Αντίο εργατική τάξη;

Σπάρτακος 29, Μάρτης 1991

ΑΝΤΙΟ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΤΑΞΗ;

του Σταύρου Ορφανογιάννη

Οι «κρίσεις» του μαρξισμού, οι προσπάθειες υπέρβασης και απόρριψής του τον έχουν συνοδεύσει σε κάθε φάση ανάπτυξης του καπιταλισμού -είτε με κάποιες θεωρητικές καινοτομίες ή με ένα νέο σερβίρισμα παλιών αμφισβητήσεών του. Και δεν μιλάμε βέβαια για δευτερεύουσες διορθώσεις στα πλαίσια ενός αναγκαίου εκσυγχρονισμού και εμπλουτισμού του, αλλά για μια εκ θεμελίων αμφισβήτησή του. Τα τελευταία δέκα χρόνια και ιδιαίτερα την τελευταία πενταετία οι φωνές των νεοφώτιστων που ανακάλυψαν την «αληθινή» σοσιαλιστική στρατηγική έξω από τάξεις και την ταξική πάλη, όλο και πληθαίνουν.

«ΑΛΗΘΙΝΟΣ» ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ

Το ρεύμα αυτό που έχει βρει ιδιαίτερη απήχηση στους κόλπους της μαρξιστικής διανόησης της Δύσης, η Ellen Meiksins Wood(1) το παρομοιάζει με τους «αληθινούς» σοσιαλιστές της εποχής του Μαρξ οι οποίοι «με αφέλεια δέχονται καλή τη πίστει την αυταπάτη ότι (ο σοσιαλισμός) είναι ζήτημα «λογικότατου» κοινωνικού συστήματος και όχι των αναγκών μιας συγκεκριμένης τάξης σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή… Εγκατέλειψαν την πραγματική ιστορική βάση και επέστρεψαν σ’ αυτή της ιδεολογίας… Ο αληθινός σοσιαλισμός δεν έχει πλέον να κάνει με αληθινά ανθρώπινα όντα αλλά με τον «Ανθρωπο».»(2)

Η αναθεώρηση (απόρριψη;) του μαρξισμού από τους νέους «αληθινούς) σοσιαλιστές έχει τα εξής γνωρίσματα:

{i) απορρίπτει τον δήθεν «οικονομισμό» του μαρξισμού και την τάση των μαρξιστών να ανάγουν τα πάντα στην «ταξική» τους διάσταση (class-reductionism)

{ii) θεωρεί πως η πολιτική και η ιδεολογία έχουν μια (απόλυτη; σχετική;) αυτονομία  από κάθε κοινωνική βάση, ή, πιο συγκεκριμένα, ταξική βάση.

{iii) εκτοπίζει την εργατική τάξη  από τον προνομιακό ιστορικό της ρόλο μιας και η αυτονομία της πολιτικής καθιστά μη-αναγκαστική και μη-καθοριστική τη σχέση οικονομίας-πολιτικής, τη σχέση ταξικής πάλης-ιστορικής εξέλιξης.

Παρόλο που οι παραπάνω θέσεις παρουσιάζονται σαν μια «επαναστατική» υπέρβαση του μαρξισμού και στηρίζονται σε μια εξεζητημένη θεωρητική ανάλυση, είναι εντούτοις αξιοσημείωτο ότι δεν απέχουν και πολύ από τις πάγιες αντιλήψεις της σοσιαλδημοκρατίας.

Αντίθετα, οι επαναστάτες σοσιαλιστές πάντα τοποθετούσαν την εργατική τάξη και τους αγώνες τους στο επίκεντρο του κοινωνικού μετασχηματισμού και της οικοδόμησης του σοσιαλισμού. Και δεν τόκαναν αυτό από κάποιο έμμονο δογματισμό αλλά σαν συμπέρασμα μιας εκτεταμένης ανάλυσης των κοινωνικών σχέσεων και των σχέσεων εξουσίας στον καπιταλισμό.

Τι λοιπόν έχει αλλάξει; Μήπως δεν ισχύει πια η ιστορικο-υλιστική αρχή ότι οι σχέσεις παραγωγής βρίσκονται στην καρδιά της κοινωνικής ζωής; ‘Η μήπως οι αλλαγές στο σύγχρονο καπιταλισμό έχουν αναιρέσει την εκμετάλλευση και ταξική φύση αυτών των σχέσεων έτσι που να έπαψαν να λειτουργούν πια σαν θεμελιακή πηγή κοινωνικής και πολιτικής καταπίεσης; Οχι βέβαια.

