Συνδιάσκεψη ΟΚΔΕ 2018, πολιτική εισήγηση

ΤΠΤ: Συνδιάσκεψη ΟΚΔΕ 2018, πολιτική εισήγηση

Σχέδιο για πολιτικό κείμενο

(Το παρόν σχέδιο υποβάλλεται για τη Συνδιάσκεψη της ΟΚΔΕ-Σπάρτακος 2018 αντιπαραθετικά προς το κείμενο της ΚΕ που έχει κυκλοφορήσει. ΤΠΤ)

Η παγκόσμια οικονομική συγκυρία

Πάνω από την παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία βαραίνει η σκιά νέων απειλών. Η πρώτη και σοβαρότερη είναι η αύξηση των επιτοκίων της αμερικάνικης FED και ο τερματισμός του προγράμματος “ποσοτικής χαλάρωσης” της ΕΚΤ από το νέο έτος. Οι κινήσεις αυτές, υποτιθέμενα βγαλμένες από τα εγχειρίδια μακροοικονομικής διαχείρισης πληθωριστικών πιέσεων, υπόρρητα σκοπεύουν να πειθαρχήσουν δημοσιονομικά ΗΠΑ και ΕΕ, αλλά στην πράξη θέτουν σε κίνδυνο τις αναδυόμενες οικονομίες με υψηλά ποσοστά δανεισμού σε ξένα νομίσματα, προπάντων σε δολάριο. Τουρκία και, δευτερευόντως, Ινδία και Αργεντινή είναι τα πρώτα θύματα αυτής της πολιτικής και είδαν την αξία των νομισμάτων τους να βυθίζεται. Έπονται άλλες αφρικανικές και λατινοαμερικανικές χώρες. Τα προηγούμενα χρόνια δανείζονταν ασύστολα χάρη στο φθηνό χρήμα που οι ανεπτυγμένες οικονομίες έριχναν στο παγκόσμιο νομισματικό σύστημα, περίπου 2 τρις δολάρια κάθε χρόνο. Η πίεση θα φέρει επιβράδυνση της παγκόσμιας ανάπτυξης που είχε τους προηγούμενους μήνες ενισχυθεί με τη μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων από τον Τραμπ και το ράλι των μετοχών στη Wall Street αλλά η χειροτέρευση του βιοτικού επιπέδου για εκατομμύρια ανθρώπους στις λεγόμενες αναδυόμενες οικονομίες και αναπτυσσόμενες χώρες θα είναι δραματική. Ένα νέο κραχ δεν μπορεί να αποκλειστεί, παρότι οι αλλαγές είναι δρομολογημένες εδώ και καιρό, από μια επίδραση-σοκ της “διόρθωσης” πάνω στις δυσθεώρητα υπερτιμημένες χρηματιστηριακές αξίες των μετοχών στα μεγάλα χρηματιστήρια.

Η δεύτερη απειλή είναι εκείνη ενός εμπορικού πολέμου δασμών στη λογική συνεχών οικονομικών αντιποίνων ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και τους “άλλους”. Η πολιτική της τέχνης του deal, της τραμπικής εκδοχής της τακτικής “καρότο και μαστίγιο”, παρά την ωμότητα της, έχει επιφέρει ορισμένα θετικά βραχυμεσοπρόθεσμα αποτελέσματα για τις ΗΠΑ όπως η νέα εμπορική συμφωνία με τη Νότιο Κορέα και, κυρίως, η υποκατάσταση της NAFTA με την USMCA (ζώνη ελεύθερου εμπορίου ΗΠΑ-Καναδά-Μεξικού). Ήδη η αντίδραση της Κίνας στο τελευταίο σαρωτικό κύμα αμερικάνικων δασμών θεωρήθηκε μετριοπαθής. Ενδεχομένως το μπραντεφέρ γύρω από τους δασμούς να μην πλήξει αρκετά την παγκόσμια ανάπτυξη. Θα δούμε παρακάτω τις κοινωνικές και γεωπολιτικές διαστάσεις της τραμπικής οικονομίας. Σε οικονομικό επίπεδο ωστόσο συντελεί στην αποδόμηση του διεθνούς πλαισίου συνεργασίας μεταξύ μεγάλων και μικρότερων δυνάμεων που επέτρεψε την πραγματιστική διαχείριση της κρίσης την προηγούμενη δεκαετία.

