριά και στις πολιτικές και κοινωνικές προτάσεις από την άλλη: Σοβιετική δημοκρατία, ικανοποίηση των υλικών αιτημάτων των παραγωγών, πάλη ενάντια στην ανισότητα και ενάντια στα γραφειοκρατικά προνόμια.
‘Ηδη από το 1932, διαβάζουμε στο «Η σοβιετική οικονομία σε κίνδυνο«: «Η πάλη για τα ζωτικά συμφέροντα, θεωρούμενα σαν οι βασικοί συντελεστές του σχεδίου, μας οδηγεί στο χώρο της πολιτικής, που είναι συμπυκνωμένη οικονομία. Τα όπλα των κοινωνικών ομάδων της σοβιετικής οικονομίας είναι (θα έπρεπε να είναι): Τα σοβιέτ, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, οι συνεταιρισμοί και -πάνω από όλα- το ηγετικό κόμμα. Μόνο ο συντονισμός ανάμεσα στον κρατικό σχεδιασμό, στην αγορά και στη σοβιετική δημοκρατία μπορεί να εξασφαλίσει μια σωστή διαχείριση της οικονομίας στη μεταβατική εποχή«. Η τελευταία πρόταση αξίζει να υπογραμμισθεί.
Και, στην _Προδομένη Επανάσταση, ο Τρότσκυ υποστηρίζει: «Η αποκατάσταση του δικαιώματος κριτικής και μιας γνήσιας εκλογικής ελευθερίας είναι απαραίτητος όρος για την ανάπτυξη της χώρας. Αυτό συνεπάγεται την αναβίωση της ελευθερίας των σοβιετικών κομμάτων, αρχίζοντας από το κόμμα των μπολσεβίκων και την αναγέννηση των συνδικάτων. Η δημοκρατία θα επιφέρει στην οικονομία τη ριζική αναθεώρηση των πλάνων προς το συμφέρον των εργαζόμενων. Η ελεύθερη συζήτηση πάνω στα οικονομικά ζητήματα θα μειώσει τα γενικά έξοδα που επιφέρουν τα λάθη και τα ζιγκ-ζαγκ της γραφειοκρατίας. Τα πολυτελή έργα, παλάτια για τα σοβιέτ, νέα θέατρα, πολυτελή μετρό για εντυπωσιασμό θα δώσουν τη θέση τους στις εργατικές κατοικίες. Οι ‘αστικοί κανόνες διανομής’ θα περιορισθούν αυστηρά στα όρια της αναγκαιότητας, για να υποχωρήσουν στη συνέχεια παράλληλα με την αύξηση του κοινωνικού πλούτου μπροστά στη σοσιαλιστική ισότητα«.
Αυτές οι γραμμές που γράφτηκαν πριν πενήντα πέντε χρόνια διατηρούν μια φλέγουσα επικαιρότητα στη σημερινή ΕΣΣΔ. Πράγματι, και πάλι ξαναβρίσκουμε τους τρεις θεμελιακά διαφορετικούς προσανατολισμούς για την οικονομική πολιτική:
– Ο πρώτος για τη διατήρηση του γραφειοκρατικού ελέγχου της οικονομίας, έστω και με την παραχώρηση σημαντικών οικονομικών μεταρρυθμίσεων.
– Ο δεύτερος για την ανάπτυξη ενός σημαντικού ιδιωτικού τομέα, με πράσινο φως για την πρωταρχική συσσώρευση κεφαλαίων κάθε τύπου.
– Ο τρίτος, νεο-σοσιαλιστικός, για την υπεράσπιση των άμεσων συμφερόντων των εργαζομένων (πλήρη απασχόληση, αύξηση της αγοραστικής δύναμης, κοινωνικές υπηρεσίες) και για τη μείωση των κοινωνικών αδικιών και ανισοτήτων.