Ο εν δυνάμει κεντρικός επαναστατικός ρόλος της εργατικής τάξης απορρέει ακριβώς από την κεντρική σημασία που διατηρούν και στον ύστερο καπιταλισμό η παραγωγή και οι σχέσεις εκμετάλλευσης. Η εργατική τάξη σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη εποχή έχει το πιο άμεσο αντικειμενικό συμφέρον να υπάρξει μετάβαση στο σοσιαλισμό. Είναι η μόνη τάξη που παραμένει το άμεσο αντικείμενο της πιο θεμελιακής και καθοριστικής (όχι όμως και μοναδικής) μορφής καταπίεσης και έτσι μπορεί να δημιουργήσει τις συνθήκες για την απελευθέρωση όλης της αναθρωπότητας  εφόσον τα συμφέροντά της δεν βασίζονται στην καταπίεση άλλων τάξεων. Είναι η μόνη τάξη που λόγω της νευραλγικής της θέσης στην παραγωγή διαθέτει τη στρατηγική κοινωνική ισχύ  ικανή να την μετατρέψει σε επαναστατική δύναμη.

Για τους επαναστάτες μαρξιστές, ωστόσο, η ταξική πάλη δεν εξηγεί απλώς τη δυναμική και την εξέλιξη της ιστορίας. Η οικονομική και πολιτική ταξική πάλη της εργατικής τάξης δεν αποτελεί μόνο την κινητήρια δύναμη που θα επιφέρει τον απελευθερωτικό μετασχηματισμό της καπιταλιστικής κοινωνίας, αλλά και τη δύναμη που σαν τελική κατάληξη του επαναστατικού προτσές επιδιώκει την κατάργηση των τάξεων και της ίδιας της ταξικής πάλης.

ΒΟΛΟΝΤΑΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΠΟΓΝΩΣΗ

Είναι ακριβώς αυτά τα συμπεράσματα που αμφισβητούν οι «αληθινοί» σοσιαλιστές της εποχής μας. Γιατί όμως ξαναβίωσε αυτό το ρεύμα στις μέρες μας; Οι λόγοι είναι σύνθετοι και έχουν να κάνουν με την ψυχοπολιτική αντίδραση των διανοουμένων της Δύσης απέναντι στις ιστορικές και πολιτικές εξελίξεις των τελευταίων 60 χρόνων και ειδικότερα απέναντι στην επικράτηση του θατσερικού και ρηγκανικού φιλελευθερισμού της τελευταίας δεκαετίας.

Η επικράτηση του σταλινισμού και της σοσιαλδημοκρατίας προκάλεσε και παράλληλα στηρίχθηκε σε μια βαθμιαία υποχώρηση του διεθνισμού. Στις εξαρτημένες χώρες αναδείχθηκε σε κυρίαρχη αντίληψη ότι ο στόχος της ταξικής πάλη είναι η κατάκτηση της (εθνικής) εξουσίας  σαν αυτοσκοπός και όχι σαν μέσο για την κατάργηση των τάξεων, με αποτέλεσμα να τεθούν οι «μάζες» και ο «λαός» υπεράνω της «τάξης» σαν βασικοί φορείς αυτού του αγώνα.

Στη Δύση ο αγώνας για την εξουσία όλο και περισσότερο μεταφραζόταν σε έναν εκλογικό κομματικό ανταγωνισμό. Οι έννοιες «μάζες» και ο «λαός» όχι μόνο εκτόπισαν την «τάξη» αλλά έπαψαν να σημαίνουν μια συμμαχία καταπιεσμένων τάξεων. Η «λαϊκή συμμαχία» μετεξελίχθηκε σε εκλογική συμμαχία με στόχο την κοινοβουλευτική  «εξουσία», μια συμμαχία που ούτε σαν μακρινό όραμα δεν είχε την εργατική εξουσία και την κατάργηση των τάξεων.

Οι παραπάνω τάσεις συνέβαλαν στην εκτόπιση της εργατικής τάξης από το επίκεντρο του μαρξισμού για πολλούς μαρξιστές της Δύσης και τους έσπρωξαν σε αναζήτηση άλλων επαναστατικών υποκειμένων. Είναι όμως χαρακτηριστικό ότι ενώ τον πρωτεύοντα ρόλο της εργατικής τάξης σαν φορέα της επανάστασης τον έχουν αμφισβητήσει πολλοί -προτείνοντας άλλα επαναστατικά υποκείμενα στη θέση τους (φοιτητές, γυναίκες, λαϊκές συμμαχίες διαφόρων ειδών, τα «νέα κοινωνικά κινήματα» κλπ.)- κανείς μέχρι σήμερα δεν το έχει στηρίξει σε μια πειστική εναλλακτική ανάλυση της κοινωνικής εξουσίας και των κοινωνικών συμφερόντων στην καπιταλιστική κοινωνία, με μια συστηματική επανεκτίμηση των κοινωνικών δυνάμεων που συγκροτούν τον κοινωνικό σχηματισμό του καπιταλισμού, και των στρατηγικών τους στόχων. Το μόνο που προσφέρουν είναι μια βολονταριστική ουτοπία,  μια προοπτική βυθισμένη στην απόγνωση,  ένα όραμα χωρίς καμιά πραγματική ελπίδα κοινωνικού μετασχηματισμού.

ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ;

Ακριβώς εκεί καταλήγει ο Andre Gorz, ο οποίος ξεκινάει από την εξής πρόταση συλλογισμού: επειδή το μέλλον της κοινωνίας πρέπει να βρίσκεται στην κατάργηση της εργασίας, ο στόχος του σοσιαλιστικού εγχειρήματος θα πρέπει να είναι ο καθορισμός της μορφής κατάργησής της. Αυτό μπορεί να συμβεί είτε με τη μορφή επέκτασης της μαζικής ανεργίας και του εξευτελισμού που προκαλεί, είτε σε μια χειραφετημένη «απελευθέρωση του χρόνου». Ο Gorz προτείνει σαν στόχο τη δημιουργία ενός «διακεκομμένου κοινωνικού χώρου αποτελούμενου από δύο διαφορετικές σφαίρες»:(3) το βασίλειο της αναγκαιότητας  (της αναγκαίας υλικής παραγωγής -μια σφαίρα που δεν μπορεί να αποφευχθεί) και ένα βασίλειο της ελευθερίας  έξω από τους περιορισμούς της αναγκαίας κοινωνικής παραγωγής, μια σφαίρα αυτονομίας που πρέπει να επεκταθεί και στην οποία πρέπει να υποταχτεί η σφαίρα της υλικής παραγωγής.

Η εργατική τάξη δεν μπορεί από τη φύση της να είναι ο φορέας ενός τέτοιου μετασχηματισμού -εφόσον ταυτίζεται με την εργασία της και δεν μπορεί να ξεφύγει από την παραγωγικίστικη λογική του καπιταλισμού. Μια εργατική τάξη που η μορφή και η δομή της ίδιας της εργατικής διαδικασίας  την έχει τιθασέψει. Ετσι η επαναστατική ώθηση πρέπει να προέρθει από μια «μη-τάξη μη-εργατών»  αποτελούμενη από λούμπεν στοιχεία, τους «υπεράριθμους» της σύγχρονης κοινωνικής παραγωγής, τους υποαπασχολούμενους και ανέργους, σε συμμαχία ίσως με τα «νέα κοινωνικά κινήματα». Αφήνουμε στην κρίση του αναγνώστη το τι σόι επαναστατικό υποκείμενο μια τέτοια «μη-τάξη» θα ήταν. Χωρίς ενιαία στρατηγική κοινωνική ισχύ τι πιθανότητες θάχε ένα τέτοιο διαταξικό μείγμα να αρθρώσει ένα συνολικό εναλλακτικό όραμα, μια επαναστατική θεωρία και την αναγκαία οργάνωση για να δράσει συνειδητά; Πολύ ελάχιστες, φοβάμαι.

Ο Gorz, όπως πολλοί μετα-Αλτουσεριανοί, τοποθετεί την ουσία του τρόπου παραγωγής στη διαδικασία και όχι στις σχέσεις παραγωγής και τον συγκεκριμένο τρόπο εκμετάλλευσης. Πάσχει από ένα είδος αντιστραμμένου τεχνολογισμού. Η «τάξη» ορίζεται πολύ περισσότερο από την τεχνική μορφή της παραγωγής παρά από τις σχέσεις εκμετάλλευσης. Ετσι η εκτόπιση της εργατικής τάξης από τον ιστορικο της ρόλο προκύπτει αβίαστα από αυτή την θεωρητική συρρίκνωσή της που την καθιστά μια ανήμπορη κοινωνική μειοψηφία -αυτήν του βιομηχανικού προλεταριάτου.

ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ

Για τον Πουλαντζά το κυριότερο πρόβλημα είναι ο «οικονομισμός» που δήθεν χαρακτηρίζει τον παραδοσιακό μαρξισμό. Και για να το ξεπεράσει προχωράει σε μια θεμελιακή αναδιατύπωση της μαρξιστικής θεωρίας της τάξης και του κράτους εισάγοντας όχι μόνο τη σχετική αυτονομία αλλά και την κυριαρχία του πολιτικού, και στη συνέχεια του ιδεολογικού, πάνω στο οικονομικό.