Η τρίτη απειλή αφορά ξανά την ανακίνηση της κρίσης της Ευρωζώνης με την αντιπαράθεση γύρω από τον ιταλικό προϋπολογισμό ανάμεσα στη συμμαχική κυβέρνηση Πέντε Αστέρων – Λέγκας και τις Βρυξέλλες. Η αύξηση του κόστους δανεισμού του ιταλικού δημοσίου από τις αγορές ως σωφρονιστικό μέτρο κατά της αύξησης των δημοσίων δαπανών ως ποσοστό του ΑΕΠ πάνω από τα όρια που θέτουν οι “κανόνες” της ΕΕ μπορεί να κλιμακωθεί σε τραπεζική κρίση ικανή να βάλει φωτιά στην πυριτιδαποθήκη της ευρωζώνης. Μια υποχώρηση της ιταλικής κυβέρνησης, ακόμη και παραίτηση, είναι πιθανή παρά τη φιλολογία ότι “η Ιταλία δεν είναι Ελλάδα”. Παρολαυτά το οικοδόμημα της ευρωζώνης παραμένει πολιτικά εύθραυστο σε μια περίοδο υποχώρησης των περισσότερων οικονομικών δεικτών στην Ευρώπη χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη τις συνέπειες από το ορατό ενδεχόμενο μιας μη συντεταγμένης εξόδου της Βρετανίας από την ΕΕ.

Πρακτικά, έχουν συσσωρευτεί μερικοί από τους επαρκείς όρους μιας νέας βύθισης της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας που θα μπορούσε να έχει ανυπολόγιστες συνέπειες, ειδικά πάνω στις λιγότερο ανεπτυγμένες κοινωνίες. Παρότι κυβερνήσεις και θεσμοί του κεφαλαίου έχουν δημιουργήσει ένα πλέγμα συμφωνιών και μηχανισμών για τη στήριξη ενός σημαντικού μέρος του τραπεζικού συστήματος τουλάχιστον των χωρών του λεγόμενου G4, τα μακροοικονομικά εργαλεία διαχείρισης της κρίσης (κοινωνικοποίηση των ζημιών μέσω των δημοσίων οικονομικών, μηδενικά επιτόκια, ποσοτική χαλάρωση κτλ) που χρησιμοποιήθηκαν από τους διεθνείς και εθνικούς θεσμούς του κεφαλαίου την προηγούμενη περίοδο έχουν “εξαντληθεί”.

Κρίση του ευρωατλαντισμού

Στα συντρίμμια του “Ισλαμικού Κράτους” και στον εμφύλιο της Συρίας διαμορφώνεται ένας νέος τοπικός συσχετισμός δύναμης με παγκόσμιο απόηχο. Είναι κοινός τόπος αλλά δεν μπορούμε παρά να τον επαναλάβουμε ότι ο παγκόσμιος γεωπολιτικός συσχετισμός κρίνεται στη Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία1. Ο Συριακός εμφύλιος βοήθησε τη Ρωσία να ελιχθεί ανάμεσα στη διπλωματική απομόνωση και την οικονομική κρίση στην οποία την οδήγησαν η προσάρτηση της Κριμαίας και ο de facto διαμελισμός της Ουκρανίας και να αναδειχθεί σε ρόλο ρυθμιστή των γεωπολιτικών συσχετισμών στη Μέση Ανατολή. Το μέλλον της Συρίας συζητείται και αποφασίζεται ανάμεσα στη Ρωσία, την Τουρκία και το Ιράν όπου η Ρωσία όμως διατηρεί τον πρώτο λόγο. Ο διπλωματικός αυτός συσχετισμός αντανακλά το στρατιωτικό συσχετισμό στο έδαφος. Οι δυτικοί πύραυλοι στις στρατιωτικές εγκαταστάσεις του καθεστώτος Άσαντ ήταν μια ανήμπορη ύστατη υπενθύμιση του ρόλου του δυτικού ιμπεριαλισμού στο συριακό χάος. Η υποβάθμιση του ευρωαντλαντισμού στην παγκόσμια σκακιέρα είναι αισθητή. Η ρήξη ΗΠΑ-Τούρκιας έχει θέσει σε αμφισβήτηση όχι μόνο την επιχειρησιακή επάρκεια αλλά την ίδια την ενότητα του ΝΑΤΟ. Το χάσμα των ευρωπαϊκών δυνάμεων με τις ΗΠΑ γύρω από τη συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιράν είναι αγεφύρωτο. Με εξαιρέσεις το Ιράν, το Ισραήλ και τους παραδοσιακούς εχθρούς των ΗΠΑ στη Λατινική Αμερική, η πολιτική των ΗΠΑ υπό τον Τραμπ είναι γεωπολιτικά αναποφάσιστη. Η επιδίωξη της με κάθε μέσο επιβεβαίωσης της οικονομικής ηγεμονίας των ΗΠΑ λειτουργεί σε βάρος της γεωπολιτικής ηγεμονίας της. Μια διαπάλη εκτυλίσσεται στις ελιτ των ΗΠΑ, όπου μια σαφής πλειοψηφία της αμερικάνικης άρχουσας τάξης επιθυμεί τη διατήρηση των γεωπολιτικών δογμάτων της αμερικάνικης εξωτερικής πολιτικής της προηγούμενης περιόδου αλλά υπονομεύεται διαρκώς από την ατζέντα Τραμπ η οποία διαπνέεται από μια αντίληψη ριζικής σύγκρουσης Δύσης-Ισλάμ στην οποία η Ρωσία αποτελεί δυνητικό σύμμαχο. Όμως αυτή η στρατηγική θεώρηση καταλαμβάνει δευτερεύουσα θέση στις προτεραιότητας του Τραμπ μπροστά στην επιτακτική ανάγκη να διορθωθούν οι “αδικίες” σε βάρος των ΗΠΑ στις εμπορικές της σχέσεις με Κίνα και Ευρώπη. Απέναντι στην αδυναμία του ευρωατλαντισμού, οι στρατηγικοί αντίπαλοι της Δύσης απέχουν από το να συγκροτήσουν αρραγείς συνασπισμούς θεσμικά οργανωμένους κατά το πρότυπο του ΝΑΤΟ αλλά κάνουν βήματα στην ανάπτυξη μηχανισμών συνεργασίας: oικονομικά fora, μόνιμες επιτροπές, σύσφιξη στρατιωτικής συνεργασίας. Η συμμετοχή κινεζικών στρατευμάτων στη μείζονα ρωσική στρατιωτική άσκηση Βοστόκ-2018, προσομοίωση μιας πλήρους πολεμικής κινητοποίησης σε μεγάλες γεωγραφικές αποστάσεις, αποτελεί τομή στη στρατιωτική συνεργασία Κίνας-Ρωσίας.