Η δεύτερη τάση, σε αντίθεση με εκείνη του Μπουχάριν και των συντρόφων του, που υπήρξαν έντιμοι κομμουνιστές, είναι βασικά αντικομμουνιστική και αντισοσιαλιστική. Η τρίτη δεν είναι τροτσκιστική. Αλλά αυτή θα υποχρεωθεί όλο και περισσότερο να δανιστεί τις ιδέες της από τον επαναστατικό μαρξισμό, όποιο λεξιλόγιο και να επιλέξει, στο μέτρο που θα συγκλίνει με το πραγματικό ανεξάρτητο εργατικό κίνημα που σήμερα αναγεννιέται στην ΕΣΣΔ.
Και πάλι συκοφαντία
Είναι αξιοσημείωτο ότι ένας πολέμιος του μπολσεβικισμού, φιλελεύθερος και φιλοκαπιταλιστής, ο Λεονίντ Ραντζικόφσκι, γράφοντας στα Νέα της Μόσχας, στις 9 Σεπτεμβρίου του 1990, τσουβαλιάζει μαζί τους νεο-σταλινικούς α λα Νίνα Αντρέγιεβνα και τον σύντροφο Μπουζγκάλιν, εκπρόσωπο της «μαρξιστικής πλατφόρμας» του ΚΚΣΕ, βάζοντάς τους στο ίδιο σακί -ωραίο παράδειγμα σταλινικού αμαλγάματος- και κατηγορώντας τους ότι εμπνέονται από τις ιδέες του Τρότσκυ. Έτσι οι «νεο-μπολσεβίκοι» παρουσιάζονται όλοι σαν «νεο-τροτσκιστές».
Ωστόσο, ο ίδιος αυτός Ραντζικόβσκυ αναγνωρίζει:»Ο Τρότσκυ, χάρη στη μαρξιστική του ανάλυση, εντόπισε το κύριο δεινό της σοβιετικής κοινωνίας: Την πάλη μιας νέας αριστοκρατίας, της γραφειοκρατίας, ενάντια στις λαϊκές μάζες που την έφεραν στην εξουσία(…). Ο Τρότσκυ αναζήτησε τα μέσα για να συντριβεί η διχτατορία της γραφειοκρατίας(…). Επίσης ο Τρότσκυ επεξεργάστηκε, κατά τη δεκαετία του 1930, ένα πρόγραμμα αναδιοργάνωσης της Σοβιετικής Ένωσης, που περιελάμβανε τον εκδημοκρατισμό, την αυτοδιαχείριση, τη διαφάνεια και ακόμα και την αγορά«. Πράγματι. Αλλά το να κατηγορείται η νέα σοβιετική αριστερά ότι δήθεν θέλει «να υπερασπίσει το γραφειοκρατικό σύστημα ενάντια στον καπιταλισμό» είναι μια χονδροειδής συκοφαντία. Οι αληθινοί «νεο-μπολσεβίκοι» μάχονται, όπως και ο Τρότσκυ, σε δύο μέτωπα: Και ενάντια στη γραφειοκρατία και ενάντια στην αναδυόμενη μέση αστική τάξη. Αυτό αντιστοιχεί στα υλικά συμφέροντα των εργαζομένων.
Ύψιστη αντίφαση των νεο-φιλελευθέρων μας: Πώς να απαγορευτεί στην πλειοψηφία των πολιτών, ανδρών και γυναικών, να υπερασπίζονται τα δικά τους συμφέροντα, τη στιγμή που διακηρύσσεται σαν ιερό το δικαίωμα όλων των ατόμων να το κάνουν; Στο όνομα ποιάς αρχής; Ίσως άραγε αυτής που βρίσκεται στην καλύτερη σταλινική παράδοση και που λέει ότι η ευτυχία του λαού πρέπει να του επιβληθεί παρά ή και εναντίον του και, αν χρειαστεί, και με τη βία;
Ernest MANDEL
Σπάρτακος 30, Ιούνιος-Αύγουστος 1991