Η αυτονομία και κυριαρχία της πολιτικης και της ιδεολογίας έχει τις ρίζες της στον μαοϊσμό (βολονταρισμούς, μεγάλα άλματα, μάζες, ιδιαίτερο ρόλο των διανοουμένων, πολιτιστική επανάσταση κλπ.) και τον Αλτουσέρ (ιδεολογικοί κρατικοί μηχανισμοί). Ο Αλτουσέρ θεωρούσε την οικονομία καθοριστική μόνο σε τελευταία περίπτωση (ανάλυση) εννοώντας ότι υπάρχουν περιπτώσεις όπου άλλες πτυχές της κοινωνικής δομής μπορεί να είναι αποφασιστικές. Οπως συνέβη, λ.χ., στη φεουδαρχία και τον «ασιατικό τρόπο παραγωγής» όπου οι σχέσεις παραγωγής και εκμετάλλευσης ήταν οργανωμένες με «εξω-οικονομικούς» τρόπους αφού η εξουσία εκμετάλλευσης ήταν αδιάλυτα δεμένη με την πολιτική εξουσία. Σε τέτοιες περιπτώσεις συγχώνευσης του πολιτικού με το οικονομικό έχει κάποιο νόημα να μιλάει κανείς για σχετική αυτονόμηση του πολιτικού. Ωστόσο στον καπιταλισμό, η εκμετάλλευση έχει καθαρά οικονομικό χαρακτήρα και δεν βασίζεται στη νομική και πολιτική εξάρτηση ή υποταγή.

Αν για τον Αλτουσέρ το οικονομικό είναι καθοριστικό μόνο «σε τελευταία ανάλυση», οι σχέσεις εκμετάλλευσης ήταν γι’ αυτόν πάντα κεντρικές, ανεξάρτητα από το αν έπαιρναν ή όχι «εξω-οικονομικές» μορφές. Ο Πουλαντζάς όμως προχωράει πιο πέρα. Γι’ αυτόν οι σχέσεις εκμετάλλευσης παύουν να είναι αποφασιστικές γιατί ανήκουν στην οικονομική σφαίρα, και το «οικονομικό», όχι μόνο στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες αλλά και στο μονοπωλιακό καπιταλισμό, μπορεί να υποτάσσεται στην «πολιτική σφαίρα» η οποία έχει δική της ξεχωριστή δομή κυριαρχίας. Συνεχώς οι σχέσεις εκμετάλλευσης δεν είναι πάντα καθοριστικές -σε ορισμένες περιπτώσεις ίσως. Πάντως δεν είναι απόλυτα και πάντα κυρίαρχες.

ΚΡΑΤΟΣ, ΤΑΞΕΙΣ, ΣΥΜΜΑΧΙΕΣ

Εφόσον το πολιτικό είναι κυρίαρχο, είναι λογικό να έχει και το κράτος μια αυτονομία απέναντι στις τάξεις. Αυτή η αντίληψη επέτρεψε στον Πουλαντζά να ασκήσει μια «αριστερή» κριτική στην επικρατούσα ευρωκομμουνιστική άποψη για τον ΚΜΚ -μια άποψη που θεωρούσε το ΚΜΚ σαν μια συγχώνευση κράτους και μονοπωλίων που ερχόταν συχνά σ’ αντίθεση με τους μη-μονοπωλιακούς τομείς της μπουρζουαζίας οι οποίοι μπορούσαν να παίξουν και προοδευτικό ρόλο. Για τον Πουλαντζά η θεωρία του ΚΜΚ έπρεπε να επαναδιατυπωθεί ώστε να παίρνει υπόψη της ότι το σύγχρονο κράτος αντιπροσωπεύει και συμφέροντα άλλα από αυτά της ηγεμονικής μονοπωλιακής φράξιας του κεφαλαίου. Συμφέροντα τόσο της μη-μονοπωλιακής μπουρζουαζίας αλλά και λαϊκών στρωμάτων ακόμη.

Ετσι απορρίπτει τόσο τη στενή «εργαλειακή» αντίληψη για το κράτος όσο και τις αντιλήψεις της σοσιαλδημοκρατίας που το βλέπουν σαν ένα «ουδέτερο» όργανο. Για τον Πουλαντζά το κράτος είναι ένα «μπλοκ εξουσίας», μια σχέση ή ένας συσχετισμός εξουσίας με περιθώρια λαϊκής παρέμβασης. Προσπαθεί έτσι να δείξει πόσο ευάλωτο είναι σε διείσδυση λαϊκών αγώνων και να αναδείξει μια νέα στρατηγική υπέρβασής του: τη διείσδυση και τον εκδημοκρατισμό του κράτους- με αγώνες που θα διεξαχθούν στην αρένα των κρατικών θεσμών- στη βάση μιας ευρύτερης αντίθεσης όχι εργασίας-κεφαλαίου αλλά «ΚΜΚ-λαού».