Γεωπολιτική του χάους

Είχαμε αναλύσει στο παρελθόν το βύθισμα ολόκληρων ζωνών του πλανήτη στο χάος, τον εμφύλιο σπαραγμό, τις δικτατορίες και την κοινωνική αντίδραση. Παρά τη στρατιωτική ήττα του Ισλαμικού κράτος σε Συρία και Ιράκ και την είσοδο του εμφυλίου πολέμου στη Συρία στην τελική του φάση, ένα τόξο που περιλαμβάνει κυρίως μουσουλμανικούς πληθυσμούς από τη δυτική Αφρική μέχρι την Ινδοκίνα βρίσκεται σε μόνιμη αναταραχή. Από το συνεχιζόμενο χάος στη Λιβύη μέχρι την εθνοκάθαρση των Ροχίνγκια στο Μυανμάρ (Βιρμανία), η κρίση παίρνει μορφές φυλετικού, εθνικού και θρησκευτικού πολέμου. Σ’ αυτό το φόντο ξεχωρίζουν οι στρατηγικές νίκες του φονικού καθεστώτος Άσαντ στο Συριακό εμφύλιο, η αυταρχική και μιλιταριστική στροφή του καθεστώτος Ερντογάν στην Τουρκία, ο βάρβαρος πόλεμος της Σαουδικής Αραβίας και των συμμάχων της στην Υεμένη απέναντι στους υποστηριζόμενους από το Ιράν αντάρτες Χούτι, ο ψυχρός πόλεμος ανάμεσα στις μοναρχίες του Κόλπου με το χερσαίο και εμπορικό αποκλεισμό του Κατάρ. Στον άξονα Τουρκίας-Ιράν-Κατάρ αντιπαρατίθεται η προσπάθεια της Σαουδικής Αραβίας και της Αιγύπτου να συντηρήσουν το ιστορικό ρόλο τους ως περιφερειακές δυνάμεις. Επιχειρούν να συνεννοηθούν με το Ισραήλ σε μια εποχή που αυτό σκληραίνει τη στάση του απέναντι στους Παλαιστινίους. Θα ασχοληθούμε με εκείνες τις πλευρές της γεωπολιτικής του χάους που έχουν τις αμεσότερες συνέπειες πάνω στην εξωτερική πολιτική του ελληνικού κράτους.