Σε μια κοινωνία όπου η κύρια αντίθεση δεν είναι πια ο «οικονομικός» ανταγωνισμός κεφαλαίου-εργασίας αλλά η πολιτική αντίθεση «μπλοκ εξουσίας-λαού» η εργατική τάξη και η ταξική πάλη δεν μπορούν να παίξουν τον κεντρικό ρόλο στην υπέρβαση αυτής της αντίθεσης. Ενας επιπλέον λόγος είναι ότι η «εργατική τάξη» δεν αποτελεί παρά μικρή μειοψηφία γι’ αυτό και η ιδιαίτερη στρατηγική που δίνουν οι ευρωκομμουνιστές στις «λαϊκές συμμαχίες».

Ο Πουλαντζάς όπως και ο Gorz δεν θεωρεί κυρίαρχες τις σχέσεις εκμετάλλευσης στον καθορισμό της «τάξης». Απορρίπτει σαν ταξικό κριτήριο το διαχωρισμό μισθωτής/μη-μισθωτής εργασίας σαν μια απλή σχέση διανομής (γιατί;). Αντίθετα επικαλείται τον ίδιο τον Μαρξ για να στηρίξει τον ισχυρισμό του ότι η εργατική τάξη με την μαρξιστική έννοια του όρου πρέπει να (περι)ορίζεται με βάση το διαχωρισμό παραγωγικής/μη-παραγωγικής εργασίας.(4) Πρόκειται βέβαια για μια διαστρέβλωση των απόψεων του Μαρξ στους κόλπους της εργατικής τάξης -αλλά πουθενά δεν λέει ότι οι διαφορές αυτές είναι ταξικά καθοριστικές.

Για τον Πουλαντζά η μόνη καθαρή εργατική τάξη με ταξική συνείδηση αποτελείται από τους βιομηχανικούς και χειρώνακτες εργάτες. Τα νέα υπαλληλικά στρώματα (οι «εργάτες» του πνεύματος, οι εργαζόμενοι στις υπηρεσίες, οι καθηγητές, οι μηχανικοι κλπ.) δεν ανήκουν στην εργατική τάξη αλλά συγκροτούν μια «νέα μικροαστική τάξη» -με ρεφορμιστική συνείδηση.

Επειδή, λοιπόν, οι ταξικές αντιθέσεις είναι δευτερεύουσες το κοινωνικό υποκείμενο που θα πετύχει την «υπέρβαση» (για να χρησιμοποιήσω τον πολυαγαπημένο όρο των ευρωκομμουνιστών) τον καπιταλισμό δεν θάναι η εργατική τάξη αλλά μια συμμαχία της εργατικής τάξης, της παραδοσιακής μικρομπουρζουαζίας και της «νέας μικροαστικής τάξης» που θα στηρίζεται στην ενιαία πολιτική της αντίθεση απέναντι στο «μπλοκ εξουσίας». Ετσι και τα ΚΚ δεν πρέπει να θεωρούνται «εργατικά κόμματα» αλλά κόμματα που θα αντιπροσωπεύουν άμεσα τα πολλαπλά ταξικά συμφέροντα του «λαού» που συγκλίνουν σε μια συλλογική πολιτική αντίθεση απέναντι στον ΚΜΚ και το κράτος.

ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ ‘Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ;

Για τους νεότερους «αληθινούς» σοσιαλιστές ο Πουλαντζάς και ο ευρωκομμουνισμός δεν είχαν ξεκόψει αρκετά από την «οικονομίστικη» καταγωγή τους. Το επόμενο θεωρητικό βήμα έγινε από τον Ernest Laclau:

«Σήμερα που η ευρωπαϊκή εργατική τάξη αυξάνει την επιρροή της και πρέπει όλο και περισσότερο να αντιλαμβάνεται τον αγώνα της σαν μάχη για την ιδεολογική και πολιτική ηγεμονία πάνω στα μεσαία στρώματα, είναι περισσότερο αναγκαίο από κάθε άλλη φορά για το μαρξισμό να αναπτύξει μια αυστηρή θεωρία ιδεολογικής πραχτικής που να εξαλείφει τα τελευταία ίχνη του ταξικού reductionism «. (5)

Ο Laclau προχωράει σε μια θεωρία της ιδεολογίας επεκτείνοντας την αυτονομία της σε βαθμό που να την αποκόβει σχεδόν ολοκληρωτικά από τις ταξικές σχέσεις. Για τον Laclau οι σημαντικές κοινωνικές αντιθέσεις εκδηλώνονται στο επίπεδο των σχέσεων πολιτικής και ιδεολογίας και όχι στο επίπεδο των σχέσεων παραγωγής. Ο Laclau κάνει μια διάκριση μεταξύ ιδεολογικών εκφράσεων (interpellations) που καθορίζονται από ταξικές αντιθέσεις και ιδεολογικών εκφράσεων που πηγάζουν από άλλους είδους μη-ταξικών αντιθέσεων και αγώνων (όπως είναι οι λαϊκοδημοκρατικοί αγώνες, οι εθνικοί αγώνες και η πάλη του «λαού» ενάντια στο κυρίαρχο «μπλοκ εξουσίας»).

Η δεύτερη κατηγορί αφορά μη-ταξικές ιδεολογίες  οι οποίες πάντα εμφανίζονται συναρθρωμένες με ταξικές ιδεολογίες,  αλλά επειδή είναι ουδέτερες και ταξικά αυτόνομες μπορούν να αποκολληθούν από μια ταξική ιδεολογία και να αφομοιωθούν από άλλη. Η ηγεμονία της κυρίαρχης τάξης στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό πάνω στην ικανότητά της να παρουσιάζει την «λαϊκο-δημοκρατική» ιδεολογία σαν δική της.

Πρέπει να προσέξουμε ότι ο Laclau δεν ισχυρίζεται ότι μια ταξικά καθορισμένη ιδεολογία μπορεί να αποκτήσει μια εμφάνιση γενικής αποδοχής και μ’ αυτό τον τρόπο να συμβάλει στην ηγεμονία της τάξης απ’ όπου κατάγεται. Ισχυρίζεται ακριβώς το αντίθετο: ότι η πολιτική ηγεμονία εξαρτάται από την αφομοίωση μη-ταξικών και ουδέτερων ιδεολογικών εκφράσεων χωρίς συγκεκριμένη ταξική συνεκδοχή.

Κρίσιμη για τον Laclau είναι η οικειοποίηση της «δημοκρατικής ιδεολογίας» η προάσπιση αυτών των δημοκρατικών και εθνικο-λαϊκών στοιχείων, και η υιοθέτηση των μορφών και θεσμών μέσα από τα οποία τα στοιχεία αυτά εκφράζονται σαν ιδεολογικά ουδέτερα. Μια τέτοια αντίληψη όχι μόνο γεφυρώνει το χάσμα μεταξύ αστικής και σοσιαλιστικής δημοκρατίας αλλά καθορίζει και τη νέα στρατηγική υπέρβασης: η οικοδόμηση του σοσιαλισμού μεταφράζεται σε μια απλή επέκταση αυτών των ταξικά ουδέτερων δημοκρατικών μορφών, δηλαδή των αντιπροσωπευτικών θεσμών, και όχι με την αντικατάστασή τους από ένα σύστημα άμεσης συμβουλιακής δημοκρατίας.

Δεν επιτρέπεται, λοιπόν, που στη συνέχεια ο Laclau κόβει και τους ελάχιστους εναπομείναντες δεσμούς του με τον μαρξισμό. Αυτή είναι και η αναπόφευκτη λογική κατάληξη της ανάλυσής του. Στο τελευταίο του βιβλίο(6) εγκαταλείπει κάθε στρατηγική που αποβλέπει στην εδραίωση της ηγεμονίας της εργατικής τάξης πάνω στα «μεσαία στρώματα». Υπάρχει μόνο ο «λαός» και ο σοσιαλισμός δεν είναι παρά μια πτυχή της «ριζοσπαστικής δημοκρατίας». Η αυτόνομη ιδεολογία έχει καταλάβει ολόκληρο το κοινωνικό πεδίο -και όλα κρίνονται από την έκβαση της ιδεολογικής πάλης και της συζήτησης (discourse) που διεξάγουν οι διανοούμενοι πέρα και έξω από μια κοινωνία χύμα.

ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΑ

Για τους Βρετανούς «πρωτοπόρους» του Marxism Today και του ΚΚ Βρετανίας δεν υπάρχει «καθαρή τάξη»: «Ολοι καταλήγουν σε μια δική τους αίσθηση του ταξικού μέσα από την αίσθηση του φύλου, της εθνικότητας, των γεωγραφικών και θρησκευτικών τους δεσμών».(7) Η αυτοδιάλυση του ΚΚ Βρετανίας σαν κόμμα με αναφορά στην εργατική τάξη και τον κομμουνισμό είναι η λογική κατάληξη αυτής της ανάλυσης.