Τουρκία: Η αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος το καλοκαίρι του 2016 έδωσε την ευκαιρία στην κυβέρνηση του AKP να προχωρήσει σε μια ιδιότυπη κοινοβουλευτική δικτατορία με διαιώνιση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης και κατάργηση του “κράτους δικαίου”, έκφραση της οποίας είναι η πρωτοφανής εκκαθάριση του κρατικού, δικαστικού και εκπαιδευτικού μηχανισμού από δεκάδες χιλιάδες “ανεπιθύμητους”. Το καθεστώς χρησιμοποίησε το καθεστώς έκτακτης ανάγκης όχι μόνο εναντίον του “γκιουλενικού δικτύου” στο οποίο αποδόθηκε το πραξικόπημα, αλλά συλλήβδην εναντίον των Κούρδων και της αριστεράς. Η εξέλιξη του ερντογανικού καθεστώτος από παράδειγμα ενός “ήπιου πολιτικού ισλάμ” στον αντιδραστικό δεσποτισμό έχει εσωτερικές αίτιες (κοινωνική αμφισβήτηση, εξέγερση του πάρκου Γκεζί) και εξωτερικές (καταστολή των συμμάχων του Αδελφών Μουσουλμάνων στην Αίγυπτο, “απειλή” ενός Κουρδικού κράτους στα σύνορα της Τουρκίας). Η Τουρκία του Ερντογάν προώθησε ένα πατερναλιστικό μοντέλο γρήγορης καπιταλιστικής ανάπτυξης στηριζόμενο στη φθηνή εργασία, ήρθε σε ρήξη με την κεμαλική κληρονομιά του αποκλειστικού προσανατολισμού προς τη Δύση, διεκδίκησε ρόλο περιφερειακής δύναμης στη Μέση Ανατολή. Σήμερα οι ισλαμιστές του Ερντογάν με τους υπερεθνικιστές και τομείς κεμαλιστών στο στρατό έχουν συμπήξει μια συμμαχία όπου η συγκέντρωση της εξουσίας από τον Ερντογάν στο εσωτερικό συνδυάζεται με διπλωματική και στρατιωτική πυγμή στο Κουρδικό ζήτημα. Το καθεστώς έχει κυριαρχήσει στον κρατικό μηχανισμό στο εσωτερικό της Τουρκίας και εναλλάσσει κυνισμό και πραγματισμό στις διεθνείς του σχέσεις (αξιοποίηση της προσφυγικής κρίσης ως ατού, υποχώρηση στο ρωσικό εμπάργκο, αλλαγή στάσης στη Συρία, ρόλος προστάτη για τους Παλαιστίνιους). Η μεγάλη υποτίμηση του τουρκικού νομίσματος και η πίεση πάνω στις χρεωμένες Τουρκικές επιχειρήσεις δημιουργούν τριγμούς στο καθεστώς αλλά το δυναμικό ανάπτυξης της χώρας παραμένει υπολογίσιμο και η Τουρκία βγήκε σχετικά αναίμακτα από την τρομερή ύφεση του 2009 και την επιβράδυνση λόγω του ρωσικού εμπάργκο το 2016 σε αντίθεση με άλλες αναδυόμενες οικονομικές δυνάμεις όπως η Βραζιλία οι οποίες έχουν εισέλθει σε περίοδο μόνιμης χαμηλής οικονομικής ανάπτυξης.

Συρία: Ο Συριακός εμφύλιος βαίνει στην τελική του φάση. Η εκκαθάριση της περιοχής του Ιντλιμπ από τις μερικές δεκάδες χιλιάδες των διαφόρων αντιπολιτευτικών πολιτοφυλακών που συγκεντρώθηκαν εκεί από άλλες περιοχές χάρη στη “διαμεσολάβηση” της Ρωσίας είναι ζήτημα χρόνου. Η τριμερής συμφωνία για αποστρατικοποίηση της περιοχής και σταδιακή παράδοσή της στο καθεστώς Άσαντ προς το παρόν έχει αναστείλει τον άμεσο κίνδυνο μιας επανάληψης της ρωσοσυριακής βαρβαρότητας που είδαμε στο Χαλέπι και άλλες περιοχές της χωράς αλλά το μέλλον της παγίωσης του καθεστώτος της Δαμασκού είναι σε κάθε περίπτωση δυσοίωνο για εκείνες και εκείνους που εξεγέρθηκαν και δεν θα καταφέρουν να εγκαταλείψουν τη χώρα. Η Τουρκία και οι προστατευόμενοί της στη Συρία θα εμφανιστούν ως σωτήρες του πληθυσμού ενώ το καθεστώς Ερντογάν θα διαπραγματευτεί το μέλλον της τουρκικής στρατιωτικής παρουσίας με τις άλλες εγγυήτριες δυνάμεις γύρω από ανταλλάγματα: νομιμοποίηση της συνέχειας του καθεστώτος Άσαντ με συντριβή του κουρδικού πρωτο-κράτους στο βόρειο τμήμα της Συρίας. Εκεί θα παιχτεί και η τελευταία πράξη του συριακού δράματος. Από τη μία, η κουρδική “ομοσπονδία”, που δίνει τις τελευταίες μάχες εναντίον του ΙSIS στις εσχατιές της ανατολικής Συρίας, ελέγχει ένα μεγάλο εδαφικό τμήμα της χώρας αλλά και αρκετούς πλουτοπαραγωγικούς πόρους, διαθέτει την πιο μαζική και καλά οργανωμένη στρατιωτική δύναμη στη Συρία μετά τον καθεστωτικό στρατό με κοινωνική στήριξη και τοπικές γραμμές ανεφοδιασμού· από την άλλη, είναι διπλωματικά απομονωμένη χωρίς καμία μεγάλη δύναμη έτοιμη και ικανή να επενδύσει στρατηγικά στη διατήρησή της. Η τουρκική κατάληψη του Αφρίν οδήγησε σε ψύχρανση τις σχέσεις των Κούρδων της Συρίας με τις ΗΠΑ και τους έστρεψε εν μέρει προς το στρατόπεδο του Άσαντ. Όμως η Δαμασκός αποκλείει κάθε ομοσπονδιακή ιδέα για το μέλλον και δεν δέχεται καμία αμφισβήτηση των “κυριαρχικών δικαιωμάτων” της στο βόρειο τμήμα της χώρας.

Ισραήλ-Παλαιστίνη: Το Ισραήλ επιχειρεί να εξισορροπήσει την ενίσχυση του σιιτικού τόξου και να περιορίσει τη διπλωματική του απομόνωση, την οποία επιβεβαίωσε παρά άμβλυνε η αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραηλινού κράτους από τις ΗΠΑ. Η σφαγή των άοπλων διαδηλωτών στα σύνορα της Γάζας, η επίσημη αλλαγή του νομικού χαρακτηρισμού του ισραηλινού κράτους που ορίζεται πλέον ως εθνικά εβραϊκό, η ακάθεκτη συνέχιση της αρπαγής της γης των Παλαιστίνιων με κατεδαφίσεις οικισμών και επέκταση των ισραηλινών εποικισμών αποτελούν ενδείξεις μιας εσωτερικής σκλήρυνσης με σκοπό την εξουθένωση των Παλαιστινίων. Από τη μια, οι βομβαρδισμοί στη Συρία συνδυάζονται με διπλωματικές κινήσεις όπως την υποστήριξη της Κουρδικής ανεξαρτησίας στο Ιράκ και την αναβάθμιση των σχέσεων με τον αντιμουσουλμανικό ινδουϊστικό εθνικισμό του Μόντι στην Ινδία. Από την άλλη, η Ισραηλινή ενεργειακή διπλωματία στη Μεσόγειο που στοχεύει στην παράκαμψη της Τουρκίας συναντά τα ελληνικά συμφέροντα. Στα πλαίσια του ελληνικοτουρκικού ανταγωνισμού, η ελληνική αστική τάξη συμβάλλει στην επίτευξη των ισραηλινών επιδιώξεων που είναι ασυμφιλίωτες με τον αγώνα για αυτοδιάθεση των Παλαιστινίων.

Εθνικισμός, ρατσισμός και κοινωνική αντίδραση

Οι κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις που έχουν πυροδοτηθεί από την παγκόσμια οικονομική κρίση στο κενό μιας προοδευτικής πολιτικής εναλλακτικής έχουν οδηγήσει σε μια διεθνή ενίσχυση της πολιτικής αντίδρασης. Η εκλογή Τραμπ σηματοδοτεί μια καμπή στην παγκόσμια πολιτική συγκυρία, καθώς το πολιτικό μείγμα υπερσυντηρητισμού και εθνικισμού που εκπροσωπεί εγκαταστάθηκε στην ηγεσία της μεγαλύτερης δύναμης του πλανήτη. Συνθήματα όπως “πρώτα η Αμερική” και η έμμονη ιδέα του “τείχους” στα σύνορα με το Μεξικό έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στην κοινωνική νομιμοποίηση ενός ακραίου ακροδεξιού και ρατσιστικού λόγου στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Παρά τις διαφορές τους, κυρίως γύρω από το πραγματικό πολιτικό πρόγραμμά τους, οι αναδυόμενες δυνάμεις της συντηρητικής, ακραίας, ρατσιστικής και φασίζουσας δεξιάς παγκοσμίως χαρακτηρίζονται από μερικά κοινά μοτίβα: επαναδιεκδίκηση της εθνικής κυριαρχίας από τις φιλελεύθερες κοσμοπολίτικες ελίτ και ενοχοποίηση των προσφυγικών ροών. Στο αντιδραστικό δεξιό λόγο, οι δύο κοινωνικές δυνάμεις, ελίτ και μετανάστευση/προσφυγιά συνδέονται, είναι δύο όψεις της ίδιας διαδικασίας που διαβρώνει την εθνική κυριαρχία. Δεν έχει σημασία αν οι πολιτικοί εμπνευστές αυτής της ρητορικής είναι εκατομμυριούχοι όπως ο Τραμπ του οποίου η οικογένειά παράγει μπλουζάκια στην Κίνα, χρηματιστές στο City όπως ο Φάρατζ ή πρώην στελέχη του “Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος της Ουγγαρίας” όπως ο Όρμπαν.