Αλλά αυτός ο εκφυλισμός της θεωρίας δεν παρουσιάζεται μόνο σε ακαδημαϊκούς κύκλους των αγγλοσαξονικών χωρών και της Αργεντινής. Τα συμπτώματα είναι έκδηλα και στην Ελλάδα:

…καμιά αντίθεση από μόνη της δεν μπορεί να αποτελέσει φορέα καθολικής υπέρβασης του καπιταλιστικού συστήματος. Οι αντιθέσεις αυτές καλούν σε δράση πολλαπλά υποκείμενα».(8)

Και:

Για μια κομμουνιστική εναλλακτική αντίληψη, κανένα κοινωνικό υποκείμενο δεν μπορεί από μόνο του να σηκώσει το βάρος της σύγκρουσης με την άρχουσα τάξη πραγμάτων …Η προβολή της κεντρικότητας κάποιας τάξης ή ενός ζητήματος υπονομεύει την εναλλακτική αντίληψη ενός πολύχρωμου κινήματος με πολλά κέντρα και επίπεδο συνθέσεων». (9)

Οι σύντροφοι του ΚΚΕεσ-Α.Α. και της ΕΑΣ κάνουν τον εξής απλουστευτικό συλλογισμό: πολλαπλές αντιθέσεις συνεπάγονται πολλαπλά επαναστατικά υποκείμενα. Μπερδεύουν έτσι την ποικιλομορφία των διαφόρων μορφών καταπίεσης και εκμετάλλευσης που οπωσδήποτε δεν πρέπει να χωρίζονται σε κύριες και δευτερεύουσες και το ποιες δυνάμεις πρωταγωνιστούν συγκυριακά με το «ειδικό ιστορικό βάρος» του εργατικού κινήματος. Η κεντρικότητα της εργατικής τάξης και της ταξικής πάλης δεν σημαίνει ότι η καταπίεση άλλων στρωμάτων και ο αγώνας που διεξάγουν είναι δευτερεύουσας σημασίας. Ούτε βέβαια υπαγορεύει το βάφτισμα του μαζικού κινήματος σαν ταξικού ή το αντίθετο -την περιφρόνηση κάθε κινήματος που δεν είναι εργατικό.

Σημαίνει πολύ απλά ότι όλες οι μορφές εκμετάλλευσης, καταπίεσης και αλλοτρίωσης, όποια κοινωνικά στρώματα και τάξεις κι αν αφορά, πηγάζει σε τελευταία ανάλυση από την εκμεταλλευτική, καταπιεστική και αλλοτριωτική φύση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Μ’ αυτή την έννοια το κάθε κίνημα και ζήτημα έχει μια ταξική διάσταση και προοπτική στο βαθμό που αργά ή γρήγορα θα αναγκαστεί να αντιμετωπίσει θεμελιακά ταξικά συμφέροντα και θεσμούς ταξικής εξουσίας.

ΤΑΞΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ: Τί σημαίνει για μας

Ολες οι προσπάθειες μείωσης του ρόλου της εργατικής τάξης και της ταξικής πάλης βλέπουν το εργατικό κίνημα σαν μια ανάμεσα στις πολλές συνιστώσες (ίσως και η λιγότερο σημαντική, για ορισμένους) ενός «πολύχρωμου» κοινωνικού κινήματος, και την ταξική πάλη περιορισμένη στη «σφαίρα της παραγωγής» και τους χώρους δουλειάς». Πρόκειται για μια «οικονομίστικη» διαστρέβλωση της έννοιας της ταξικής πάλης που ο Λένιν κατήγγειλε σε μια μπροσούρα του πριν 88 χρόνια!

Για μας η ταξική πάλη,  και η ταξική πολιτική  πρέπει να αγκαλιάζουν τους πιο πλατιούς πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες. Η κινητοποίηση ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων, οι κοινωνικές ανισότητες και αδικίες, και οι καταστροφικές συνέπειες για τον άνθρωπο και τον πλανήτη που προκαλούν τα συσσωρευμένα αδιέξοδα του καπιταλισμού φανερώνουν τις πολλαπλές και σύνθετες διαστάσεις που πρέπει να προσλάβει ο αντικαπιταλιστικός σοσιαλιστικός αγώνας.