Η αντιδραστική δεξιά απαντά στην κρίση πολιτικής εκπροσώπησης που έχει δημιουργήσει η οικονομική κρίση. Κινητοποιεί τη μοναδική συνείδηση κοινότητας που μοιράζονται φαντασιακά οι περισσότεροι άνθρωποι, την αίσθηση του ανήκειν στο έθνος τους· διοχετεύει την οργή σε ελίτ που ωστόσο είναι ανέγγιχτες και σε πρόσφυγες και μετανάστες που, αντιθέτως, είναι κοινωνικά ελέγξιμοι μέσα από μηχανισμούς αστυνόμευσης· τέλος απευθύνεται στο ταξικό συμφέρον όχι μόνο της μεσαίας αλλά και της εργατικής τάξης θυμίζοντας την εμπειρία “καλύτερων ημερών” όταν το “έθνος ήταν κυρίαρχο”. Η παραδοσιακή μεσαία τάξη που έμεινε πίσω από τις “τεχνολογικές” κοσμοπολιτικές ελίτ και η ξεχασμένη ντόπια εργατική τάξη χωρίς πτυχία πανεπιστημίων και ριγμένη στην ανασφάλεια από την αποβιομηχάνιση είναι η κοινωνική δεξαμενή στην οποία αλιεύουν μερικοί από τους πιο επιθετικούς τομείς του παγκόσμιου χρηματιστικού κεφαλαίου. Η νέα διανοητική εργασία, νέοι και νέες που έχουν πανεπιστημιακή εκπαίδευση, υψηλές προσδοκίες, μεγαλύτερη κινητικότητα αλλά τελικά με θέσεις εργασίας κατώτερες των προσδοκιών τους ή οι οποίοι βιώνουν περιοδική ανεργία καταλαμβάνουν μια ενδιάμεση θέση. Πχ στις ΗΠΑ ποτέ στο παρελθόν τα πανεπιστήμια δεν είχαν υπάρξει ως ο χώρος κοινωνικής κριτικής σκέψης που αποτελούν σήμερα. Ωστόσο λευκοί νέοι που εκπαιδεύονται από πολύ νωρίς για να καταλάβουν τις “θέσεις κλειδιά” στην παραγωγή αισθάνονται άβολα όταν ανταγωνίζονται Ασιάτες στους τομείς τεχνολογικής αιχμής ή έρχονται αντιμέτωποι σε εποχές ανασφάλειας με ποσοστώσεις φύλου και φυλής στις προσλήψεις των μεγάλων επιχειρήσεων.

Απέναντι σ’ αυτό το δυνητικό ή υπαρκτό κοινωνικό μπλοκ που συγκροτεί η αντιδραστική δεξιά, στις περισσότερες κοινωνίες υφίσταται η πραγματικότητα μιας άνισα καταμερισμένης αλλά ωστόσο δυναμικά πολυεθνικής / διεθνικής εργατικής τάξης που έχει διαμορφωθεί στο εσωτερικό των περισσότερο ανεπτυγμένων χωρών από την αντικειμενική εξέλιξη της καπιταλιστικής οικονομίας τα τελευταία 40 χρόνια. Αυτή η πολυεθνική εργατική τάξη είναι πολυάριθμη αλλά, λιγότερο ή περισσότερο, αποκλεισμένη από το εθνικό πολιτικό σύστημα. Η εικόνα αυτή δεν είναι ομοιόμορφη αλλά στη Βόρεια Αμερική και την Ευρώπη τμήματα των κοινωνιών είναι εχθρικά απέναντι στο αντιδραστικό εθνικισμό και ρατσισμό. Οι μεγάλες κινητοποίησες των Βlack Lives Matter και των γυναικών στις ΗΠΑ ή οι πρόσφατες αντιφασιστικές κινητοποιήσεις στη Γερμάνια είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα. Παρολαυτά στο πολιτικό επίπεδο απουσιάζει μια πειστική εναλλακτική. Ο κυρίαρχος υποτιθέμενα μη ρατσιστικός λόγος αναπαράγει παντού την υπόθεση ότι οι προσφυγικές ροές είναι πρόβλημα, δηλαδή αιτία του προβλήματος. Οι πολιτικές “ανοίγματος” των συνόρων είναι πρόβλημα. Ο Σουηδικός “αριστερός” συνασπισμός για να αντιμετωπίσει την άνοδο της άκρας δεξιάς περιόρισε δραματικά τις παραχωρήσεις πολιτικού ασύλου πριν τις τελευταίες εθνικές εκλογές σε μια χώρα που χαρακτηριζόταν ως παράδειγμα ανοιχτής πολιτικής. Τα παραδοσιακά “δημοκρατικά” κόμματα καθίστανται υπόλογα στο ρατσιστικό λόγο της άκρας και συντηρητικής δεξιάς. Από την άλλη, μεγάλα τμήματα της λεγόμενης αριστερής “ριζοσπαστικής” αντιπολίτευσης ή των νέων κομμάτων διαμαρτυρίας, παρότι αναπτύσσει ένα φιλομεταναστευτικό και αντιρατσιστικό χώρο, περιστρέφεται γύρω από μια αριστερή εκδοχή ανάκτησης της εθνικής κυριαρχίας όπως η πλατφόρμα του Μελανσόν στη Γαλλία, οι δυνάμεις του ευρωπαϊκού Plan B (παλαιότερα μ’ ένα αντιφατικό τρόπο ο ΣΥΡΙΖΑ είχε παίξει με αυτές τις ιδέες την εποχή του συνθήματος “Μέρκελ ή Ελλάδα”). Στην ιστορική κρίση των παραδοσιακών φιλελεύθερων ή σοσιαλδημοκρατικών πολιτικών εκπροσωπήσεων, η απουσία εναλλακτικού σοσιαλιστικού παραδείγματος καθιστά το δεξιό λαϊκισμό πειστικότερο, ικανό να επιφέρει άμεσα αποτελέσματα, για παράδειγμα, να σταματήσει τις προσφυγικές ροές.

Κρίση αριστερού παραδείγματος

Στην πρώτη φάση της οικονομικής κρίσης διαπιστώσαμε κοινωνικές αντιδράσεις που, σε γενικές γραμμές με κάποιες εξαιρέσεις, είχαν αριστερόστροφο, προοδευτικό χαρακτήρα. Από τις αραβικές επαναστάσεις ως το Occupy Wall Street και τις πλατείες του μεσογειακού νότου, παρά τις μεγάλες διαφορές στο χαρακτήρα και τη μαζικότητα των κινητοποιήσεων καθώς και τις εθνικές ιστορικές ιδιομορφίες, είχαμε προοδευτικά κινήματα. Χαρακτηρίστηκαν από μαζική συμμετοχή των “από κάτω”, δομές αυτοοργάνωσης, ανάδειξη του κοινωνικού ζητήματος, παρά την απουσία επαναστατικών ηγεσιών και ενός σαφούς αντικαπιταλιστικού προγράμματος.

Ένας συνδυασμός ηττών, απουσίας πειστικού εναλλακτικού παραδείγματος και “παραγωγής” βαρβαροτήτων έχουν αντιστρέψει αυτή την τάση. Οι γενικές απεργίες στην Ευρώπη απέτυχαν να ανατρέψουν τις πολιτικές λιτότητας. Ο συνδυασμός απεργίας και κατάληψης δημόσιου χώρου έριξε καθεστώτα στη Βόρεια Αφρική, αλλά οι εξεγέρσεις ηττήθηκαν πολιτικά στη συνέχεια τους. Στην Ευρώπη τα κινήματα πρόβαλλαν / ανέθεσαν την εκπλήρωση των στόχων τους σε αριστερά κόμματα διαμαρτυρίας. Η λεγόμενη “συνθηκολόγηση” του ΣΥΡΙΖΑ ήταν σημείο καμπής στην προοπτική της ανατροπής της λιτότητας με κοινοβουλευτικό τρόπο.