Αλλά ακριβώς γιατί θεωρούμε κεντρική,  από στρατηγική άποψη, την ταξική πάλη του εργατικού κινήματος, και  γιατί δεν θεωρούμε δευτερεύουσας σημασίας την καταπίεση των γυναικών, την καταστροφή του πλανήτη, τη σεξουαλική και φυλετική καταπίεση, την καταστολή, τον μιλιταρισμό και κάθε άλλη μορφή καταπίεσης και εκμετάλλευσης -γι’ αυτό απορρίπτουμε τόσο την εργατίστικη αντίληψη  που αδιαφορεί για τέτοια ζητήμτα ή τα μεταθέτει στις μετεπαναστατικές καλένδες, όσο και κάθε «εναλλακτική» αντίληψη  που καταλήγει στην υποβάθμιση του εργατικού κινήματος, στον παραμερισμό των ταξικών κριτηρίων με τίμημα να μη μπορεί να αντιμετωπιστεί το κράτος σαν ταξική εξουσία, να δημιουργείται ασάφεια για τη στρατηγικη του επαναστατικού μετασχηματισμού, να περιφρονείται η αναγκαιότητα της πολιτικής ανεξαρτησίας από τη μπουρζουαζία και η αναγκαιότητα οικοδόμησης ενός σοσιαλιστικού εργατικού κόμματος, να σνομπάρεται η δουλειά στα συνδικάτα.

Εμείς πιστεύουμε ότι δεν νοείται η απελευθέρωση της εργατικής τάξης χωρίς την παράλληλη χειραφέτηση όλων των καταπιεσμένων. Γι’ αυτό αποβλέπουμε σε ένα εργατικό κίνημα με μια ταξική πολιτική  η οποία να ξεκινάει από τα δικά του άμεσα συμφέροντα, αλλά που, όπως λέει και ο Λένιν, «να ξέρει να αντιδρά σε όλες τις εκδηλώσεις αυθαιρεσίας και καταπίεσης, όπου κι αν παρουσιάζονται, όποιο στρώμα και τάξη κι αν αφορούν».(10)

Μια τέτοια αντίληψη σημαίνει, όχι εκτόπιση της εργατικής τάξης και της ταξικής πάλης, αλλά προσπάθειας ανάπτυξης και πολιτικοποίησης του εργατικού κινήματος, χτυπώντας όταν χρειάζεται κάθε δική του προκατάληψη και καθυστέρηση. Προσπάθειας οικοδόμησης όχι ταξικά άδειων και στρατηγικά «πολύχρωμων» συμμαχιών, αλλά μιας «συμμαχίας των καταπιεσμένων»  όπου το εργατικό κίνημα θα διεκδικεί την πολιτική ηγεμονία μέσα σε κοινούς αγώνες με κάθε παλιό και νέο κίνημα, υιοθετώντας σαν δικά του τους στόχους αυτών των κινημάτων και δίνοντας σ’ αυτά τη δική του επαναστατική προοπτική.

Μόνο έτσι θα πείσει η εργατική τάξη για την κεντρικότητα του ρόλου της σαν τάξη και θα πετύχει την πολιτική και ιδεολογική ηγεμονία. Κάθε άλλος προσανατολισμός αποτελεί υποχώρηση μπροστά στις κοινωνικές και ιδεολογικές πιέσεις και την μόνιμα παρούσα ταξική πάλη του κεφαλαίου.

Στ.Ορφανογιάννη

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Ellen Meiksins Wood: Τhe Retreat from Class. 1986, σελ. 1. Εχω χρησιμοποιήσει πολλά από τα επιχειρήματα που αναπτύσσει η E.M.W. στα πρώτα τέσσερα κεφάλαια αυτού του εξαιρετικού βιβλίου.

2. Κ. Μαρξ: Τhe German Ideology, στα Απαντα, τόμος 5, σελ. 455-7, New York, 1976.

3. A. Gorz: Farewell to the Working Class, Boston 1982, σελ. 96.

4. Ν. Πουλαντζάς: Classes in Contemporary Capitalism, London 1975, σελ. 210.

5. Ε. Laclau: Politics and Ideology in Marxist Theory, London 1979 σελ. 141-42.

6. E. Laclau and C. Mouffe: Hegemony and Socialist Strategy, London 1985, σελ. 76.

7. «Facing up to the Future: πρόγραμμα του ΚΚ Βρετανίας, από το περιοδικό SOCIALIST OUTLOOK No 9, Οκτ. 1988.

8. «Ανασύνταξη της Αριστεράς με Αυτονομία και Κοινωνική Παρέμβαση». Προσυνεδριακό άρθρο των Γ. Μπανιά, Ν. Καϊμάκη, κ.ά. «Εποχή», 25 Νοέμβρη 1990.

9. «Για ένα Ριζοσπαστικό Εναλλακτικό Προσανατολισμό της ΕΑΣ». Κείμενο των Ν. Γιαννόπουλου, Π. Ρυλμόν-Λινάρδου κ.ά., Δελτίο Ενημέρωσης – Πανελλαδική Συνδιάσκεψη της ΕΑΣ, 7/8 Οκτώβρη 1989. 

10. V. Lenin: Τι να κάνουμε, σελ. 99.


Σπάρτακος 29, Μάρτης 1991

Αρχείο Σπάρτακου


https://wp.me/p6Uul6-sd

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s