Η παγκόσμια αριστερά ανέκαμψε μερικώς, μετά την κρίση απονομιμοποίησης του σοσιαλιστικού σχεδίου με την πτώση του “υπαρκτού σοσιαλισμού”, γύρω στην καμπή του αιώνα με την αμφισβήτηση του νεοφιλελευθερισμού στη Λατινική Αμερική και το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα. Η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση συνέπεσε ωστόσο με την εξάντληση του ριζοσπαστισμού των εγχειρημάτων αριστερής διαχείρισης στη Λατινική Αμερική. Η ελληνική αριστερά είχε επικαλεστεί το παράδειγμα της Αργεντινής, με διαφορετικές αποχρώσεις και εμφάσεις όπως είναι φυσικό. Άλλοι τόνιζαν τη “ρεαλιστική” εναλλακτική διαχείριση του Κίρχνερ και άλλοι αναδείκνυαν τις εμπειρίες των εργοστασιακών καταλήψεων και του κινήματος των ανέργων. Οι τελευταίες μέρες του αντιμνημονιακού αγώνα συνέπιπταν ωστόσο με την επάνοδο της νεοφιλελεύθερης δεξιάς στην κυβέρνηση της Αργεντινής. Στη συνέχεια είδαμε την εσωτερική μετάλλαξη της αριστεράς στον Ισημερινό με την αποκαθήλωση της κληρονομιάς Κορέα από την κυβέρνηση Λένιν Μορένο, μέρος της οποίας ήταν η πολυσυζητημένη διαγραφή του “επαχθούς” εξωτερικού χρέους από διεθνή λογιστικό έλεγχο που προτάθηκε σαν λύση για το πρόβλημα του ελληνικού δημόσιου χρέους. Η κυβέρνηση Μορένο κατέληξε σε συμφωνία σε ζητήματα “ασφαλείας” με τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, ενώ πριν δύο μήνες έβγαλε τον Ισημερινό από την ALCA και προστέθηκε στη χορεία των λατινοαμερικανικών κυβερνήσεων που αποκήρυξαν το καθεστώς της Βενεζουέλας. Η νίκη του δεξιού Πινέρα στις προεδρικές εκλογές στη Χιλή και η άνοδος του ακροδεξιού υποψηφίου Μπολσονάρο στη Βραζιλία συμπληρώνουν την εικόνα επιστροφής της Δεξιάς στη ΛΑ. Η διεθνής αριστερά ήταν πιο εύκολο να διαχωριστεί από το κύμα καταστολής του ιστορικού ηγέτη των Σαντινίστας άλλα πλέον φιλελεύθερου Ορτέγκα καθώς ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνικής εξέγερσης εναντίον του καθοδηγείται από τη ριζοσπαστική αριστερά. Παρολαυτά η εξέλιξη στη Νικαράγουα είναι αποκαρδιωτική. Ένα μεγάλο μέρος της λατινοαμερικάνικης αριστεράς είναι δεσμευμένο σε μια άβολη κριτική υποστήριξη της κυβέρνησης Μαδούρο καθώς η δεξιά αντιπολίτευση είναι απολύτως αντιδραστική και οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις έχουν στοιχηθεί πίσω της περιμένοντας σαν όρνεα έτοιμα να κατασπαράξουν την πετρελαϊκή βιομηχανία της χώρας. Όμως, η καταστροφική οικονομική κρίση στη Βενεζουέλα αποτελεί μια πραγματική δυσφήμιση του σοσιαλισμού, αν κι εμείς θα υποστηρίζαμε ότι η κρίση αυτή οφείλεται στην απουσία μιας σοσιαλιστικής οικονομίας κι όχι το αντίθετο. Η κρατική αναδιανομή στη Βενεζουέλα είναι πατερναλιστική, κρατάει τον πληθυσμό σε παθητικότητα και ταυτόχρονα είναι μακροοικονομικά αναποτελεσματική. Είναι μια λαϊκιστική ρεφορμιστική διαχείριση χωρίς ρήξη με τα θεμέλια του καπιταλιστικού συστήματος. Παρολαυτά στις σημερινές συνθήκες η λέξη σοσιαλισμός δεν παραπέμπει στην Κίνα αλλά στη Βενεζουέλα του Μαδούρο, η οποία έχει τις χειρότερες οικονομικές επιδόσεις για χώρα που δεν βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση. Ούτε η ανταρσία της αντιπολίτευσης ούτε το σαμποτάζ του ιμπεριαλισμού επαρκούν για να εξηγήσουν την οικονομική αποτυχία της Βενεζουέλας. Η “μπολιβαριανή επανάσταση” όντως βελτίωσε αρχικά το βιοτικό και μορφωτικό πεδίο των λαϊκών μαζών αλλά απέτυχε να αναδιοργανώσει την παραγωγική βάση της χώρας μεταφέροντας πόρους σε ζωτικούς τομείς της οικονομίας, όπως η βιομηχανία τροφίμων, όπως και να ευνοήσει την αυτενέργεια των εργαζομένων μετατρέποντας τους σε “αφέντες της ίδιας της μοίρας” τους. Διαιώνισε την απόλυτη εξάρτηση της χώρας από τις εξαγωγές πετρελαίου και όταν οι τιμές του πήραν την κατιούσα, πληθωρισμός και δημόσιο χρέος γιγαντώθηκαν. Το αποτέλεσμα σήμερα είναι η συνεχιζόμενη δυσφήμιση του σοσιαλισμού ως συνώνυμου του αυταρχισμού και της οικονομικής ανικανότητας.

Το συμπέρασμα είναι ότι παρά την μερική ανάκαμψη της παγκόσμιας αριστεράς μετά το 2000, με οδηγό τις εξελίξεις στη Λατινική Αμερική, καμία δύναμη στο εργατικό κίνημα και την πολιτική αριστερά δεν υπήρξε σε θέση να διατυπώσει μια πειστική εναλλακτική στον καπιταλισμό που να μην αρκείται στην κριτική του νεοφιλελευθερισμού και της λιτότητας. Το πρόβλημα του σοσιαλιστικού σχεδίου οργάνωσης της κοινωνίας δεν ανάγεται σε πρόβλημα σωστής ή λαθεμένης προπαγάνδας αυτού του σχεδίου. Πρέπει να “δειχθεί” ένα παράδειγμα όχι απλά να περιγραφεί.